ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

Μεγάλη Τετάρτη - μνεία της αλειψάσης τον Κύριον μύρω

0 σχόλια

 

Ῥωμανὸς ὁ Μελωδός – Εἰς τὴν Πόρνην

 π. Ἀνανίας Κουστένης
  Προοίμιον Ι           
 Ὁ πόρνην καλέσας θυγατέραν, Χριστὲ ὁ Θεός, υἱὸν μετανοίας κἀμὲ ἀναδείξας δέομαι καί ῥῦσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
Ἐσύ, Χριστὲ καὶ Θεέ, ποὺ κόρη σου ἀποκάλεσες τὴν πόρνη, κάνε κι ἐμένα γιό σου μὲ τὴ μετάνοια, καὶ, σὲ παρακαλῶ, ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὰ ἔργα μου τὰ ἄσωτα.  
 Προοίμιον ΙΙ    
Κατέχουσα ἐν κατανύξει ἡ πόρνη τὰ ἴχνη σου ἐβόα σοι ἐν μετανοίᾳ τῷ εἰδότι τὰ κρύφια, Χριστὲ ὁ Θεός, «Πῶς σοι ἀτενίσω τῷ ὄμματι ἡ πάντας ἀπατήσασα τῷ βλέμματι; πῶς σὲ δυσωπήσω τὸν εὔσπλαγχνον ἡ σὲ παροργίσασα τὸν κτίστῃ μου; ἀλλὰ δέξαι τοῦτο τὸ μύρον πρὸς δυσώπησιν, δέσποτα, καὶ δώρησαί μοι ἄφεσιν τῆς αἰσχύνης τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
 Κρατώντας μὲ συγκίνησι τὰ πόδια Σου ἡ πόρνη μετανοιωμένη μίλαγε σὲ Σένα ποὺ τὰ μυστικὰ γνωρίζεις, Χριστὲ καὶ Θεέ· «Μὲ τί μάτια νὰ Σὲ κοιτάξω, ἐγὼ ποὺ ὅλους μὲ βλέμμα μου στὴν ἁμαρτία ἔρριξα; Πῶς νὰ παρακαλέσω, Σπλαχνικέ, ἐγὼ ποὺ στενοχώρησα τὸν Πλάστη μου, Ἐσένα; Μονάχα νὰ δεχτῆς αὐτὸ τὸ μύρο καὶ νὰ μὲ δῇς μὲ καλωσύνη, Κύριε, καὶ συχώρεσε τὴν ἀσωτία μου γιὰ τὴν ὁποία νοιώθω ἐντροπή.  
                                                                    Οἶκοι              
 α´ Τὰ ῥήματα τοῦ Χριστοῦ καθάπερ ἀρώματα ῥαινόμενα πανταχοῦ βλέπων ἡ πόρνη ποτὲ καὶ τοῖς πιστοῖς πᾶσι πνοὴν ζωῆς χορηγοῦντα, τῶν πεπραγμένων αὐτὴ τὸ δυσῶδες ἐμίσησεν, ἐννοοῦσα τὴν αἰσχύνην τὴν ἑαυτῆς  καὶ σκοποῦσα τὴν ὀδύνην τὴν δι᾿ αὐτῶν ἐγγινομένην, πολλὴ γὰρ θλῖψις γίνεται τότε τοῖς πόρνοις ἐκεῖ, ὧν εἷς εἰμι καὶ ἕτοιμος πέλω εἰς μάστιγας, Ἂς πτοειθεῖσα ἡ πόρνη οὐκέτι ἔμεινε πόρνη, ἐγὼ δὲ καὶ πτοούμενος ἐπιμένω τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου.
                                                                   Οἶκοι
 α´ Τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια ὅμοια μὲ ἀρώματα ποὺ σκορπίζονται σὲ κάθε μέρος, ἀκούγοντάς τα κάποτε ἡ πόρνη, αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ σὲ κάθε πιστὸ χαρίζουνε ζωὴ πνευματική, ἄφησε γειὰ στὰ ἔργα της τὰ ἀπαράδεχτα, τὴν ἐντροπή της στοχαζόμενη  καὶ σκεφτομένη τὸν πόνο ποὺ τραβὰ κανεὶς ἀπὸ αὐτά.  Κληρονομοῦν δηλ. μεγάλη θλῖψι οἱ πόρνοι ἐκεῖ στὸν ἄλλο βίο. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶμαι κι ἐλόγου μου καὶ  ἑτοιμάζομαι γιὰ βάσανα, τὰ ὁποῖα φοβήθηκεν ἡ πόρνη κι ἄλλαξε ζωή.  Ὅμως ἐγὼ ἂν καὶ τρομάζω ἐπιμένω  στὴν ἀσωτία μου.
β´ Οὐδέποτε τῶν κακῶν ἀποστῆναι βούλομαι, οὐ μνήσκομαι τῶν δεινῶν ὧν ἐκεῖ μέλλω ὁρᾶν, οὐδὲ λογίζομαι τὴν τοῦ Χριστοῦ εὐσπλαγχνίαν,  πῶς περιῆλθε ζητῶν με τὸν γνώμη πλανώμενον, δι᾿ ἐμὲ καὶ Φαρισαίῳ συναριστᾷ ὁ τρέφων πάντας, καὶ δείκνυσι τὴν τράπεζαν θυσιαστήριον ἐν ταύτῃ ἀνακείμενος καὶ χαριζόμενος τὴν ὀφειλὴν τοῖς χρεώσταις, ἵνα θαρρῶν πᾶς χρεώστης προσέλθῃ λέγων: «Δέσποτα, λύτρωσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
 β´ Ἐγὼ ποτὲ δὲν θέλω νὰ ἀφήσω τὰ κακά, οὔτε σκέφτομαι τὰ βάσανα ποὺ θὰ βλέπω ἐκεῖ, οὔτε λογαριάζω τοῦ Χριστοῦ τὴν εὐσπλαχνία, τὸ πῶς ἔτρεξε παντοῦ γυρεύοντας μὲ ποὺ θεληματικὰ περιπλανιόμουνα. Γιὰ τὸ χατήρι δηλαδὴ τὸ ἰδικό μου μὲ ἐπιμέλεια ψάχνει κάθε τόπο, γιὰ τὸ χατήρι μου μὲ τὸ Φαρισαῖο γευματίζει ὅλου τοῦ κόσμου ὁ Τροφέας. Καὶ κάνει τὸ κοινὸ τραπέζι Ἅγια Τράπεζα καθὼς σ᾿ αὐτὸ γερμένος ἤτανε καὶ χάριζε στοὺς ὀφειλέτες τὸ χρέος, γιὰ νὰ μπορῇ μὲ θάρρος ὁ καθένας νἄρθη κοντά Του καὶ νὰ λέῃ, «Δῶσε μου, Κύριε, λευτεριὰ ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου.  
γ´ Ὑπέπνευσεν ἡ ὀσμὴ τῆς τραπέζης τοῦ Χριστοῦ τὴν πρῴην μὲν ἄσωτον νυνὶ δὲ καρτερικήν, τὴν ἐν ἀρχῇ κύνα καὶ ἐν τῷ τέλει ἀμνάδα, τὴν δούλην καὶ θυγατέρα, τὴν πόρνην καὶ σώφρονα, διὰ τοῦτο λίχνῳ δρόμῳ φθάνει αὐτήν, καὶ λιποῦσα τὰ ψιχία τὰ ὑπ᾿ αὐτὴν τὸν ἄρτον ᾖρε τῆς πάλαι Χανανίτιδος πλεῖον πεινάσασα, ψυχὴν κενὴν ἐχόρτασεν οὕτω πιστεύσασα, ἀλλ᾿ οὐ κραυγὴ ἐλυτρώθη, σιγὴ δὲ μᾶλλον ἐσώθη, κλαυθμῷ γὰρ εἶπε, «Κύριε, ἐγεῖρόν με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
 γ´ Ἔφτασε σιγὰ-σιγὰ ἡ εὐχάριστη ὀσμὴ ἀπ᾿ τὸ τραπέζι τοῦ Χριστοῦ στὴν πρώην ἄσωτη γυναῖκα καὶ τώρα ἤδη ἐγκρατημένη, τὴν ἀρχικὰ ἀδιάντροπη καὶ τελευταῖα ἥμερη, τὴ σκλάβα καὶ τὴν κόρη, τὴν πόρνη καὶ τὴ σεμνή. Γι᾿ αὐτὸ κι ἀπὸ δρόμο ἀλλοιώτικο ἡ χάρι Του τὴ φτάνει καὶ ἄφησε τὰ ψίχουλα ποὺ εἶχε κι ἐπῆρε τὸν Ἄρτο. Ἐκείνη ποὺ πιὸ πολὺ ἐπείνασε ἀπ᾿ τὴν παλιὰ Χαναναία, ἐχόρτασε τὴν ἄδεια τῆς ψυχὴ μὲ τέτοια πίστι πούδειξε. Καὶ δὲν ἐλευθερώθηκε μὲ τὰ ξεφωνητά, ἀλλὰ μὲ τὴ σιωπὴ πολὺ καλλίτερα  ἐσώθηκε, γιατί ῾πε μὲ τὸ κλάμα: «Κύριε, σήκωσέ με ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου.
 δ´ Τὴν φρένα δὲ τῆς σοφῆς ἐρευνῆσαι ἤθελον καὶ γνῶναι, πῶς ἐν αὐτῇ ἔλαμψεν ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὡραιότατος καὶ τῶν ὡραίων ἐργάτης, οὗ τὴν ἰδέαν πρὶν ἵδῃ ἡ πόρνη ἐπόθησεν, ὡς ἡ τῶν εὐαγγελίων βίβλος βόα,τοῦ Χριστοῦ ἀνακειμένου ἐν οἰκία τοῦ Φαρισαίου γυνή τις τότε ἤκουσεν ἅμα καὶ ἔσπευσεν ὠθήσασα τὴν ἔννοια πρὸς τὴν μετάνοιαν,«Ἄγε λοιπόν, ὦ ψυχή μου, ἰδοὺ καιρὸς ὃν ἐζήτεις, ἐπέστη ὁ καθαίρων σε, τὶ προσμένεις τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων σου»
 δ´ Καὶ δὲν ἤθελε νὰ ἐξετάσω τὸν νοῦ καὶ τὴ σκέψι τῆς φρόνιμης γυναίκας καὶ νὰ μάθω, πὼς μέσα της φεγγοβόλησεν ὁ Ἰησοῦς, ὁ Ὡραιότατος καὶ ὁ ἐργάτης κάθε καλοῦ καὶ ὄμορφου, τοῦ Ὁποίου τὴ Μορφὴ λαχτάρησεν ἡ πόρνη προτοῦ ἀκόμα Τὴν ἰδῆ. Ὅπως μᾶς λένε τὰ Εὐαγγέλια: Καθὼς ὁ Χριστὸς εἶχε καθήσει κι ἔτρωγε στὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου, τὸ ἔμαθε κάποια ἁμαρτωλὴ γυναῖκα καὶ ἔτρεξε χωρὶς ἀργοπορία καὶ στὴ μετάνοια ἔφερνε τὴ σκέψι της, «Ἔλα, λοιπόν, ψυχή μου, νὰ ἡ εὐκαιρία ποὺ ζητοῦσες, ἔφτασεν Αὐτὸς ποὺ θὰ σὲ ἐξαγνίσει, γιατὶ ἀκόμα κάθεσαι στὴν ἀσωτία σου»;  
ε´Ἀπέρχομαι πρὸς αὐτόν, δι᾿ ἐμὲ γὰρ ἤλυθεν, ἀφίημι τούς ποτε, τὸν γὰρ νῦν πάνυ ποθῶ,καὶ ὡς ποθοῦντα με μυρίζω καὶ κολακεύω, κλαίω, στενάζω καὶ πείθω δικαίων ποθῆσαι με, ἀλλοιοῦμαι πρὸς τὸν πόθο τοῦ ποθητοῦ, καὶ ὡς θέλει φιληθῆναι οὕτως φιλῶ τὸν ἐραστήν μου, πενθῶ καὶ κατακάμπτομαι, τοῦτο γὰρ βούλεται, σιγῶ καὶ περιστέλλομαι, τούτοις γὰρ τέρπεται, ἀναχωρῶ τῶν ἀρχαίων, ἵνα ἀρέσω τῷ νέῳ, συντόμως ἀποτάσσομαι ἐμφυσῶσα τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».
ε´ Φεύγω καὶ τραβῶ γι᾿ Αὐτόν, ἀφοῦ γιὰ μένα ᾖρθε. Τοὺς παλιοὺς ἀφήνω φίλους, μιᾶς καὶ τὸν Τωρινὸ λαχταρῶ νὰ ἀνταμώσω. Κι ἐπειδὴ πολὺ μὲ ἀγαπάει, μὲ μύρα Τὸν ἀλείφω καὶ Τὸν καλοπιάνω, χύνω δάκρυα, ἀναστενάζω καὶ νὰ Τὸν πείσω προσπαθῶ νὰ κάνει μὲ μένα ἀγάπη καὶ νὰ μὲ συχωρέση. Ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη λειώνω τοῦ Ἀγαπημένου, κι ὅπως θέλει ν᾿ ἀγαπιέται ἔτσι ἀγαπῶ Τὸν ἐραστή μου. Πενθῶ καὶ γονατίζω, γιατὶ αὐτὸ ἐπιθυμεῖ, σιωπῶ καὶ εἶμαι σοβαρή, ἀφοῦ μ᾿ αὐτὰ εὐχαριστιέται. Ἀναχωρῶ ἀπ᾿ τοὺς παλιοὺς γιὰ νὰ ἀρέσω, στὸν νέο. Σύντομα ἀπαρνιέμαι κι ἀπορρίπτω  τὴν ἀσωτία μου.  
στ´ Προσέλθω οὖν πρὸς αὐτόν, φωτισθῷ, ὡς γέγραπται, ἐγγίσῳ νῦν τῷ θεῷ καὶ οὐ μὴ καταισχυνθῷ, οὐκ ὀνειδίζει με, οὖ λέγει μοι, «ἕως ἄρτι  ἧς ἐν τῷ σκότει καὶ ᾖλθες ἰδεῖν μὲ τὸν ἥλιον», διὰ τοῦτο μύρον αἴρω καὶ πορευθῶ, φωτιστήριον ποιήσω τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου, ἐκεῖ γὰρ ἀποπλύνομαι τὰς ἁμαρτίας μου, ἐκεῖ καὶ καθαρίζομαι τὰς ἀνομίας μου, κλαυθμῷ, ἐλαίῳ καὶ μύρῳ κεράσομαι κολυμβήθραν καὶ λούομαι καὶ σμήχομαι καὶ ἐκφεύγω τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
στ´ Ἂς πάω λοιπὸν πρὸς Αὐτόν, νὰ πάρω φῶς, κατὰ πῶς λέει ἡ Γραφή, θὰ πλησιάσω τώρα στὸ Θεὸ καὶ δὲν θὰ ντροπιαστῶ. Δὲν μὲ μαλώνει, οὔτε μοῦ λέει: «μέχρι τώρα ἤσουν στὸ σκοτάδι κι ᾖρθες νὰ δῇς τὸν Ἥλιο ἐμένα». Γι᾿ αὐτὸ στὰ χέρια μου τὸ μύρο παίρνω καὶ σ᾿ Ἐκεῖνον πηγαίνω. Βαπτιστήρι θὰ κάνω τοῦ Φαρισαίου τὸ σπίτι, γιατὶ ἐκεῖ θ᾿ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου, ἐκεῖ καὶ θὰ καθαριστῶ ἀπ᾿ τὶς παρανομίες μου. Δάκρυ, λάδι καὶ μύρο θὰ σμίξω μέσ᾿ στὴν κολυμπήθρα καὶ θὰ πλυθῶ καὶ θὰ καθαριστῶ καὶ θὰ γλυτώσω ἀπὸ τὴν ἀσωτία μου».    
 ζ´ Ἐδέξατο καὶ Ῥαὰβ κατασκόπους πρότερον καὶ τῆς δοχῆς τὸν μισθὸν ὣς πιστὴ εὗρε ζωήν, τῆς γὰρ ζωῆς τύπος ὁ πέμψας τούτους ὑπῆρχε τοῦ Ἰησοῦ μου βαπτίζων τὸ τίμιον ὄνομα, σωφρονοῦντας τότε πόρνει ξενοδοχεί, νῦν παρθένον ἐκ παρθένου πόρνη ζητεῖ ἀλείψαι μύρῳ, ἐκείνη μὲν ἀπέλυσεν οὕσπερ ἀπέκρυψεν, ἐγὼ δὲ ὃν ἠγάπησα μένω κατέχουσα, οὐχ ὡς κατάσκοπον κλήρων, ἀλλ᾿ ὡς ἐπίσκοπον πάντων κρατῶ καὶ ἐξεγείρομαι τῆς ἰλύος τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου
ζ´ Πιὸ παλιὰ καὶ ἡ πόρνη Ραὰβ ἐφιλοξένησε τοὺς κατασκόπους καὶ κέρδισε ἀληθινὴ ζωὴ σὰν ἀνταμοιβὴ τῆς φιλοξενίας  γιατὶ πίστι ἔμπρακτη ἔδειξε. Μιᾶς κι ἐκεῖνος ποὺ τοὺς  ἔστειλε ἦταν προεικόνισμα καὶ σύμβολο τῆς πηγαίας Ζωῆς, ἀφοῦ ἔφερνε τοῦ Ἰησοῦ μου τὸ ὄνομα τὸ ἀκριβό. Τότε ἡ πόρνη ἐφιλοξένησε τοὺς ἐνάρετους τώρα ἡ πόρνη ζητεῖ ν᾿ ἀλείψει μὲ μύρο τὸν Ἀναμάρτητο Γιὸ τῆς Παρθένου.  Ἐκείνη μὲν ἐλεύθερους ἄφησε νὰ φύγουν αὐτοὺς ποὺ ἔκρυψε στὸ πανδοχεῖο της, ἐγὼ ὅμως Αὐτὸν π᾿ ἀγάπησα μὲ τίποτα δὲν Τὸν ἀφήνω. Δὲν Τὸν κρατάω σὰν κατάσκοπο τῆς κληρονομιᾶς ἀλλὰ σὰν ἄγρυπνο Προστάτη  ὁλωνῶν Τὸν βαστῶ καὶ λευτερώνομαι ἀπ᾿ τὰ κρίματα τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.  
η´ Ἰδοὺ καιρὸς ἔφθασεν ὃν ἰδεῖν ἐπόθησα, ἡμέρα μοι ἔλαμψε καὶ δεκτὸς ἐνιαυτός, ἐν τοῖς τοῦ Σίμωνος αὐλίζεται ὁ Θεός μου, σπεύσω πρὸς τοῦτον καὶ κλαύσω ὡς Ἄννα τὴν στείρωσιν, κἂν λογίσηται μὲ Σίμων ἐν μεθυσμῷ, ὡς Ἠλὶ τὴν Ἄνναν τότε, μένω κἀγὼ προσευχομένη, σιγὴ βοῶσα, «κύριε, τέκνον οὐκ ᾔτησα, ψυχὴν μονογενῆ ζητῶ ἥνπερ ἀπώλεσα», ὡς Σαμουὴλ τῆς ἀτέκνου, Ἐμμανουὴλ τῆς ἀνάνδρου, τῆς στείρας ᾖρες ὄνειδος, ῥῦσαι πόρνην τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων.
η´ Νὰ ἔφτασε ἡ εὐκαιρία ποὺ ἐλαχτάρησα νὰ δῶ. Μέρα λαμπρὴ ξημέρωσε γιὰ μένα καὶ χρονιὰ καλωσυνάτη. Στὸ σπιτικό του Σίμωνα βρίσκεται ὁ Θεός μου. Κοντά Του θὰ τρέξω καὶ θὰ κλάψω τὴν ἀτεκνία σὰν τὴν Ἄννα. Κι ἂν μὲ περάση ὁ Σίμωνας γιὰ μεθυσμένη, ὅπως τότε ὁ Ἠλὶ τὴν Ἄννα, ἐγὼ θὰ συνεχίσω νὰ προσεύχωμαι, σιωπηλὰ φωνάζοντας, «Κύριε, παιδὶ δὲν σοῦ ἐγύρεψα, τὴν μονάκριβη ψυχή μου ἀναζητάω, τὴν ὁποία ἔχω χάσει». Ὅπως μὲ τὸ Σαμουὴλ τῆς ἄτεκνης, Ἐσὺ Ἐμμανουὴλ τῆς Ἄγαμης, ἀφαίρεσες τῆς στείρας τὴν ντροπή, ἔτσι γλύτωσε τὴν πόρνην ἐμένα ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
θ´ Νευροῦται μὲν ἡ πιστὴ τοῖς τοιούτοις ῥήμασι, ποιεῖται δὲ τὴν σπουδὴν πρὸς τὴν τοῦ μύρου ὠνήν, καὶ παραγίνεται βοῶσα τῷ μυροπράτῃ· «δός μοι, εἰ ἔχεις, ἐπάξιον μύρον τοῦ φίλου μου, τοῦ δικαίως φιλουμένου καὶ καθαρῶς, τοῦ πυρώσαντός μου μέλῃ καὶ τοὺς νεφροὺς καὶ τὴν καρδίαν, μηδὲν περὶ τιμήματος νῦν ἀμφιβάλῃς μοι, κἂν δέοι μέχρι δέρματος καὶ τῶν ὀστέων μου, ἑτοίμως ἔχω τοῦ δοῦναι, ἵν᾿ εὕρῳ τι ἀποδοῦναι τῷ σπεύσαντι καθάραί με ἐκ τῆς ὕλης τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
