ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

Αγία Οσιομάρτυς Ευδοκία: η αγία της μεγάλης μετάνοιας… (μνήμη 1η Μαρτίου)

0 σχόλια

Κατά τους χρόνους του βασιλιά Τραϊανού (98-117 μ.Χ.), έζησε στην Ηλιούπολη, στην επαρχία της Λιβανησίας της Φοινίκης, η Ευδοκία, Σαμαρείτιδα κατά το γένος. Ήταν πάρα πολύ όμορφη, γι’ αυτό κιόλας το λόγο, εξέκλινε από μικρή στην πορνεία, γιατί πολλές φορές είναι δύσκολο να συμβαδίζει η ομορφιά του σώματος με τη σεμνότητα. Κάθε ημέρα, την επισκέπτονταν πάρα πολλοί για να εκτελέσουν την επιθυμία τους, και όχι μόνο από εκείνη τη χώρα, αλλά και από άλλες πολλές, ξοδεύοντας πολλά χρήματα προς χάρη της. Έτσι, η Ευδοκία, είχε συγκεντρώσει άπειρο πλούτο ζώντας αμαρτωλή ζωή και φυσικά δεν φρόντιζε για την μέλλουσα ζωή, ούτε σκεφόταν τι γίνεται μετά τον θάνατο. Επειδή όμως ο καλός βοσκός ψάχνει για το απολωλός πρόβατο, έφθασε και γι’ αυτή ο καιρός της ψυχικής της γιατρειάς με τον εξής τρόπο: Ένας μοναχός ευσεβής, πηγαίνοντας προς την πατρίδα του, έμεινε σε κάποιο σπίτι κοντά στης Ευδοκίας. Κάνοντας λοιπόν την καθημερινή του βραδυνή μελέτη, και διαβάζοντας τα σχετικά με την Κρίση, την κόλαση των αμαρτωλών, και την ανταπόδωση των δικαίων, έτυχε και τα άκουσε η Ευδοκία όλα τη νύχτα, από ένα παράθυρο και τόσο πολύ ηρθε σε κατάνυξη, πού έτρεχαν σαν ποτάμι τα δάκρυά της, σκεπτόμενη τις αμαρτίες της. Όταν ξημέρωσε, προσκάλεσε τον μοναχό να της εξηγήσει όλα αυτά τα όποια άκουγε να διαβάζει όλο το βράδυ. Ο μοναχός την παρότρυνε να βαπτιστεί χριστιανή και να σκορπίσει σωστά, εκείνον τον πλούτο τον οποίο κακώς απέκτησε, να τον μοιράσει μετά χαράς σε φτωχούς και τότε ο Πανάγαθος Θεός θα την ανταμείψει, αντί γι’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή, με πλούτο άϋλο και αιώνια ζωή… το μόνο στο οποίο είχε ενδοιασμούς η Αγία είναι στο ότι ηταν πολύ καλομαθημένη, χρειαζόταν κάποιο πνευματικό οδηγό και βασικά ήθελε να βεβαιωθεί για το αν αυτά πού της είπε ο μοναχός ήταν αληθινά. Ο μοναχός τη συμβούλευσε να προσευχηθεί στο Θεό για μία εβδομάδα με νηστεία, για να της δείξει το θέλημά Του. Η Ευδοκία ακολούθησε πιστά τις εντολές του μοναχού. Αφού πέρασε μία εβδομάδα και βγήκε από το κελλί, τη ρώτησε ο μοναχός εάν ο Θεός της έδειξε κάποιο σημείο Του. Αυτή τότε του απάντησε, ότι καθώς προσευχόταν με δάκρυα στα μάτια, ενθυμούμενη τις αμαρτίες της, είδε πριν ξημερώσει, φως τεράστιο πάνω από τον ήλιο και έναν λαμπερό νέο, ο οποίος την άρπαξε και την ανέβασε στον ουρανό. Εκεί είδε άπειρους λευκοφόρους με την ίδια αστραφτερή μορφή, οι οποίοι την υποδέχθηκαν με μεγάλη χαρά. Καθώς έμπαινε σ’ αυτό το απερίγραπτο φως, φάνηκε έξω από την πόρτα ενας μεγάλος και άσχημος γίγαντας, ο οποίος αφού της έτριξε τα δόντια του, φώναζε τόσο δυνατά, ώστε όλος ο τόπος σειόταν. Άρχισε λοιπόν σε κάποια στιγμή να φιλονικεί με τον οδηγό της, τον αρχάγγελο Μιχαήλ και να του λέει ότι εάν σώσει αυτή, η οποία μίανε τόσους ανθρώπους με τις ασωτίες της, θα πρέπει να σωθούν και όλοι αυτοί οι οποίοι έχουν κάνει άσχημες και άδικες πράξεις. Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε γλυκειά φωνή εξ’ ουρανού, η οποία έλεγε: “Έτσι θέλησε ο Θεός για τους υιούς των ανθρώπων, να υποδέχεται τους μετανοημένους σαν εύσπλαχνος πού είναι και να τους οδηγεί στην αιώνιο ζωή. Αυτά είπε ο Άγγελος, την σφράγισε τρεις φορές και έφυγε προς τον ουρανό. Ο μοναχός αφού άκουσε όλα αυτά τα θαυμαστά, την διαβεβαίωσε ότι αυτό ήταν σημάδι από τον Θεό. Της έδωσε κουράγιο, την προέτρεψε να πενθήσει για τις αμαρτίες της, την βοήθησε να μοιράσει την άπειρη περιουσία της, την έστειλε στον Επίσκοπο της πόλης για να την βαπτίσει και στο τέλος την οδήγησε στο γυναικείο μοναστήρι, το οποίο είχε υπό την επίβλεψή του. Η Ευδοκία αγωνιζόταν τον καλόν αγώνα περισσότερο από τις υπόλοιπες μοναχές. Έτσι, όταν κοιμήθηκε η Γερόντισσα της Μονής, με θεία υπόδειξη, όλες ψήφισαν την Ευδοκία για Γερόντισσα, η οποία με την αγία πολιτεία της είχε υποστεί πραγματικά “θεία αλλοίωση”.Έτσι διήλθε τον επίγειο βίο της, τελώντας άπειρα θαύματα ακόμα και όταν ήταν στη ζωή. Όταν ηγεμόνας ήταν στην Ηλιούπολη ο Αυρηλιανός κάποιοι από τους παλαιούς εραστές της Ευδοκίας πού άκουσαν ότι πίστεψε στο Χριστό και μονάζει σε μοναστήρι, έστειλαν μια ψευδή αναφορά στον βασιλέα και την κατηγόρησαν, ότι έκλεψε βασιλικά χρήματα και με αυτά χτίζει μοναστήρια στην έρημο. Ο ηγεμόνας τότε κίνησε διωγμό και έστειλε τριακόσιους στρατιώτες μ’ έναν άρχοντα για να την πάρουν από τη Μονή βιαίως μαζί με τα χρήματα. Επί τρία ημερόνυχτα προσπαθούσαν να μπουν στη Μονή, αλλά μία αόρατη δύναμη τους εμπόδιζε και τρεις ημέρες μετά, κάποια αόρατη θανάσιμη πνοή τους εθανάτωσε και ξεψύχησαν όλοι, εκτός από τον άρχοντα και τρεις στρατιώτες, πού έφεραν και το μήνυμα στο βασιλέα για το γεγονός. Τότε, ο ίδιος ο γιος του βασιλιά, κίνησε εναντίον της αγίας, αλλά καθώς πήγαινε έφιππος στο Μοναστήρι, έπεσε και χτύπησε θανάσιμα. Τότε ο βασιλιάς έστειλε γράμμα στην αγία, η οποία μετά από προσευχή ανέστησε, όχι μόνο το γιό του βασιλιά, αλλά και όλους τους στρατιώτες πού είχαν αιφνίδια πεθάνει ενώ πήγαιναν να συλλάβουν την αγία. Τότε όλοι οι παρόντες, μαζί και ο βασιλιάς πίστεψαν ότι ο Θεός της χριστιανης Ευδοκίας είναι Μέγας και Αληθινός. Κατόπιν, στην Ηλιούπολη, έγινε ηγεμόνας ένας ειδωλολάτρης ονόματι Διογένης, ο οποίος βασάνισε την αγία, αλλά κατά τα βασανιστήρια έγιναν τόσα πολλά θαύματα πού και αυτός τελικά πίστεψε στον αληθινό Θεό. Αφού έζησε ο ηγεμόνας θεάρεστη ζωή, ανέβηκε στο αξίωμα κάποιος Βικέντιος, πολύ σκληρός με τους Χριστιανούς. Αυτός, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να σταματήσει την Αγία με άλλον τρόπο, έστειλε στρατιώτες και έκοψαν την οσία της κεφαλή, την 1η του μηνός Μαρτίου. Έτσι, η Αγία, αφού τελείωσε τον δρόμο του μαρτυρίου της, το μεν πνεύμα της απήλθε στα ουράνια, το δε τίμιο και πάνσεπτο λείψανό της έμεινε στην γη, τελώντας τα μετά θάνατον θαύματα, χάρη την οποία έλαβε από τον Θεό, για τη θερμή της μετάνοια. Ας αξιωθούμε και εμείς τέτοιας ειλικρινούς και μεγάλης μετάνοιας με τις πρεσβείες της. Αμήν.

28 Φεβρουαρίου η ανάμνηση του μαρτυρίου της Αγίας Νεομάρτυρος Κυράννης , της εξ Όσσης Λαγκαδά

0 σχόλια


Η Αγία Κυράννα


undefined
Η ΑΓΙΑ ΚΥΡΑΝΝΑ - ΝΥΜΦΗ ΧΡΙΣΤΟΥ
Η Αγία Κυράννα γεννήθηκε στην Αβυσσώκα της Θεσσαλονίκης, σημερινή Όσσα της επαρχίας Λαγκαδά.
Η ομορφιά της ψυχής της συμβάδιζε με την εξωτε­ρική της ωραιότητα, αφού ήταν προικισμένη με τις αρε­τές της σεμνότητας και της σωφροσύνης. Έτσι περνού­σε τη ζωή της κοντά στους γονείς της. Ο μισόκαλος ό­μως διάβολος τη φθόνησε για την αγνότητα της και α­φού δεν μπόρεσε με πονηρούς λογισμούς και αμαρτωλές σκέψεις να την παρασύρει στο κακό και να την μεταβά­λει σε όργανό του, βρήκε άλλο τρόπο να ταράξει την ευ­τυχία των δικών της και τη γαλήνη της νεανικής και πε­ντακάθαρης ψυχής της.
Ένας τούρκος λοιπόν γενίτσαρος, που ήταν σούμπασης, δηλαδή διοικητής του αστυνομικού τμήματος και εισπράκτορας των φόρων από τα εισοδήματα, ερωτεύθη­κε την Κυράννα και προσπαθούσε να την κατακτήσει με διάφορες κολακείες. Η Κυράννα με κανένα τρόπο δε δε­χόταν τις κολακείες του τούρκου και τις μεγάλες του υ­ποσχέσεις για λίρες και φορέματα. Ούτε όμως και τις φοβέρες του, ότι θα την βασάνιζε σκληρά και στο τέλος θα την θανάτωνε αν δε δεχόταν το σκοπό του.
Η επιμονή του γενίτσαρου δεν μπόρεσε να μεταβά­λει το Χριστιανικό της φρόνημα. Έτσι απογοητευμένος ο γενίτσαρος μαζί με άλλους γενίτσαρους αρπάζουν την αγία και την οδηγούν στη Θεσσαλονίκη. Την φέρνουν μπροστά στον Κριτή με την ψευδή κατηγορία ότι δήθεν στην αρχή δέχθηκε να τον παντρευτεί και να αλλαξοπιστήσει, αλλά αργότερα άλλαξε γνώμη. Οι γονείς της την ακολούθησαν μέχρι τη Θεσσαλο­νίκη.
Οι τούρκοι άρχισαν την ίδια τακτική, στην αρχή κο­λακείες, και μετά την αγριότητα. Η Κυράννα άφοβη, ατάραχη μπροστά στους βια­στές της θέλησής της δε μιλούσε.

Είπε μόνο τα λόγια:
«Εγώ είμαι Χριστιανή και έχω νυμφίον τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, εις τον οποίον προσφέρω ως προί­κα την παρθενίαν μου και αυτόν επόθησα και ποθώ εκ νεότητός μου και δια την αγάπην του είμαι έτοιμη να χύσω και το αίμα μου, δια να αξιωθώ να τον απολαύσω. ακού­σατε λοιπόν την απάντησή μου και πλέον άλλον λόγο μη περιμένετε να σας πω».
Ύστερα από την απάντηση έσκυψε η Κυράννα με πολλή σεμνότητα το κεφάλι της σιώπησε και προσευχό­ταν νοερά στον Κύριο να την ενδυναμώσει μέχρι το τέ­λος του μαρτυρίου.
Οι τούρκοι όταν είδαν την Πίστη της στο Χριστό ντροπιάστηκαν και την έρριξαν στη φυλακή. Ο σούμπασης, έλαβε άδεια από τον μπέη του κάστρου της Θεσσαλονίκης, τον αλή εφέντη να μπαίνει στη φυλακή όποτε θέ­λει. Έμπαινε τακτικά με άλλους γενίτσαρους και την βασάνιζαν. Άλλος την κλωτσούσε, άλλος τη χτυπούσε με ξύλο ή με μαχαίρι και άλλος με γροθιές μέχρι να λιποθυμήσει. Το βράδυ ο δεσμοφύλακας την κρεμούσε α­πό τις μασχάλες με αλυσίδες και την έδερνε με ό,τι έβρι­σκε και την άφηνε κρεμασμένη μέσα στο χειμωνιάτικο κρύο.
Ένας Χριστιανός φύλακας τον πλησίαζε μόλις περνούσε ο θυμός του και τον παρακαλούσε να του δώσει ά­δεια να ξεκρεμάσει την Αγία.