θ´ Μὲ τέτοια λόγια ἡ πιστὴ γυναῖκα ἐμψυχώνεται  καὶ βιάζεται τὸ μύρο νὰ ἀγοράση, καὶ στὸ μυροπώλη φτάνει λέγοντάς του: «Δός μου, ἂν ἔχῃς, μύρο ἀντάξιό του Ἀγαπημένου μου, ποὺ δίκαια καὶ ἄδολα ἀγαπῶ, Αὐτοῦ ποὺ ἐπυρπόλησε τὰ μέλη μου καὶ τὰ νεφρὰ καὶ τὴν καρδιά μου. Καθόλου μὴ διστάζῃς γιὰ τὴν ἔξοδο. Καὶ τὸ τομάρι μου ἂν χρειαστῆ καὶ τὸ κουφάρι μου, ἕτοιμη εἶμαι νὰ τὸ δώσω ἀρκεῖ κάτι νὰ βρῶ ν᾿ ἀνταποδώσω σ᾿ Αὐτὸν ποὖρθε κοντά μου μὲ ἀγάπη γιὰ νὰ μὲ καθαρίσῃ ἀπὸ τὴ νέκρα τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.
ι´ Ὁ δὲ ἱδὼν τῆς σεμνῆς τὸ θερμὸν καὶ πρόθυμον  φησὶν αὐτή, «Λέξον μοι, τίς ἐστιν ὃν ἀγαπᾷς, ὅτι τοσοῦτον σε ἐπέθελξε πρὸς τὸ φίλτρον; ἄρα κἂν ἔχει τι ἄξιον δοῦναι τοῦ μύρου μου;» πάραυτα δὲ ἡ ὁσία ᾖρε φωνὴν καὶ βόα ἐν παρρησίᾳ τῷ σκευαστῇ τῶν ἀρωμάτων· «Ὦ ἄνθρωπε, τὶ λέγεις μοι, «ἔχεις τι ἄξιον»; οὐδὲν αὐτοῦ ἀντάξιον τοῦ ἀξιώματος, οὐκ οὐρανὸς οὔτε γαῖα οὐδ᾿ ὅλος τούτῳ ὁ κόσμος  συγκρίνεται τῷ σπεύσαντι ῥύσασθαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου
ι´ Κι ἐκεῖνος καθὼς διάβασε τῆς μετανοιωμένης γυναίκας τὴν ἐγκάρδια ἀγάπη καὶ τὴν προθυμία τῆς λέει: «Πές μου, Ποιὸς εἶν᾿ Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷς, ποῦ τόσο πολὺ σὲ μάγεψε καὶ στὴν ἀγάπη σ᾿ ἐτράβηξε; Ἔχει ἄραγε κάτι ἀντάξιο τοῦ μύρου μου;» Κι ἀμέσως ἔβγαλε φωνὴ ἡ ἁγιασμένη, καὶ μιλάει θαρρετὰ στὸν ἀρωματοποιό: «Ὦ ἄνθρωπε, γιατί μοῦ λές, «ἔχεις κάτι ἀντάξιο;» Τίποτα δὲν τοῦ παραβγαίνει στὴν ἀξία. Οὔτε ὁ οὐρανὸς οὔτε ἡ γῆ οὔτε ὁ κόσμος ὅλος μπορεῖ νὰ συγκριθῆ μ᾿ Αὐτὸν ποὺ ἔφτασε ὁλοπρόθυμα νὰ μὲ  ἐλευθερώσῃ  ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.  
ια´ Υἱός ἐστι τοῦ Δαβίδ, δι᾿ αὐτὸ καὶ εὔοπτος, υἱὸς θεοῦ καὶ θεός, δι᾿ αὐτὸ πάνυ τερπνός, ὃν οὐχ ἑώρακα, ἀλλ᾿ ἤκουσα καὶ ἐτρώθην πρὸς τὴν ἰδέαν τοῦ ἔχοντος φύσιν ἀνείδεον, τὸν Δαβίδ ποτε ἰδοῦσα στέργει Μελχώ, ἐγὼ δὲ μὴ κατιδοῦσα τὸν ἐκ Δαβὶδ ποθῶ καὶ στέργω, ἐκείνη τὰ βασίλεια πάντα κατέλιπε, καὶ τῷ Δαβὶδ πτωχεύοντί ποτε προσέδραμε, κἀγὼ τὸν ἄδικον πλοῦτον ὑπερορῶ καὶ ὠνοῦμαι  τὸ μύρον τῷ καθαίροντι τὴν ψυχήν μου  τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
ια´ Εἶναι Γιὸς τοῦ Δαβίδ, γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ὄμορφος. Εἶναι Γιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, γι᾿ αὐτὸ πολὺ εὐχάριστος. Καὶ Τοῦτον δὲν ἀντίκρυσα, μὰ ἄκουσα καὶ λαβώθηκα ἀπ᾿ τὴ Μορφὴ Ἐκείνου ποὺ κατὰ τὴ θεότητα εἶναι χωρὶς Μορφή. Τὸν Δαβὶδ κάποτε ἀντίκρυσε ἡ Μελχὼ καὶ τὸν ἀγάπησε. Ὅμως ἐγὼ χωρὶς νὰ δῶ τοῦ Δαβὶδ τὸν ἀπόγονο λαχταρῶ καὶ ἀγαπάω. Ἐκείνη ὅλα τὰ παλάτια ἀπαρνήθηκε καὶ στὸ φτωχὸ Δαβὶδ ἔτρεξε τότε μὲ λαχτάρα. Κι ἐγὼ τ᾿ ἁμαρτωλὰ λεφτὰ ξοδεύω κι ἀγοράζω τὸ μύρο γιὰ Κεῖνον ποὺ μὲ καθαρίζει ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.
ιβ´Ῥημάτων δὲ τὴν ὁρμὴν σιωπὴ συνέτεμε καὶ ἔλαβεν ἡ τερπνὴ τὸ καλὸν μύρον αὐτῆς, καὶ εἰς τὸν θάλαμον εἰσῆλθε τοῦ Φαρισαίου τρέχουσα ὥσπερ κληθεῖσα μυρίσαι τὸ ἄριστον, ὁ δὲ Σίμων θεωρήσας τοῦτο αὐτό, τὸν δεσπότην καὶ τὴν πόρνην καὶ ἑαυτὸν ἤρξατο ψέγειν, τὸν μὲν ὡς ἀγνοήσαντα τὴν προσεγγίσασαν, τὴν δ᾿ ὡς ἀναισχυντήσασαν καὶ προσκυνήσασαν, καὶ ἑαυτὸν ὡς ἀσκέπτως δεξάμενον τοὺς τοιούτους, καὶ μάλιστα τὴν κράζουσαν, «Ἐξελοῦ με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
ιβ´ Καὶ ἔκοψε μὲ τὴ σιωπὴ τὸ χείμαρρο τῶν λόγων κι ἐπῆρεν ἡ χαριτωμένη τὸ μύρο τῆς τὸ ἀκριβὸ καὶ μπῆκε στὸ σπιτικό του Φαρισαίου  τρέχοντας λὲς καὶ τὴν ἐκάλεσαν τὸ γεῦμα νὰ ἀρωματίσῃ. Κι ὁ Σίμωνας καθὼς ἀντίκρυσε ἐτοῦτο ἀκριβῶς τὸ θέαμα, τὸν Κύριο καὶ τὴν πόρνη καὶ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄρχισε νὰ κατηγορῇ, Αὐτὸν πὼς τάχα ἀγνοοῦσε αὐτὴν ποὺ τὸν πλησίασε, τὴν πόρνη γιατὶ δῆθεν φέρθηκε ξεδιάντροπα ποὺ Τοῦ φανέρωσε λατρεία καὶ σεβασμὸ  καὶ τὸν ἑαυτό του πὼς τάχατες ἀπερίσκεφτα ἐδέχτηκε στὸ σπίτι του τέτοιους ἀνθρώπους, καὶ πρὸ παντὸς αὐτὴν ποὺ ἔλεγε: «Ξεκόλλα με καὶ βγάλε με  ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.  
ιγ´ Ὢ ἄγνοια, τί φησι; «Τοῦτο μὲν ἐτέλεσα, ἐκάλεσα Ἰησοῦν ὡς τινα τῶν προφητῶν, καὶ οὐκ ἐνόησεν ἣν ἕκαστος ἡμῶν οἶδεν, οὗτος καὶ οὐκ ἔγνω, εἰ ἦν γὰρ προφήτης ἐγίνωσκεν», ὁ ἐτάζων τὰς καρδίας καὶ τοὺς νεφροὺς θεωρῶν τοῦ Φαρισαίου τοὺς λογισμοὺς σαλευομένους, εὐθέως τούτῳ γίνεται ῥάβδος εὐθύτητος, «Ὢ Σίμων», λέγων, «ἄκουσον τὰ τῆς χρηστότητος τῆς ἐπὶ σὲ γενομένης καὶ ἐπὶ ταύτην, ἣν βλέπεις κλαυθμῷ βοῶσαν, «δέσποτα, ἔγειρόν με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.»
ιγ´ Ὢ ἄγνοια ποὺ τὸν ἔδερνε. Τί λέει; «Ἐγὼ τουλάχιστον ἔκαμα αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, δηλαδὴ ἐκάλεσα στὸ σπίτι μου τὸν Ἰησοῦ μὲ τὴν πεποίθηση πὼς εἶναι ἕνας προφήτης, κι Ἐκεῖνος δὲν ἔνοιωσε ποιὰ ἤτανε αὐτὴ ποὺ ὁ καθένας μας τὴν ξέρει, οὔτε ποὺ τὸ κατάλαβε, ἂν ἦταν ὅμως πράγματι προφήτης ἀσφαλῶς θὰ τὸ ἐγνώριζεν.» Ἐκεῖνος ποὺ διαβάζει τὸ βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, καθὼς ἀντίκρυζε τοὺς ταραγμένους λογισμοὺς τοῦ Φαρισαίου, ἀμέσως τὸν ἀνακαλεῖ στὸ δρόμο τὸν σωστό. «Ὢ Σίμωνα», τοῦ λέγει, «νοιῶσε ὅλη τὴν καλωσύνη ποῦ γίνεται σὲ σένα καὶ σ᾿ αὐτὴν ποὺ βλέπεις μὲ τὸ κλάμα νὰ μὲ ἐπικαλεῖται, «Κύριε, ἀπὸ τὸν ὕπνο τὸ θανάσιμο σήκωσέ με τῆς ἄσωτης ζωῆς μου.
ιδ´ Μεμπτέος σοι ἔδοξα, ἐπειδὴ οὐκ ἤλεγξα τὴν σπεύδουσαν ἐκφυγεῖν τῶν αὐτῆς ἀνομιῶν, ἀλλ᾿ οὐ καλῶς, Σίμων, οὐκ εὔλογος ἡ μορφή σου, σύγκρινον τοῦτο ὁ ἔχω εἰπεῖν σοι, καὶ δίκασον, ὀφειλέται δύο ἦσαν τῷ δανειστῇ, ὁ μὲν εἰς πεντακοσίων, ἕτερος δὲ πενήντα μόνον, καὶ τούτοις ἀπορήσασι πρὸς τὴν ἀπόδοσιν ὁ χρήσας ἐχαρίσατο ὅ,τι ἐχρήσατο, τὶς οὖν αὐτὸν ἐκ τῶν δύο ποθήσει πλέον; εἰπέ μοι, τὶς ὤφειλε βοᾷν αὐτῷ, «ἔσωσας μὲ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
ιδ´ Κατηγορούμενο ἡ γνώμη σου μὲ κήρυξε γιατὶ δὲν μάλωσα αὐτὴν ποὺ νὰ ξεφύγη βιάστηκε ἀπὸ τὰ κρίματά της. Δὲν εἶναι ὅμως, Σίμωνα, σωστὴ καὶ δικαιολογημένη ἡ κατηγορία σου. Σύγκρινε αὐτὸ ποὺ σκέφτηκες μ᾿ αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ πῶ καὶ δίκασε: δυὸ ἄνθρωποι ἐχρώσταγαν σὲ κάποιο δανειστῆ, ὁ μὲν ἕνας πεντακόσια καὶ ὁ ἄλλος μονάχα πενήντα δηνάρια. Κι ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν εἶχαν νὰ τοῦ τὰ πληρώσουν, ὁ δανειστὴς τοὺς χάρισε αὐτὰ ποὺ τοῦ χρωστούσανε. Ποιὸς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς δυὸ πιὸ πολὺ θὰ Τὸν ἀγαπήση, θἄθελα νὰ μοῦ πῇς. Ποιὸς ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τοῦ φωνάζῃ μὲ χαρά: «μὲ ἔσωσες ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου».  
ιε´ Ἀκούσας δὲ ὁ σοφὸς Φαρισαῖος ἔφησε· «Διδάσκαλε, ἀληθῶς φανερὸν πᾶσίν ἐστιν ὅτι πλειότερον ὀφείλει τοῦτον ποθῆσαι, ὢ καὶ περισσότερον χρέος ὁ χρήσας κεχάρισται», ὁ δὲ κύριος πρὸς ταῦτα εἶπεν αὐτῷ, «Ὀρθῶς ἀπεκρίθης, Σίμων, οὕτως ἐστὶ καθάπερ λέγεις, ὃν σὺ γὰρ οὐκ ἐπήλειψας, αὕτη ἐμύρισεν, ὃν ὕδασιν οὐκ ἔνιψας, αὕτη τοῖς δάκρυσιν, ὃν οὐκ ἠσπάσω φιλήσας, καταφιλοῦσα με κράζει, «ἐκράτησα τοὺς πόδας σου, μὴ ἐμπέσω τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».
ιε´ Καὶ μόλις ἄκουσε τὴν παραβολὴ ὁ ξύπνιος Φαρισαῖος ἀποκρίθηκε: «Δάσκαλε, εἶναι ὁλοφάνερο πὼς πιὸ πολὺ νὰ ἀγαπήσῃ τὸ δανειστὴ ὑποχρεοῦται ἐκεῖνος ποὺ τὸ περισσότερο χρέος του ἐχαρίσθηκε». Κι ὁ Κύριος σὰν ἀπάντησε αὐτὰ τὰ λόγια τοῦπε: «Πολὺ καλά, ὦ Σίμωνα, ἀπάντησες. Ἔτσι εἶναι ἀκριβῶς ὅπως τὸ λές. Αὐτὸν δηλαδὴ ποὺ σὺ δὲν ἄλειψες μὲ λάδι, αὐτὴ μὲ μύρα ἄλειψε. Αὐτὸν ποὺ σὺ δὲν ἔπλυνες μὲ νερό, αὐτὴ Τὸν ἔλουσε μὲ δάκρυα. Αὐτὸν ποὺ δὲν καλωσόρισες μὲ φίλημα, ἐκείνη μὲ στοργὴ μ᾿ ἀσπάζεται καὶ  λέει: «Τὰ θεϊκά Σου πόδια ἔπιασα, ἂς μὴν ξανακυλήσω  στὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιστ´ Νῦν, ὅτι σοὶ ἔδειξα τὴν πολὺ ποθοῦσαν με, διδάξω σε, βέλτιστε, τίς ἐστιν ὁ δανειστής, καὶ ὑποδείξω σοι τοὺς τούτου χρεωφειλέτας, ὧν εἰς ὑπάρχεις, καὶ αὕτη ἣν βλέπεις δακρύουσαν,  δανειστὴς δὲ ἀμφοτέρων πέλω ἐγώ, καί οὐ μόνον ἀμφοτέρων ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων πάντων, ἐγὼ γὰρ πᾶσιν ἔχρησα ταῦτα ἃ ἔχουσι, ψυχὴν πνοὴν καὶ αἴσθησιν, σῶμα καὶ κίνησιν, τὸν δανειστὴν οὖν τοῦ κόσμου, ἐν ὅσῳ ἔχεις, ὦ Σίμων, ἱκέτευσον καὶ βόησον, «λύτρωσαί με τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου».
ιστ´ Τώρα ποὺ σοῦ φανέρωσα αὐτὴν ποὺ μὲ ἀγάπησε πολύ, θὰ σὲ πληροφορήσω, φίλε, ποιὸς στὴν πραγματικότητα εἶναι ὁ δανειστὴς  καὶ θὰ σοῦ κάνω γνωστοὺς τοὺς χρεωφειλέτες του, ποῦ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶσαι κι ἐσὺ καθὼς κι αὐτὴ ποὺ βλέπεις δάκρυα νὰ χύνῃ. Δανειστὴς καὶ τῶν δυό σας εἶμαι πάντοτε ἐγώ, κι ὄχι μόνο ἐσᾶς τῶν δυὸ ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἀφοῦ Ἐγὼ σ᾿ ὅλους ἐδάνεισα αὐτὰ ἐκεῖνοι πούχουν, ψυχή, ἀναπνοή, αἰσθήματα, σῶμα καὶ κίνηση. Τὸ Δανειστὴ τοῦ κόσμου, Σίμωνα, ὅσο, λοιπόν, μαζί σου ἔχεις       παρακάλεσε καὶ φώναξε: «λευτέρωσέ με ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου».
ιζ´ Οὐ δύνασαι δοῦναί μοι ἅπερ ἐποφείλεις μοι,  κἂν σίγησον, ἵνα σοι χαρισθῇ ἡ ὀφειλή, μὴ καταδίκαζε τὴν καταδεδικασμένην,  μὴ εὐτελίσῃς τὴν εὐτελισμένη, ἡσύχασον, οὗ τῶν σῶν οὐδὲ ταύτης βούλομαί τι,  χρεωλύτης γὰρ τῶν δύο ᾖλθον ἑγὼ ὑμῖν καὶ πᾶσι, νομίμως, Σίμων, ἔζησας, ἀλλ᾿ ἐχρεώστησας,  ἐλθὲ οὖν πρὸς τὴν χάριν μου, ἵν᾿ ἀποδώσης μοι, ἰδὲ τὴν πόρνην ἣν βλέπεις καθάπερ τὴν ἐκκλησίαν βοῶσα, «ἀποτάσσομαι ἐμφυσῶσα τῷ βορβόρῳ τῶν ἔργων μου».
 ιζ´ Δὲν μπορεῖς νὰ μοῦ ξεπληρώσεις αὐτὰ ποὺ μοῦ χρωστᾷς ἀκόμα. Καλλίτερα μὴ μιλᾷς, γιὰ νὰ σοῦ χαρισθῆ ἡ ὀφειλή. Μὴν καταδικάζῃς τὴν καταδικασμένη, μὴν ἐξευτελίσης τὴν ἐξευτελισμένη, ἡσύχασε. Δὲν θέλω τίποτα ἀπ᾿ ὅσα μοῦ χρωστᾷς οὔτε κι ἀπ᾿ αὐτήν, γιατὶ ᾖρθα νὰ χαρίσω τὰ χρέη καὶ τῶν δυὸ καὶ ὅλου τοῦ κόσμου.Ἔζησες, Σίμωνα, σύμφωνα μὲ τὸ Νόμο, μὰ βγῆκες χρεωμένος. Ἔλα, λοιπὸν στὴ Χάρι μου γιὰ νὰ ξεχρεωθῆς. Λογάριασε τὴν πόρνη ποὺ βλέπεις σὰν τὴν Ἐκκλησία νὰ φωνάζῃ: «ἀρνιέμαι καὶ περιφρονῶ τὴν ἄσωτη ζωή μου».  
ιη´ Ὑπάγετε, τὸ λοιπὸν τῶν χρεῶν ἐλύθητε, πορεύθητε, ἐνοχῆς παρεκτὸς πάσης ἐστέ, ἠλευθερώθητε, μὴ πάλιν ὑποταγῆτε, τοῦ χειρογράφου σχισθέντος μὴ ἄλλο ποιήσετε», τὸ αὐτὸ οὖν, Ἰησοῦ μου, λέξον κἀμοί, ἐπειδὴ σοὶ ἀποδοῦναι ἃ χρεωστῷ οὐκ ἐξισχύω, σὺν τόκῳ γὰρ ἀνήλωσα καὶ τὸ κεφάλαιον, διὸ μὴ ἀπαιτήσῃς με ὅσον παρέσχες μοι, τοῦ τῆς ψυχῆς κεφαλαίου καὶ τῆς σαρκός μου τοῦ τόκου κουφίσας με ὡς εὔσπλαγχνος, ἄνες, ἄφες τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου.
ιη´ Πηγαίνετε. Ἀπὸ ῾δῶ καὶ πέρα δὲ χρωστᾶτε πιά. Φύγετε. Ἐνοχὴ δὲν ἔχετε καμμιά. Λευτερωθήκατε. Μὴν ξαναπιαστῆτε στὸ κακό. Ἀφοῦ σχίστηκε τὸ χρεώγραφο μὴν φτιάχνετε ἄλλο». Τὸ ἴδιο, λοιπόν, Ἰησοῦ μου, πὲς καὶ γιὰ μένα, ἐπειδὴ νὰ Σοῦ πληρώσω δὲν μπορῶ αὐτὰ ποὺ Σοῦ χρωστάω, ἀφοῦ ξόδεψα μαζὶ μὲ τὸν τόκο καὶ τὸ κεφάλαιο. Γι᾿ αὐτὸ μή μου ζητήσῃς ὅσα μου ἔδωκες. Τῆς ψυχῆς μου τὸ κεφάλαιο καὶ τοῦ σώματός μου τὸν τόκο ἀπὸ τὸ βάρος ἀνακούφισε, Στοργικέ, καὶ χάρισέ μου λευτεριὰ καὶ ἀπολύτρωση  ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή μου.