Εδώ σημειώνει ο συγγραφέας του μαρτυρίου της τα εξής:

«Η Αγία είχε τόσην υπομονήν, ησυχίαν και σιωπήν, όπου σου εφαίνετο ότι άλλη πάσχει και όχι εκείνη και ό­λος ο νους της και η προσοχή της, ευρίσκετο εις τους Ου­ρανούς και εις τον Χριστόν».
Στην ίδια φυλακή ήταν φυλακισμένοι και άλλοι Χρι­στιανοί, εβραίοι και μερικές τουρκάλες που έλεγχαν το δεσμοφύλακα ως άσπλαχνο και μη φοβούμενο τον Θεό, γιατί τυραννούσε σκληρά μια γυναίκα που δεν έσφαλε σε τίποτε.
Αυτός όμως αντιθέτως γινόταν όλο και πιο σκληρός. Τα φρικτά βασανιστήρια συνεχίστηκαν επί μία ε­βδομάδα.
Την έβδομη ημέρα κορυφώθηκαν τα βασανιστήρια. Ο δεσμοφύλακας οργισμένος άρπαξε την Αγία, την κρέ­μασε και άρχισε να την χτυπάει αλύπητα με μια μεγάλη ξύλινη σχίζα, οι τουρκάλες φώναζαν, οι φυλακισμένοι όλοι τον μάλωναν δυνατά και ο δεσμοφύλακας έπεσε κά­τω μπρούμυτα και άρχισε να κλαίει.
Εκείνη τη στιγμή η Αγία άφηνε την τελευταία της πνοή και η ψυχή της πετούσε για να ενωθεί με το Χρι­στό που τόσο ποθούσε και για Χάρη Του μαρτύρησε. Στις 4 με 5 η ώρα το πρωί ένα μεγάλο φως έλαμψε ξαφνι­κά στη φυλακή που κατέβηκε σαν αστραπή από τη σκε­πή της. Το φως αυτό περιέλουσε το σώμα της μάρτυρος και φωτίστηκε όλη η φυλακή. Οι φυλακισμένοι Χριστιανοί φώναζαν το «Κύριε ελέησον» οι εβραίοι πέσανε μπρούμυτα και οι τουρκάλες φώναζαν: «αχ, αχ, το κρίμα της φτωχής Ρωμαίας μας έφθασε και έπεσε σαν αστραπή να μας καύψη». Ο δεσμοφύλακας από το φόβο του άρχισε να τρέμει και είπε στον φύλακα Χριστιανό να κατε­βάσει την κρεμασμένη Κυράννα. Ο φύλακας βρήκε την Αγία Κυράννα τελειωμένη.
Το φως σιγά-σιγά υποχώρησε, μια άρρητη όμως ευ­ωδία έμεινε για πολλή ώρα σε όλη τη φυλακή.
Ο φύλακας άνοιξε με τα κλειδιά τα σίδερα, έλυσε τα χέρια της Αγίας, σκέπασε με σεβασμό το Άγιο Λείψα­νο, άναψε τα φώτα, θύμιασε και κάθησε κοντά της, ώ­σπου να ξημερώσει. Δόξασε το Θεό που τον αξίωσε να δει τέτοια θαυμαστά πράγματα αλλά και να πιάσει και να περιποιηθεί μαρτυρικό λείψανο.
Το πρωί διαδόθηκε σε όλη τη Θεσσαλονίκη η φήμη της τελείωσης της Αγίας και η έλλαμψη του Αγίου Φω­τός. Οι τούρκοι ντροπιασμένοι σιωπούσαν, έδωσαν την άδεια στους Χριστιανούς να πάρουν το Λείψανο της Α­γίας και οι Χριστιανοί ένιωθαν χαρά και ευφροσύνη για τα θαυμάσια του Αληθινού και Ζωντανού Θεού μας.
Την έθαψαν έξω από τη Θεσσαλονίκη εκεί όπου ε­νταφίαζαν και τους άλλους Ορθοδόξους Χριστιανούς, και τα φορέματά της τα μοίρασαν για ευλογία στους πι­στούς. Ήταν 28 Φεβρουαρίου 1751 μ.Χ.

Η Εκκλησία ψάλλει αιώνες τώρα.

«Άγιοι Μάρτυρες, οι καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες, πρεσβεύσατε προς Κύριον, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών».

* * *
Απολυτίκιον της Αγίας
(ως προς τον Συνάναρχον Λόγον)

Χαίρε Όσσης ο γόνος και θείον βλάστημα, Παρθενομάρτυς Κυράννα Νύμφη Χριστού του Θεού, η αθλήσασα στερρώς υστέροις έτεσι, και καθελούσα τον εχθρόν, καρτερία σταθε­ρά. Και νυν απαύστως δυσώπει, υπέρ των πίστει τιμώντων, την μακαρίαν σου άθλησιν.

«Ο δε υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται». Ευαγγέλιο Ματθ. 10, 22
«Δι' υπομονής τρέχομεν τον προκείμενον ημίν αγώνα». Απ. Παύλος προς Εβραίους 12, 1.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»



Βρέθηκαν τα λείψανα της αγίας Κυράννας, 260 χρόνια μετά το μαρτύριό της

Με μεγάλη συγκίνηση προστρέχουν οι Θεσσαλονικείς στο παλαιό Ιερό Ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Όσσας Λαγκαδά για να προσκυνήσουν το χαριτόβρυτο λείψανο της αγίας νεομάρτυρος Κυράννας, το οποίο φανερώθηκε στις 12 του μηνός Σεπτεμβρίου, 260 χρόνια μετά το μαρτύριό της.
Η αγία Κυράννα έζησε στην Όσσα του Λαγκαδά στα μέσα του 18ου αιώνα και ήταν νεαρή χριστιανή με βαθιά πίστη στο Χριστό. Η σωματική ομορφιά της έθελξε έναν αρνησίθρησκο πλούσιο της περιοχής, ο οποίος είχε εγκαταλείψει την πατρώα πίστη για να ασπαστεί τον Ισλαμισμό. Με μεγάλη αναίδεια, ο άπιστος κάλεσε την αγία να αρνηθεί τη χριστιανική πίστη για να μπορέσει άμεσα να την νυμφευθεί. Η αντίδραση όμως της νεαρής Κυράννας τον εξόργισε.
Η αγία τού αποκρίθηκε άφοβα πως «κάλλιο το έχει να πεθάνει παρά να αρνηθεί τον Χριστό, για τον οποίο θα έδινε και τα νιάτα της και τη ζωή της». Ο Τούρκος την οδήγησε στη φυλακή, όπου την υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια. Παρά την δεκαήμερη δοκιμασία, η αγία έμεινε ακλόνητη στην πίστη του Χριστού, τον οποίο είχε ποθήσει ως ουράνιο Νυμφίο της με όλη της την ψυχή. Μάλιστα, στο κελί της εμφανίστηκε ένα γλυκύτατο θείο φως, το οποίο την στήριζε και την ενδυνάμωνε. Οι βάσανοι όμως τους οποίους είχε υποστεί είχαν πλήξει ανεπανόρθωτα το κορμί της, και γι’ αυτό η αγία Κυράννα παρέδωσε τη λευκή ψυχή της στον αγωνοθέτη Χριστό στις 28 Φεβρουαρίου του 1751.Φέτος, 260 χρόνια από τότε, η Ιερά Μητρόπολη Λαγκαδά αποφάσισε τότε να αφιερώσει ολόκληρο το έτος 2011 στη μνήμη της αθληφόρου αγίας, διοργανώνοντας πολλές λατρευτικές, επιστημονικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Αυτό τον πόθο και την ευλάβεια του λαού της επαρχίας Λαγκαδά προς το πρόσωπο της αγίας ήρθε να πληρώσει στις 12 Σεπτεμβρίου η ανεύρεση τμήματος του τιμίου λειψάνου της, θαμμένου κάτω από το Ιερό Βήμα του παλαιού Ιερού Ναού των Ταξιαρχών στην Όσσα. Η εύρεση των λειψάνων της συνοδεύθηκε από έντονη ευωδία, η οποία πλημμύρισε το Ναό, ενώ η ιατροδικαστική έρευνα επιβεβαίωσε τη χρονολογία ταφής και την ηλικία της Αγίας.
Η εύρεση
Στο Ναό των Ταξιαρχών τελούνται καθημερινά ευχαριστήριες παρακλήσεις και αγρυπνίες προς τιμήν της Αγίας, . Στις 11 Οκτωβρίου, στο χώρο είχε μεταβεί προς προσκύνηση ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, ο οποίος με λιτανεία  μετέφερε τα λείψανα της αγίας Κυράννας από τον παλαιό Ναό των Ταξιαρχών στο νέο Ιερό Ναό της Οσσάς που τιμάται επ’ ονόματί της Αγίας.
Η πάνσοφη Πρόνοια του Θεού επέλεξε αυτή τη δύσκολη για την Ελλάδα μας στιγμή για να μας εμφανίσει τη ζωντανή χάρη Του μέσω της Αγίας νεομάρτυρος Κυράννας και να ενδυναμώσει την πίστη μας. Οι άγιοί μας πρεσβεύουν στον Κύριο για το έθνος μας και μάς βεβαιώνουν για την παρουσία του Θεού στη ζωή μας. Ας ελπίζουμε λοιπόν στο Θεό, ο οποίος “εθαυμάστωσε τους αγίους, τους εν τη γη Αυτού”.
πηγή:  www.xfd.gr/

26 Φεβρουαρίου η μνήμη των Αγίων Φωτεινής , Ισαποστόλου, της Σαμαρείτιδος , Πορφυρίου επισκόπου Γάζης και του Αγίου μάρτυρος Θεοκλήτου

0 σχόλια

Βίος Αγίας Φωτεινής της Μεγαλομάρτυρος της Σαμαρείτιδας


Ο διάλογος με τον Χριστό
Η Αγία Φωτεινή καταγόταν από τη Σαμάρεια. Δυστυχώς δεν βάδισε τον καλό δρόμο. Ζούσε στην αμαρτία. Άλλαζε αλληλοδιαδόχως άνδρας. Ήταν στιγματισμένη στην Σαμάρεια.
Γι αυτό τη βλέπομε να πηγαίνει για νερό στο πηγάδι το καταμεσήμερο, πού ησύχαζαν οι άλλοι και ήταν ερημιά. Ένα μεσημέρι όμως συνάντησε εκεί τον Ιησού, ο οποίος επίτηδες
πέρασε από εκεί για να σώσει αυτό το απολωλός πρόβατο. Ο Κύριος της ζήτησε νερό. Εκείνη παραξενεύθηκε. Πώς συ, πού είσαι Ιουδαίος, ζητάς νερό από μένα πού είμαι
Σαμαρείτισσα; «Οὐ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις». Ο Ιησούς φανέρωσε σ' αυτήν όλη τη ζωή της. Ο Κύριος είπε στην Αγία, ότι Αυτός είναι «τό ὕδωρ τό ζῶν», δηλαδή η
αστείρευτη πηγή του Αγίου Πνεύματος. Της αποκάλυψε ότι αυτός είναι ο Μεσσίας. Αλλά και η γυναίκα αυτή έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον. Μετανόησε και έτρεξε αμέσως στην πόλη
Συχάρ και καλεί τους συμπατριώτες της να πάνε στο Χριστό. Βγήκαν, τότε οι Σαμαρείται και ήλθαν στο Χριστό και πίστεψαν σ’ αυτόν. Τον παρεκάλεσαν να παραμείνει στην πόλη
τους και έμεινε δυο μέρες.
Αυτή η μακαρία, μετά την Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, βαπτίστηκε από
τους Αποστόλους, μαζί με τους δυο υιούς της και τις πέντε αδελφές της. Όλοι πάλι μαζί ακολούθησαν τους Αποστόλους, κήρυτταν την πίστη του Χριστού, από τόπο σε τόπο και
από χώρα σε χώρα. Γύρισαν πολλούς ειδωλολάτρες από την ασέβεια στην πίστη του Χριστού. Επήγε κηρύττοντας στη Συρία, στη Φοινίκη, την Παλαιστίνη, στην Αίγυπτο, στην
Καρχηδόνα, στη Ρώμη. Και να σκεφτεί κανείς ότι τότε δεν ήταν εύκολο να περιοδεύει μια γυναίκα! Οι γυναίκες έμεναν στο γυναικωνίτη. Αυτή όμως είχε τόση αγάπη στο Χριστό,
ώστε τα έκανε και τα πιο δύσκολα κατορθώματα. Γι αυτό και η αγία μας Εκκλησία την ονόμασε Ισαπόστολο. Τον τίτλο αυτόν τον έδωσε σε ελάχιστα πρόσωπα.

Ο διωγμός του Νέρωνος
Κατά την εποχή εκείνην βασίλευε στη Ρώμη ο ασεβέστατος και σκληρότατος βασιλεύς ο Νέρων (54 - 68) μ. Χ. Ο Νέρων σαν ειδωλολάτρης δεν μπορούσε να βλέπει και να
ακούει να πληθαίνουν οι Χριστιανοί και κήρυξε μεγάλο διωγμό εναντίον τους. Μετά το Μαρτύριο των Κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ζητούσαν οι διώκτες τους
μαθητές του και όλους εκείνους, πού πίστευαν στο Χριστό. Αγωνίζονταν οι μωροί, να εξαλείψουν από τον κόσμο το όνομα του Χριστού.
Τον καιρόν εκείνον η Αγία Φωτεινή μαζί με τον μικρότερο υιό της τον Ιωσήν ήταν στην Καρθαγένην, πόλη της Βορείου Αφρικής και κήρυττε με θάρρος το Ευαγγέλιο του Χριστού.
Ο Βίκτωρ ο μεγαλύτερος υιός της, ήταν στρατιώτης στο στράτευμα των Ρωμαίων. Επειδή κατάφερε μεγάλες ανδραγαθίες και νίκες στον πόλεμο, πού είχαν οι Ρωμαίοι εναντίον
των Αβάρων, πού κατέτρεχαν τους τόπους τους, ο βασιλεύς Νέρων τον έκαμε στρατηλάτη. Μη γνωρίζοντας όμως ότι ήταν Χριστιανός τον έστειλε στην Ιταλία, για να τιμωρεί όλους
τους Χριστιανούς, πού βρίσκονταν εκεί.
Τότε ο Σεβαστιανός, ο δούξ της Ιταλίας, προσπάθησε να συμβουλέψει τον Βίκτωρα να εκτελεί τις διαταγές που έδωσε ο βασιλιάς και να βασανίζει τους Χριστιανούς.
Ο στρατηλάτης Βίκτωρ αρνιόταν να δεχτεί να πράξει κάτι τέτοιο και να σταματήσει να κυρήττει τον Χριστό. Ο δουξ συνέχισε να επιμένει να συμβουλεύει τον Βίκτωρα να εκτελεί τις
διαταγές του βασιλιάς ώσπου τυφλώθηκε, έπεσε κάτω και έμεινε άφωνος από τους σφοδρούς και αβάσταχτους πόνους των ματιών. Τον σήκωσαν αμέσως όσοι ήταν εκεί και τον
έβαλαν σε ένα κρεβάτι όπου έμεινε τρεις ημέρες άφωνος, χωρίς να μπορεί να μιλήσει. Την τετάρτη μέρα φώναξε μεγαλοφώνως και είπε:
- Ένας είναι ο Θεός, ο Θεός των Χριστιανών.
Κατόπιν ο Σεβαστιανός κατηχήθηκε από τον Βίκτωρα, εις την πίστη του Χριστού και βαπτίστηκε. Μόλις βγήκε από την κολυμβήθρα, αμέσως ήλθε το φως των ματιών του και
δόξασε τον Θεό. Άμα είδαν οι άλλοι ειδωλολάτρες το παράδοξο αυτό θαύμα, φοβήθηκαν μήπως επειδή δεν πιστεύουν πάθουν εκείνο, πού έπαθε ο δούξ και έτρεξαν όλοι στον
Βίκτωρα Εκείνος με ευχαρίστηση τους κατήχησε στην πίστη του Χριστού και τους βάπτισε.

Ο Νέρων οργίζεται
Αφού πέρασε λίγος καιρός, ακούστηκε αυτό στη Ρώμη και το έμαθε ο Νέρων, ότι ο Βίκτωρ ο στρατηλάτης και ο δούξ ο Σεβαστιανός κηρύττουν το κήρυγμα του Πέτρου και του
Παύλου και των άλλων Αποστόλων και οδηγούν πολλούς Έλληνες στην πίστη του Χριστού. Επίσης έμαθε ο Νέρων, ότι η μητέρα του στρατηλάτη Βίκτωρος μαζί με τον άλλον
υιό της Ίωσην, είχαν σταλεί από τους Αποστόλους στην Καρθαγένη και κάνουν και αυτοί τα ίδια. Όλα αυτά, όταν τα άκουσε ο βασιλεύς, άναψε ολόκληρος από θυμό και έστειλε
στρατιώτες να φέρουν στη Ρώμη όλους τους Χριστιανούς άνδρες και γυναίκες.



Ο Κύριος φανερώνεται στους Μάρτυρες και τους δυναμώνει
Πριν ξεσπάσει ο Νέρων φανερώνεται ο Κύριος και τους λέγει: Μη φοβείσθε. Δεύτε πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, κάγω αναπαύσω υμάς. Μη φοβείσθε, διότι εγώ είμαι
μαζί σας και θα νικηθεί ο Νέρων μαζί με τους συντρόφους του. Έπειτα είπε στον Βίκτωρα. Από τώρα και στο εξής το όνομά σου θα είναι Φωτεινός. Διότι από σένα θα φωτισθούν
πολλοί και θα πιστέψουν σε μένα Τον Σεβαστιανό να τον δυναμώσεις στο Μαρτύριο με τα λόγια σου και θα είναι μακάριος και καλότυχος εκείνος πού θα αγωνιστεί ως το τέλος.
Αυτά είπε ο Κύριος και ανέβει στους ουρανούς. Φανερώθηκαν και στην Αγία Φωτεινή όλα εκείνα πού επρόκειτο να συμβούν σ’ αυτήν. Γι αυτό εκίνησε από την Καρθαγένη μαζί
με πλήθος Χριστιανών και επήγε στη Ρώμη.

Η Αγία Φωτεινή μπροστά στο Νέρωνα
Τότε ταράχθηκε όλη η πόλη της Ρώμης, και ρωτούσαν ο ένας τον άλλον οι Ρωμαίοι και έλεγαν ποιάαείναι αυτή, πού ήλθε εδώ με τόσο πλήθος; Αλλά η Αγία κήρυττε με μεγάλο
θάρρος τον Χριστό. Η Αγία Φωτεινή παρουσιάστηκε στον Νέρωνα μαζί με τον υιό της Ιωσήν και τους οπαδούς της. Του ανήγγειλε ότι ήρθαν για να τον διδάξουν να πιστέψει στον
Χριστό. Την στιγμήν εκείνην ο δούξ Σεβαστιανός και ο Βίκτωρ ο στρατηλάτης ήλθαν από την κάτω Ιταλία. Ο Νέρων με βλέμμα άγριο τους ζήτησε να αρνηθούν τον Χριστό γιατί
αλλιώς θα πέθαιναν με κακό θάνατο. Οι Άγιοι αφού σήκωσαν τα μάτια στον ουρανό, είπαν:
—Μη γένοιτο ποτέ, Χριστέ Βασιλεύ, να σε αρνηθούμε και να αποχωρίσουμε από την πίστη σου και την αγάπη σου. Και ο Νέρων τους λέγει:
—Όλοι σας συμφωνήσατε να τιμωρηθείτε για τον Ναζωραίο και να πεθάνετε γι αυτόν;
—Ναι όλοι μας, απάντησε η Αγία Φωτεινή. Ναι όλοι μας χαρούμενοι και ευχαριστημένοι, πεθαίνουμε για την αγάπη του Κυρίου μας.

Το μαρτύριο των πιστών του Κυρίου
Τα λόγια αυτά ήταν αφορμή να δώσει διαταγή ο Νέρων να συντρίψουν τους αρμούς των χειρών τους με σιδερένιες σφύρες.
Άρπαξαν λοιπόν οι υπηρέτες τους Αγίους και τους έφεραν στο τόπο των βασανιστηρίων. Εκεί αφού έβαλαν τα χέρια πάνω στο αμόνι, άρχισαν οι φονιάδες εκείνοι να τους
κτυπούν με τα σιδερένια σφυριά. Από τις τρεις η ώρα έως στις εξ η ώρα, άλλαξαν τρεις φορές εκείνοι πού τους κτυπούσαν. Οι μάρτυρες όμως δεν έπαθαν τίποτε. Τούτο όταν το
άκουσε ο Νέρων δεν ταράχθηκε, για το παράδοξο θαύμα, και πρόσταξε να κοπούν τα χέρια τους. Παρευθύς οι υπηρέτες πήραν την Αγία Φωτεινή, έβαλαν τα χέρια της επάνω
στο αμόνι και άρχισαν να τα κτυπούν με τις μαχαίρες χωρίς να παθαίνουν τίποτε. Αντίθετα εκείνοι, πού κτυπούσαν παρέλυσαν και έπεσαν κάτω σαν νεκροί. Η Αγία Φωτεινή όμως
έμεινε αβλαβής και ευχαριστούσε τον Θεό λέγουσα: «Κύριος, ἐμοί βοηθός καί οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μέ ἄνθρωπος». Άρχισε λοιπόν ο Νέρων να απορεί και να διαλογίζεται,
τι να πράξη για να νικήσει τους Μάρτυρες και να τους φέρει με τη γνώμη του.
Τούς μεν άνδρες προστάζει να τους βάλουν σε σκοτεινή φυλακή. Τις γυναίκες, την Αγία Φωτεινή και τις πέντε αδελφές της, να τις φέρουν μέσα στο χρυσό κουβούκλιο. Να
ετοιμάσουν χρυσό τραπέζι και επτά θρόνους χρυσούς και φορέματα πολλά και στολίδι και ζώνες χρυσές. Έπειτα πρόσταξε και τη θυγατέρα του Δομνίνα να πάει και αυτή στο
κουβούκλιο μαζί με τις δουλεύτριές της, για να είναι μαζί με τις Αγίες. Νόμιζε, ο ματαιόφρων, ότι με αυτά τα δειλιάσματα θα μεταστρέψει τη γνώμη τους. Αλλά πλανήθηκε ο δόλιος.
Διότι, οι Αγίες, είχαν το νουν τους μόνον στον ουρανό και αυτά όλα τα περιφρονούσαν σαν σκύβαλα και δεν ήθελαν, ούτε καν να τα βλέπουν. Το μεγαλύτερο δώρο ήταν η
Δομνίνα, αλλά πού να φαντασθεί ο ανόητος άπιστος.
—Χαίρε η νύμφη τού Κυρίου μου! της είπε η Αγία Φωτεινή.
—Χαίροις και συ Κυρία, της απάντησε η Δομνίνα, η Λαμπάς του Χριστού.
Άμα άκουσε η Αγία Φωτεινή την Δομνίνα πού είπε το όνομα του Χριστού, χάρηκε πολύ και αφού ευχαρίστησε τον Κύριο, την αγκάλιασε και τη φίλησε. Έπειτα την κατήχησε στην
πίστη του Χριστού μαζί με τις εκατό (100) δουλεύτριές της και τις βάπτισε όλες. Την Δομνίνα, την ονόμασε Ανθούσα. Η Ανθούσα η μακαρία αυτή κόρη, πού βρήκε τη σωτηρία της
ψυχής της με το βάπτισμα, παρεκάλεσε αμέσως τη μεγαλύτερη θεραπαινίδα της να δώσει στους φτωχούς όλα τα χρυσά κοσμήματά της και τα χρήματά της, τα οποία ήταν μέσα
στο κουβούκλιο.



Η Αγία και η συνοδεία της στο καμίνι
Ο Νέρων, όταν έμαθε αυτά, λυπήθηκε πολύ. Αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς του, οργίστηκε εναντίον των Αγίων, και διέταξε να ανάψουν ένα μεγάλο καμίνι και να το καίνε
αδιάκοπα επί επτά ημέρες και κατόπιν να βάλουν μέσα σ’ αυτό την Αγία Φωτεινή και όλη τη συνοδεία τους άνδρες και γυναίκες και να τούς αφήσουν εκεί μέσα επί τρεις ημέρες.
Όλα αυτά έγιναν και αφού πέρασαν οι τρεις ημέρες, νομίζοντας ο τύραννος, ότι κατακάηκαν από τη φωτιά, πρόσταξε να ανοίξουν το καμίνι και εάν εύρουν εκεί μέσα τα οστά των
Μαρτύρων να τα ρίξουν στο ποτάμι, τον Τίβερη. Πράγματι οι στρατιώτες άνοιξαν το καμίνι. Μα, αντί να εύρουν οστά, βρήκαν όλους τους Αγίους σώους και αβλαβείς, να δοξάζουν
και να ευλογούν τον Θεό. Τούτο το εξαίσιο θαύμα, όταν το είδαν οι στρατιώτες, έμειναν εκστατικοί. Τέτοια θαύματα έβλεπαν οι ειδωλολάτρες και άφηναν την πίστη τους και
πίστευαν στο Χριστό.
Αλλά ο απαίσιος τύραννος, όταν άκουσε και αυτό το θαύμα, πρόσταξε να ποτίσουν τους Αγίους θανατηφόρα δηλητήρια. Μάλιστα για το σκοπό αυτό κάλεσαν το μάγο Λαμπάδιο,
ο οποίος κατασκεύαζε τέτοια φαρμάκια. Πρώτα λοιπόν έδωσε ο ίδιος εκείνος στην Αγία Φωτεινή το δηλητήριο. Και η μακαρία, όταν πήρε ατά χέρια της το ποτό είπε στο μάγο:
Δεν έπρεπε εμείς να κρατήσουμε στα χέρια μας αυτό, πού έφτιαξες εσύ και να το πιούμε, επειδή, εσύ είσαι ακάθαρτος. Αλλά για να γνωρίσεις και συ, βασιλεύ, και αυτός ο
μάγος τη δύναμη του Χριστού μου, να εγώ πρωτύτερα από όλους το πίνω, εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και Θεού μας, ύστερα ας το πιουν όλοι όσοι είναι μαζί
μου. Ήπιαν λοιπόν όλοι οι Μάρτυρες το δηλητήριο. Με την βοήθεια όμως του Χριστού, έμειναν όλοι αβλαβείς, σαν να μη είχαν πιει τίποτε. Εδώ εφαρμόστηκε εκείνο, πού είπε ο
Κύριος. «Καν θανάσιμον τί πίωσιν, οὐ μή αὐτούς βλάψει» (Μάρκ. Ιστ΄ 18).

Το δηλητήριο γίνεται ισχυρότερο
Ο μάγος θαύμασε με αυτά, και γυρίζοντας στην Αγία Φωτεινή της λέγει:
—Έχω και ένα άλλο δηλητήριο πολύ δραστικότερο, και εάν το πιείτε και αυτό και δεν πεθάνετε, τότε αμέσως και εγώ θα πιστέψω στον Θεό σας!
Το έφερε λοιπόν και αυτό και το έδωσε στους Μάρτυρες. Αν και το ήπιαν όλοι, δεν έπαθε κανένας κακό! Βλέποντας και αυτό το θαύμα ο μάγος έμεινε εκστατικός.
Αμέσως μάζεψε όλα τα μαγικά βιβλία του και τα έριξε στη φωτιά και τα έκαψε, πίστεψε στον Χριστό και βαπτίσθηκε και πήρε το όνομα Θεόκλητος. Ο Νέρων, όταν το έμαθε,
πρόσταξε τους στρατιώτες να τον συλλάβουν. Και εκείνοι τον άρπαξαν ανάμεσα από τους Αγίους και τον έφεραν έξω από την πόλη, όπου του έκοψαν το κεφάλι με το ξίφος.
Τοιουτοτρόπως έλαβε πριν από όλους τον στέφανο του Μαρτυρίου ο μακάριος Θεόκλητος. Τότε ο παράνομος Νέρων πρόσταξε να κόψουν τα νεύρα όλων των Μαρτύρων,
αρχίζοντας από την Μεγαλομάρτυρα Φωτεινή. Κατά το διάστημα, πού έκοβαν τα νεύρα των Μαρτύρων, εκείνοι περιγελούσαν και κορόιδευαν τον βασιλιά και τους θεούς του,
πού δεν είχαν καμιά δύναμη. Το μαρτύριο αυτό είναι από τα οδυνηρότατα. Οι μάρτυρες όμως το υπέμειναν.