 

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ-Κοντάκιο-Στιχηρά Αἴνων

«Ὑπέρ τήν πόρνην, ἀγαθέ, ἀνομήσας, δακρύων ὄμβρους οὐδαμῶς σοι προσῆξα· ἀλλά σιγῇ δεόμενος προσπίπτω σοι, πόθῳ ἀσπαζόμενος τούς ἀρχάντους σου πόδας, ὅπως μοι τήν ἄφεσιν, ὡς Δεσπότης, παράσχῃς τῶν ὀφλημάτων κράζοντι, Σωτήρ· Ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ῥῦσαί με».
 Ἀγαθέ Κύριε, ἄν καί ἁμάρτησα πιό πολύ ἀπό τήν πόρνη ὅμως δέ σοῦ πρόσφερα (ὅπως ἐκείνη) βροχή δακρύων μετανοίας ἀλλά πέφτω στά πόδια σου, σιωπηλά δεόμενος καί ἀσπαζόμενος τά ὁλοκάθαρα πόδια σου, νά μοῦ χορηγήσεις συγχώρηση τῶν πταισμάτων μου, κράζοντας Σωτήρα μου: Λύτρωσέ με ἀπό τόν ἠθικό βόρβορο τῶν ἁμαρτημάτων μου καί σῶσε με.
 Ὁ πιστός στό Κοντάκιο παραβάλλει τόν ἑαυτό του πρός τήν πόρνη γυναίκα, πού ἄλειψε τά πόδια τοῦ Χριστοῦ μέ μύρο. Ἡ γυναίκα πληγωμένη ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, στρέφεται μετανιωμένη στόν Κύριο καί ἐκφράζει τή μεγάλη ἀγάπη, πού ἄρχισε νά φεγγίζει στή σκοτισμένη της ψυχή, μέ τρόπο ἄκρως συγκινητικό· μύρισε τά πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἐκδήλωση τῆς μεγάλης τρυφερότητας πού ἔτρεφε στό Σωτήρα της, κλαίοντας συγχρόνως καί βρέχοντας μέ τά δάκρυά της τά ἄχραντα πόδια του. Ἐνῶ αὐτός (ὁ πιστός) ἄν καί πολύ ἁμαρτωλότερος, οὔτε ἕνα δάκρυ δέν ἔχυσε, ἐκφραστικό τῆς μετάνοιας τῆς καρδιᾶς του. Εἶναι λιγοστός μπροστά στό πλάσμα ἐκεῖνο, πού τράπηκε ξαφνικά στήν ἀγάπηση Ἐκείνου!
 Τό μόνο πού μπορεῖ νά κάνει εἶναι νά σωπαίνει καί νά προσεύχεται. Στή σιγή τῆς ψυχῆς του νά νιώθει τόν ἄπειρο Θεό του. Τί χρειάζονται τάχα τά λόγια στό ἀχανές μυστήριο τῆς θείας ἀπειρίας, πού ὅλα τά περιλαμβάνει καί ὅλα τά γνωρίζει; Ὡς ἄνθρωπος ὅμως δέν μπορεῖ παρά νά ἐκφράζεται. Δέν ἔχει ἄλλη δυνατότητα. Στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ μόνο δέ θά ὑπάρξει ἀνάγκη προσευχῆς. Οἱ Ἄγγελοι καί οἱ μάκαρες δέν προσεύχονται στό Θεό. Τόν ζοῦν καί τόν δοξάζουν. Ἡ προσευχή εἶναι ἀναφορά, πού προϋποθέτει ἀπόσταση. Εἶναι σχῆμα τοῦ κόσμου καί τῆς γῆς. Ὁ οὐρανός εἶναι βίωση, ἕνωση, ἀνάχυση πνευματική, ἄυλη ἀμεσότητα. Ἐκεῖ δέν προσευχόμαστε, ἀγαπᾶμε.
 Ὁ πιστός, λοιπόν, πέφτει νοερά στά ἄχραντα πόδια τοῦ Κυρίου καί τά ἀσπάζεται μέ πόθο, ζητῶντας ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του καί κράζοντας: Ἀπό τό βόρβορο τῶν ἔργων μου λύτρωσέ με, Κύριε.
 Ὁ Οἶκος.
«Ἡ πρῴην ἄσωτος γυνή ἐξαίφνης σώφρων ὤφθη, μισήσασα τά ἔργα τῆς αἰσχρᾶς ἁμαρτίας καί ἡδονάς τοῦ σώματος, διενθυμουμένη τήν αἰσχύνην τήν πολλήν καί κρίσιν τῆς κολάσεως, ἥν ὑποστῶσι πόρνοι καί ἄσωτοι· ὧν περ πρῶτος πέλω καί πτοοῦμαι, ἀλλ᾽ ἐμμένω τῇ φαύλῃ συνηθείᾳ ὁ ἄφρων· ἡ πόρνη δέ γυνή, καί πτοηθεῖσα καί σπουδάσασα ταχύ, ἦλθε βοῶσα πρός τόν λυτρωτήν· Φιλάνθρωπε καί οἰκτίρμον, ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ῥῦσαί με».
 Ἡ γυναίκα, πού ἦταν προηγουμένως ἄσωτη, ξαφνικά φάνηκε συνετή, μισήσασα τά αἰσχρά ἔργα τῆς ἁμαρτίας καί τίς αἰσχρές ἡδονές τοῦ σώματος, ἐνθυμουμένη τήν πολλή αἰσχύνη καί τήν καταδίκη τῆς κολάσεως, τήν ὁποία θά ὑποστοῦν οἱ πόρνοι καί οἱ ἄσωτοι μεταξύ τῶν ὁποίων πρῶτος εἶμαι ἐγώ, ἀλλ᾽ ἐπιμένω στή φαύλη μου συνήθεια ὁ ἀνοήτος, ἐνῶ ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα καί φοβήθηκε καί ἦλθε γρήγορα, φωνάζουσα πρός τό Λυτρωτή: Ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἁμαρτωλῶν ἔργων μου, σῶσε με.
 Μιά ἐκ βαθέων ἐξομολόγηση τῆς πιστεύουσας ἁμαρτωλῆς καρδιᾶς. Μέ κατάνυξη καί ἀμηχανία φέρει νοερά μπροστά της τήν ἁμαρτωλή γυναίκα. Τή βλέπει ξαφνικά ν᾽ ἀλλάζει ὑπόσταση. Νά μισεῖ καί ν᾽ ἀποστρέφεται τά αἰσχρά ἔργα τῆς ἁμαρτίας, τά ὁποῖα σφράγιζαν τή ζωή της, μέχρι τή μεγάλη συνάντηση. Νά μισεῖ τίς ἐπαίσχυντες ἡδονές τοῦ σώματος, ἀπό τίς ὁποῖες ἔτρωγε τό μικρό ψωμί τῆς ζωῆς της, δουλεύοντας νύχτα-μέρα στήν πορνεία. Καί νά θυμᾶται τήν ντροπή τήν πολλή τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς, πού ντρόπιαζε τό κορμί της, κάνοντας το σέ πρώτη ζήτηση σκεῦος ἡδονῆς. Καί συγχρόνως νά θυμᾶται μέ τρόμο τήν αἰώνια καταδίκη τῆς κολάσεως, τήν ὁποία θά ὑποστοῦν, ἄν δέ μετανοήσουν, οἱ πόρνοι καί οἱ ἄσωτοι, μεταξύ τῶν ὁποίων πρῶτος εἶναι αὐτός (ὁ ἐξομολογούμενος ἁμαρτωλός), ὁ ὁποῖος φοβᾶται τό ἴδιο τήν κόλαση, τρέμει τήν καταδίκη καί τήν ἀπόρριψη καί τά δεινά κολαστήρια, κι ὡστόσο δέν μπορεῖ ν᾽ ἀπαλλαγεῖ ἀπό τή φαύλη συνήθεια τῆς πορνείας.
Δεινό πράγματι ἡ συνήθεια καί δυσκαταγώνιστο. Γίνεται δεύτερη φύση στόν ἄνθρωπο. Συνήθως πεθαίνει μαζί του καί παύει μονάχα στά ψυχρά τοιχώματα τοῦ τάφου! Ἐκφράζει ὅμως καί κάποια ζήλεια πρός τήν ἁμαρτωλή γυναίκα. Ναί, αὐτό συμβαίνει μαζί μου, ταλαιπωροῦμαι καί κολάζομαι, κυλιέμαι στήν ἁμαρτωλή συνήθεια, ἐνῶ ἐκείνη καί φοβήθηκε, ἀλλά βρῆκε λύση τῆς δυστυχίας της τρέχοντας στόν Κύριο καί Λυτρωτή της. Μ᾽ ἐμένα θά συμβεῖ τό ἴδιο, ἤ μήπως πεθαίνοντας θά χαθῶ στήν ἄβυσσο τῆς ἀθλιότητάς μου;
 Στίχοι.
«Γυνή βαλοῦσα σώματι Χριστοῦ μύρον· τήν Νικοδήμου προὔλαβε σμυρναλόην». Ἀλλ᾽ ὁ τῷ νοητῷ μύρῳ χρισθείς, Χριστέ ὁ Θεός, τῶν ἐπιῤῥύτων παθῶν ἐλευθέρωσον καί ἐλέησον ἡμᾶς, ὡς μόνος ἅγιος καί φιλάνθρωπος. Ἀμήν».
 Ἡ γυναίκα, πού ἄλειψε τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ μύρο, πρόλαβε τό Νικόδημο, ὁ ὁποῖος ἄλειψε τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ (κατά τόν ἐνταφιασμό του) μέ μίγμα σμύρνας καί ἀλόης. Ἀλλά σύ, Χριστέ ὁ Θεός μας, τοῦ ὁποίου ἡ ἀνθρώπινη φύση χρίστηκε μέ τό νοητό μύρο (τοῦ Ἁγίου Πνεύματος), λύτρωσέ μας ἀπό τά πολλά πάθη πού μᾶς κατακλύζουν, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος. Ἀμήν.
Στιχηρά ἰδιόμελα τῶν Αἴνων.
Στίχ. «Αἰνεῖτε αὐτόν ἐπί ταῖς δυναστείας αὐτοῦ· αἰνεῖτε αὐτόν κατά τό πλῆθος τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ».
Αἰνεῖτε αὐτόν γιά τά θαυμαστά ἔργα τῆς ἐξουσίας του· αἰνεῖτε αὐτόν σύμφωνα μέ τό ἄπειρο μεγαλεῖο του.
 «Ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν ἁγίων σου πῶς εἰσελεύσομαι ὁ ἀνάξιος; ἐάν γάρ τολμήσω συνεισελθεῖν εἰς τόν νυμφῶνα, ὁ χιτών μέ ἐλέγχει, ὅτι οὐκ ἔστι τοῦ γάμου, καί δέσμιος ἐκβαλοῦμαι ὑπό τῶν Ἀγγέλων· καθάρισον, Κύριε, τόν ῥύπον τῆς ψυχῆς μου καί σῶσόν με ὡς φιλάνθρωπος».
 Μέσα στίς λαμπρότητες τῶν ἁγίων σου, Κύριε, πῶς θά εἰσέλθω ἐγώ ὁ ἀνάξιος; Γιατί, ἄν τολμήσω νά εἰσέλθω μαζί τους στό νυμφώνα, τό ἔνδυμά μου μέ ἐλέγχει ὅτι εἶναι ἀκατάλληλο καί ἀνάξιο τῆς καθαρότητας τοῦ γάμου, καί οἱ Ἄγγελοι (οἱ ταξιθέτες τοῦ νυμφώνα), ἀφοῦ μέ δέσουν, θά μέ πετάξουν ἔξω. Κύριε, καθάρισε τίς κηλίδες τῆς ψυχῆς μου καί σῶσε με ὡς φιλάνθρωπος.
 Ἡ περιπάθεια καί ἡ συγκίνηση τῆς ψυχῆς πρό τῆς λαμπρότητας τοῦ ἐπουράνιου νυμφώνα, συνεχίζεται. Σάν ἕνας πελώριος μαγνήτης ἡ ἑόρτια πανηγυρική χαρά τοῦ νυμφώνα τήν τραβᾶ ἀκατανίκητα πρός αὐτόν. Δέ θέλει νά ξεκολλήσει τό νοῦ της ἀπό τίς ἐράσμιες ἐκεῖνες χάρες καί χαρές. Ἀπό τήν ἄυλη μακαριότητα τῶν ἐκλεκτῶν στό σύλλογο τῶν σεσωσμένων. Διαισθάνεται πράγματα ἀνείπωτα καί ἀκαθόριστα. Φαντάζεται μυστικές γλυκύτητες καί ἐκστασιασμούς, γιορτινά ἐπιθαλάμια ἄσματα, τό τραγούδι τῶν Ἀγγέλων καί τό πανηγύρι τῶν δικαίων!
 Ὁ πιστός καρφώνει ξαφνικά τό βλέμμα του στό βάθος τῆς ψυχῆς του καί ὠχριᾶ. Αὐτά τά πράγματα δέν εἶναι γιά μένα. Ἐγώ εἶμαι βρόμικος καί ἀκάθαρτος, μιά σκέτη παραφωνία στήν ἔκπαγλη ἁρμονία τοῦ οὐρανοῦ. Τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μου εἶναι λερωμένο καί σχισμένο. Μόνο μέ ἀνεύθυνη θρασύτητα μπορῶ νά δρασκελίσω τό κατώφλι τοῦ νυμφώνα καί νά βρεθῶ μαζί μέ τούς ἐκλεκτούς καί ἁγίους.
Καί τί θά συμβεῖ, ἄν προβῶ στό ἀπονενοημένο τόλμημα; Θά γίνω στόχος ἐπικρίσεως καί περίγελος τῶν συνδαιτυμόνων. Οἱ Ἄγγελοι, οἱ ὑπηρέτες τοῦ συμποσίου τῆς θείας βασιλείας, τά καθαρά καί ἀστραφτερά πνεύματα τοῦ Θεοῦ, θά μέ πλησιάσουν: Φίλε, πῶς μπῆκες ἀπρόσκλητος, χωρίς νά ἔχεις κατάλληλο ἔνδυμα παραστάσεως; Πῶς τόλμησες νά καθίσεις μέ τούς καθαρούς, ἐσύ ὁ αἰσχρός καί ἀκάθαρτος; Καί ἀφοῦ τόν δέσουν, ὅπως δένουν τούς ἐγκληματίες οἱ ἄνθρωποι, θά τόν πετάξουν ἔξω, στό σκοτάδι τό πυκνό τοῦ πόνου καί τῆς δυστυχίας!
 Νά μήν ὑπάρχει ἄραγε θεραπεία σ᾽ ἕνα τέτοιο τραγικό ἐνδεχόμενο; Ὑπάρχει βέβαια, ἀλλά μόνο ἀπό τή μεριά τοῦ πανάγαθου Θεοῦ. Μονάχα αὐτός μπορεῖ νά καθαρίσει τό ρυπωμένο χιτώνα τοῦ ἁμαρτωλοῦ μέ τήν καθαρτική χάρη του. Νά σώσει τήν ψυχή του ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά τόν ἐνσωματώσει στό σῶμα τῶν ἐκλεκτῶν καί ἁγίων του. Φτάνει νά μετανοήσει ὁ ἄνθρωπος γιά τά ἁμαρτωλά καί ἐπαίσχυντα ἔργα του. Ὁ Θεός προσφέρει τά πάντα, ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νά τοῦ ζητήσει, μέ συντετριμμένη καρδιά, τό ἔλεος καί τή φιλανθρωπία του.

Μεγάλη Τρίτη , ανάγνωση της παραβολής των δέκα παρθένων

0 σχόλια

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ – ΟΡΘΡΟΣ

 

 