Ρίχνουν καυτό μολύβι στο στόμα της Αγίας
Ο Νέρων βλέποντας, ότι οι Μάρτυρες δεν λογάριαζαν καθόλου τα βασανιστήρια αυτά, πρόσταξε να λιώσουν μολύβι και να το ανακατώσουν μαζί με θειάφι, και να το χύσουν μέσα
στο στόμα της πολυάθλου Φωτεινής και στα νώτα των λοιπών Αγίων. Όταν οι στρατιώτες εκτελούσαν την προσταγή του βασιλέως και έχυναν το μολύβι στους Μάρτυρες, τότε οι
άγιοι όλοι μαζί με μια φωνή έλεγαν: Ευχαριστούμε σοι, Χριστέ ο Θεός ημών ότι με το κοχλασμένο μολύβι, δρόσισες τις καρδιές μας, σαν να ήσαν διψασμένες από μεγάλη λαύρα
Ο Τύραννος όταν είδε και αυτό το θαύμα θαύμασε, απόρησε, αλλά η καρδιά του έμεινε αλύγιστη. Πρόσταξε να κρεμάσουν τους Αγίους και να τους ξύνουν τις σάρκες αλύπητα σε
όλον το σώμα τους και να τους καίνε συγχρόνως με λαμπάδες αναμμένες. Όσον όμως περισσότερο βασανίζονταν οι Άγιοι, τόσο περισσότερο δυναμώνονταν από την θεία Χάριν
και δόξαζαν οι Μακάριοι τον Θεό.
Ο δείλαιος και μάταιος Νέρων, νομίζοντας ότι θα μπορέσει να νικήσει τους Μάρτυρες με τα βασανιστήρια, πρόσταξε και ανακάτεψαν θειάφι και ξύδι και τα έριξαν στα ρουθούνια
και στα μάτια των Μαρτύρων. Και εκείνοι οι μακάριοι έλεγαν ότι αισθάνονταν αυτό γλυκύτερο από το μέλι. Θύμωσε τότε ο Νέρων και πρόσταξε να τους τυφλώσουν, και να τούς
κλείσουν σε σκοτεινή φυλακή, γεμάτη από φίδια δηλητηριώδη. Έγιναν λοιπόν και αυτά και οι Άγιοι δόξαζαν τον Θεό. Τα φοβερά φίδια απονεκρώθηκαν και η βρώμα της φυλακής
έγινε ευωδία απερίγραπτη. Το σκοτάδι έγινε φως υπέρλαμπρο. Τότε παρουσιάστηκε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, στάθηκε στο μέσον των Αγίων, και είπε προς αυτούς:
«Εἰρήνη ὑμίν». Έπειτα, αφού πήρε το χέρι της Αγίας Φωτεινής, την σήκωσε επάνω και είπε:
—Χαίρετε πάντοτε, ότι εγώ είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες της ζωής σας. Παρευθύς με τον λόγο του Κυρίου, ανέβλεψαν τα μάτια των Μαρτύρων, είδαν τον Κύριο, και τον
προσκύνησαν. Ο Κύριος ευλογώντας αυτούς είπε: Ανδρίζεσθε και ενδυναμούσθε. Έπειτα ανέβει στους ουρανούς, ενώ από τα σώματα των Αγίων, έπεσαν οι πληγές σαν λέπια
και γιατρεύθηκαν όπως ήταν πρώτα



Η φυλακή γίνεται τόπος κηρύγματος
Ο θεόργιστος Νέρων πρόσταξε να μείνουν οι Άγιοι στη φυλακή τρία χρόνια, για να ταλαιπωρηθούν και να κακοπαθήσουν εκεί μέσα κάθε είδους κακοπάθεια, ούτως ώστε να
πεθάνουν με θάνατον φρικτό. Μετά τους τρεις χρόνους έστειλε ο Νέρων να πάρουν ένα στρατιώτη, πού τον είχε κλείσει στην ίδια φυλακή, για να τον βγάλουν από εκεί και να
τον ελευθερώσουν. Όταν όμως πήγαν οι απεσταλμένοι στη φυλακή γι αυτόν τον σκοπό, είδαν τους Μάρτυρες ότι ήσαν όλοι υγιείς και το ανέφεραν στον βασιλέα Του είπαν ότι
οι Γαλιλαίοι, πού τυφλώθηκαν είναι όλοι υγιείς, βλέπουν, η δε φυλακή είναι γεμάτη από φως και ευωδία. Έγινε οίκος Άγιος, στον οποίον δοξολογείται ο Θεός των Χριστιανών.
Συντρέχουν εκεί πλήθη ανθρώπων συνεχώς, οι οποίοι πιστεύουν στον Θεό και βαπτίζονται από αυτούς.
Ο τύραννος έγινε έξω φρενών από το θυμό του και πρόσταξε να σταυρώσουν τους Αγίους με το κεφάλι κάτω και να ξύνουν τις σάρκες τους επί τρεις ημέρες έως ότου
διαλυθούν. Αφού έκαμαν τούτο οι θηριώδεις και απάνθρωποι υπηρέτες του, τους άφησαν κρεμασμένους άλλες τέσσερις μέρες αφού άφησαν φύλακες για να τους φυλάγουν.
Κατόπιν επήγαν να δουν, αν ζουν αφού πέρασαν αυτές οι μέρες. Μα καθώς τους είδαν κρεμασμένους, αμέσως τυφλώθηκαν. Τότε Άγγελος Κυρίου, αφού κατέβηκε από τον
ουρανό, έλυσε τους Αγίους και αφού τους ασπάστηκε τους γιάτρεψε από όλες τις πληγές τους.

Η Αγία Φωτεινή θαυματουργεί
Η Αγία Φωτεινή σπλαχνίστηκε τους υπηρέτες πού τυφλώθηκαν και έκαμε προσευχή στον Θεό γι αυτούς και αμέσως ήρθε το φως στα μάτια τους. Οι υπηρέτες αμέσως πίστεψαν
και βαπτίστηκαν. Όταν ο τύραννος το έμαθε, πρόσταξε να γδάρουν το σώμα της Αγίας Φωτεινής. Κατά το διάστημα πού γινόταν το μαρτύριο, η Αγία έψαλλε το: «Κύριε,
ἐδοκίμασας μέ καί ἔγνως μέ» (Ψαλ. ρλη΄ 1). Αφού τελείωσαν το φρικτό έργο τους, την Μεγαλομάρτυρα του Θεού την έριξαν σε ένα ξεροπήγαδο, το δε δέρμα της το πέταξαν στο
ποτάμι.
Τούς λοιπούς Αγίους Μάρτυρες, τον Σεβαστιανό, τον Φωτεινό και τον Ιωσήν, τους κράτησαν και τους έκοψαν τα γεννητικά τους μόρια, τα οποία πέταξαν στα σκυλιά. Κατόπιν
έγδαραν και τα δέρματα αυτών, και τα έριξαν στο ποτάμι, αυτούς δε τους ασφάλισαν σε ένα παλαιό λουτρό. Τις πέντε αδελφές της Αγίας Φωτεινής, αφού τις παρουσίασαν
μπροστά του, πρόσταξε να τους κόψουν τους μαστούς, κατόπιν δε να γδάρουν τα δέρματά τους.
Όταν όμως πήγαν οι υπηρέτες να κάμουν τα ίδια και στην Αγία Φωτίδα, εκείνη δεν καταδέχθηκε να την πλησιάσει κανείς, αλλά μόνη της άρχισε και ξέσχιζε το δέρμα της, με τέτοια
γενναιότητα, πού και ο τύραννος θαύμασε για την καρτεροψυχία της. Και αντί να την λυπηθεί ο άσπλαχνος ύστερα από αυτό το Μαρτύριο, βρήκε ο παγκάκιστος άλλη πανώδυνη
και ολέθρια τιμωρία. Πρόσταξε δηλαδή και έκλιναν με βία, δύο κορυφές δένδρων μέσα στον κήπο του, έδεσαν τα πόδια της Αγίας στις δύο κορυφές και τις άφησαν συγχρόνως.
Έτσι διαμοιράστηκε το σώμα της Αγίας Φωτίδος σε δύο και με αυτόν τιν τρόπον παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο. Τέλος ο αλιτήριος Νέρων πρόσταξε και αποκεφάλισαν και
τους άλλους Μάρτυρες με ξίφος.

Το τέλος της Αγίας Φωτεινής
Τέλος τράβηξαν και έβγαλαν από το πηγάδι την Αγία Φωτεινή, και την έκλεισαν στη φυλακή. Αυτή τώρα, πού έμεινε μόνη και δεν στεφανώθηκε με το στεφάνι του Μαρτυρίου,
στεναχωριόταν και παρακαλούσε τον Θεό, ο οποίος παρουσιάστηκε πάλι, την σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τρεις φορές και την γιάτρεψε από όλες τις πληγές. Ύστερα
από πολλές ημέρες με ύμνους και δοξολογίες προς τον Θεό άφησε την Αγία ψυχή της στον Κύριο.




Στίχος
Ρίπτουσι τήν σήν Σαμαρείτιν εἰς φρέαρ, Τήν εἰς φρέαρ σοῖ συλλαλήσασαν, Λόγε.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως
Θείω Πενεύματι καταυγασθεῖσα, καί τοῖς νάμασι, καταρδευθεῖσα, παρά Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος, πανεύφημε, τῆς σωτηρίας τό ὕδωρ κατάπιες, καί τοῖς
διψῶσιν ἀφθόνως μετέδωκας. Μεγαλομάρτυς καί Ἰσαπόστολε Φωτεινή, Χριστό τόν Θεόν ἱκέτευε, σωθῆναι τάς ψυχᾶς ἠμῶν.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Φωτεινὴν καὶ Φωτίδα καὶ Φωτῶ ἀνυμνήσωμεν, σὺν Ἀνατολὴ Φωτεινὸν τὲ Ἰωσὴν θείοις ἄσμασιν, ὁμοὺ Κυριακὴν Παρασκευήν, τοὺς Μάρτυρας Χριστοῦ
περιφανεῖς· θείαν χάριν γὰρ αἰτοῦνται καὶ φωτισμόν, τοὶς πίστει ἀνακράζουσι· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι
δι' ὑμῶν πάσιν ἰάματα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Χριστῷ συνομίλησας ἐπὶ τῷ φρέαρ σεμνή, καὶ πίστιν εἰσδέδεξαι, τὴν πρὸς αὐτὸν ἀκλινῶς, Φωτεινὴ Ἰσαπόστολε· ὅθεν τῆς εὐσεβείας, ἐφαπλοῦσα τὸ φέγγος,
ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, σὺν υἱοῖς καὶ συγγόνοις· μεθ’ ὧν ἀπαύστως πρέσβευε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Τὴν πηγὴν δεξαμενὴ τῆς σοφίας καὶ χάριτος, ἐκ χειλέων Κυρίου Φωτεινὴ Ἰσαπόστολε, νομίμως ἠγωνίσω πανοικεῖ, καὶ νέμεις φωτισμὸν παρὰ Θεοῦ,
τοῖς προστρέχουσι τῇ σκέπῃ σου τῇ σεπτῇ, καὶ εὐλαβῶς βοώσί σου. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ,
χάριν ἡμῖν καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Τοῦ Χριστοῦ τῆς πίστεως, τὸ φῶς ἐδέξω, καὶ αὐτοῦ ἐκήρυξας, τὴν παρουσίαν ἐν σαρκί, ὦ Φωτεινὴ Ἰσαπόστολε, καὶ μαρτυρίου, ἀγῶσι διέλαμψας.

Κοντάκιον Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον
Τῶν Μαρτύρων σήμερον, ἡ κορωνίς καί τό κλέος, Φωτεινή ἡ ἔνδοξος, εἰς οὐρανούς ἀνελθοῦσα, ἅπαντας, συγκαλεῖται πρός ὑμνωδίαν, ταύτης γάρ,
τῶν χαρισμάτων ἀπολαβόντας. Δία τοῦτο παρά πάντων, τιμαῖς αἰσίαις, ἀνευφημείσθω πίστεως.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἰσαπόστολε Φωτεινή, ἡ ζωῆς τὸ ὕδωρ, δεξαμένη παρὰ Χριστοῦ· χαίροις ἡ ἐν Ῥώμῃ, ἀθλήσασα ἀνδρείως, σὺν πᾶσι τοῖς οἰκείοις, Χριστὸς δοξάσασα.

Μεγαλυνάριον
Τήν ἐκ Σαμαρείας νύμφην Χριστοῦ, καί ἀξιωθείσαν, ὁμιλίας τῆς παρ’ αὐτοῦ, Φωτεινήν τήν θείαν, ὑμνήσωμεν ἀξίως, ὡς Μάρτυρα Κυρίου, καί Ἰσαπόστολον.

Αγίου Πορφυρίου Επισκόπου Γάζης (26 Φεβρουαρίου)


Αγίου Πορφυρίου Επισκόπου Γάζης
«Κριτήρια» Αγιότητας
Σπουδαίες μορφές τιμά σήμερα η Εκκλησία μας , ανάμεσά τους :          η Αγία Φωτεινή η Σαμαρείτιδα, η οποία,  μετά τον ιστορικό και σωτήριο διάλογό της με τον Κύριο στο φρέαρ του Ιακώβ, κατά την γνωστή Ευαγγελική διήγηση, μετεστράφη και κατέστη φλογερή Ισαπόστολος και Μάρτυς του Χριστού, όπως, επίσης και ο Άγιος Πορφύριος, Επίσκοπος Γάζης, ο οποίος έζησε τον 4ο αιώνα και διακρίθηκε για τους επίμονους αγώνες του για την προστασία του Χριστιανικού ποιμνίου από τα κατάλοιπα της ειδωλολατρίας. Η μνήμη τους, όπως και η μνήμη κάθε Αγίου στην καθημερινότητα του  Εκκλησιαστικού βίου, γίνεται αφορμή να καταθέσουμε κάποιες λιτές σκέψεις σχετικά με τα κριτήρια εκείνα που ενεργοποιεί η Εκκλησία μας για να κατατάξει έναν άνθρωπο στην χορεία των Αγίων της.
Η κατάκτηση της αγιότητας είναι ο σκοπός της ζωής του κάθε Χριστιανού. Δεν πρόκειται για κάτι πού αφορά μία μερίδα ανθρώπων, πού διακρίνονται από κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αλλά αφορά όλους μας, όσοι έχουμε συνείδηση της αμαρτωλότητάς μας και ζούμε σε κατάσταση συνεχούς μετανοίας. Άλλωστε Άγιοι δεν αναδεικνύονται οι αναμάρτητοι, αλλά εκείνοι πού διακρίνονται για τη μετάνοιά τους και τον διά βίου αγώνα τους για τον περιορισμό και την πάταξη της αμαρτωλότητάς τους.
     Οι πλείστοι των Αγίων είναι άγνωστοι σε εμάς, είναι, όμως, γνωστοί και τιμημένοι από τον Θεό, αφού μετέχουν των αγαθών της Βασιλείας Σου. Οι λίγοι εξ αυτών είναι γνωστοί και τιμώνται από το Σώμα της Εκκλησίας και αναδεικνύονται ως Άγιοι επί τη βάσει συγκεκριμένων «κριτηρίων». Πρώτο και βασικό κριτήριο, όπως φαίνεται από την Εκκλησιαστική ιστορία,  είναι η βούληση Σώματος της Εκκλησίας, του λαού, όσων γνώρισαν και συναναστράφηκαν το υπό αγιοποίηση πρόσωπο, κατά τη διάρκεια της ζωής του, όσων γνώρισαν το περιεχόμενό του, τα έργα και τις ημέρες του και στη συνείδησή τους το έχουν ήδη κατατάξει στο χορό των Αγίων.
      Άλλο πολύ σημαντικό κριτήριο είναι  ο οσιακός βίος και η πνευματική ζωή. Η ζωή του υπό αγιοποίηση προσώπου να είναι παράδειγμα πίστεως, ευσεβείας, μετανοίας και προσευχής. Να ζει στον κόσμο αλλά να φαίνεται ότι δεν ανήκει στον κόσμο. Να εργάζεται στον κόσμο, αλλά, κατά βάθος, να απεργάζεται την προσωπική του
τελείωση, αλλά και την ωφέλεια των συνανθρώπων του, καθιστώντας τον εαυτό του φάρο τηλαυγή, θεϊκό φως, κερί ελπίδας αναμμένο για να διαλύσει τα σκοτάδια του κόσμου και της αμαρτίας.
    Ένα εξίσου  σημαντικό κριτήριο είναι  ο μαρτυρικός θάνατος.Τέτοιο θάνατο δοκίμασαν οι άνθρωποι του Θεού κυρίως στους πρώτους αιώνες ζωής της Εκκλησίας, στον Ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, στα κράτη πού δοκιμάστηκαν από το ζυγό των αθεϊστικών καθεστώτων, πού θέλησαν να πατάξουν τη θρησκευτική πίστη και να χαλιναγωγήσουν το Εκκλησιαστικό βίωμα, αλλά και στις μέρες μας σε τόπους που ανθεί ο επάρατος θρησκευτικός φανατισμός.
Το μαρτύριο θεωρείται στη ζωή της Εκκλησίας ως «Βάπτισμα αίματος», διά του οποίου ο Μάρτυρας απαλλάσσεται από τις αμαρτίες του και καταλαμβάνει περίζηλη και κορυφαία θέση στη ζωή του παραδείσου.
         Οι αγώνες υπέρ της Εκκλησίας, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθούν ένα ακόμα κριτήριο για την αγιοποίηση ενός ανθρώπου. Η Εκκλησία στην ιστορική της πορεία δοκιμάστηκε από διώκτες, από αμφισβητίες, από εχθρικά ιδεολογικά συστήματα, από αρνητικές πολιτικές τοποθετήσεις, πού προσπάθησαν, με κάθε μέσο, να τη φιμώσουν, να την περιορίσουν και, ει δυνατόν, να την εξαφανίσουν. Τπήρξαν πάντα στο πέρασμα του χρόνου, φωτεινές προσωπικότητες, προερχόμενες είτε από τον Ιερό Κλήρο είτε από τις τάξεις των λαϊκών, πού προέταξαν τα στήθη τους και αγωνίστηκαν για την ελευθερία της Εκκλησίας. Τπήρξαν άνθρωποι πού, χωρίς να γευτούν το νέκταρ του μαρτυρίου του αίματος, βίωσαν το συνεχές μαρτύριο της συνειδήσεως και στερέωσαν το οικοδόμημα της Εκκλησίας με τα θεολογικά τους έργα, με τούς δυναμικούς τους αγώνες, με τη δύναμη της αδούλωτης πίστης τους, με τις περιφανείς νίκες τους κατά των αιρέσεων.
         Ασφαλή δείγματα αγιότητας, τέλος, μπορούν να θεωρηθούν και κάποια εξωτερικά σημεία τα οποία ο Θεός επιτρέπει να παρουσιάζονται και να ενεργούνται, όχι για να προκαλέσουν το θαυμασμό, όχι για να εκβιάσουν την πίστη, αλλά για να επιβραβεύσουν την πίστη και τη ζωή τόσο του εξαγιασμένου προσώπου, όσο και όλων εκείνων πού το συναναστράφηκαν και πλέον, το προσκυνούν και το τιμούν. Πρόκειται για τις θαυματουργικές ενέργειες και την ιδιαίτερη χάρη των Ιερών Λειψάνων και των Αγίων Εικόνων, σημεία αποδεικτικά της αγιότητας και της Θεϊκής ευαρέσκειας.
         Η Αγιότητα, αδελφοί μου, είναι υπόθεση του χθες, του παρόντος και του μέλλοντος στη ζωή της Εκκλησίας. Μία κατάσταση τόσο φυσική στον Ορθόδοξο κόσμο και στην Ορθόδοξη εμπειρία, όσο φυσική είναι η ίδια η ζωή. Τπόθεση πού αφορά όλους, στόχος πού πρέπει να βάλουμε όλοι, αποσκοπώντας στην Θεϊκή τιμή μάλλον κι όχι στην ανθρώπινη αναγνώριση. ΑΜΗΝ!
Αρχιμ. Επιφάνιος Οικονόμου -Ι.Μ.Δ


Ολίγα βιογραφικά μάρτρος Θεοκλήτου

Η μνήμη του Αγίου Μάρτυρα Θεοκλήτου αναφέρεται μόνο στον Παρισινό Κώδικα 1578. Δεν έχουμε βιογραφικά του στοιχεία, αλλά ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης στο Αγιολόγιο του υποθέτει, ότι ίσως είναι ο μάγος που έδωσε στην Αγία Φωτεινή το δηλητήριο και πίστεψε στο Χριστό και στη συνέχεια αποκεφαλίστηκε.

24 Φεβρουαρίου , Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου και από τον εσπερινό του Σαββάτου χρησιμοποιείται το Τριώδιο στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μας. Καλή κι ευλογημένη για όλους η περίοδος αυτή !

0 σχόλια

                                                               

                                         Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου. 

 
Η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην πολύ διδακτική παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, την οποία ο Κύριος διηγήθηκε, προκειμένου να διδάξει την θεοφιλή αρετή της ταπεινώσεως και να στηλιτεύσει την εωσφορική έπαρση. Δίδαξε την παραβολή αυτή «προς τινας τους πεποιθότας αφ' εαυτοίς ότι εισί δίκαιοι, και εξουθενούντας τους λοιπούς» (Λουκ.18,9).
Ο ευαγγελιστής Λουκάς, με τρόπο λιτό, αλλά σαφέστατο, διέσωσε την παραβολή αυτή ως εξής: «’νθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι , ο εις Φαρισαίος και ο έτερος τελώνης. Ο Φαρισαίος σταθείς προς ευατόν ταύτα προσηύχετο ΄ ο Θεός ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και ως ούτος ο τελώνης΄ νηστεύω δις του σαββάτου , αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι. Και ο τελώνης μακρόθεν εστώς ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι , αλλ' έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων΄ ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ . Λέγω υμίν , κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού ή γαρ εκείνος΄ ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται , ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται » (Λουκ.18,10-14).
Η τάξη των Φαρισαίων εκπροσωπούσε την υποκρισία και την εγωιστική αυτάρκεια και έπαρση. Τα μέλη της απόλυτα αποκομμένα από την υπόλοιπη ιουδαϊκή κοινωνία, αποτελούσαν, λαθεμένα, το μέτρο σύγκρισης της ευσέβειας και της ηθικής για τους Ιουδαίους. Αντίθετα οι τελώνες ήταν η προσωποποίηση της αδικίας και της αμαρτωλότητας . Ως φοροεισπράκτορες των κατακτητών Ρωμαίων διέπρατταν αδικίες, κλοπές, εκβιασμούς, τοκογλυφίες και άλλες ειδεχθείς ανομίες και γι' αυτό τους μισούσε δικαιολογημένα ο λαός. Δύο αντίθετοι τύποι της κοινωνίας, οι οποίοι εκπροσωπούσαν τις δύο αυτές τάξεις, ανέβηκαν στο ναό να προσευχηθούν. Ο πρώτος ο νομιζόμενος ευσεβής, έχοντας την αυτάρκεια της δήθεν ευσέβειάς του ως δεδομένη, στάθηκε με έπαρση μπροστά στο Θεό και άρχισε να απαριθμεί τις αρετές του, οι οποίες ήταν πραγματικές. Τις εξέθετε προκλητικότατα εις τρόπον ώστε απαιτούσε από το Θεό να τον επιβραβεύσει γι' αυτές. Για να εξαναγκάσει το Θεό έκανε και αήθη σύγκρισή του με άλλους ανθρώπους και ιδιαίτερα με τον συμπροσευχόμενό του τελώνη.
Αντίθετα ο όντως αμαρτωλός τελώνης συναισθάνεται τη δεινή του κατάσταση και με συντριβή και ταπείνωση ζητεί το έλεος του Θεού. Αυτή η μετάνοιά του τον δικαιώνει μπροστά στο Θεό. Γίνεται δεκτή η προσευχή του, σε αντίθεση με τον υποκριτή Φαρισαίο, ο οποίος όχι μόνο δεν έγινε δεκτή η προσευχή του, αλλά σώρευσε στον εαυτό του περισσότερο κρίμα, εξαιτίας της εγωπάθειάς του.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας όρισαν να είναι αφιερωμένη η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου στη διδακτική αυτή παραβολή του Κυρίου για να συνειδητοποιήσουν οι πιστοί πως η υπερηφάνεια είναι η αγιάτρευτη ρίζα του κακού στον άνθρωπο, η οποία τον κρατά μακριά από την αγιαστική χάρη του Θεού και πως η ταπείνωση είναι το σωτήριο αντίδοτο της καταστροφικής πορείας, που οδηγεί τον άνθρωπο η εγωπάθεια. Είναι το χειρότερο εμπόδιο για τη σωτηρία του ανθρώπου. Αυτή η εγωιστική αυτάρκεια, ως μια λίαν νοσηρή κατάσταση εμποδίζει τη συναίσθηση της αμαρτωλότητας και τη διάθεση για μετάνοια. Εγωισμός και μετάνοια είναι δυο έννοιες εντελώς αντίθετες και ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Η μία αναιρεί την άλλη. Οι πύλες της ψυχής του εγωπαθούς ανθρώπου είναι ερμητικά κλειστές για τη θεία χάρη και κατά συνέπεια είναι αδύνατη η σωτηρία του, όσο εμμένει στην εγωιστική του περιχάραξη.
Η υπερηφάνεια και ο εγωισμός είναι καταστάσεις εωσφορικές. Πρώτος διδάξας ο Εωσφόρος, ο οποίος δε μπορούσε να θεωρεί τον εαυτό του κατώτερο από το Θεό και δημιουργό του και γι' αυτό διανοήθηκε να στήσει το θρόνο του πάνω από το θρόνο της μεγαλοσύνης του Θεού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να μην πραγματοποιήσει το σκοπό του, αλλά να χάσει τη δόξα και την τιμή που του είχε χαριστεί από το Θεό και να καταπέσει στην έσχατη απαξία. Από ανείπωτο μίσος και φθόνο θέλησε να μεταδώσει και στον άνθρωπο, το κορυφαίο δημιούργημα του Θεού, τη φθοροποιά και καταστροφική έξη του εγωισμού. Έπεισε τους πρωτοπλάστους ότι δήθεν ήταν ικανοί από μόνοι τους να γίνουν θεοί (Γεν. 3 ο κεφ.), συμπαρασύρωντάς τους στη δική του δίνη και καταστροφή.
Αυτή ακριβώς την κατάσταση έχει υπόψη της η Εκκλησία μας και θέσπισε την κατανυκτική περίοδο του Τριωδίου, η οποία σημαίνει γι' Αυτήν την μεταπτωτική κατάσταση του ανθρωπίνου γένους, αρχίζοντας από τη στηλίτευση του εγωισμού, ως την πρωταρχική αιτία της πτώσεως.
Στην υπέροχη και διδακτική υμνωδία της ημέρας αυτής ψάλλουμε: «Υψηγορίαν φύγωμεν Φαρισαίου κακίστην, ταπείνωσιν δε μάθωμεν του Τελώνου αρίστην, ίν' υψωθώμεν βοώντες τω Θεώ συν εκείνω΄ Ιλάσθητι τοις δούλοις Σου, ο τεχθείς εκ Παρθένου, Χριστέ Σωτήρ, εκουσίως» και «Μη προσευξόμεθα φαρισαϊκώς, αδελφοί΄ ο γαρ υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται΄ ταπεινωθώμεν εναντλιον του Θεού τελωνικώς δια νηστείας κράζοντες΄ Ιλάσθητι ημίν, ο Θεός τοις αμαρτωλοίς». Η περίοδος του Τριωδίου είναι κατ' εξοχήν περίοδος αγώνα κατά της εγωπάθειας και άσκηση της αρετής της ταπείνωσης, ως μονόδρομο για τη σωτηρία μας.