Ὁ ὄρθρος τῆς Μεγάλης Τρίτης ψάλλεται τό ἑσπέρας τῆς Μεγάλης Δευτέρας. Ἡ Ὑμνογραφία τῆς ἡμέρας εἶναι ἀφιερωμένη σέ δύο βασικά θέματα, στήν παραβολή τῶν δέκα παρθένων καί στήν καλλιέργεια τῶν ταλάντων, πού χαρίζει στόν καθένα μας ὁ Θεός. Προβαίνοντος τοῦ Πάθους, ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά στρέψουμε τήν προσοχή μας στά ἔσχατα, εἴτε αὐτά γιά τόν καθένα μας ἔρχονται τήν ὥρα τοῦ θανάτου, εἴτε ἀναφέρονται στήν τελείωση τοῦ κόσμου κατά τή Δευτέρα Παρουσία. Οἱ ὕμνοι πού ψάλλονται εἶναι πολύ διδακτικοί καί συγκινητικοί.
Τό Τροπάριον
«Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός καί μακάριος ὁ δοῦλος, ὅν εὑρήσει γρηγοροῦντα· ἀνάξιος δέ πάλιν, ὅν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε, οὖν ψυχή μου, μή τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς, ἵνα μή τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καί τῆς Βασιλείας ἔξω κλεισθῇς· ἀλλά ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶ ὁ Θεός ἡμῶν, πρεσβείαις τοῦ Προδρόμου, σῷσον ἡμᾶς».
Νά, ὁ Νυμφίος ἔρχεται στό μέσο τῆς νύχτας, κι εὐτυχισμένος θά εἶναι ὁ δοῦλος πού θά τόν βρεῖ (ὁ Νυμφίος) ξάγρυπνο νά τόν περιμένει· ἀνάξιος ὅμως πάλι θά εἶναι ἐκεῖνος, πού θά τόν βρεῖ ράθυμο καί ἀπροετοίμαστο. Βλέπε, λοιπόν, ψυχή μου νά μή βυθιστεῖς στόν πνευματικό ὕπνο, γιά νά μή παραδοθεῖς στό θάνατο (τῆς ἁμαρτίας) καί νά μείνεις ἔξω τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἀνάνηψε κράζοντας· Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶσαι ἐσύ ὁ Θεός μας · μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ προδρόμου σῶσε μας.
Κάθισμα.
«Τόν Νυμφίον, ἀδελφοί, ἀγαπήσωμεν, τάς λαμπάδας ἑαυτῶν εὐτρεπίσωμεν, ἐν ἀρεταῖς ἐκλάμποντες καί πίστει ὀρθῇ· ἵνα ὡς αἱ φρόνιμοι τοῦ Κυρίου παρθένοι, ἕτοιμοι εἰσέλθωμεν σύν αὐτῷ εἰς τούς γάμους· ὁ γάρ Νυμφίος δῶρον ὡς Θεός πᾶσι παρέχει τόν ἄφθαρτον στέφανον».
Ἀδελφοί, ἄς ἀγαπήσουμε τό Νυμφίο Χριστό καί ἄς ἑτοιμάσουμε τίς λαμπάδες τῶν ψυχῶν μας, λάμποντες ἀπό τό φῶς τῶν ἀρετῶν καί τῆς ὀρθῆς πίστης, γιά νά εἴμαστε ἕτοιμοι, ὅπως οἱ συνετές καί φρόνιμες παρθένες, νά εἰσέλθουμε μαζί του στούς πνευματικούς γάμους. Διότι ὁ Νυμφίος, ὡς Θεός, παρέχει σ᾽ ὅλους ὡς δῶρο, τό ἀμαράντινο στεφάνι (τῆς βασιλείας του).
Τό θαυμάσιο αὐτό κάθισμα εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπό τή γνωστή παραβολή τῶν δέκα παρθένων. Ὅλες ἦταν κορίτσια στήν ὥρα τοῦ γάμου τους. Κάθε κόρη ζεῖ μέ τό ὄνειρο τοῦ νυμφίου. Θέλει νά παντρευτεῖ. Νά βρεῖ ἕνα καλό ἄντρα, νά ζήσει μαζί του ὅλη της τή ζωή. Ἡ προσμονή αὐτή εἶναι γλυκιά, τό ὄνειρο ρόδινο. Ἡ καρδιά της χτυπᾶ στό ρυθμό τῆς συγκινήσεως. Καί ἑτοιμάζει τό νοικοκυριό της, γιά νά στήσει ἕνα ἄξιο σπιτικό. Πόσο, ἀλήθεια, ὄμορφο εἶναι τό ὄνειρο αὐτό! Πόσο γλυκά δουλεύει ἡ φαντασία στήν ὑπέροχη αὐτή ὑπόθεση!
Ὁ Κύριος, θέλοντας νά διδάξει τή μεγάλη σημασία τῆς πνευματικῆς ἑτοιμότητας τῶν πιστῶν γιά τήν ὥρα τῆς θείας βασιλείας, παρομοίασε τήν τελευταία μέ γάμους, φαινόμενο κορυφαῖο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ἦταν –λέει- δέκα παρθένες, κόρες ἁγνές, πού περίμεναν τό γαμπρό νά ἔλθει νά τίς νυμφευθεῖ. Ἡ ὥρα τοῦ γάμου ἦταν ἄγνωστη. Ἡ ἔλευση τοῦ νυμφίου μάκραινε. Οἱ πέντε ἀπ᾽ αὐτές, συνετές καί φρόνιμες, ἔμεναν ξάγρυπνες. Εἶχαν ἑτοιμασμένες τίς λαμπάδες τους καί περίμεναν μέ ὑπομονή τήν πολυπόθητη ὥρα τοῦ γάμου. Οἱ ἄλλες πέντε, ἀσύνετες καί ἄτακτες, λησμόνησαν τήν ὑπόθεσή τους. Καί καθώς ἦταν προχωρημένη ἡ ὥρα τίς πῆρε ὁ ὕπνος.
Ξαφνικά, στά μέσα τῆς νύχτας, ἀκούστηκε ἡ φωνή: Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται! Καί οἱ μέν φρόνιμες παρθένες, εὐδιάθετες καί συγκινημένες, ἄναψαν τίς λαμπάδες τους καί μπῆκαν μαζί μέ τό Νυμφίο στήν εὐτρεπισμένη νυφική παστάδα. Στό μεταξύ ξύπνησαν ἀπό τό θόρυβο καί οἱ ἄλλες. Καί, κακοδιάθετες καθώς ἦταν, ζήτησαν σπασμωδικά τίς λαμπάδες τους. Δέν εἶχαν ὅμως λάδι νά τίς ἀνάψουν, γιατί δέ φρόντισαν, ὅταν ἦταν καιρός, νά προμηθευτοῦν. Ζήτησαν πρόχειρα νά βροῦν, μάταια ὅμως γιατί ἡ ὥρα ἦταν περασμένη. Ἀποτέλεσμα ὁ Νυμφίος δέν τίς πῆρε μαζί του. Τίς ἄφησε ἔξω στό σκοτάδι, ἀγριεμένες καί ἀμήχανες ν᾽ ἀκοῦνε τή χαρά καί τήν εὐωχία τοῦ νυμφώνα!
Ἡ ὑπόθεση τῆς παραβολῆς εἶναι πολύ διδακτική. Ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ πιστοί καλούμαστε νά λάβουμε θέση ὑπεύθυνη στό γεγονος τῆς θείας βασιλείας. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀποφύγει τήν πρόσκληση. Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ ζητήματος θά γίνει σέ δύο φάσεις· πρῶτα στήν ὥρα τοῦ θανάτου, πού ὁ ἄνθρωπος κρίνεται μερικῶς γιά ὅ,τι ἔπραξε ἐπί τῆς γῆς, καί ἔπειτα στήν ὥρα τῆς καθολικῆς κρίσεως κατά τή Δευτέρα Παρουσία, ὁπότε καθορίζεται ὁριστικά ἡ θέση τοῦ καθενός στήν αἰωνιότητα.
Τό θέμα εἶναι πολύ κρίσιμο καί σημαντικό. Ἐξαντλεῖ τόν προορισμό τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ἐντούτοις δέν τό ἀντιμετωπίζουμε ἑνιαῖα οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι ἡ μερίδα τῶν συνετῶν, ὅσο λίγοι κι ἄν εἶναι, πού ἔχουν δοσμένη τήν ψυχή τους στό ἀγαθό τοῦ Θεοῦ, δέν παρασύρονται ἀπό τήν ἀγριάδα καί τήν ἀστάθεια τοῦ κόσμου, ἐπιμελοῦνται πνευματικά τήν ψυχή τους καί ζοῦν μέ τό ὄνειρο καί τήν προσδοκία τῆς τελικῆς λυτρώσεως, τῆς ἑνώσεώς τους μέ τό νυμφίο Χριστό στή χαρά τῆς αἰώνιας θείας βασιλείας!
Ὑπάρχουν ὅμως καί οἱ ἄλλοι, οἱ πιό πολλοί, πού ἔχουν σβησμένες τίς ψυχές τους, νεκρές στούς κραδασμούς τοῦ λυτρωτικοῦ μυστηρίου, οἱ παραδομένοι στήν κραιπάλη καί τή μέθη τοῦ βίου, οἱ ἀδιάφοροι καί ἀσύνετοι, πού προσπερνοῦν μέ ἀπάθεια τό ἀγαθό τοῦ Θεοῦ, στροβιλιζόμενοι στούς περισπασμούς καί τίς φροντίδες τοῦ βίου. Οἱ ἀνύποπτοι γιά τά τόσο μεγάλα ἀγαθά, γιά τήν τιμή καί τή δόξα τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτοί, τήν ὥρα τῆς ἐλεύσεως τοῦ Νυμφίου, θά προσγειωθοῦν ἀνώμαλα. Δυστυχῶς ὅμως δέ θά ὑπάρξει γι᾽ αὐτούς καιρός ἀναστροφῆς! Ἡ αὐλαία τοῦ χρόνου θά πέσει ὁριστικά!
Τό ἰδιόμελο μᾶς προσκαλεῖ ν᾽ ἀγαπήσουμε τό Νυμφίο. Μέ μιά ἀγάπη ἀνυπόκριτη καί δυνατή, ἀσυμβίβαστη καί κυριαρχική. Ὁ συζυγικός ἔρωτας, δοσμένος ἀπό τό Δημιουργό στήν «εἰκόνα» του, εἶναι μιά μικρή ἐξεικόνιση τοῦ ἔρωτα τοῦ Νυμφίου μέ τό ἐξαγορασμένο ἀπό τό θάνατο σῶμα του. Ὁ ἔρωτας ἐδῶ εἶναι βέβαια ἄυλος καί πνευματικός, αἰώνιος καί ἀδιάπτωτος. Ἀνάφλεξη πνευμάτων στό χῶρο τοῦ Θεοῦ! Μᾶς καλεῖ νά στολίσουμε τίς ψυχές μας μέ ἀρετές φωτεινές καί πίστη ὀρθή. Τά δύο αὐτά, ἁρμονικά δεμένα καί συνταιριασμένα, ἀποτελοῦν τό εἰσιτήριο στόν ἐπουράνιο Νυμφώνα, τό ἔνδυμα εἰσόδου στή νυμφική παστάδα. Στούς φωτεινούς καί ὁλόλαμπρους κόλπους τῆς θείας βασιλείας, ὅπου ὁ Χριστός θά κάνει ὡς δῶρο στούς δικούς του τό ἀμαράντινο στεφάνι τῆς θείας δόξας του. Τή χαρά πού δέν τελειώνει, τήν ἀπόλαυση πού δέ σταματᾶ, ἀλλά θά διαρκεῖ ὅσο θά διαρκεῖ καί ὁ ἄπειρος Θεός!


«Τά τάλαντα…»

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Πρόσεξε δέ ὅτι παντοῦ δέν ἀπαιτεῖ ἀμέσως αὐτά πού ἐνεπιστεύθη. Διότι εἰς τήν παραβολήν τοῦ ἀμπελῶνος (Ματθ. 21, 33), ἀφοῦ τόν παρέδωκεν εἰς τούς γεωργούς, ἀπεδήμησε. Καί ἐδῶ ἐνεπιστεύθη τά τάλαντα καί ἀπεδήμησε. Διά νά μάθῃς μ᾽ αὐτό τήν μακροθυμίαν Του. Ἐγώ δέ νομίζω ὅτι λέγοντας αὐτά ὑπαινίσσεται καί τήν Ἀνάστασιν. Μόνον πού ἐδῶ δέν ἀναφέρονται πλέον γεωργοί καί ἀμπελών, ἀλλά ὅλοι εἶναι ἐργάται. Διότι δέν ἀναφέρεται μόνον στούς ἄρχοντας, οὔτε στούς Ἰουδαίους, ἀλλά σέ ὅλους. Καί ἐκεῖνοι μέν πού προσφέρουν ὁμολογοῦν μέ εὐγνωμοσύνη καί τά ἰδικά τους, ἀλλά καί ὅσα τούς ἔδωκεν ὁ δεσπότης. Ἔτσι ὁ μέν ἕνας λέγει: «Κύριε, πέντε τάλαντα μοῦ ἔδωσες», ὁ δέ ἄλλος λέγει «δύο», δεικνύοντες ὅτι ἀπό Ἐκεῖνον ἔλαβαν τό κεφάλαιον τῆς ἐργασίας των, καί Τοῦ ἀναγνωρίζουν μεγάλην χάριν, καί ἀποδίδουν τό πᾶν εἰς Αὐτόν.
Τί λέγει λοιπόν ὁ δεσπότης; «Εὖγε, δοῦλε καλέ» (διότι αὐτό εἶναι ἴδιον τοῦ ἀγαθοῦ, τό νά βλέπῃ εἰς τόν πλησίον) «καί πιστέ· εἰς ὀλίγα ἐφάνηκες πιστός, εἰς πολλά θά σέ ἐγκαταστήσω. Εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου», δηλώνων μέ τήν ἀπάντησιν αὐτήν ὅλην τήν μακαριότητα. Δέν μιλάει ὅμως καί ὁ ἄλλος ἔτσι, ἀλλά πῶς; «Ἐγνώριζα ὅτι εἶσαι σκληρός ἄνθρωπος καί ὅτι θερίζεις ἐκεῖ ὅπου δέν ἔσπειρες καί μαζεύεις ἐκεῖ ὅπου δέν ἐσκόρπισες. Καί ἐπειδή ἐφοβήθηκα, ἔκρυψα τό τάλάντόν σου. Ὁρίστε, πάρε πίσω αὐτό πού εἶναι ἰδικόν σου». Τί τοῦ ἀπαντᾶ λοιπόν ὁ Δεσπότης; «Ἔπρεπε νά βάλῃς τά χρήματά σου στούς τραπεζίτας», δηλαδή, ἔπρεπε νά ὁμιλήσῃ, νά παραινέσῃ, νά συμβουλεύσῃ. Ἀλλά δέν πείθονται; Αὐτό δέν ἀφορᾷ ἐσένα. Τί θά μποροῦσε νά γίνῃ περισσότερο λογικό ἀπό αὐτό;
 Οἱ ἄνθρωποι ὅμως δέν κάνουν ἔτσι, ἀλλά καθιστοῦν ὑπεύθυνον τοῦ ἀπαιτουμένου εἰσοδήματος τόν ἴδιον τόν δανειστήν των. Αὐτός ὅμως δέν ἐνεργεῖ ἔτσι, ἀλλά λέγει ὅτι σύ ἔπρεπε νά πληρώσῃς καί νά μοῦ ἐπιστρέψῃς τό ἀπαιτούμενον κέρδος. «Καί ἐγώ θά τά ἔπαιρνα πίσω μέ τόκον»· τόκον ἐννοώντας τήν ἐπίδειξιν τῶν ἔργων. Σύ ἔπρεπε νά κάμῃς τό εὐκολώτερον καί νά ἀφήσῃς τό δυσκολώτερον εἰς ἐμέ. Ἐπειδή λοιπόν δέν ἔκαμεν αὐτό, λέγει: «Πάρετε τό τάλαντον ἀπό αὐτόν καί δῶστέ το εἰς ἐκεῖνον πού ἔχει τά δέκα τάλαντα, διότι εἰς ἐκεῖνον πού ἔχει θά δοθοῦν καί ἄλλα καί θά περισσεύσουν. Ὅμως ἀπό ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος δέν ἔχει, θά τοῦ ἀφαιρεθῇ καί αὐτό πού ἔχει».
Τί σημαίνει λοιπόν αὐτό; Ἐκεῖνος πού ἔχει τό χάρισμα τοῦ λόγου καί τῆς διδασκαλίας διά νά ὠφελῇ καί δέν χρησιμοποιεῖ τό χάρισμά του, θά χάσῃ καί τό χάρισμα. Ἐνῶ ἐκεῖνος πού καταβάλλει προσπάθειαν, θά δεχθῇ περισσοτέραν δωρεάν, ὅπως ἐκεῖνος χάνει καί αὐτό πού εἶχε λάβει. Δέν περιορίζεται ὅμως μόνο μέχρις ἐδῶ ἡ ζημιά γιά ὅποιον δέν ἐργάζεται, ἀλλά τόν ἀναμένει καί βαριά τιμωρία καί μαζί μέ τήν τιμωρία καί ἡ ἀπόφασις ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη μέ βαριά κατηγορία. Διότι λέγει: «Τόν ἄχρηστον δοῦλον ρίξτε τον ἔξω στό σκοτάδι, ὅπου θά ὑπάρχῃ τό κλάμα καί τό τρίξιμο τῶν ὀδόντων».
Εἶδες ὅτι ὄχι μόνο ἐκεῖνος πού ἁρπάζει καί εἶναι πλεονέκτης, οὔτε ἐκεῖνος πού κάμνει κακά, ἀλλά τιμωρεῖται μέ τήν ἐσχάτη τιμωρίαν καί ἐκεῖνος πού δέν κάμνει ἀγαθές πράξεις. Ἄς ἀκούσωμεν λοιπόν τά λόγια αὐτά. Ὅσο εἶναι καιρός ἄς φροντίσουμε γιά τή σωτηρία μας. Ἄς πάρουμε λάδι στίς λαμπάδες.
Ἄς καλλιεργήσουμε τό τάλαντο. Διότι ἐάν ἀμελήσουμε καί ἐάν διερχώμεθα τό χρόνο μας ἐδῶ χωρίς νά ἐργαζώμεθα, δέν θά μᾶς ἐλεήσῃ κανείς ἐκεῖ, ἔστω καί ἄν χύσουμε μύρια δάκρυα. Ἐκατηγόρησε τόν ἑαυτόν του καί ἐκεῖνος πού εἶχε βρωμερά ἐνδύματα, ἀλλά δέν ὠφέλησε τίποτε. Ἐπέστρεψε καί ὅ,τι τοῦ ἐνεπιστεύθη καί ἐκεῖνος πού εἶχε λάβει τό ἕνα τάλαντο, καί ὅμως καταδικάστηκε. Παρεκάλεσαν καί οἱ παρθένοι καί ἦρθαν καί χτύπησαν τήν πόρτα, ἀλλά μάταια. Γνωρίζοντας λοιπόν αὐτά, ἄς καταθέσουμε καί χρήματα καί προθυμία καί προστασία καί ὅλα διά τήν ὠφέλειαν τοῦ πλησίον. Διότι τάλαντα ἐδῶ εἶναι ἡ δυνατότητα πού διαθέτει καθένας, εἴτε γιά νά προστατεύσει, εἴτε σέ χρήματα, εἴτε δυνατότητα διδασκαλίας, εἴτε εἰς ὁποιοδήποτε παρόμοιο πρᾶγμα.
Ἄς μή προφασίζεται κανείς ὅτι ἕνα μόνο τάλαντο ἔχω καί δέν μπορῶ νά κάμω τίποτε. Διότι μπορεῖς καί μέ ἕνα νά προκόψῃς. Δέν εἶσαι πτωχότερος ἀπό ἐκείνη τήν χήρα (Μάρκ. 12, 42). Δέν εἶσαι περισσότερον ἀκαλλιέργητος ἀπό τόν Πέτρον καί τόν Ἰωάννην (Πράξ. 3, 6), οἱ ὁποῖοι καί ἄπειροι ἦσαν καί ἀγράμματοι, ἀλλ᾽ ὅμως ἐπειδή ἔδειξαν προθυμία καί ἔκαναν τά πάντα διά τό κοινόν συμφέρον, κέρδησαν τούς οὐρανούς. Διότι τίποτε δέν ἀγαπᾶ ὁ Θεός τόσο, ὅσο τό νά ζοῦμε καί νά κάνουμε ὅτι καλό μποροῦμε γιά τούς ἄλλους.
Γι᾽ αὐτό μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός τή δυνατότητα τοῦ λόγου, καί τά χέρια καί τά πόδια καί τή σωματική δύναμι καί τόν νοῦν καί τήν φρόνησιν, διά νά τά χρησιμοποιήσουμε ὅλα αὐτά καί διά τήν ἰδικήν μας σωτηρίαν, ἀλλά καί γιά τήν ὠφέλεια τοῦ πλησίον. Διότι ὁ λόγος δέν εἶναι χρήσιμος μόνον διά νά ὑμνοῦμε καί εὐχαριστοῦμε, ἀλλ᾽ εἶναι χρήσιμος καί γιά νά διδάσκουμε καί νά συμβουλεύουμε.
Καί ἐάν μέν τόν χρησιμοποιήσουμε γιά αὐτό τό σκοπό, μιμούμεθα τόν Δεσπότη. Ἐάν ὅμως ὄχι, τότε μιμούμεθα τόν διάβολον. Διότι καί ὁ Πέτρος, ὅταν μέν ὡμολόγησε τόν Χριστό, ἐμακαρίσθη ἐπειδή ὡμολόγησε τά λόγια τοῦ Πατρός (Ματθ. 16, 16-18), ἐνῷ ὅταν παρεκάλεσε τόν Κύριον νά ἀποφύγῃ τήν σταύρωσιν, ἐπετιμήθη πολύ, διότι ἐφρόνει ἐκεῖνα πού ἀρέσουν στό διάβολο (Ματθ. 16, 22-23). Καί ἄν γι᾽ αὐτό πού εἶπε τότε ἀπό ἄγνοια ὁ Πέτρος τόση ἦταν ἡ κατηγορία, ποία συγγνώμη θά ἔχουμε ἐμεῖς, ὅταν ἁμαρτάνωμε πολύ καί ἑκούσια;
Ἄς ὁμιλήσουμε λοιπόν ἔτσι, ὥστε ἀπό τήν ὁμιλία μας νά γίνωνται φανερά τά λόγια τοῦ Χριστοῦ. Διότι δέν λέγω τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἐάν πῶ μόνο «σήκω καί περπάτησε» (Πράξ. 3, 6), οὔτε ἄν εἴπω «Ταβιθά σήκω» (Πράξ. 9, 40). Ἀλλά πολύ περισσότερο, ὅταν ἐνῷ μέ βρίζουν εὐλογῶ. Ἐνῷ μέ ἀπειλοῦν προσεύχομαι ὑπέρ ἐκείνου πού μέ ἀπειλεῖ (Ματθ. 5, 44).
Ἄλλοτε μέν λοιπόν ἔλεγα ὅτι ἡ γλῶσσα μας εἶναι χέρι τό ὁποῖο ψαύει τά πόδια τοῦ Θεοῦ. Τώρα ὅμως μέ πολλήν ἐπίτασιν λέγω, ὅτι ἡ γλῶσσα μας εἶναι γλῶσσα, πού μιμεῖται τήν γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν βέβαια ἐπιδεικνύῃ τήν πρέπουσα προσοχή, ὅταν λέμε ὅσα Ἐκεῖνος θέλει. Ποία δέ εἶναι αὐτά πού Ἐκεῖνος θέλει νά λέμε; Εἶναι τά γεμᾶτα ἐπιείκεια καί πραότητα λόγια. Ὅπως λοιπόν μιλοῦσε καί Ἐκεῖνος, λέγοντας σ᾽ αὐτούς πού Τόν ὕβριζαν: «Ἐγώ δέν ἔχω δαιμόνιον» (Ματθ. 11, 18), καί ἀλλοῦ: «Ἐάν μίλησα κακῶς ὁμολόγησε τό κακό πού εἶπα» (Ἰω. 18, 23). Ἐάν ἔτσι μιλᾶς καί σύ, ἄν μιλᾶς ἀποβλέποντας στήν διόρθωσι τοῦ πλησίον, ἔχεις γλῶσσα πού μοιάζει μέ τή γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτά τά λέγει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, μέ τό νά λέει: «αὐτός πού βγάζει ἔντιμο ἀπό ἀνάξιο, εἶναι σάν στόμα μου» (Ἰερ. 15, 19).
Ὅταν λοιπόν ἡ γλῶσσα σου εἶναι ὅπως ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, καί τό στόμα σου γίνῃ στόμα τοῦ Πατρός, καί εἶσαι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε μέ ποιά τιμή θά μποροῦσε νά συγκριθῇ αὐτή; Διότι οὔτε ἐάν τό στόμα σου ἦταν φτιαγμένο ἀπό χρυσάφι, οὔτε ἄν ἦταν ἀπό πολυτίμους λίθους, θά ἔλαμπε τόσο, ὅπως λάμπει τώρα, πού φωτίζεται ἀπό τόν κόσμο τῆς ἐπιεικείας. Διότι τί εἶναι πιό ποθητό ἀπό ἕνα στόμα πού δέν ξέρει νά βρίζει, ἀλλά ἔχει μάθει νά εὐλογῇ καί νά καλομιλάει; Ἐάν δέ δέν ἀνέχεσαι νά εὐλογῇς ἐκεῖνον πού σέ καταρᾶται, τότε σιώπα, καί αὐτό κάμε το στήν ἀρχή.
Ἔπειτα βαδίζοντας στήν ὁδό καί προσέχοντας, θά φτάσῃς καί σ᾽ ἐκεῖνο καί θά ἀποκτήσῃς στόμα τέτοιο σάν αὐτό πού ἀναφέραμε προηγουμένως. Καί μή νομίσῃς πώς εἶναι τολμηρό αὐτό πού εἶπα. Διότι ὁ Δεσπότης εἶναι φιλάνθρωπος καί αὐτό θά σοῦ δοθῇ σάν δῶρο τῆς ἀγαθότητάς Του. Τολμηρό εἶναι νά ἔχῃ στόμα πού νά μοιάζει στό διάβολο, νά ἔχῃ γλῶσσα ὅμοια μέ τοῦ πονηροῦ δαίμονα, ἰδιαίτερα μάλιστα ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος συμμετέχει σέ τόσο μεγάλα μυστήρια καί κοινωνεῖ τήν Ἴδια τήν Σάρκα τοῦ Δεσπότου.
Ἔχοντας λοιπόν στό νοῦ σου αὐτά, γίνε ὅπως ταιριάζει σέ Ἐκεῖνον ὅσο μπορεῖς. Ὅταν λοιπόν γίνῃς ὅμοιος μέ Αὐτόν, δέν θά μπορέσῃ ὁ διάβολος πλέον νά σέ ἰδῇ κατά πρόσωπον. Διότι διακρίνει στή μορφή σου τόν χαρακτήρα τόν βασιλικόν. Γνωρίζει τά ὅπλα τοῦ Χριστοῦ, μέ τά ὁποῖα ἡττήθηκε. Καί ποία εἶναι αὐτά; Ἡ ἐπιείκεια καί ἡ πραότης. Διότι, ὅταν κατά τούς πειρασμούς τόν ἐξέσχισεν στό ὄρος καί τόν ἐξέπληξε (Ματθ. 4, 1-11), δέν ἦταν γνωστό, ὅτι ἦταν ὁ Χριστός, ἀλλά τόν ἔδιωξε μέ τά λόγια μόνον. Τόν νίκησε μέ τήν ἐπιείκεια, τόν κατετρόπωσε μέ τήν πραότητα. Αὐτό κάνε καί σύ. Ὅταν δῇς ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἔγινε διάβολος καί σέ πλησιάζει, ἔτσι νίκησέ τον καί σύ. Σοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός τήν δύναμη νά Τοῦ μοιάσῃς ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό σένα. Μή φοβηθῇς ἀκούοντας τοῦτο. Φόβος εἶναι νά μή γίνῃς ὅπως ἐκεῖνος.
Μίλησε λοιπόν ὅπως Ἐκεῖνος καί Τοῦ ἔμοιασες σ᾽ αὐτό, στά ἀνθρώπινα βέβαια μέτρα. Γι᾽ αὐτό εἶναι ἀνώτερος ἐκεῖνος πού μιλάει ἔτσι, παρά ἐκεῖνος πού προφητεύει. Διότι ἡ μέν προφητεία ὁλόκληρος εἶναι χάρισμα. Ἐνῷ ἐδῶ, τό νά μιλᾶς δηλαδή ὅπως ὁ Χριστός, χρειάζεται καί κόπος δικός σου καί ἱδρώτας. Δίδαξε τήν ψυχήν σου νά σοῦ διαπλάσσῃ τό στόμα ἔτσι, πού νά μοιάζῃ μέ τό στόμα τοῦ Χριστοῦ. Γιατί μπορεῖ ἐάν θέλη καί αὐτό νά κατορθώσῃ. Γνωρίζει τόν τρόπο, ἄν δέν εἶναι ράθυμη. Καί πῶς διαπλάσσεται τέτοιο στόμα; Μέ ποιά χρώματα; Μέ ποιό ὑλικό; Μέ κανένα ὑλικό βέβαια καί χρῶμα, παρά μόνο μέ ἀρετή καί ἐπιείκεια καί ταπεινοφροσύνη.
 Ἄς δοῦμε πῶς διαπλάσσεται καί τό στόμα τοῦ διαβόλου, γιά νά μή φτιάξουμε ποτέ κάτι τέτοιο. Πῶς πλάσσεται λοιπόν; Μέ κατάρες, μέ ὕβρεις, μέ βασκανίες, μέ ἐπιορκίες. Διότι ὅταν κάποιος χρησιμοποιῇ τά λόγια τοῦ διαβόλου παίρνει καί τήν γλῶσσαν του. Ποίαν λοιπόν συγχώρηση θά ἔχουμε, ἤ μᾶλλον ποία τιμωρία δέν θά ὑποστοῦμε, ὅταν ἐπιτρέπουμε στή γλῶσσα, μέ τήν ὁποία ἀξιωθήκαμε νά γευθοῦμε τῆς Σαρκός τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, νά χρησιμοποιῇ λόγια τοῦ διαβόλου;
Ἄς μή τῆς ἐπιτρέψουμε λοιπόν, ἀλλά ἄς καταβάλουμε κάθε προσπάθεια νά τήν ἐκπαιδεύσουμε νά μιμῆται τόν Δεσπότην της. Διότι ἄν τήν διδάξωμε αὐτό, μέ πολλή παρρησία θά μᾶς τοποθετήσῃ στό Βῆμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐάν κανείς δέν γνωρίζῃ νά μιλάῃ ἔτσι, οὔτε ὁ Κριτής θά τόν ἀκούσῃ. Γιατί ὅπως, ὅταν συμβῇ νά εἶναι Ρωμαῖος ὁ δικαστής, δέν θά καταλάβῃ τί λέει ἐκεῖνος πού ἀπολογεῖται καί δέν γνωρίζει νά μιλάει Ρωμαϊκά, ἔτσι καί ὁ Χριστός. Ἄν δέν μιλᾶς μέ τό δικό Του τρόπο, δέν θά σέ ἀκούσῃ, οὔτε θά σέ προσέξῃ. Ἄς μάθουμε λοιπόν νά μιλᾶμε ἔτσι, ὅπως συνήθισε νά ἀκούῃ ὁ Βασιλιάς ὁ δικός μας. Ἄς προσπαθήσουμε νά μιμούμεθα τήν γλῶσσαν Ἐκείνη.
Καί ἄν βρεθῇς σέ πένθος, πρόσεχε νά μή σοῦ διαστρεβλώσῃ τό στόμα ἡ μεγάλη λύπη, ἀλλά νά μιλήσῃς ὅπως ὁ Χριστός. Διότι ἐπένθησε καί Αὐτός τόν Λάζαρον (Ἰω. 11, 33-35) καί τόν Ἰούδα. Ἄν βρεθῇς σέ φόβο, φρόντισε πάλιν νά μιλήσῃς ὅπως Ἐκεῖνος. Διότι βρέθηκε καί Αὐτός σέ φόβο γιά σένα “κατ᾽ οἰκονομίαν”. Εἰπέ καί σύ: «Ἄς μή γίνῃ ὅμως τό θέλημά μου ἀλλά τό δικό σου» (Λουκᾶ 22, 42). Καί ὅταν κλαῖς, δάκρυσε ἤρεμα ὅπως Ἐκεῖνος. Καί ὅταν βρεθῇς σέ σκευωρίες καί λύπη, καί αὐτά ἀντιμετώπισέ τα ὅπως ὁ Χριστός. Διότι καί μηχανορραφίες ἀντιμετώπισε καί λυπήθηκε, ἀλλά εἶπε: «Ἡ ψυχή μου εἶναι λυπημένη μέχρι θανάτου» (Ματθ. 26, 38). Καί σοῦ χάρισε ὅλα τά ὑποδείγματα, διά νά τηρῇς αὐτά “ὡς μέτρον” καί νά μή καταστρατηγῇς τούς κανόνες, πού σοῦ ἔχουν δοθῇ.
 Ἔτσι θά μπορέσῃς νά ἔχῃς στόμα, ὅμοιο μέ τό στόμα Ἐκείνου. Ἔτσι, ἐνῷ θά βαδίζῃς ἐπάνω στή γῆ, θά ἐπιδεικνύῃς σέ μᾶς γλῶσσα ὅμοια μέ τήν γλῶσσαν Ἐκείνου πού βρίσκεται στόν οὐρανό, διατηρώντας τό μέτρο στή λύπη , στήν ὀργή, στό πένθος, στήν ἀγωνία. Πόσοι ἀπό σᾶς εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐπιθυμοῦν νά ἰδοῦν τήν μορφήν Του;  Νά λοιπόν, ὅτι εἶναι δυνατόν ὄχι μόνον νά Τόν δοῦμε, ἀλλά καί νά γίνουμε ὅμοιοι μέ Αὐτόν, ἄν προσπαθήσουμε.
Ἄς μήν ἀναβάλλουμε λοιπόν. Διότι δέν ἀγαπᾷ τόσον τό στόμα τῶν προφητῶν, ὅσον ἐκεῖνο τῶν ἐπιεικῶν καί πράων ἀνθρώπων. «Πολλοί», λέγει, «θά μοῦ ποῦν: Δέν προφητεύσαμε στό ὄνομά Σου; Καί ἐγώ θά τούς εἰπῶ: Δέν σᾶς γνωρίζω» (Ματθ. 7, 22). Τό δέ στόμα τοῦ Μωυσέως, ἐπειδή ἦταν πολύ ἐπιεικής καί πρᾶος (διότι «ὁ Μωυσῆς», λέγει, «ἦταν ἄνθρωπος πρᾶος περισσότερο ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς γῆς» Ἀριθμ. 12, 3), τόσο πολύ τό ἀγαποῦσε, ὥστε νά πεῖ: «ὡμιλοῦσε ἀπό πολύ κοντά, στόμα μέ στόμα, ὅπως μιλάει ἕνας φίλος μέ τόν φίλο του» (Ἐξ. 33, 11 καί Ἀριθμ. 12, 8). Δέν θά δίνεις ἐντολές στούς δαίμονες τώρα, ἀλλά θά διατάσσῃς τότε ἐκεῖ τό πῦρ τῆς γεέννης, ἐάν βέβαια ἔχῃς τό στόμα σου ὅμοιο μέ τό στόμα τοῦ Χριστοῦ.
Θά διατάσσῃς τήν ἄβυσσο τοῦ πυρός καί θά λέγῃς: «Σιώπα φιμώσου» (Μάρκ. 4, 39), καί μέ πολλήν παρρησία θά ἀνέβῃς στούς οὐρανούς καί θά ἀπολαύσῃς τή βασιλεία, τήν ὁποία εἴθε νά ἐπιτύχουμε ὅλοι ἐμεῖς, μέ τήν Χάρη καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖον ἀνήκει, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἡ δόξα, ἡ δύναμη, ἡ τιμή, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Η ακολουθία του Νυμφίου (Κυριακὴ των Βαΐων εσπέρας)