Άγιος ιερομάρτυρας Πολύκαρπος (23 Φεβρουαρίου)

0 σχόλια




23 Φεβρουαρίου, η Εκκλησία εορτάζει την ιερή μνήμη του αγίου ιερομάρτυρα Πολυκάρπου επισκόπου Σμύρνης. Ο άγιος Πολύκαρπος μαρτύρησε το 156 μετά Χριστόν, σε ηλικία ενενήντα ετών. Ήταν μαθητής του αποστόλου και ευαγγελιστή Ιωάννη και φίλος του αγίου ιερομάρτυρα Ιγνατίου επισκόπου Αντιοχείας. Όταν ο άγιος Ιγνάτιος περνούσε από τη Σμύρνη, οδηγούμενος στη Ρώμη όπου μαρτύρησε στον ιππόδρομο, ο άγιος Πολύκαρπος ασπάσθηκε τις αλυσίδες, με τις οποίες τον είχαν δεμένο σαν κακούργο και τον αποχαιρέτισε με δάκρυα. Ο άγιος Ειρηναίος, μαθητής του αγίου Πολυκάρπου, λέει για το δάσκαλό του· «Νομίζω πως ακόμα τον ακούω να μας διηγείται πως ωμιλούσε με τον Ιωάννη και τους άλλους αυτόπτες μάρτυρες του Κυρίου»,
Ο άγιος λοιπόν Πολύκαρπος είναι από τους Επισκόπους της Εκκλησίας αμέσως μετά τους αγίους Αποστόλους. Σώζεται το Μαρτύριό του, σε ένα αρχαίο κείμενο, που ομιλεί για το πώς συνελήφθη και δικάστηκε και θανατώθηκε ο Άγιος. Εκεί λοιπόν ο άγιος Πολύκαρπος ονομάζεται «διδάσκαλος αποστολικός και προφητικός, επίσκοπος της εν Σμύρνη καθολικής Εκκλησίας». Το μεταποστολικό αυτό κείμενο πρέπει να γράφτηκε μέσα σε δέκα χρόνια από το θάνατο του αγίου Πολυκάρπου από αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων. Βλέπομε λοιπόν εκεί όχι μόνο τη μαρτυρική τελείωση του αγίου, αλλά και τον τρόπο γενικά, με τον οποίο στους διωγμούς πιάνονταν οι Άγιοι κι έδιναν τη ζωή τους για την πίστη τους.
Σύμφωνα πάντα με το Μαρτύριο του αγίου Πολυκάρπου, σε μια εξέγερση των Εβραίων και των ειδωλολατρών εναντίον των χριστιανών, ο Άγιος κρύφτηκε από τους πιστούς στα περίχωρα της Σμύρνης. Ο εξαγριωμένος όχλος φώναζε· «Αίρε  τους αθέους! Ζητείσθω ο Πολύκαρπος!». Άθεοι ήσαν οι χριστιανοί, κι ο Πολύκαρπος ο υπεύθυνος της Εκκλησίας. Μια νύχτα τότε, ο άγιος Πολύκαρπος είδε όνειρο πως καιγόταν το προσκέφαλό του· προβλέποντας το μαρτυρικό θάνατό του, είπε το πρωί στους χριστιανούς·  «η βουλή τού Θεού είναι να καώ ζωντανός». Οι διώκτες ανακάλυψαν κι έπιασαν τον Άγιο την ώρα που προσευχότανε και, καθώς λέγει το αρχαίο κείμενο, «τον κάθισαν σ’ ένα υποζύγιο και τον έφεραν στην πόλη», κι η ημέρα ήταν Μέγα Σάββατο.
Πολλοί από εκείνους που πήγαν να πιάσουν τον άγιο Πολύκαρπο μετανόησαν, όταν τον είδαν ένα τέτοιο σεβαστό γέροντα να προσεύχεται. Αλλά ο ανακριτής ύστερα προχώρησε στο έργο του. «Τί κακό είναι τάχα», είπε στον Άγιο, «να αποδώσεις τιμή στον Καίσαρα και να θυσιάσεις στους Θεούς για να σωθείς;». Κι ο άγιος Πολύκαρπος με θάρρος και αποφασιστικότητα απάντησε· «δεν θα κάνω αυτό που με συμβουλεύετε». Ο ανακριτής και δικαστής συνέχισε· «Σεβάσου την ηλικία σου. Ορκίσου στο βασιλιά. Ορκίσου και θα σε απολύσω. Βρίσε το Χριστό». Αυτές ήσαν οι στερεότυπες προτροπές και υποσχέσεις σε κάθε ανάκριση και δίκη των χριστιανών.
Σε όλα αυτά ο γέροντας επίσκοπος απάντησε· «Ογδόντα έξη χρόνια υπηρετώ το Χριστό και δεν με αδίκησε σε τίποτε, πώς μπορώ να βλασφημήσω το Σωτήρα μου;». Αμέσως ύστερα ο δημόσιος κήρυκας φώναξε στο λαό· «Ο Πολύκαρπος ομολόγησε πως είναι χριστιανός!». Κι ο λαός, έτοιμος όπως πάντα, έριξε τη ψήφο του· «Αυτός είναι ο διδάσκαλος της Ασίας, ο πατέρας των χριστιανών, που κατάργησε τους θεούς μας, που διδάσκει να μην τους προσκυνούν!». Στο τέλος, αληθεύοντας το όνειρο, η απόφαση ελήφθη· ο Πολύκαρπος να καεί ζωντανός. Όταν πήγαν να τον δέσουν στο στύλο για να βάλουν γύρω του φωτιά, ο Πολύκαρπος είπε· «Αφήστε με, ανάψτε τα ξύλα και πέφτω μόνος μου στη φωτιά». Όταν σε λίγο φούντωσαν οι φλόγες, έκαναν σαν καμάρα επάνω από το γηραλέο σώμα και δεν το έκαιγαν, παρόμοια σαν τους τρεις παίδες στη Βαβυλώνα. Στο τέλος ο δήμιος με το μαχαίρι πήρε το λευκόμαλλο κεφάλι του αγίου επισκόπου.
Ένα Μέγα Σάββατο, που ξημέρωνε στην ημέρα της Ανάστασης, ο αποστολικός διδάσκαλος και επίσκοπος Σμύρνης Πολύκαρπος «ετελειώθη δι’ αίματος» και κοιμήθηκε για να εγερθεί «εν τη αναστάσει εν τη εσχάτη ημέρα». Όταν έμπαινε στο στάδιο, μια φωνή που την άκουσαν όσοι πιστοί τον συνόδευαν, ήλθε από τον ουρανό. «Ίσχυε Πολύκαρπε, και ανδρίζου!». Ήταν η φωνή εκείνου, που λέγει στην “Αποκάλυψη” «…εγενόμην νεκρός, και ιδού ζων είμι εις τους αιώνας των αιώνων». Η ίδια φωνή, που λέγει και προς τον άγγελο «της εν Σμύρνη Εκκλησίας»· «Γίνου πιστός άχρι θανάτου και δώσοί σοι τον στέφανον της ζωής». Αμήν.
(«Εικόνες έμψυχοι», +Διονυσίου, Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης)

19 Φεβρουαρίου η μνήμη της Οσιομάρτυρος Φιλοθέης της Αθηναίας , της '' κυράς των Αθηνών ''

0 σχόλια


Η Αγία Φιλοθέη (19.2.1589)
Η ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ ΜΟΝΑΧΗ: Η Φιλοθέη ήταν κόρη του Αθηναίου λογίου Αγγέλου Μπενιζέλου. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1522 και το βαπτιστικό της όνομα ήταν Ρηγούλα. Μετά από επιμονή των γονέων της νυμφεύτηκε ένα αρχοντόπουλο της αθηναϊκής οικογένειας των Χειλάδων (1536). Όμως ο σύζυγός της πέθανε τρία έτη αργότερα. Έτσι η Αγία, χωρίς οικογενειακά βάρη, επιδόθηκε σε πλήρη αγαθοεργιών ασκητκό βίο. Όταν μάλιστα πέθαναν και οι γονείς της, η Ρηγούλα μετέτρεψε ένα γειτονικό της ναϊσκο (Α. Ανδρέα) σε Μοναστήρι στο οποίο κληροδότησε το μεγαλύτερο τμήμα της περιουσίας της. Η ίδια εκάρη μοναχή παίρνοντας το όνομα Φιλοθέη. Εν συνεχεία εισήλθε πρώτη στη μονή, ως ηγουμένη, ακολουθούμενη από υπηρέτριές της.
ΙΔΡΥΜΑΤΑ “ΟΑΣΕΙΣ” ΣΤΗ ΣΚΛΑΒΙΑ: Μέσα στο μοναστήρι ίδρυσε και βιοτεχνικό εργαστήριο στο οποίο παρακολουθούσαν μαθήματα ή εργάζονταν πλήθος κοριτσιών της Αθήνας. Εν συνεχεία ίδρυσε έναν Παρθενώνα στον οποίο προσέλκυσε πλήθος ευσεβών κοριτσιών, καθιστώντας έτσι το ίδρυμα κέντρο πνευματικής προστασίας και φιλοξενίας.

Με την πάροδο του χρόνου το μοναστήρι και τα ιδρύματα πλούτισαν από τις προσφορές των ευσεβών και έτσι η Φιλοθέη μπόρεσε να ιδρύσει σχολεία και παραρτήματα του Παρθενώνα. Μάλιστα η Μονή και τα εξαρτημένα απ' αυτή ιδρύματα λειτούργησαν σαν κυματοθραύστες στο κύμα του εξισλαμισμού που είχαν εξαπολύσει οι Οθωμανοί κατά τον πρώτο αιώνα της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα. Ακόμη, η Φιλοθέη εκτός του ότι παρείχε στις μονάστριες αλλά και στις κοπέλες εργασία στα εργαστήρια, ασκούσε παράλληλα άοκνα τη φιλανθρωπία, καθιστάμενη προστάτιδα των φτωχών και των γερόντων.
ΜΑΡΤΥΡΙΟ - ΚΟΙΜΗΣΗ: Οι Οθωμανικές αρχές της Αθήνας βλέποντας ότι η Φιλοθέη με την πίστη της και τον τρόπο ζωής της ενέπνεε του ραγιάδες, έδωσανεντολή να συλληφθεί και να οδηγηθεί στη φυλακή, όπου υπέφερε τα πάνδεινα. Χάρις σε συντονισμένες προσπάθειες της Δημογεροντίας των χριστιανών της Αθήνας, όμως, η Φιλοθέη απελευθερώθηκε. Σύντομα, στις 2 Οκτωβρίου του 1588, συνελήφθη εκ νέου κατά τη διάρκεια μιας αγρυπνίας που τελούνταν στη Μονή επί τη εορτή του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Οι Τούρκοι που την συνέλαβαν τις προξένησαν σοβαρές πληγές με ραβδισμούς και μαστιγώσεις, καθιστώντας την μισοπεθαμένη.
Έπειτα απ' αυτό οι συμμονάστριές της την παρέλαβαν και την οδήγησαν στο μετόχι της Μονής στην Καλογρέζα, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο Ι. Ναός της Α. Φιλοθέης. Εκεί τελικά δεν κατόρθωσε ποτέ να συνέλθει από τους βασανισμούς και παρέδωσε το πνεύμα της την 19η Φεβρουαρίου του 1589. Την επόμενη μόλις δεκαετία έγινε η ανακύρηξη τη; αγιότητάς της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, επί δεύτερης πατριαρχίας Ματθαίου Β΄(1595-1600).
“ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ” ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ: Το άγιο λείψανο της Φιλοθέης φυλάσσεται μέσα στο ιερό βήμα του Μητροπολιτικού Ναού των Αθηνών εντός λάρνακας. Κάθε έτος, την παραμονή της εορτής, ένα μέλος της οικογένειας Μπενιζέλου ανοίγει τη λάρνακα για να προσκυνήσουν οι πιστοί. Προς τιμή της Αγίας ονομάστηκε η οδός που οδηγεί στο κτίριο της Αρχιεπισκοπής, καθΏς και μια ολόκληρη συνοικία (Νέα Φιλοθέη). Η γειτονική συνοικία του Ψυχικού, αξίζει να αναφέρουμε, ονομάστηκε έτσι εξαιτίας της αναψυχής που πρόσφερε στους περιπατητές ένα πηγάδι στην περιοχή, το οποίο διάνοιξε με δικές της δαπάνες η Αγία Φιλοθέη. Κάθε χρόνο, ανήμερα της εορτής της Αγίας, πλήθη πιστών συρρέουν στη βραχώδη κρύπτη της περιοχής της Φιλοθέης, όπου ασκήτεψε αυτή η μεγάλη εργάτιδα της ελληνοχριστιανικής ιδέας.
Απολυτίκιο: “Αθηναίων η πόλις η περιώνυμος Φιλοθέην τιμά την οσιομάρτυρα και ασπάζεται αυτής το θείον λείψανον, ότι εβίωσε σεμνώς και μετήλλαξε το ζην αθλήσει και μαρτυρίω, και πρεσβεύει προς τον Σωτήρα, διδόναι πάσι το θείον έλεος.”

17 Φεβρουαρίου η μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος. Την ίδια ημέρα τιμάται η μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος Θεοδώρου του Βυζαντίου , πολιούχου της πόλεως Μυτιλήνης.

0 σχόλια


Βίος  Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος




Καταγωγή
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων, ο ένδοξος μάρτυς αυτός του Χριστού, κατήγετο, από την Αμάσεια της Καππαδοκίας και μάλιστα από το χωριό Χουμιαλιά. Έζησε δε στα χρόνια
του Ρωμαίου χριστιανομάχου αυτοκράτορα Διοκλητιανού, που βασίλευε στη Δύση το 264 - 285 μ.Χ.

Εις το Τάγμα των Τηρώνων
Ο μεγαλομάρτυς Θεόδωρος ο Τήρων δεν παρουσιαζόταν σαν χριστιανός να ομολογήσει την πίστη στον Αληθινό Θεό, όχι από φόβο για χα μαρτύρια, αλλά γιατί νόμιζε, πως
δεν ήταν ακόμη ενδεδειγμένο από το Θεό να μαρτυρήσει. Θέλησε, λοιπόν να εξακριβώσει, αν ήταν θέλημα Θεού να μαρτυρήσει τότε. Γι αυτό έκαμε το έξης:
Ο Θεόδωρος ήταν νεοσύλλεκτος και υπηρετούσε στο Τάγμα των Τηρώνων, δηλαδή των νεοσυλλέκτων. Ήταν δε έξυπνος και γενναίος. Το τάγμα αυτό ήταν εκλεκτό και το
στείλανε στην Ανατολή, δια να φυλάξει χα ανατολικά σύνορα χου κράτους. Στο τάγμα των Τηρώνων τοποθέτησαν τον Θεόδωρο, λίγο προτού ξεκινήσουν για την Ανατολή.
Αρχηγός του τάγματος ήτο ένας Βρίγκας ονόματι. Φθάσανε στην πόλη των Ευχαΐτων. Από τα Ευχάϊτα, κατήγετο ο άλλος άγιος Θεόδωρος, ο Στρατηλάτης, που μαρτύρησε και
αυτός λίγο αργότερα το 323 μ.Χ. Κοντά, λοιπόν, στα Ευχάϊτα, πενήντα περίπου χιλιόμετρα ήτανε ένα δάσος. Σ’ αυτό είχε εμφανιστεί ένα φίδι πολύ μεγάλο και ένεκα αυτού
δεν τολμούσε να περάσει κανείς από εκεί. Πολλοί δε από το φόβο τους εγκατέλειψαν τα κτήματα τους, που είχαν εκεί κοντά. Αι! λοιπόν. Ο Άγιος Θεόδωρος, θέλοντας να
δοκιμάσει εάν είναι θέλημα Θεού να μαρτυρήσει, πήγε καβαλάρης στο δάσος. Έψαξε πολύ να βρει το θηρίο εκείνο, αλλά δεν το Βρήκε. Κουρασμένος τώρα βγήκε στην
άκρη από το δάσος και κοιμήθηκε κάτω από τον ίσκιο ενός δένδρου. Την ώρα εκείνη διάβαινε από εκεί μια πλούσια γυναίκα, που την λέγανε Ευσεβία. Ήταν πονόψυχη.
Γι’ αυτό τον ξύπνησε και του είπε:
—Παλληκάρι μου, αν θέλεις τη ζωή σου, φεύγα από τον καταραμένο αυτόν τόπο. Πως κοιμάσαι ξένοιαστος; Εδώ μέσα έχει κάπου τη φωλιά του το θηρίο.
—Ποιά είσαι συ; ρώτησε την γυναίκα ο Άγιος.
—Εγώ, του αποκρίθηκε, είμαι μια Χριστιανή. Εδώ έχω κτήμα, αλλά θα το αφήσω, διότι πολλούς εδώ τους έφαγε το φίδι αυτό, ο δράκοντας. Γι’ αυτό σε παρακαλώ, φύγε
και συ, διότι κινδυνεύεις.
—Μη φοβάσαι, της είπε ο Άγιος. Σήμερα θα λήξει η ιστορία αυτή. Ο Χριστός μας θα σας απαλλάξει από τον πειρασμό αυτόν.
Τότε ο Άγιος έκαμε το Σταυρό του, καβαλλίκεψε το άλογό του και μπήκε πάλι μέσα στο δάσος. Εκεί σ’ ένα μέρος άκουσε θόρυβο. Κατευθύνεται προς τα εκεί και βλέπει το
ερπετό να βγαίνει από τη φωλιά του. Ήταν φοβερό και έκαμε ένα σφύριγμα τρομερό. Ο Άγιος κάνει το σταυρό του, ορμά κατ’ επάνω του και το κτυπά στο κεφάλι με το
κοντάρι του. Το θηρίο από τον πόνο σύριξε δυνατά, στριφογύρισε την ούρα του, σφάδασε και ψόφησε. Τότε ο Άγιος βγήκε χαρούμενος από το δάσος, γιατί κατάλαβε,
ότι ήταν θέλημα Θεού να μαρτυρήσει. Διότι, όπως νίκησε τον αισθητό δράκοντα, έτσι θα νικούσε και τον νοητό δράκοντα τον διάβολο. Αφού, λοιπόν, απάλλαξε τον τόπον
εκείνον ο Άγιος, πήγε κατ’ ευθείαν στο τάγμα του.