0 σχόλια

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
 
῾᾽Ιδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός...᾽ Στηριγμένο τό μεσονυκτικό τροπάριο ῾᾽Ιδού ὁ νυμφίος ἔρχεται...᾽ στήν παραβολή τοῦ Κυρίου τῶν δέκα παρθένων, δίνει τό στίγμα τῆς ἀπαρχῆς τῆς Μεγάλης ῾Εβδομάδας: ὁ Κύριος, ὁ νυμφίος κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός.
      1. Αὐτό σημαίνει καταρχάς ὅτι τό κύριο γνώρισμα τῆς σχέσης τοῦ Χριστοῦ μέ ἐμᾶς εἶναι ἡ ἀγάπη. 
Κι ὄχι ἁπλῶς μιά ἀγάπη κινούμενη μέσα σέ συμβατικά τυπικά πλαίσια, ἀλλά μιά ἀγάπη χωρίς ὅρια, τήν ὁποία ἀκροθιγῶς μποροῦμε νά ψηλαφήσουμε στή σχέση τοῦ ἐρωτευμένου ἀπέναντι στήν ἐρωμένη του. ῾Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν...᾽. Καί δέν μπορεῖ νά εἶναι διαφορετικά, ἀφοῦ ὁ Κύριος μᾶς ἀπεκάλυψε - ῾᾽Εκεῖνος ἐξηγήσατο᾽ - ὅτι ῾ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί᾽. Ὁ Θεός μας λοιπόν πού ἐνανθρώπησε ἐν προσώπῳ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ εἶναι ᾽Εκεῖνος πού γίνεται ὁ νυμφίος μας, γιατί μέσα στήν ἄπειρη ἀγάπη Του πρός ἐμᾶς, τούς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους, μᾶς προσλαμβάνει στόν ἑαυτό Του καί μᾶς κάνει ἕνα μ᾽ ᾽Εκεῖνον: ἀνθρωποπαθῶς μιλώντας, ἡ σκέψη Του, ἡ καρδιά Του, ἡ ἐπιθυμία Του εἶναι σέ μᾶς, ὅπως τοῦ ἐρωτευμένου εἶναι στήν ἐρωμένη του.

     2. Κι ἔπειτα, μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ὑμνογράφος, ἔρχεται ῾ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός᾽. ῎Ερχεται δηλ. 
(α) μέ τρόπο πού δέν μποροῦμε ἐμεῖς νά προσδιορίσουμε καί νά ὁριοθετήσουμε. Ὁ ἐρχομός Του πάντοτε εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀπόλυτα ἐλεύθερης ἀγάπης Του, καρπός τῆς δικῆς Του πρωτοβουλίας, πού σημαίνει ὅτι ἐμφανίζεται ἐκεῖ πού κανείς δέν Τόν περιμένει καί μέ τρόπο πού ἴσως ποτέ δέν μπορεῖ νά ὑποψιαστεῖ: μέσα ἀπό ἕνα ἀτύχημα κάποια φορά, ἀπό τήν ἀνάγνωση κάποιου βιβλίου κάποια ἄλλη, ἀπό μιά θλίψη καί δοκιμασία ἄλλοτε, κυρίως ὅμως ἀπό τή συνάντησή μας μέ τούς πιό παραπεταμένους ἐλαχίστους συνανθρώπους μας. ῾᾽Εφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοί ἐποιήσατε᾽. 
(β) ῎Ερχεται συνεπῶς κι ἐκεῖ πού ῾ἀντικειμενικά᾽ δέν θά ἔπρεπε νά εἶναι, μέσα δηλ. καί στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας. Τήν ὥρα πού ἐπιτελεῖ κανείς τήν ἁμαρτία, ἐκείνη τήν ὥρα μπορεῖ νά κληθεῖ ἀπό τόν ἐρχόμενο Κύριο. Σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, πού κλήθηκε τήν ὥρα πού δίωκε τούς χριστιανούς, σάν τόν ἀπόστολο Ματθαῖο, πού κλήθηκε τήν ὥρα τοῦ ῾τελωνείου᾽. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ κάθε ὥρα γιά τόν καθένα μας, μπορεῖ νά εἶναι ἡ ὥρα τῆς χάρης μας, τῆς κλήσης μας ἀπό τόν νυμφίο Χριστό. ᾽Αλλά καί (γ) ἔρχεται καί καλεῖ τόν ἄνθρωπο χωρίς τίς περισσότερες φορές νά παίρνει κανείς ἀπό τούς ἄλλους συνανθρώπους εἴδηση γιά τήν κλήση αὐτή. Σάν τήν περίπτωση τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, πού μόνον αὐτή ἐμποδιζόταν νά μπεῖ στό Ναό, χωρίς κανείς δίπλα της νά νιώθει τό τί γινόταν στήν ψυχή της. Ὁ Κύριος πάντοτε εἶναι ὁ ἐρχόμενος καί κρούων τή θύρα τῆς ψυχῆς μας. ῾᾽Ιδού ἔστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω᾽. Ἡ συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Κύριο γίνεται στά μυστικά βάθη τῆς καρδιᾶς, τά ὁποῖα γνωρίζει μόνον ᾽Εκεῖνος. Στήν καρδιά ῾παίζεται᾽ τό ὅλο παιχνίδι τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.
     3. Κι αὐτός ὁ ποικίλος ἐρχομός σέ μᾶς τοῦ γεμάτου ἀγάπη νυμφίου Χριστοῦ συναντᾶ συνήθως δύο καταστάσεις: τήν κατάσταση τῆς ἐγρήγορσης καί τήν κατάσταση τῆς ραθυμίας. ᾽Εγρήγορση σημαίνει ν᾽ ἀνταποκριθῶ στήν ἀγάπη Του καί νά ζήσω μαζί Του τή χαρά τῆς παρουσίας Του, ψυχικά καί σωματικά, καί ἐδῶ καί αἰώνια. ῾Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς᾽. Ραθυμία σημαίνει νά εἶμαι τόσο προσκολλημένος στά πάθη μου - στή φιληδονία, τή φιλαργυρία, τή φιλοδοξία μου - ὥστε νά μήν καταλάβω κἄν τόν ἐρχομό καί τήν κλήση Του, κι ἀκόμη: νά Τόν καταλάβω μέν, ἀλλά ν᾽ ἀναβάλω τήν ἀνταπόκρισή μου. Ἡ ἐκτίμηση γιά τίς δύο καταστάσεις, ὅπως μᾶς τή δίνει ὁ ὑμνογράφος, εἶναι σαφής: μακαριότητα ἡ πρώτη, ἀναξιότητα ἡ δεύτερη. Μέ τά ἀντίστοιχα βεβαίως ἀποτελέσματα. 
Ἡ ἐπιλογή πιά εἶναι στήν ἀπόλυτη εὐθύνη μας: ῾Βλέπε οὖν ψυχή μου...᾽!

Μ. Δευτέρα , τιμή στο πρόσωπο του Ιωσήφ του Παγκάλου

0 σχόλια

Μεγάλη Δευτέρα – Άγιος Ιωσήφ ο Πάγκαλος


Ιωσήφ ο Πάγκαλος
Τύπος δικός μας, διδακτικός.