Αρνείται να θυσιάσει
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο αρχηγός τους Βρίγκας, μαζί με τους στρατιώτες του θέλησε να θυσιάσουν στα είδωλα. Οι άλλοι στρατιώτες πηγαίνανε και θυσιάζανε.
Ο Θεόδωρος όμως έμενε στη σκηνή του. Αυτό ήταν η αιτία να φανερωθεί, ότι ήταν Χριστιανός. Ο Βρίγκας μάζεψε όλο το τάγμα του και ρώτησε τον Άγιο εάν είναι
Χριστιανός. Ο Άγιος τους απάντησε με θάρρος ότι είναι Χριστιανός. Τότε ο αρχηγός τους προσπάθησε να πείσει τον Άγιο να θυσιάσει στα είδωλα ώστε να μην
ρεζιλευτεί και να μην γίνει παραβάτης των Βασιλικών διαταγών. Ο Άγιος όμως του αποκρίθηκε καθαρά:
—Είμαι Χριστιανός και δεν αρνούμαι. Σου το επαναλαμθάνω και πάλιν, ότι Χριστιανός είμαι, τον Χριστό μου προσκυνώ και Αυτού είμαι στρατιώτης.
Ο Βρίγκας σκέφτηκε τότε να του δώσει μία μέρα να το σκεφτεί καλύτερα. Πίστευε με αυτόν τον τρόπο πως θα άλλαζε ο Άγιος και θα θυσίαζε στα είδωλα. Κατόπιν
καλέσανε και εξέτασαν άλλους Χριστιανούς. Ο Θεόδωρος όμως ερχότανε κοντά τους και τους έδινε θάρρος, για να μη αρνηθούν τον Χριστό.

Καίει τον Βωμό της Ρέας
Οι τύραννοι την νύκτα εκείνη τους άλλους Χριστιανούς τους φυλάκισαν. Ο Θεόδωρος όμως πήγε δια νυκτός και έβαλε φωτιά σε ένα ειδωλολατρικό βωμό της θεάς Ρέας.
Και τούτο δια να δείξει και δια των πραγμάτων, ότι αυτός μεν είναι χριστιανός, οι ειδωλολατρικοί δε θεοί, τους οποίους προσκυνούσαν εκείνοι, ήσαν ξύλα αναίσθητα.
O εμπρησμός αυτός έδωσε αφορμή να γίνει μεγάλη σύγχυσης στα Ευχάϊτα. Τον Άγιο όμως, όταν έβαλε τη φωτιά, τον είδε ο υπηρέτης χου βωμού, ονόματι Κρονίδης.
Αυτός, λοιπόν, συνέλαβε τον Άγιο και τον πήγε στον αρχηγό χου τόπου, τον Πόπλιο. Ο Θεόδωρος πήγε ευχαρίστως.
Όταν ο Πόπλιος έμαθε για τον Άγιο, για την πίστη του και για το ότι έκαψε τον ωμό της Ρέας με πολύ θυμό του είπε:
—Ασεβέστατε, αυτή είναι η τιμή που δίδεις στους μεγάλους θεούς; Αντί να θυσιάσεις στο βωμό της μεγάλης Ρέας, συ τον έκαψες; Και πως τόλμησες, ανόητε, και έκαμες
την παρανομία; Δεν φοβήθηκες τα βασιλικά διατάγματα;
—Αρχηγέ Πόπλιε, του είπε με θάρρος ο Άγιος. Ομολογώ, ότι έκαψα τον βωμό της Ρέας, διότι θέλησα να δοκιμάσω, εάν είναι αληθινή θεά. Αλλά είδα, ότι ήταν ξύλο ξερό
και αναίσθητο. Επομένως τέτοια τιμή πρέπει στα είδωλα, αφού μάτια έχουν και δεν βλέπουν, αυτιά και δεν ακούνε, στόμα και δεν μιλούνε. Τι θεοί είναι τα άλαλα ξύλα;



Στη φυλακή με τους Αγγέλους
Ο ηγεμόνας επειδή δεν μπορούσε να πη τίποτε σ’ αυτά, διέταξε και τον έδειραν. Αφού τον έδειραν πολύ, του είπε:
—Για να φανώ επιεικής εγώ, εσύ το πήρες επάνω σου. Αλλά θα σε βάλω στα βάσανα και στις τιμωρίες και τότε θα υποταχθείς και μη θέλοντας στις βασιλικές διαταγές.
—Όπως δεν δέχεσαι συ, του αποκρίθηκε ο Άγιος, τα δικά μου λόγια, έτσι δεν δέχομαι και εγώ τα δικά σου. Οι φοβερισμοί σου δεν με φοβίζουν. Οι απειλές σου τα μικρά
παιδιά φοβίζουν, όχι όμως και μένα, που έχω τη δύναμη χου Χριστού μου. Για μένα αυτά είναι χαρά και αγαλλίασης. Τις τιμωρίες σου δεν τις λογαριάζω, διότι η δύναμις
του Χριστού μου θα τις ελαφρώσει. Ότι θέλεις κάμε μου. Εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι.
Όταν άκουσε αυτά ο ηγεμόνας, έξω φρενών έγινε και έτριζε τα δόντια του από τα νεύρα του. Διέταξε δε τους υπηρέτες να τον φυλακίσουν και να μην του δώσουν ούτε
νερό, ούτε ψωμί, ούτε τίποτε άλλο ώσπου να πεθάνει. Οι στρατιώτες τον έδεσαν και τον έκλεισαν στη φυλακή. Ο Χριστός όμως, επειδή όλα αυτά χα υπέμεινε, για την
αγάπη Του, δεν τον άφησε, αλλά την ίδια εκείνη νύχτα χου φανερώθηκε και του είπε:
— Χαίρε Θεόδωρε, στρατιώτα μου. Μη στενοχωρείσαι καθόλου, γιατί σε έδειραν για την αγάπη μου. Εγώ, όπως πάντοτε, είμαι μαζί σου. Σε λίγες μέρες θα ‘ρθείς στη
Βασιλεία μου. Πρόσεξε να μη πάρεις τροφή από τα χέρια τους. Η Χάρις μου θα σε τρέφει. Χαίρε λοιπόν και ευφραίνου.
Μετά ταύτα ο Κύριος αναλήφθηκε και ο Άγιος έμεινε πάλι μόνος χου στη φυλακή, χαίροντας και ψάλλοντας. Μαζί του όμως ψέλνανε και Άγγελοι. Απ’ έξω οι φύλακες, που
τους άκουγαν, νομίζανε όχι ήσαν Χριστιανοί στη φυλακή και ψάλλανε μαζί. Είδανε όμως, ότι η φυλακή ήταν κλειστή και σφραγισμένη με τη βασιλική σφραγίδα. Απαραβίαστη.
Κοιτάζανε τότε από την κλειδαρότρυπα και είδανε μέσα πολλούς άνδρες λευκοντυμένους, που ψάλλανε μαζί με τον Άγιο. Τρέχουν τότε αμέσως στον ηγεμόνα και του λένε:
—Μέσα στη φυλακή βρίσκονται πολλοί Χριστιανοί. Δεν ξέρουμε όμως από που μπήκαν.
Όταν το άκουσε αυτό ο Ηγεμόνας, φοβήθηκε. Πήρε μαζί του όλη την φρουρά χου και μετέβη στη φυλακή. Τοποθέτησε γύρω της τους στρατιώτες με την εντολή να
προσέχουν και αν μεν είναι Χριστιανοί να τους συλλάβουν. Αυτός μπήκε μέσα στη φυλακή. Άκουσε μεν πολλούς να ψάλλουν, αλλά δεν έβλεπε κανένα, έκτος από τον
Θεόδωρο, που ήταν δεμένος και ασφαλισμένος στο ξύλο. Φοβήθηκε, βγήκε έξω και έκλεισε τη φυλακή πάλι. Διέταξε όμως να δίνουν εις τον Θεόδωρο κάθε μέρα λίγο
νερό και μια ουγκιά ψωμί, δηλαδή είκοσι πέντε γραμμάρια. Οι φύλακες, σύμφωνα με τη διαταγή, πήγανε την τροφή στον Άγιο. Αυτός όμως δεν την δέχτηκε.



Υποσχέσεις και μαρτύρια
Το πρωί διέταξε ο ηγεμόνας και βγάλανε τον Άγιο από τη φυλακή. Όταν τον πήγανε μπροστά του και αυτός με κολακείες και ψευδολογίες προσπάθησε να πείσει τον Άγιο να
θυσιάσει στα είδωλα. Και ο Άγιος του απάντησε:
—Πόπλιε, μη νομίζεις, όχι με τέτοιες κολακείες και ψευδολογίες θα μου αλλάξεις την πίστη μου. Μάθε το καλά, όχι καν πυρ με κάψει, καν θάλασσα με πνίξει, καν ξίφος με κόψει,
καν θηρία με φάγουν, καν το σώμα μου κατακόψεις σε χίλια δυο κομμάτια, εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι και γι’ αυτόν θέλω να τιμωρούμαι.
Ο ηγεμών ακούγοντας αυτά, θαύμασε δια την τόλμη και αποφασιστικότητα του Αγίου. Κατόπιν έδωσε διαταγή να τον κρεμάσουν με το κεφάλι κάτω. Με χέρια δε σιδερένια του
έξυναν το σώμα, ώστε φανήκανε τα πλευρά του. Ο Άγιος υπέμενε καρτερικά τους τρομερούς πόνους, ψάλλοντας το: «Εὐλογήσω τόν Κύριον ἐν παντί καιρῶ, διά παντός ἡ
αἴνεσις αὐτοῦ ἐν τῷ στόματί μου».
Ο ηγεμόνας, όταν είδε ότι ούτε με αυτά τα βασανιστήρια κατόρθωσε να του αλλάξει την πίστη, διέταξε να τον ξεκρεμάσουν και του είπε:
—Δεν ντρέπεσαι, άθλιε, να ελπίζεις ακόμη, όχι θα σε σώσει ένας κακοθάνατος, ο Ναζωραίος; Σε εκείνον πιστεύεις, που δεν μπόρεσε να βοηθήσει τον εαυτόν του;
—Τέτοια ντροπή, ασεβέστατε, μακάρι να την έχω πάντοτε εγώ και όλοι οι Χριστιανοί, του αποκρίθηκε ο Μάρτυς.
Την στιγμή εκείνη έγινε σύγχυσης και αναταραχή από τον λαό και ο Πόπλιος φοβήθηκε μήπως γίνει στάση και λέγει στον Άγιο Θεόδωρο:
—Ας αφήσουμε τα πολλά λόγια και πες μου καθαρά: Θέλεις να θυσιάσεις στους θεούς ή να βασανισθείς ακόμη.
—Ασεβέστατε άνθρωπε, απάντησε ο Μάρτυς, δεν φοβάσαι, το Θεό. Ο Θεός σου έδωσε την εξουσία, και συ με διατάζεις να τον αρνηθώ και να προσκυνήσω τα αναίσθητα ξύλα.
—Σε αφήνω λίγη ώρα να σκεφθείς, του είπε. Και όταν πέρασε η λίγη αυτή ώρα του λέγει:
—Καλλίτερα θέλεις να είσαι με μας ή με τον Χριστό σου;
—Με τον Χριστό μου ήμην, είμαι και θα είμαι, του απάντησε σταθερά ο Μάρτυς.
Μετά την απάντησι αυτή ο ηγεμών έβγαλε τη θανατική απόφαση.