Ένα από τα πρόσωπα, που προβάλλει η Μεγ. Εβδομάδα μπροστά μας, θα παρουσιάσουμε εδώ. Δεν είναι πρόσωπο, που έζησε στα χρόνια του Χριστού και έλαβε μέρος, είτε σκοτεινό είτε φωτεινό, στο δράμα του Χριστού. Όχι! Είναι πρόσωπο, που έζησε 1800 περίπου χρόνια προ Χριστού. Και όμως στο πρόσωπο αυτό κυρίως είναι αφιερωμένη η αποψινή βραδιά. Και ποιά σχέση λοιπόν μπορεί να έχει ένα πρόσωπο, που έζησε τόσους αιώνες προ Χριστού; Και ποιά σχέση μπορεί να έχει μ’ εμάς;
Το πρόσωπο αυτό έχει σχέση με το Χριστό και μ’ εμάς, γιατί είναι τύπος. Σήμερα η λέξη « τ ύ π ο ς » έχει και καλή και κακή σημασία. Κακή σημασία: -Αυτός, λέμε, είναι τύπος ιδιότυπος, παράξενος άνθρωπος… Στην αρχαιότητα όμως η λέξη είχε μόνο καλή σημασία. Μέσα στην Αγία Γραφή έχει πρώτα προφητική σημασία, και ύστερα διδακτική.
Προφητική σημασία: -Αυτός είναι τύπος του Χριστού. Το πρόσωπο, δηλαδή αυτό της Παλαιάς Διαθήκης προτυπώνει, προεικονίζει, συμβολίζει το Χριστό. Έζησε πολλούς αιώνες προ Χρίστου, όμως πολλά σημεία της ζωής του είναι προτυπώσεις σημείων της ζωής του Χριστού. Έτσι έχουμε στην Παλαιά Διαθήκη τύπους του Χριστού, τύπους της Παναγίας, τύπους του Σταυρού, τύπους της Εκκλησίας κ.λπ.
Το πρόσωπο, που μας το θυμίζει η αποψινή ακολουθία, είναι τύπος του Χριστού, από τους πλέον φανερούς και καθαρούς τύπους του Χριστού. Και το πρόσωπο αυτό είναι ο Ιωσήφ ο Πάγκαλος.
Πολλά πρόσωπα στη Παλαιά Διαθήκη είναι τύποι του Ιησού Χριστού, όπως ο Αδάμ, ο Άβελ, ο Ισαάκ, ο Δαβίδ κ.ά. Εκείνο όμως το πρόσωπο, που προτυπώνει και προεικονίζει στα περισσότερα σημεία της ζωής του το Χριστό, είναι ο Ιωσήφ, ένα από τα δώδεκα παιδιά του πατριάρχου Ιακώβ.
Τύπος ο Ιωσήφ με την πρώτη καλή σημασία της λέξεως, την προφητική, αλλά τύπος και με τη δεύτερη καλή σημασία της λέξεως, τη διδακτική. Τύπος προφητικός για το Χριστό. Τύπος διδακτικός για μας. Για το Χριστό είναι προτύπωση. Για μας είναι πρότυπο. Για το Χριστό φωτεινή προεικόνιση. Για μας φωτεινό σύμβολο. Έτσι τον παρουσιάζει η αποψινή ακολουθία. Και πολύ φωτισμένα η Εκκλησία όρισε να προβάλλεται απόψε, στην αρχή της Μεγ. Εβδομάδος, η μορφή του Ιωσήφ. Και γιατί προτυπώνει το Χριστό και το Πάθος του, και γιατί μας παρέχει φωτεινά διδάγματα προετοιμασίας για τις άγιες τούτες ημέρες.
Πώς είναι τύπος του Χριστού ο Ιωσήφ;
1. Ήταν αγαπητός υιός Ιωσήφ, το πιο αγαπημένο παιδί του Ιακώβ. Αυτόν αγαπούσε περισσότερο από όλα τα παιδιά του, γιατί του άξιζε. Και σε αυτόν είχε χαρίσει μοναδική στολή, λαμπρό χιτώνα. «Ο Ιακώβ δε αγαπούσε  τον Ιωσήφ περισσότερο από  όλους τους υιούς του… Έκανε δε γι’ αυτόν λαμπρό χιτώνα» (Γεν. 37,3). Αγαπητός Υιός και ο Χριστός. Ο Αγαπητός Υιός του ουράνιου Πατέρα. Γι’ αυτόν ακούστηκε η φωνή Του στη Βάπτιση και τη Μεταμόρφωση: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός». Και είχε και ο Χριστός, ως Υιός μονογενής του Πατέρα, μοναδική στολή. Είναι η στολή της θεότητας. Ο Χριστός είναι ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός αληθινός.
2. Τον φθόνησαν τον Ιωσήφ τα αδέλφια του. Δεν μπορούσαν να υποφέρουν την υπεροχή του. Δεν μπορούσαν να χαρούν με τις χαρές του αδελφού τους. Και με το Χριστό το ίδιο έγινε. Τον μίσησαν και τον φθόνησαν «οι άνθρωποι του Θεού», οι αρχιερείς και οι φαρισαίοι. Ο Πιλάτος «γνώριζε, ότι παρέδωσαν αυτόν επειδή τον φθονούσαν». Ο φθόνος είναι το πρωταρχικό και γενεσιουργό πάθος. Ακολουθούν το μίσος, η κακία, τα κακούργα σχέδια, οι χριστοκτόνες ενέργειες. Δεν υπέφεραν να βλέπουν την υπεροχή του Χριστού, την επιρροή του στο λαό.
3. Αποφάσισαν τ’ αδέλφια να σκοτώσουν τον αθώο Ιωσήφ. Συσκέφθηκαν κρυφά και είπαν: «Ελάτε να τον σκοτώσουμε» (Γεν. 37,20). «Με πονηρό τρόπο». Το ίδιο και στη περίπτωση του Ιησού. Συσκέψεις και διαβούλια για την εξόντωση του επικινδύνου γι’ αυτούς Διδασκάλου. «Και αποφάσισαν να συλλάβουν με δόλο το Ιησού και να θανατώσουν»(Ματθ. 26,4). Άρχοντες του Ισραήλ, αρχιερείς, γραμματείς, φαρισαίοι, συσκέπτονται, πώς θα συλλάβουν και θα θανατώσουν τον Ιησού, τον πιο εκλεκτό αδελφό τους. Εκείνο το «Δεύτε αποκτείνωμεν αυτόν» των αδελφών του Ιωσήφ ακούγεται το ίδιο και στην παραβολή των κακών γεωργών, όπου σαφώς συμβολίζεται η απόφαση των Ιουδαίων για τη θανάτωση του Υιού του Βασιλέως, του Ιησού.
4. Πούλησαν τον Ιωσήφ τα αδέλφια του για 20 χρυσά νομίσματα. «Πούλησαν τον Ιωσήφ στους Ισμαηλίτες για είκοσι χρυσά» (Γεν, 37,28). Και μάλιστα από όλα τα αδέλφια του εκείνος που έκανε τη σχετική πρόταση ήταν ο Ιούδας. Ιούδας και στη περίπτωση του εικονιζόμενου και προτυπούμενου Χριστού το όργανο της αγοροπωλησίας, της πιο άδικης και άτιμης αγοροπωλησίας. Πούλησε το Χριστό για 30 αργύρια.
5. Έπαθε και υπέφερε ο Ιωσήφ και στα χέρια των αδελφών του και στα χέρια των ξένων, των Αιγυπτίων. Τα αδέλφια του τον έριξαν μέσα σ’ ένα βαθύ λάκκο, για να τον κατασπαράξουν τα θηρία. Και οι Αιγύπτιοι τον έριξαν μέσα στη φυλακή σαν να ήταν ένοχος, ενώ ήταν αθώος. Θύμα συκοφαντίας ο αθώος και αγνός Ιωσήφ. Έπαθε και υπέφερε και ο Χριστός. Έπαθε ως άνθρωπος. Οι αδελφοί του οι Ιουδαίοι τον οδήγησαν σε πολλά παθήματα, τον βασάνισαν. Αλλά και οι ξένοι, οι Ρωμαίοι, στους οποίους τον παρέδωσαν οι Ιουδαίοι, και εκείνοι τον βασάνισαν. Ρίχτηκε στη φυλακή, σύρθηκε σαν κακούργος στο κριτήριο, καταδικάστηκε σαν κοινός εγκληματίας και τελικά θανατώθηκε πάνω στο Σταυρό.
6. Δεν έμεινε για πάντα ταπεινωμένος ο Ιωσήφ. Από την ταπείνωση του λάκκου και της φυλακής οδηγήθηκε στη δόξα. Ο Φαραώ τον ανέστησε από τα βάθη της φυλακής και τον κατέστησε άρχοντα. «Να, σε κάνω  σήμερα άρχοντα σε όλη την  Αίγυπτο» (Γεν. 41,41). Προτύπωση της ενδόξου Αναστάσεως του Χριστού. Ρίχτηκε στο λάκκο του θανάτου και του τάφου. Δεν παρέμεινε πολύ. Ανέστη τριήμερος. Μετά το πάθος η δόξα. Μετά το Σταυρό η Ανάσταση.
7. Και η τελευταία προτύπωση. Ο Ιωσήφ σαν άρχοντας της Αιγύπτου σε καιρό πείνας άνοιξε τις αποθήκες του και έγινε σιτοδότης και έθρεψε τους πεινασμένους αδελφούς του. Σιτοδότης και ο Χριστός. Ανεξάντλητες οι αποθήκες του. Πάντοτε προσφέρει και προσφέρεται. Τρέφει  με το θειο Άρτο του, ποτίζει με το τίμιο Αίμα του. Τρέφει με τη θεία Κοινωνία.
Από όλες τις λεπτομέρειες της ζωής του Ιωσήφ σε μία δίνει ιδιαίτερη έμφαση η αποψινή ακολουθία. Στο επεισόδιο με την αμαρτωλή γυναίκα, με τη διεφθαρμένη σύζυγο του Πετεφρή. Μια γυναίκα πόρνη βρέθηκε μπροστά στο αγνό και καθαρό παλληκάρι, τον Ιωσήφ. Κάποια γυναίκα βρίσκεται μπροστά στη ζωή κάθε αγνού και αμόλυντου νέου. Η γυναίκα όργανο καλού στο πρόσωπο της Παναγίας. Η γυναίκα όργανο κακού στο πρόσωπο της Εύας, και της δευτέρας Εύας, όπως ονομάζεται η γυναίκα του Πετεφρή στο δοξαστικό των αποστίχων: «Δεύτερη Εύα, την Αιγυπτία, βρήκε ο δράκοντας, και με λόγια κολακείας προσπαθούσε να παρασύρει τον Ιωσήφ». Προσοχή στα πονηρά και διεφθαρμένα πρόσωπα, που έχουν σκοπό να σε ρίξουν στην αμαρτία.
Δεν υποτάχθηκε ο Ιωσήφ στα προκλητικά δελεάσματα της διεφθαρμένης γυναίκας. .«Στης Αιγύπτιας τότε τις ηδονές δεν παρασύρθηκε…». Δούλος στο σώμα έγινε ο Ιωσήφ. Φυλακίσθηκε σωματικά. Αλλά δούλος στη ψυχή δεν έγινε. Έμεινε αδούλωτος. Αδούλωτους μας θέλει ο Χριστός. Ελεύθερους από τους πειρασμούς. Αδούλωτα νιάτα οι νέοι μας. Αδούλωτες ψυχές όλοι μας. Δεν υποτάσσεται ο αδούλωτος στα προκλητικά δελεάσματα του κόσμου. Αλλά τί κάνει; Ό,τι   έκανε ο Ιωσήφ. Μια σκέψη αστραπιαία και μια κίνηση αστραπιαία. Η σκέψη: Με βλέπει ο Θεός. Πώς να κάνω τέτοια πράξη που μου ζητάει η διεφθαρμένη γυναίκα; Η κίνηση: Τόβαλε στα πόδια. Έφυγε. « Και αφήνοντας τα ρούχα του στα χέρια της έφυγε και βγήκε έξω» (Γεν, 39,12). Αυτή η σκέψη και αυτή η κίνηση του Ιωσήφ είναι τα μόνα που σώζουν σε στιγμές σφοδρού πειρασμού, που είναι στιγμές σατανικού ανεμοστρόβιλου. Η σκέψη: -Με βλέπει ο Θεός!..  Η κίνηση: -Όπου φύγει-φύγει. Φυγή ηρωική, έξοδος από τον κλοιό της αμαρτίας, σωτήριο άλμα.
Λάμπει ο Ιωσήφ. Πάγκαλος. Κρύσταλλο η αγνότητά του. Αστράπτει η αρετή του. Σύμβολο για κάθε νέο και νέα, για κάθε χριστιανό. Κρύσταλλο η ψυχή. Σωφροσύνη σε στιγμές πειρασμών, που δεν τις περιμένουμε. Αγνότητα ο μεγάλος στόχος. Καθαρή η ψυχή.
Συγκρίνετε εκείνο το νέο με τους περισσοτέρους νέους της εποχής μας. Λυπηθείτε τα παιδιά, τα αγόρια, που σε κάποιο σταυροδρόμι της ζωής τους κάποια «Αιγυπτία», κάποια «Πετεφρίνα», κάποια γυναίκα τους χαμογέλασε και τους προκάλεσε. Λυπηθείτε τα αγόρια, που ορμητικός ο πειρασμός πέφτει πάνω τους και τους βιάζει κυριολεκτικά τις αισθήσεις και τους αρπάζει να τους σύρει στην αμαρτωλή, την αισχρή πράξη. Λυπηθείτε και τα κορίτσια, που έκφυλοι τύποι τα παρέσυραν, τα κατέστρεψαν και τα κατέστησαν ελεεινά θύματα του κακού… Αλλά και θαυμάστε τους νέους και τις νέες, που ακολουθούν στις μέρες μας με τη χάρη, του Θεού τα χνάρια του Ιωσήφ του Πάγκαλου, και παραμένουν αγνοί σαν τα κρίνα, λευκοί σαν το χιόνι. Κι’ αγωνισθείτε, για να επικρατήσει και πάλι η σωφροσύνη. Γέμισε ο κόσμος προκλητικούς πειρασμούς. Καιρός ν’ αντισταθούμε, αρνητικά και θετικά, στο ρεύμα του κακού.......

Σπουδή στην Αγιογραφία της Βαϊοφόρου....

0 σχόλια


 vaioforos_01
Στη σκηνή της Βαϊοφόρου ο Χριστός εικονίζεται “καθήμενος επί πώλου όνου” κατά τον συνήθη, στην Ανατολή, γυναικείο τρόπο. Στο αριστερό του χέρι κρατεί ειλητάριο, ενώ με το δεξιό ευλογεί. Η διάταξη της εικόνας έχει συνήθως τον Κύριο πάνω στο πουλάρι, στο μέσον, περίπου, της όλης σύνθεσης.
Πίσω του (αριστερά ως προς τον θεατή) εικονίζονται οι μαθητές να ακολουθούν τον διδάσκαλό τους με σπουδή. Η κεφαλή του Χριστού -πλαισιωμένη πάντοτε από φωτοστέφανο- είναι συνήθως στραμμένη προς τους Ιουδαίους (σε κάποιες παραστάσεις ο Χριστός έχει στραμμένη την κεφαλή του προς τους αποστόλους) ενώ η έκφραση του προσώπου Του είναι πραεία και θλιμμένη, “προδηλούσα το πάθος”.
Στο βάθος της εικόνας το κάστρο της Ιερουσαλήμ με ανοιχτές καστρόπορτες και πλήθος Εβραίων, ανδρών, γυναικών και παιδιών, που σπεύδουν να προϋπαντήσουν τον Χριστό. Το πλήθος σπρώχνεται να βγει από την πύλη, γέροντες και νέοι που κρατούν βαΐα, και γυναίκες που σηκώνουν νήπια στην αγκαλιά τους ή βρέφη τους ώμους τους. Άλλοι φαίνονται να ξεπροβάλλουν από τα τείχη ή τα παράθυρα για να δουν τον Χριστό.
Πάνω από τη συνοδεία υψώνεται δένδρο στο οποίο ανεβαίνουν παιδιά που κόβουν με τσεκούρια κλαδιά και τα ρίχνουν στη γη, ενώ άλλα στρώνουν τα ρούχα τους για να πατήσει πάνω το θεοφόρο ονάριο. Η επιγραφή της εικόνας είναι: Η ΒΑΪΟΦΟΡΟΣ. Η παράστασις βαίνει από τα δεξιά προς τα αριστερά, σε αντίθεση π.χ. με το ψηφιδωτό της Εκκλησίας του Monreale της Σικελίας (ιβ΄ αι.), αν και αυτό ακολούθησε βυζαντινό πρότυπο (βλ. το ψηφιδωτό στη Μονή Δαφνίου).
Σε κάποιους πληθωρικούς εικονογραφικούς τύπους μπορεί να συναντήσει κανείας και τους προφήτες Ζαχαρία και Δαυίδ. να παριστάνονται πάνω στα κτήρια της Ιερουσαλήμ (δεξιά και αριστερά αντίστοιχα) κρατώντας ειλητάρια. Του προφητάνακτος Δαυίδ γράφει το ψαλμικό “εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον” (Ψαλμ. η΄ 3) ενώ το ειλητάριο του προφήτου Ζαχαρία γράφει: “χαίρε σφόδρα θύγατερ Σιών…” (Ζαχ. 9,9). Πάντως η περίπτωση αυτή είναι αρκετά σπάνια.
Η Βαϊοφόρος υπάρχει στον ορθόδοξο ναό μαζί με τις άλλες εικόνες του Δωδεκαόρτου -είναι η έβδομη στη σειρά- είτε στο εικονοστάσι πάνω από το τέμπλο, σε σμίκρυνση βέβαια, είτε κανονικά σε μία από τις δύο μεγάλες καμάρες που σκεπάζουν τα κλίτη του κυρίως ναού.
vaioforos_02
Η σύνθεση της Βαϊοφόρου είναι συνήθως ευρεία κι έτσι περιλαμβάνει όλο τον όμιλο των μαθητών του Χριστού, οι οποίοι ακολουθούν τον Κύριό τους σε τρεις υπερτιθέμενες σειρές. Στις περισσότερες παραστάσεις μάλιστα, η κίνηση των μαθητών διαγράφεται από έντονη έως θυελλώδης (π.χ. η Βαϊοφόρος στο δεύτερο φύλλο του ελεφαντοστού του Αγ. Λουπικίνου), γεγονός που δεν είναι ανεξήγητο αν λάβει κανείς υπόψιν του ότι και οι ίδιοι οι μαθητές -σύμφωνα με τη διήγηση του Λουκά- επευφημούσαν τον Χριστό ως Μεσσία.
Σε μερικές παραστάσεις οι μαθητές φέρουν φωτοστέφανο (ψηφιδωτά Αγ. Μάρκου Βενετίας – Capella Palatina), αλλά στους καθαρά βυζαντινούς εικονογραφικούς τύπους το φωτοστέφανο λείπει. Ίσως διότι πρέπει να εξαρθεί το κεντρικό πρόσωπο της σύνθεσης που είναι ο Χριστός εικονιζόμενος πάντα με φωτοστέφανο, σημείο της άπειρης αγιότητάς Του.
Σε συνεπτυγμένους εικονογραφικούς τύπους που απαντώνται σπανιότερα και που διέπονται από λιτότητα και αυστηρή τάξη, η παράσταση περιορίζεται σε δύο αποστόλους: τον Πέτρο και τον Ιωάννη. Ο πρώτος είναι ως συνήθως, γενειοφόρος και ο δεύτερος αγένειος με νεανική όψη. Ο Πέτρος, σε όλους σχεδόν τους εικονογραφικούς τύπους της Βαϊοφόρου, εικονίζεται σε πρώτο επίπεδο ή ακόμη, φαίνεται να οδηγεί τον Ιησού προπορευόμενος αρκετά των άλλων μαθητών (ψηφιδωτό Capella Palatina).
vaioforos_03
Ανάλογα με τα πρότυπα που ακολουθούνται στις παραστάσεις της Βαϊοφόρου, άλλοτε παίζει πρωτεύοντα ρόλο ο όχλος και άλλοτε ο όμιλος των παιδιών. Στην πρώτη περίπτωση αντικατοπτρίζεται η κυρίως βυζαντινή παράδοση ενώ στη δεύτερη η επίδραση της Ανατολής, μάλιστα της Καππαδοκίας, κατά το παλαιό πρότυπο του κώδικα του Rossano (Πρόκειται για εικονογραφημένο χειρόγραφο Ευαγγέλιο του 6ου αι. με αριστουργηματικές μικρογραφίες. Φυλάσσεται στο θησαυροφυλάκιο της Μητροπόλεως του Rossano στην Καλαβρία).
Σε άλλες όμως περιπτώσεις τα πρότυπα συγχωνεύονται κι έτσι μαζί με τον όμιλο των Εβραίων συναντούμε τα παιδιά να εμπλουτίζουν, στην κυριολεξία, τις παραστάσεις. Σε αντίθεση με τον ιουδαϊκό όχλο, που ιστορείται συνήθως άκαμπτος αλλά με πολύχρωμες φορεσιές που δίνουν πανηγυρικό τόνο, τα παιδιά παριστάνονται ποικιλότροπα στη σύνθεση: πάνω στο δένδρο κόβουν κλαδιά με τσεκούρια και τα ρίχνουν στη γη· άλλα παιδιά κρατούν τα “βαΐα των φοινίκων” και δίνουν απ’ αυτά στο πουλάρι που φέρει τον Χριστό, να φάει· ένα παιδί αναρριχάται στο δέντρο για να δει καλύτερα τον Χριστό από ψηλά· ένα άλλο κάνει κούνια στο δέντρο· άλλα παλεύουν· άλλα βγάζουν τα ρούχα τους και τα στρώνουν στη γη για να πατήσει το πουλάρι με τον Χριστό και άλλα βγάζουν αγκάθια από τα πόδια τους.
Από τους παλαιολόγειους χρόνους εικονίζονται στο πρώτο επίπεδο παιδιά που συμπλέκονται με χάρη, ενώ αυξάνουν τα παιδιά που αναρριχώνται στο φοινικόδεντρο. Πρέπει πάντως να σημειωθεί πως η απεικόνιση πολλών παιδιών θεωρείται στοιχείο γραφικό και χαριτωμένο, που χαρακτηρίζει τις ιδιαίτερα αφηγηματικές συνθέσεις της παλαιολόγειας περιόδου, και γι’ αυτό αντίκειται στο κλασσικό και αυστηρό πνεύμα των βυζαντινών χρόνων.
vaioforos_04
Το στρώσιμο των ρούχων, που στην εικόνα της Βαϊοφόρου γίνεται κυρίως από τα παιδιά, ήταν μια τιμητική εκδήλωση των Ιουδαίων που αφορούσε τον βασιλιά, ο οποίος ανελάμβανε το αξίωμα του χριόμενος με ηγιασμένο έλαιο. Ο Χριστός ονομάζεται Μεσσίας (δηλ. κεχρισμένος), διότι έχει χρισθεί με το Άγιον Πνεύμα. Αυτό “το πανάγιον Πνεύμα, το και τους Αποστόλους διδάξαν λαλείν, ετέραις ξέναις γλώσσαις, αυτό τους παίδας των Εβραίων, τους απειρόκακους, προτρέπεται κραυγάζειν· Ωσαννά εν τοις υψίστοις…” (ιδιόμελο Λιτής). Το Πνεύμα του Θεού δηλ. είναι, κατά τον ιερό υμνογράφο, αυτό που κινεί τους παίδες προς υποδοχή του Χριστού ως Μεσσία.
Μόνο τα παιδιά στρώνουν ενδύματα, διότι οι Ιουδαίοι τον επευφήμησαν ως βασιλέα του κόσμου τούτου. Το πουλάρι που δεν είναι σε θέση να βαστάξει ζυγό, συμβολίζει τους Χριστιανούς, που θα προέρχονταν από τα έθνη (δηλ. τους ειδωλολάτρες), οι οποίοι πριν πιστέψουν στον Χριστό ήσαν αγύμναστοι και απροετοίμαστοι να βαστάσουν το φορτίο του θείου νόμου. Την ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνουν με πλήρη σαφήνεια οι ύμνοι της εορτής: “και τω πώλω επέβης συμβολικώς, ώσπερ επ’ οχήματος φερόμενος, τα έθνη τεκμαιρόμενος Σωτήρ” (στιχηρό ιδιόμελο Εσπερινού)· “το ακάθεκτον των εθνών η καθέδρα του πώλου προετύπου, εξ απιστίας εις πίστην μεταποιούμενον” (ιδιόμελο αποστίχων).
Τα κλαδιά των φοινίκων που κρατούσαν τα πλήθη, είναι σύμβολα νίκης και χαράς
.vaioforos_05
Ήταν συνήθεια στους ιουδαίους να κρατούν στα χέρια τους τέτοιους κλάδους όταν υποδέχονταν επίσημα πρόσωπα. Τα “βαΐα των φοινίκων” τα συναντούμε, πολύ νωρίς, στις κατακόμβες ως σύμβολα της πεποίθησης των πρώτων χριστιανών για τη νίκη της πίστης τους. Η Εκκλησία καλεί τους πιστούς να ανευφημήσουν τον Χριστό “μετά κλάδων νοητώς, κεκαθαρμένοι τας ψυχάς” (κάθισμα Όρθρου) προσάγοντας σ’ Αυτόν “κλάδους και βαΐα αρετών … και θείων έργων” (βλ. προσόμοια μικρού Εσπερινού)

27 Απριλίου , Κυριακή των Βαϊων ...

0 σχόλια



ΤΟ ΩΣΑΝΝΑ… ΚΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα (Ἰωάν. 12, 1-18) 3.
Πρωτ. Βασιλείου Ἰ. Καλλιακμάνη
Θεολογική καί κοινωνική προσέγγιση
α) Κυριακή τῶν Βαΐων σήμερα καί ὁδεύουμε βαθμηδόν πρός τή μεγάλη ἑορτή τοῦ Πάσχα. Ἡ Ἐκκλησία μέ πολλούς τρόπους μᾶς μυσταγωγεῖ στό μυστήριο τῆς ὀρθόδοξης πίστης, εἰσάγοντάς μας στή Μεγάλη Ἑβδομάδα. Λόγος βιβλικός καί πατερικός, εἰκόνα ἀναγωγική, ποίηση λυρική, ὕμνος κατανυκτικός, μέλος ἐναρμόνιο, χρωματικό καί διατονικό, ὕφος συσταλτικό καί διασταλτικό, συμβολισμοί καί παραβολές γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν ἐνεστῶσα καί τήν ἀναμενόμενη, ἐμπλουτίζουν τή λατρεία μας.
β) Καί στό κέντρο τῆς ἱερῆς σύναξης ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Σωτήρας Χριστός, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά εἰσέρχεται μέ ἐπευφημίες σήμερα στά Ἱεροσόλυμα, ἀλλά δέ θά ἀρνηθεῖ σέ λίγες ἡμέρες τή χλεύη καί θά ὁδεύσει ἑκουσίως πρός τό πάθος. Χρειάζεται ὅμως καί ἡ δική μας μικρή συμβολή, ὥστε νά μήν παρέλθει καί ὁ φετινός γιορτασμός σάν ἕνα καλό ἔθιμο, χωρίς γεύση καί ἐμπειρία πνευματική. Καί εὔλογα τίθεται τό ἐρώτημα: Τί γιορτάζουμε σήμερα; Διότι φαινομενικά ἔχουμε μία θριαμβευτική εἴσοδο στήν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων ἑνός ἐπικείμενου βασιλιά, ὁ ὁποῖος ποτέ δέ θά ἐνθρονισθεῖ. Ἤ μάλλον ὁ θρόνος πού τόν περιμένει, εἶναι ὁ Σταυρός.
γ) Στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή (Ἰωάν. 12, 1- 18) περιγράφεται ἀφενός ἡ ἄλειψη τοῦ Κυρίου μέ ἀκριβό μύρο ἀπό τή Μαρία, ἀδελφή τοῦ Λαζάρου, καί ἡ πανηγυρική εἴσοδός Του στά Ἱεροσόλυμα. Πράγματι, μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ὁ ἐνθουσιασμός τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ μεγάλωνε, ἐνῶ παράλληλα ἐνισχυόταν ὁ φθόνος τῶν θρησκευτικῶν ἀρχόντων κατά τοῦ Ἰησοῦ. Τό ξέσπασμα τοῦ λαοῦ κορυφώνεται ἕξι μέρες πρίν ἀπό τό ἑβραϊκό Πάσχα. Ὁ Χριστός εἰσέρχεται στά Ἱεροσόλυμα καί πολλοί ἄνθρωποι, ὅταν κατάλαβαν τήν παρουσία του, πῆραν κλαδιά φοινικιᾶς καί βγῆκαν ἀπό τήν πόλη νά τόν προϋπαντήσουν κραυγάζοντας: «Δόξα στό Θεό! Εὐλογημένος αὐτός πού ἔρχεται σταλμένος ἀπό τόν Κύριο! Εὐλογημέος ὁ βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ!».
δ) Τό παράδοξο ὅμως εἶναι, ὅτι ὁ Βασιλέας – Χριστός δέν ἱππεύει μεγαλοπρεπές ἄλογο καί δέν ἀκολουθεῖται ἀπό ὁπλισμένους στρατιῶτες. Κάθεται πάνω σέ γαϊδουράκι καί συνοδεύεται ἀπό μικρά παιδιά, πού κι ἐκεῖνα φωνάζουν «ὡσαννά», σῶσε μας. Κι ἔχουν ἐμπιστοσύνη τά παιδιά στόν Κύριο, διότι ἦταν ἐκεῖνος πού σέ ἄλλη περίπτωση εἶχε πεῖ ὅτι: «Ἐάν δέν ἀλλάξετε κι ἄν δέ γίνετε σάν τά παιδιά, δέ θά μπεῖτε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 18, 3).
ε) Ὁπότε, γιά ὅσους βλέπουν μέ διάκριση καί σοφία, κι αὐτοί εἶναι ἐλάχιστοι, ἡ βασιλεία πού εἰσάγει ὁ Χριστός στόν κόσμο δέν εἶναι βασιλεία ἐγκόσμια, ἀλλά οὐράνια. Δέ στηρίζεται στή δύναμη καί τό ξίφος, ἀλλά στήν ἀγάπη καί τό Σταυρό. Δέν ὑπηρετεῖται καί δέν κατοικεῖται ἀπό σκληροτράχηλους στρατιῶτες καί μοχθηρούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἀπό παιδιά μέ καθαρή καί ἄδολη καρδιά καί ὅσους μοιάζουν μέ αὐτά. Τίς ἀλήθειες αὐτές στήν ἀρχή δέν μπόρεσαν νά καταλάβουν οὔτε οἱ μαθητές Του· ὅταν ὅμως ἀνυψώθηκε στή θεία δόξα, τότε τίς θυμήθηκαν.
στ) Εἶναι ἐπίσης ἀξιοπρόσεκτο τό φαινόμενο τοῦ εὐμετάβολου λαοῦ, πού ἐνῶ σήμερα ἐνθουσιωδῶς ὑποδέχεται τόν Χριστό ὡς Μεσσία, σέ λίγες μέρες θά κραυγάζει: «ἆρον ἆρον σταύρωσον αὐτόν». Καί αὐτό συμβαίνει γιά δύο κυρίως λόγους: Πρῶτον, ὁ ἰσραηλιτικός λαός περίμενε τόν Χριστό ὡς ἐγκόσμιο βασιλέα, πού θά τόν ἀπάλλασσε ἀπό τή δουλεία τῶν Ρωμαίων. Ὅταν ὅμως ἄρχισαν νά διαψεύδονται οἱ προσδοκίες του, τόν ἐνθουσιασμό ἀντικατέστησε ἡ ἀπογοήτευση καί τήν ἀπογοήτευση διαδέχθηκε ἡ ὀργή. Δεύτερον, ὁ λαός εἶχε ἐπιφανειακή θρησκευτικότητα. Ἦταν ἐγκλωβισμένος στήν τυπική τήρηση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου καί δέν μποροῦσε νά διακρίνει τό βάθος τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος. Ὑπῆρξε οὐσιαστικά ἀποίμαντος καί πνευματικά ἀπαίδευτος. Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνας τρίτος καί σημαντικότερος λόγος, πού συνέβαλε στήν ἀλλαγή τοῦ κλίματος.
ζ) Ἡ ἀπογοήτευση καί ἡ ἐξωτερική θρησκευτικότητα τοῦ λαοῦ διευκόλυναν τή στοχοθεσία τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων. Αὐτοί μόλις διαπίστωσαν ὅτι ὁ κόσμος ἔτρεξε πίσω ἀπό τόν Χριστό, ἔθεσαν σέ ἐφαρμογή τό σχέδιό τους. Διαβάλλοντας τό ἔργο Του καί διαστρέφοντας τήν ἀλήθεια, κατόρθωσαν σέ λίγες μόνο ἡμέρες νά τόν παρασύρουν μέ τό μέρος τους. Γι’ αὐτό σέ κάθε ἐποχή χρειάζεται ὁ λαός νά ἔχει μόρφωση «κατά Θεόν», γυμνασμένες πνευματικές αἰσθήσεις, καθαρή καρδιά καί φωτισμένο νοῦ. Τότε «δέ θά ἄγεται καί δέ θά φέρεται» ἀπό διεφθαρμένους πολιτικούς ἡγέτες καί ἐκκλησιαστικούς ποιμένες μέ ἐγκόσμιες βλέψεις. Θά ἀκολουθεῖ τόν Χριστό μέ κλάδους βαΐων (τίς ἀρετές) μέχρι τό Σταυρό καί ἔτσι θά μετέχει καί στή χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Θά ἀναγνωρίζει τή δύναμη τῆς ἀγάπης τοῦ Σταυρωμένου Βασιλιά καί θά τόν μιμεῖται στή ζωή του, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται.
Ἀπό τό βιβλίο:Μαθητεύοντας στό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς




Ἡ εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα

Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
imagesCANV1ID0«Τὴν ἄλλη μέρα, τὸ μεγάλο πλῆθος ποὺ εἶχε ἔρθει γιὰ τὴ γιορτὴ τοῦ Πάσχα, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς στὰ Ἱεροσόλυμα, πῆραν κλαδιὰ φοινικιᾶς, καὶ βγῆκαν ἀπὸ τὴν πόλη νὰ τὸν προϋπαντήσουν, καὶ κραύγαζαν: «Δόξα στὸν Θεό! Εὐλογημένος αὐτὸς ποὺ ἔρχεται σταλμένος ἀπὸ τὸν Κύριο! Εὐλογημένος ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραὴλ» (Ἰωάν. ιβ, 12-13). Τὴν ἑπόμενη μέρα τοῦ δείπνου τῆς Βηθανίας, ὁ Κύριος ξεκίνησε γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν πόλη ποὺ θανάτωσε τοὺς προφῆτες.
Ἡ Ἱερουσαλὴμ δὲν ἦταν τόπος ὅπου κατοικοῦσαν μόνο οἱ στενόμυαλοι φαρισαῖοι, οἱ ἀλαζόνες γραμματεῖς καὶ οἱ θεομίσητοι ἀρχιερεῖς. Ἦταν καὶ μία μυρμηγκοφωλιὰ τῆς ἀνθρωπότητας. Ἦταν ἕνας τεράστιος τόπος ὅπου μαζεύονταν ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη προσκυνητές, καθὼς καὶ ἀφοσιωμένοι ἄνθρωποι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Πάσχα ἡ Ἱερουσαλὴμ εἶχε τόσους κατοίκους ὅσους περίπου καὶ ἡ Ρώμη, ποὺ τότε ἦταν πρωτεύουσα τοῦ κόσμου. Αὐτὸ τὸ τεράστιο πλῆθος ἀνθρώπων συγκεντρωνόταν στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ πλησιάσει περισσότερο τὸν Θεό. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ εἶχαν τὴν ἀντίληψη κάποιας μυστηριώδους προσέγγισης τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ εἶδαν τὸν ἀπὸ πολλοῦ ἀναμενόμενο Βασιλιὰ τοῦ Οἴκου Δαβίδ. Ἔτσι, σὰν εἶδαν τὸν Κύριο νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸ Ὅρος τῶν Ἐλαιῶν, oι ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔτρεξαν νὰ τὸν προϋπαντήσουν. Μερικοὶ ἔστρωσαν τὰ ροῦχα τους στὸ δρόμο μπροστά Του, ἄλλοι ἔκοβαν κλαδιὰ ἀπὸ τὶς φοινικιὲς καὶ μ’ αὐτὰ στόλιζαν τὸ δρόμο. Ὅλοι τους ἔκραζαν μὲ χαρά: «Δόξα στὸν Υἱὸ τοῦ Δαβίδ· εὐλογημένος καὶ δοξασμένος νὰ εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἔρχεται στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὁ Βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ».
Οἱ ἄνθρωποι πίστευαν πὼς ὁ Θεὸς θὰ ἔκανε κάποιο θαῦμα ποὺ θ’ ἄλλαζε τὴν ἀφόρητη κατάστασή τους. Κι αὐτὸ παρὰ τὴ σιδερένια γροθιὰ τῆς Ρώμης ποὺ τοὺς δυνάστευε καὶ σὲ πεῖσμα τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς μικροψυχίας τῶν πρεσβυτέρων. Ἔνιωθαν πὼς ἡ πηγὴ τοῦ θαύματος ἦταν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ γι’ αὐτὸ τοῦ ἐπιφύλαξαν τέτοια ὑποδοχή. Τὸ πῶς θ’ ἀντιδροῦσε ὁ ἴδιος στὴν θεμελιακὴ αὐτὴ μεταβολὴ τῆς ροῆς τῶν γεγονότων, ὁ κόσμος δὲν τὸ ἤξερε. Εἶχαν μάθει νὰ περιμένουν ἕναν μόνο ἀποτελεσματικὸ τρόπο. Κι αὐτὸς ἦταν ἡ βοήθεια κάποιου βασιλιᾶ ἀπὸ τὸν οἶκο Δαβίδ, ποὺ θὰ βασίλευε στὴν Ἱερουσαλήμ, στὸ θρόνο τοῦ Δαβίδ. Οἱ ἄνθρωποι εἶδαν ἔτσι τὸν Ἰησοῦ σὰν βασιλιὰ καὶ τὸν ὑποδέχτηκαν μὲ χαρὰ κι ἐλπίδα. Πίστεψαν πὼς τώρα θὰ βασιλέψει στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ θ’ ἀντισταθεῖ τόσο στὴ Ρώμη ὅσο καὶ στὴν ἐξουσία τῆς Ἱερουσαλὴμ τῶν ἡμερῶν ἐκείνων.
Ἡ πεποίθηση αὐτὴ τῶν ἀνθρώπων ὅμως προκάλεσε φόβο στοὺς φαρισαίους. Ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου ξεσήκωσε τὴν ὀργή τους. Μερικοὶ ἀπ’ αὐτοὺς εἰδοποίησαν τὸν Χριστὸ νὰ τοὺς σταματήσει ἀπὸ τὶς ἐπευφημίες αὐτές. Ὁ ταπεινὸς Κύριος ὅμως, ποὺ γνώριζε πὼς ἡ δύναμή Του ἦταν ἀκαταμάχητη, τοὺς ἀπάντησε: «Σᾶς λέγω , ὅτι ἐὰν αὐτοὶ σιωπήσουν, θὰ φωνάξουν οἱ πέτρες» (Λουκ. ιθ΄, 40). Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ βασιλιᾶ τῶν βασιλιάδων, ποὺ ἦταν ντυμένος σὰν φτωχὸς ἄνθρωπος καὶ καβαλοῦσε ἕνα γαϊδουράκι, ὅπως ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής:
Ὁ Ἰησοῦς εἶχε βρεῖ ἕνα γαϊδουράκι καὶ κάθισε πάνω του, ὅπως λέει ἡ Γραφή: «Μὴ φοβᾶσαι θυγατέρα μου, πόλη Σιών· νὰ ποὺ ἔρχεται σ’ ἐσένα ὁ βασιλιάς σου, σὲ γαϊδουράκι πάνω καθισμένος» (Ἰωάν. Ιβ΄,14-15). Οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστὲς περιγράφουν μὲ λεπτομέρειες πὼς ὁ Κύριος, ποὺ ἦταν φτωχὸς καὶ δὲν εἶχε τίποτα στὴ κατοχή Του, ἀπόκτησε γαϊδουράκι. Γι’ αὐτὸ κι ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τὸ προσπερνάει αὐτό, μὲ τὴ σιγουριὰ πὼς εἶναι γνωστό, καὶ λέει μόνο πὼς βρῆκε ἕνα γαϊδουράκι. Ὁ Λουκᾶς, ποὺ εἶναι ὁ πιὸ περιγραφικὸς ἀπὸ τοὺς εὐαγγελιστές, διηγεῖται τὴ θαυματουργικὴ προορατικότητα τοῦ Χριστοῦ στὸν τρόπο ποὺ βρῆκε τὸ γαϊδουράκι: «Πηγαίνετε στὸ ἀπέναντι χωριὸ καί, μόλις μπεῖτε σ’ αὐτό, θὰ βρεῖτε ἕνα πουλάρι δεμένο, στὸ ὁποῖο κανένας ἄνθρωπος ὡς τώρα δὲν κάθισε. Λύστε το καὶ φέρτε το» (Λουκ. ιθ. 30).
Οἱ μαθητὲς Του ξεκίνησαν νὰ ἐκτελέσουν τὴν ἐντολή Του καὶ τὰ βρῆκαν ὅλα ὅπως τοὺς τὰ εἶπε. Μαζὶ μὲ τὸ ὀνάριο ἦταν κι ἡ μητέρα του. Γιατί ὁ Κύριος δὲν ἀνέβηκε στὴ μητέρα τοῦ ὀναρίου ἀλλὰ στὸ μικρὸ πουλάρι της, ὅπου κανένας δὲν εἶχε ἀνεβεῖ ὡς τότε; Γιατί ἡ μητέρα δὲν θ’ ἄφηνε κάποιον ν’ ἀνεβεῖ πάνω της ἢ νὰ τὴν ὁδηγήσει. Ἡ μητέρα τοῦ γαϊδάρου ἀντιπροσωπεύει τὸν ἰσραηλιτικὸ λαὸ καὶ τὸ μικρὸ γαϊδουράκι τὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο. Αὐτὴ τὴν ἑρμηνεία δίνουν οἱ ἅγιοι πατέρες καὶ ἡ ἑρμηνεία τους εἶναι ἀναμφίβολα σωστή. Ὁ Ἰσραὴλ θ’ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, ἐνῶ οἱ εἰδωλολάτρες θὰ τὸν δεχτοῦν. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες θὰ γίνουν φορεῖς τοῦ Χριστοῦ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καὶ θὰ μποῦν μαζί Του στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
«Αὐτὰ στὴν ἀρχὴ δὲν τὰ κατάλαβαν οἱ μαθητές του· ὅταν ὅμως ὁ Ἰησοῦς ἀνυψώθηκε στὴ θεία δόξα, τότε τὰ θυμήθηκαν. Ὅ,τι εἶχε γράψει γιὰ κεῖνον ἡ Γραφή, αὐτὰ καὶ τοῦ ἔκαναν» (Ἰωάν. Ιβ΄ ,16). Γενικὰ οἱ μαθητὲς Του καταλάβαιναν πολὺ λίγα ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ποὺ συνέβαιναν στὸ Διδάσκαλό τους, ὡσότου «τοὺς φώτισε τὸ νοῦ» (Λουκ. κδ΄ 45), ὡσότου τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τοὺς φώτισε μὲ τὶς πύρινες γλῶσσες. Μόνο τότε κατάλαβαν καὶ θυμήθηκαν ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶχαν γίνει.
«Ὅλοι, λοιπόν, ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ, ὅταν φώναξε τὸ Λάζαρο ἀπὸ τὸν τάφο καὶ τὸν ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, διηγοῦνταν ὅσα εἶχαν δεῖ» (Ἰωάν. Ιβ΄,17-18).
Ἐδῶ ἀναφέρονται δύο ὁμάδες ἀνθρώπων: ἡ μία ὁμάδα ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκονταν μπροστὰ στὸ θαῦμα τῆς ἀνάστασης τοῦ Λαζάρου στὴ Βηθανία καὶ τὸ ὁμολογοῦσαν ἡ ἄλλη ὁμάδα ἦταν οἱ παροικοῦντες στὴν Ἱερουσαλήμ, οἱ ἐπισκέπτες, ποὺ εἶχαν ἀκούσει ἀπὸ τοὺς πρώτους τὸ θαῦμα τῆς νεκρανάστασης τοῦ Λαζάρου. Οἱ πρῶτοι ἦταν μάρτυρες τοῦ θαύματος· οἱ δεύτεροι ἦρθαν νὰ συναντήσουν τὸν Ἰησοῦ, ἐπειδὴ ἄκουσαν τὴ μαρτυρία τῶν πρώτων. Τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ ὁ καπνὸς ἀπὸ τὶς θυσίες ἀνέβαινε ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος· τὴν ὥρα ποὺ οἱ γραμματεῖς ἐρευνοῦσαν ἐξονυχιστικὰ τὸ νόμο τοῦ Μωυσῆ· τὴν ὥρα ποὺ οἱ ἀσυγκίνητοι ἱερεῖς ρύθμιζαν ἀλαζονικὰ τὸ πρόγραμμα τῆς γιορτῆς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ προσπαθοῦσαν μὲ κάθε τρόπο νὰ πείσουν τοὺς προσκυνητὲς πὼς ὅλο αὐτὸ τὸ μεγάλο πλῆθος εἶχε μαζευτεῖ ἐκεῖ γιὰ χάρη τους· τὴν ὥρα ποὺ οἱ Λευίτες μοίραζαν σχολαστικὰ τὸ μερίδιο τῶν θυσιῶν ποὺ τοὺς ἀνῆκε, οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι ἀκολουθοῦσαν τὸ θαῦμα καὶ τὸ Θαυματουργό.
Ὑπῆρχαν μεγάλα κύματα ἀνθρώπων ἀπ’ ὅλο τὸν κόσμο ποὺ εἶχαν γυρίσει τὴν πλάτη τους στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος, στοὺς ἱερεῖς καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ ἔκαναν τὶς θυσίες, καθὼς καὶ σ’ ὁλόκληρο τὸ μηχανισμὸ τῆς κοινωνίας ἀγορᾶς ποὺ οἱ ἴδιοι εἶχαν δημιουργήσει. Ὅλα αὐτὰ τὰ κύματα τῶν ἀνθρώπων τοὺς εἶχαν στρέψει τὰ νῶτα κι εἶχαν γυρίσει τὰ μάτια τους πρὸς τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἀπ’ ὅπου ἐρχόταν ὁ Θαυματουργός, ὁ Μεσσίας. Τί ἄξια εἶχαν οἱ νεκροὶ πύργοι τῆς Ἱερουσαλὴμ μὲ τοὺς ζωντανοὺς νεκροὺς μέσα τους, μπροστὰ στὶς πεινασμένες καὶ διψασμένες ψυχὲς τοῦ λαοῦ πού ἀναζητοῦσαν ἕνα παράθυρο στοὺς κλειστοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ δοῦν λίγο τὸν ζωντανὸ Θεό; Κι οἱ δυὸ ὄψεις τῆς ὑπερηφάνειας (ἐκείνης τῶν Ρωμαίων καὶ τῆς ἄλλης τῶν φαρισαίων) ποὺ εἶχαν κατακλύσει τὴν Ἱερουσαλήμ, ἦταν ἀδύνατες νὰ κάνουν ἔστω καὶ μία τρίχα ἀπὸ ἄσπρη μαύρη. Καὶ νά, μπροστά τους κατέβαινε ἀπὸ τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν Ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὴ φωνὴ Του κάλεσε ἀπὸ τὸν τάφο τὸν τετραήμερο Λάζαρο, τὸν ἀνάστησε καὶ τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ θανάτου!
Ἄχ, πότε θ’ ἀπομακρύνουμε καὶ μεῖς τὸ νοῦ μας ἀπὸ τοὺς ὑπερήφανους καὶ ἰσχυροὺς μηχανισμοὺς αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ θὰ τὸν στρέψουμε πρὸς τὸ οὐράνιο Ὄρος, πρὸς τὸν Βασιλιὰ Χριστό; Πότε θ’ ἀναθέσουμε κάθε ἐλπίδα μας σ’ Ἐκεῖνον; Ἡ ψυχὴ μας ἀναζητᾶ τὸν Νικητὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου, προβλήματα ποὺ ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη δὲν μπορεῖ νὰ ξεπεράσει ἀπὸ μόνη της. Νικητὴς εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ ψυχὴ μας πεινάει καὶ διψᾶ γιὰ τὸν ταπεινὸ μὰ ἰσχυρὸ Βασιλιά, ποὺ εἶναι ταπεινὸς στὴν ἰσχύ Του, ἰσχυρὸς στὴν ταπείνωσή Του. Ἡ ψυχὴ μας πεινάει καὶ διψάει γιὰ τὸν Βασιλιὰ ποὺ εἶναι φίλος τοῦ καθενὸς ἀπό μᾶς, γιὰ τὸ Βασιλιὰ ποὺ ἡ Βασιλεία Του εἶναι αἰώνια καὶ ἄπειρη, ποὺ ἡ ἀγάπη Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀπροσμέτρητη. Τέτοιος Βασιλιὰς εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός! Σ’ Ἐκεῖνον λοιπὸν κραυγάζουμε ὅλοι μας: Ὡσαννά! Ὡσαννά!
Σ’ Ἐκεῖνον πρέπει ἡ δόξα κι ὁ ὕμνος, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο: «Καιρὸς Μετανοίας