Στη φωτιά
«Επειδή ο Θεόδωρος αντετάχθη εις τα βασιλικά προστάγματα, αρνήθηκε τους θεούς μας και πιστεύει εις τον Ιησούν, να τον κάψετε, επειδή και αυτός έκαψε τον ναό της θεάς Ρέας».
Παρέλαβαν τότε δεμένο τον Άγιο οι στρατιώτες και τον μετέφεραν εις τον τόπο της εκτελέσεως. Εκεί ο Άγιος έβγαλε την ζώνη, τα ρούχα και τα υποδήματά του. Οι στρατιώτες δια
να μη ταραχθεί και φύγει θέλησαν να τον καρφώσουν στη γη, αλλά ο Μάρτυς τους είπε:
—Αφήστε με ακάρφωτο. Ο Χριστός μου, που μου έδωκε τη δύναμη και υπέμεινα τις άλλες τιμωρίες, θα με δυναμώσει και χώρα να βαστάξω το πυρ. Οι στρατιώτες, πράγματι,
δεν τον καρφώσανε, αλλά απλώς τον έδεσαν. Ο Άγιος είπε τότε την εξής προσευχή:
—Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ μονογενές του Αθανάτου Πατρός, ο οποίος δια την σωτηρία μας ήλθες εις την Γή, Σε ευχαριστώ, διότι με αξίωσες να υποστώ βάσανα και τιμωρίες για
Σένα. Σε δοξολογώ, διότι με αξίωσες να μιμηθώ το πάθος Σου. Σε υμνολογώ, διότι με ενδυνάμωσες να μαρτυρήσω, για την αγάπη Σου. Αξίωσε με της Βασιλείας Σου. Αλλά και
τους στρατιώτες, που βρίσκονται τώρα στη φυλακή για το όνομά Σου, αξίωσέ τους να μαρτυρήσουν και να πεθάνουν για Σένα, όπως εγώ.
Την ώρα δε, που ο Άγιος Θεόδωρος προσευχόταν, ένα Χριστιανός, ονόματι Κλεόβουλος, τον κοίταζε και δάκρυζε. Του λέγει τότε ο Άγιος:
—Κλεόβουλε αδελφέ, σε περιμένω. Έλα.
Συνέχισε δε ο Άγιος την προσευχή του για λίγο ακόμη και κατόπιν πήδησε μέσα στη φωτιά, που έκαιε, δοξάζοντας τον Θεό! Θαύμα εξαίσιο τότε έγινε: Η φλόγα έγινε αψίδα και
περιεκύκλωσε το σώμα του Αγίου, χωρίς να το θίξει καθόλου! Ο Άγιος όμως προσευχόμενος, παρέδωσε την αγία του ψυχή εις χείρας του Θεού. Παρουσιάσθηκε τότε η Ευσεβία.
Αυτή κατόρθωσε, αφού έδωσε αρκετά χρήματα, να πάρει το άγιο λείψανο του και να το ενταφιάσει εις τα Ευχάϊτα. Κάθε δε χρόνο τον εόρταζε και τον είχε βοηθό της σε κάθε
δύσκολη περίσταση της ζωής της. Και όχι μόνον αυτή, αλλά και όλοι οι ασθενείς του τόπου εκείνου τον είχανε γιατρό των ψυχών και των σωμάτων. Εις τα Ευχάϊτα κτίσθηκε
μεγαλοπρεπής Ναός, όπου φυλλάσσετο και το τίμιό του λείψανο. Από τα Ευχάϊτα κατόπιν ξαπλώθηκε η τιμή του Μάρτυρος Θεοδώρου σε δλη τη χριστιανοσύνη. Στην
Κωνσταντινούπολη κτίσθηκαν πολλοί Ναοί εις τιμήν του. Ο σπουδαιότερος ήτο «εν τοις Σφωρακίοις». Και εις τας Αθήνας, εις το κέντρον της πόλεως ύπάρχει περικαλλής
Βυζαντινός Ναός τιμώμενος επ’ ονόματι των «Αγίων Θεοδώρων» του Θεοδώρου του Τήρωνος και του Θεοδώρου του Στρατηλάτου.
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων ονομάζεται και «Φανερωτής». Και τούτο, διότι φανερώνει σε όσους τον παρακαλούν με πίστη τα πραγματα, που έχουν χαμένα.




Στίχος
Τήρων, ὁ δηλῶν ἀρτίλεκτον ὁπλίτην, Θεῷ πρόσεισιν, ἀρτίκαυστος ὁπλίτης. Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ πυρὶ Τήρωνα πυρὶ φλεγέθουσιν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β΄.
Μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα! ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως, ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος ἠγάλλετο· πυρὶ γὰρ ὁλοκαυτωθείς,
ὡς ἄρτος ἡδύς, τῇ Τριάδι προσήνεκται. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Αὐτόμελον
Πίστιν Χριστοῦ ὡσεὶ θώρακα, ἔνδον λαβὼν ἐν καρδίᾳ σου, τὰς ἐναντίας δυνάμεις κατεπάτησας Πολύαθλε, καὶ στέφει οὐρανίῳ, ἐστέφθης αἰωνίως ὡς ἀήττητος.

Μεγαλυνάριον
Δῶρον πολυτίμητον καὶ τερπνόν, ἀθλήσας προσήχθης, τῷ δοξάσαντί σε λαμπρῶς· ὅθεν ἐδωρήθης, θερμότατος προστάτης, τῇ Ἐκκλησίᾳ πάσῃ, Τήρων Θεόδωρε





.

Βίος  Αγίου  Νεομάρτυρος Θεδώρου του Βυζαντίου



Ο άγιος Θεόδωρος ο Βυζάντιος. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου.
Μαρτύρησε στη Μυτιλήνη στις 17 Φεβρουαρίου 1795
Ο Άγιος καταγόταν από το Νεοχώρι, προάστιο της Κωνσταντινουπόλεως . Οι γονείς του , Χατζή Αναστάσιος και Σμαραγδού, φρόντισαν να μάθει από μικρός τα ιερά γράμματα και την τέχνη του ζωγράφου.
Μαζί με τον δάσκαλό του εργαζόταν στο παλάτι του σουλτάνου. Εκεί συναναστρεφόμενος τους Τούρκους , από επιπολαιότητα , απατημένος από τον μαλθακό και τρυφηλό τρόπο ζωής, τη δόξα που δίνει η εξουσία και κυρίως με την παρακίνηση των Τούρκων έγινε μουσουλμάνος . Έζησε τρία χρόνια μέσα στα παλάτια έχοντας την εκτίμηση και την ιδιαίτερη εύνοια των Τούρκων, με υλικές απολαύσεις και με την προοπτική μιας σπουδαίας ανέλιξης στην κρατική διοίκηση.
Συνέβη όμως τότε επιδημία πανούκλας και ,βλέποντας τον θάνατο μπροστά του κάθε μέρα , συναισθάνθηκε το κακό που έπαθε, έκλαψε πικρά , μετανόησε και προσπαθούσε να βρει τρόπο να φύγει.
Μια νύχτα πήδηξε από κάποιο ψηλό κτήριο έξω αλλά άκουσαν κάποιοι Τούρκοι τον κτύπο, τον έπιασαν και τον γύρισαν πίσω. Μια άλλη μέρα παρεκάλεσε ένα Χριστιανό, που πήγαινε συχνά στο παλάτι για δουλειές, να του φέρει μια αλλαξιά ρούχα ναυτικά . Πράγματι του έφερε και κάποια μέρα την ώρα του φαγητού κρύφτηκε και κάνοντας τον σταυρό του άλλαξε τα ρούχα του τα πολυτελή με τα γεμετζίδικα, μουτζούρωσε με κάρβουνα το πρόσωπό του, έδεσε στο κεφάλι του ένα λερωμένο μαντήλι, πήρε μια στάμνα στον ώμο και κάνοντας πάλι τον σταυρό του, βγήκε έξω, χωρίς να τον σταματήσει κανένας.
Πήγε στο σπίτι κάποιας θείας του, όπου έμεινε μερικές ημέρες και χρίσθηκε με το Άγιο Μύρο.
Στη συνέχεια κατέφυγε στη Χίο με πολλούς κόπους, έξοδα και κινδύνους. Εκεί έγινε δεκτός από τον Άγιο Μακάριο Νοταρά , πρώην Κορίνθου, ο οποίος ησύχαζε στη Χίο. Κοντά του, με τη μελέτη πνευματικών βιβλίων, ιδιαιτέρως δε των μαρτυρίων των Νεομαρτύρων, έφθασε σε τέλεια μετάνοια. Συνειδητοποίησε πόσο σοβαρή ήταν η πτώση του, άρχισε τον πνευματικό αγώνα, εξομολογήθηκε λεπτομερώς και κοινώνησε. Σιγά σιγά του δημιουργήθηκε ο πόθος για το μαρτύριο, ο οποίος μέρα με τη μέρα αυξανόταν μέσα του, ώστε δεν μπορούσε να συγκρατηθεί.
Με την ευλογία του Αγίου Μακαρίου αναχώρησε για την Μυτιλήνη με την συνοδεία του αδελφού με τον οποίο αγωνιζόταν πνευματικά, για να παρουσιαστεί στον δικαστή και να ομολογήσει τον Χριστό. Εκείνη τη νύχτα δοκίμασε ο ευλογημένος Θεόδωρος δεινούς λογισμούς ακαθαρσίας και βλασφημίας .Ο αδελφός τον βοηθούσε στον σκληρό πνευματικό του αγώνα.
Όταν έφθασαν στη Μυτιλήνη μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Έπειτα κάθισαν να φάνε λίγη τροφή αλλά ο Μάρτυς δεν μπορούσε να φάει από τα πολλά δάκρυα που έχυνε. Ύστερα ετοιμάστηκε να παρουσιαστεί στον δικαστή, έχοντας ντυθεί τούρκικα. Με δάκρυα χωρίστηκαν με τον πνευματικό του αδελφό, τον οποίο παρακάλεσε να παρηγορήσει τους γονείς του.
Την πέμπτη ημέρα της πρώτης εβδομάδας της Σαρακοστής παρουσιάστηκε ο Μάρτυς στον δικαστή .
-Πριν από δέκα χρόνια , άρχισε να λέει ,σκοτίστηκε ο νους μου και με κάνατε Τούρκο. Όμως τώρα συνήλθα , συνειδητοποίησα την πτώση μου, το κακό που έπαθα και γι’ αυτό ήρθα να σου το πω και να σου δώσω πίσω την ψεύτικη και βρώμικη θρησκεία που μου έδωσες και να ομολογήσω τη δική μου πίστη, την αληθινή και αγία. Συγχρόνως έβγαλε το κάλυμμα της κεφαλής του, το πέταξε κάτω και το καταπατούσε. Ομοίως και τα πράσινα ρούχα που φορούσε.
Όταν άκουσε και είδε ο δικαστής το θάρρος του αγίου έμεινε απορημένος. Όλοι οι παριστάμενοι τον θεώρησαν τρελλό. Ο άγιος όμως συνέχισε :
-Δεν είμαι τρελλός. Είμαι Χριστιανός, αρνούμαι τη θρησκεία σας. Ό,τι έχεις να μου κάνεις , κάνε το γρήγορα . Είμαι έτοιμος να υπομείνω όσα έχεις να μου κάνεις , με τη δύναμη του Χριστού μου.
Οι παριστάμενοι τότε τον άρπαξαν και δέρνοντάς τον , σπρώχνοντάς τον και κλωτσώντας τον , τον γκρέμισαν κάτω από τη σκάλα. Τον έκλεισαν στη φυλακή με τα πόδια στο τιμωρητικό ξύλο και μια βαριά αλυσίδα στο λαιμό. Άφησαν δε τη φυλακή ανοιχτή, ώστε όποιος ήθελε έμπαινε τον έδερνε ή του έκανε ό,τι άλλο βάσανο νόμιζε. Την άλλη μέρα το μεσημέρι τον έβγαλαν από τη φυλακή και τον οδήγησαν πάλι στο δικαστή .
-Ήρθες στα συγκαλά σου ; τον ρωτούσαν στο δικαστήριο, αρχίζοντας τα ταξίματα και τις κολακείες, με σκοπό τον εξισλαμισμό του .
-Αφήνετε εσείς την πίστη σας να γίνετε Χριστιανοί ;
-Όχι, του αποκρίθηκαν
Πως λοιπόν εγώ να αφήσω την πίστη μου, τη λαμπρή και να έρθω στη δική σας τη σκοτεινή. Γελάστηκα και έγινα Τούρκος, τώρα όμως ήρθα στον εαυτό μου και είμαι Χριστιανός. Αποστρέφομαι την πίστη σας και τον προφήτη σας και όλους σας.
Με κλωτσιές τον έβγαλαν πάλι έξω, τον έκλεισαν στη φυλακή, την οποία άφησαν πάλι ανοιχτή για να μπαίνει όποιος ήθελε να τον βασανίζει. Έτσι άρχισαν να τον δέρνουν με ραβδιά πολλοί συγχρόνως και τον γύριζαν και από την άλλη μεριά του σώματός του να τον δείρουν σα να ήταν ασκί. Ο άγιος τα υπέμενε όλα με πολλή υπομονή , δε φώναζε, παρά μόνο έλεγε : Χριστιανός είμαι. Ύστερα του έσφιξαν τόσο βίαια το κρανίο μ’ ένα σκοινί, ώστε πετάχτηκαν τα μάτια του και μ’ ένα ξύλο του έσφιγγαν το στόμα του και του έβγαλαν αρκετά δόντια. Όταν βαρέθηκαν πια οι βασανιστές και τον άφησαν, ήρθε και τον συνάντησε κάποιος Χριστιανός που εργαζόταν στη φυλακή. Με τον Χριστιανό αυτόν ζήτησε από τον επίσκοπο τη Θεία Κοινωνία και αυτός ο Χριστιανός του την έφερε.
Ήταν τότε κάποιος Γεώργιος από τη Θεσσαλονίκη ,ο οποίος διάβαζε για τους μάρτυρες και επεδίωξε να κλειστεί στη φυλακή κοντά στον άγιο μάρτυρα Θεόδωρο. Ο Χριστιανός αυτός πολύ τον ενίσχυσε με πνευματικούς λόγους , με την υπενθύμιση των μαρτυρίων των παλαιών μαρτύρων.
Στο μεταξύ, μετά από φρικτά μαρτύρια, εκδόθηκε η καταδίκη του εις θάνατον. Για τελευταία φορά τον ρώτησαν αν θα άλλαζε και πάλι την πίστη του και μετά την αρνητική του απάντηση τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης. Φθάνοντας τον έδειραν τόσο ανελέητα που έμεινε κάτω μισοπεθαμένος. Τον σήκωσαν και τον ρωτούσαν
-Τι είσαι ;
Και ο άγιος τους απαντούσε :
-Χριστιανός είμαι, Θεόδωρος το όνομά μου και Χριστιανός πεθαίνω.
Μόλις τράβηξαν το σκοινί για να τον απαγχονίσουν, κόπηκε το σκοινί και ο άγιος έπεσε κάτω, χτύπησε το γόνατό του κι έτρεχε πολύ αίμα. Τελικά τον απαγχόνισαν. Το άγιο λείψανό του έμεινε κρεμασμένο τρεις ημέρες. Από το γόνατό του και τις τρεις ημέρες έσταζε αίμα. Πήγαιναν οι Χριστιανοί, χωρίς να φοβούνται κι έκοβαν κομμάτια από το πουκάμισό του και το βουτούσαν στο αίμα. Πολλά θαύματα έγιναν με το αίμα αυτό του αγίου.
Μετά τις τρεις ημέρες οι Χριστιανοί, με άδεια του δικαστή, έθαψαν με πολλές τιμές το τίμιο λείψανο του αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Νέου στην εκκλησία της Παναγιάς της Χρυσομαλλούσας .
Όταν του έκαναν ανακομιδή βρέθηκε το λείψανό του άφθορο. Σήμερα ευρίσκεται στον Μητροπολιτικό Ναό της Μυτιλήνης τιμώμενο και προσκυνούμενο από τους Χριστιανούς και θαυματουργεί.