Ολίγα κείμενα για την Ανάσταση του Λαζάρου

0 σχόλια

Ὁ Ἅγιος Λάζαρος στὴν Ὀρθόδοξη Εἰκονογραφία

π. Σταμάτης Σκλήρης
st.lazaros-larnaka-cyprus[1]Στὸ Ἀπολυτίκιο τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου ψάλλουμε:
«Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν πρὸ τοῦ Σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον, Χριστὲ ὁ Θεός. Ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, Σοὶ τῷ Νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».
 Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ δοξολογεῖ ἡ Ἐκκλησία μας τὴν Ἀνάσταση τοῦ ἐδῶ τιμωμένου Ἁγίου Λαζάρου. Καὶ ταυτόχρονα φανερώνει μὲ αὐτὰ τὸ βαθύτερο νόημα καὶ τοῦ θαύματος τῆς Ἀναστάσεώς του καὶ τῆς ἑορτῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποὺ σχετίζεται μὲ αὐτό. Ὅτι δηλαδὴ τὸ θαῦμα αὐτὸ τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι μόνο ἕνα γεγονὸς τῆς ζωῆς τοῦ Λαζάρου, ἀλλὰ καὶ προτύπωση τῆς κοινῆς Ἀναστάσεως ὁλοκλήρου τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Τὴν ἴδια ὅμως ἀλήθεια ποὺ ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν θεολογικὴ ποίηση καὶ τὴν δοξολογικὴ μουσική της, τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἐκφράζει καὶ μὲ μίαν ἄλλη γλώσσα, μὲ τὴν ζωγραφικὴ γλώσσα τῆς εἰκονογραφίας. Τὸ πώς, μὲ ποιοὺς τρόπους, ἡ ζωγραφικὴ ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα τιμᾶ καὶ ὑμνεῖ τὸν τιμώμενο καὶ στὸ παρὸν συμπόσιο Ἅγιο Λάζαρο θὰ ἀποτελέσει τὸ θέμα τῆς εἰσηγήσεώς μας.
Ἡ ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ἔχει ἀφιερώσει στὸν Ἅγιο Λάζαρο δύο εἰκονογραφικὰ θέματα. Τὸ ἕνα ἀναφέρεται στὴν ὑπὸ τοῦ Κυρίου Ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Τὸ ἄλλο εἶναι ἡ ἰδιαίτερη προσωπικὴ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Λαζάρου ὡς ἱεράρχου. Θὰ περιγράψουμε τὰ δύο αὐτὰ θέματα καὶ στὸ τέλος θὰ δοῦμε συνολικὰ τὴ θέση καὶ τὴ σημασία τοῦ Ἁγίου Λαζάρου στὴν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία καὶ στὴ θεολογία τῆς Ἀναστάσεως.
Α΄ Τὸ Εἰκονογραφικὸ θέμα τῆς «Ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου»
Τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι εὐαγγελικὸ καὶ ἱστορικό. Βασίζεται σὲ διηγήσεις τῶν Εὐαγγελίων (Ἰω. 11, 1–44), καὶ δὲν εἶναι κατ’ ἀρχὴν συμβολικὴ παράσταση. Ἀποτελεῖ ἀπεικόνιση γεγονότος ἱστορικοῦ ποὺ ἔλαβε χώραν σὲ συγκεκριμένο τόπο καὶ χρόνο. Στὴ Βηθανία. στὸν τόπο ὅπου ἔμενε ὁ φίλος τοῦ Κυρίου μὲ τὶς ἀδελφές του λίγες ἡμέρες πρὸ τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου. Περιέχει, λοιπόν, ἡ εἰκόνα τῆς «Ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου» συγκεκριμένα ἱστορικὰ στοιχεῖα τὰ ὁποῖα εἶναι τὰ ἀκόλουθα:
1) Τὰ τελούμενα συμβαίνουν ἔξω τῆς Βηθανίας, ἡ ὁποία φαίνεται στὸ βάθος.
2) Φαίνεται ὁ τάφος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἄνθρωποι ἀφαιροῦν τὴν πλάκα.
3) Ὁ Λάζαρος φαίνεται μέσα στὸ μνημεῖο ὄρθιος ἢ νὰ ἀνακάθεται, τυλιγμένος μὲ τὰ σάβανα.
4) Ἕνας εἰκονιζόμενος φέρνει τὸ μανίκι του στὴ μύτη γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν δυσοσμία ποὺ ὅλοι περιμένουν ἀπὸ ἕναν τετραήμερο νεκρό.
5) Αὐτὸς ποὺ φέρει τὴν πλάκα τοῦ τάφου φαίνεται νὰ καταβάλλει μεγάλη μυϊκὴ δύναμη γιὰ νὰ σηκώσει τὸ βάρος τῆς πέτρας.
6) Φίλοι, γείτονες καὶ μαθητὲς παρακολουθοῦν ἔκθαμβοι.
7) Ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία προσκυνοῦν τὸν Κύριο καὶ τοῦ φιλοῦν τὰ πόδια μὲ εὐγνωμοσύνη.
8) Ὁ Ἰησοῦς εἶναι παρὼν καὶ ἀπευθύνει τὸ κάλεσμα πρὸς τὸν Λάζαρο εὐλογώντας τον μὲ τὸ δεξί του χέρι. Εἶναι τὸ κυριαρχοῦν στὴ σύνθεση πρόσωπο, τὸ ὁποῖο προσδίδει στὴν ζωγραφικὴ καὶ κάποιους ἄλλους χαρακτῆρες ποὺ ξεπερνοῦν τὰ ἱστορικὰ δεδομένα καὶ ἀνάγουν τὴν εἰκόνα σὲ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο, στὸ ὁποῖο θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ λίγο. Πάντως ἤδη σ’ αὐτὰ τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα τῆς εἰκόνος καταβάλλεται προσπάθεια νὰ φανεῖ πὼς ὁ Ἰησοῦς εἶναι πηγὴ δυνάμεως καὶ ζωῆς. Ἡ ζωγραφικὴ ὡς τέχνη τῆς ὁράσεως καὶ ὄχι τῆς ἀκοῆς, ὡς τέχνη τοῦ χώρου καὶ ὄχι τοῦ χρόνου, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει κίνηση καὶ δράση, οὔτε νὰ μᾶς βάλει νὰ ἀκούσουμε τὸ «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω». Ὅμως μπορεῖ ἀντ’ αὐτοῦ νὰ βρεῖ τὴ γόνιμη στιγμή, ὅπου ὁ Ἰησοῦς ἔχει πάρει τὴν παντοκρατορικὴ στάση σὰν Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου καὶ κοιτάζοντας πρὸς τὸν νεκρὸ φίλο Του μὲ ἀστραφτερὴ ματιά, ἁπλώνει δυναμικὰ τὸ χέρι καὶ τὸν εὐλογεῖ, κι αὐτὴ ἡ χάρη ποὺ τοῦ δίνει εἶναι καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Λαζάρου.
Ἂς συγκρατήσουμε αὐτὰ τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν περαιτέρω διερεύνηση τοῦ θέματος, ὑπογραμμίζοντας τὴν θέση–κλειδὶ ποὺ κατέχει ὁ Ἰησοῦς στὴν παράσταση. Καὶ ἂς ἐπιχειρήσουμε νὰ ἐντάξουμε τὴν εἰκόνα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου μέσα στὸ ὅλο λειτουργικὸ πλαίσιο τῆς εἰκονογραφίας. Θὰ δοῦμε τότε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δίνει στὸ εἰκονογραφικὸ θέμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου ἰδιαίτερη ἀξία. Δὲν τὸ θεωρεῖ ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου μόνο, οὔτε ὡς ἕνα ἐπεισόδιο ἀπὸ τὸ βίο ἑνὸς ἁγίου της ἁπλῶς. Συμπεριλαμβάνει τὸ θέμα στὸ Δαιδεκάορτο, δηλαδὴ μέσα στὸν εἰκονογραφικὸ κύκλο τῶν δώδεκα γεγονότων ποὺ θεωρεῖ ὡς τὰ πλέον βασικὰ στὴν ἔνσαρκο Οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ. Τὶς δώδεκα αὐτὲς σκηνὲς τοποθετεῖ ἢ στὶς καμάρες τῆς στέγης τοῦ ναοῦ ποὺ σχηματίζουν τὸ σταυρὸ τοῦ βυζαντινοῦ ρυθμοῦ ἢ στὶς φορητὲς εἰκόνες ποὺ σχηματίζουν τὸ Εἰκονοστάσι ἢ Τέμπλο.
Εἶναι φανερὸ πὼς θέλει νὰ μᾶς χειραγωγήσει ἀπὸ τὰ κατώτερα διαζώματα τοιχογραφιῶν μὲ μεμονωμένους ἁγίους, σκηνὲς ἀπὸ τοὺς βίους καὶ θαύματά των, πρὸς τὴν ἔνσαρκο Οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ (πάνω στὶς κεραῖες τῆς σταυροειδοῦς στέγης τοῦ ναοῦ) ποὺ παρουσιάζει τὸ Δωδεκάορτο καὶ μέσω τοῦ Δωδεκαόρτου πρὸς κάτι ἄλλο. Μᾶς ὁδηγεῖ πρὸς τὸν Ἐρχόμενο Παντοκράτορα Χριστό, ὁ ὁποῖος ἀνατέλλει ὡς νοητὸς ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ τρούλλου.
Οἱ εἰκόνες πάλι τοῦ τέμπλου μᾶς εἰσοδεύουν στὸ Ἱερὸ Βῆμα, στὴν εὐχαριστιακὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ πρόγευση τῆς ἐσχάτης ἡμέρας, πάλι δηλαδὴ τοῦ Ἐρχόμενου Χριστοῦ, ποὺ μᾶς ἀνοίγει τὴ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πρέπει, λοιπόν, ἐκτός ἀπὸ τὴν καθαρὰ ἱστορικὴ διάσταση νὰ ἀναζητήσουμε στὰ θέματα τοῦ Δωδεκαόρτου (ἑπομένως καὶ στὴν Ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου) μίαν ἄλλη ἑρμηνεία καὶ σημασία. Ἡ λειτουργική τους θέση τῶν μὲν τοιχογραφιῶν μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, τῶν δὲ φορητῶν εἰκόνων μεταξὺ κυρίως Ναοῦ καὶ Βήματος σημαίνει λειτουργικὰ μία θέση ἀνάμεσα στὴν ἱστορία καὶ στὰ ἔσχατα. Καὶ πράγματι, ἂν προσέξουμε τὴν εἰκόνα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου καὶ ἂν τὴν δοῦμε μέσα στὸ γενικὸ κλίμα τῆς ὀρθοδόξου εἰκονογραφίας, θὰ καταλήξουμε πὼς κάτω ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ ἐπίπεδο κρύπτεται κάποιο ἄλλο. Κάθε λεπτομέρεια ἱστορική, ποὺ παρουσιάζεται στὴν εἰκόνα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου, ἀποδίδεται τεχνοτροπία κατὰ τὸν γνωστὸ βυζαντινὸ τρόπο ποὺ δημιουργεῖ ἕνα ἄλλο, παράλληλο πρὸς τὸ ἱστορικό, ἐπίπεδο, ἕνα ἐπίπεδο ἐσχατολογικό, τὸ ὁποῖο στοιχειοθετεῖται ἀπὸ τὶς ἀκόλουθες λεπτομέρειες.
1. Ὁ νεκρὸς Λάζαρος δὲν ἔχει παθητικὴ στάση, ἀλλὰ σκύβει πρὸς τὸν Κύριο σὲ στάση ὑπακοῆς, σὰν ἡ Ἀνάστασή του νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα ὑπακοῆς τῆς φθαρτῆς φύσεως στὸν Ἰησοῦ, ποὺ ἀποδεικνύεται πλέον στὴν εἰκόνα ὄχι μόνο ὡς ὁ ἱστορικὸς Ἰησοῦς, ἀλλὰ καὶ ὁ ἐσχατολογικὸς Χριστὸς Κυρίου, στὸν ὁποῖον ὑπακούουν τὰ πάντα. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ παντοκρατορικὴ στάση, μὲ τὴν ὁποία εἴδαμε ὅτι παρουσιάζει τὸν ταπεινὸ Ἰησοῦ ἡ εἰκόνα. Ἔχει δηλαδὴ ἡ ὀρθόδοξη εἰκονογραφία μίαν ἰδιάζουσα ὅραση, ποὺ ἐπιπροβάλλει τὴν ἱστορία στὰ ἔσχατα. Βλέπει ἱστορικὰ γεγονότα, ἀλλὰ πίσω ἀπ’ αὐτὰ ὁραματίζεται τὸ ἐσχατολογικό τους «τέλος», τὴν ὁλοκλήρωσή τους.
2. Αὐτὸ δὲν συναντᾶται μόνο σὲ ἐπιμέρους λεπτομέρειες τῆς συνθέσεως, σὰν ὁ ἁγιογράφος νὰ ἐμπνεύσθηκε μία λεπτομέρεια γιὰ νὰ θεολογήσει στιγμιαία. Οὔτε εἶναι κάτι ποὺ συναντᾶμε σὲ μία εἰκόνα ἑνός, ἂς ποῦμε, ἐμπνευσμένου ἁγιογράφου, ἐνῶ λείπει ἀπὸ τὴν εἰκόνα ἑνὸς ἄλλου, μὴ ἐμπνευσμένου. Ἀλλὰ μία ἐσχατολογικὴ πνοὴ ὑπερβάσεως τοῦ θανάτου, τῆς φθορᾶς καὶ ὅλων τῶν νόμων τῆς φύσεως διαπερνᾶ ὁλόκληρη τὴν εἰκονογραφία, ἑπομένως καὶ κάθε εἰκόνα ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ ὀρθόδοξο τυπικό, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ ἔμπνευση ἢ εὐσέβεια τοῦ κάθε ἁγιογράφου. Χαρακτηριστικὴ ὡς πρὸς αὐτὸ εἶναι ἡ ἑξῆς λεπτομέρεια. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ σηκώνει τὴν πλάκα τοῦ τάφου φαίνεται νὰ καταβάλλει μεγάλη μυϊκὴ δύναμη γιὰ νὰ μετακινήσει τὴ βαρειὰ πέτρα. Ὅμως ἂν δοῦμε πὼς εἰκονίζεται ἡ ἴδια ἡ πλάκα τοῦ τάφου, θὰ παρατηρήσουμε πὼς ζωγραφίζεται ἀβαρὴς καὶ ἀνάλαφρη. Αὐτὸ τεχνοτροπικὰ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὸ ὅτι ἡ ὅλη σύνθεση δὲν φωτίζεται ἀπὸ συγκεκριμένη ἐνδοκοσμικὴ πηγὴ φωτὸς (ἥλιο κτλ.), ἀλλὰ ἀπὸ φῶς ποὺ δὲν ξέρουμε ἀπὸ ποὺ ἔρχεται καὶ ποὺ δὲν ἀκολουθεῖ τὸ νόμο τῆς εὐθύγραμμης διαδόσεως. Γι’ αὐτὸ δὲν ἀφήνει ἡ πλάκα σκιὲς στὸ ἔδαφος, δὲν ἔχει πάνω της πολλὲς καὶ κυρίως μονόπλευρες σκιές, δὲν ἔχει πάχος καὶ βάθος, καὶ ἑπομένως δὲν μᾶς πείθει πὼς ἔχει βάρος. Ἔχουμε, λοιπόν, ἀφ’ ἑνὸς ἕνα σχέδιο, ἕνα σκίτσο τῆς παραστάσεως ποὺ ὑποβάλλει τὸ αἴσθημα βαρύτητος καί, ἀφ’ ἑτέρου, ἕνα φῶς ποὺ φωτίζει ἰδιαζόντως αὐτὸ τὸ σχέδιο ἔτσι, ὥστε νὰ αἴρει τὸ αἴσθημα βαρύτητος. Νὰ ποιὰ εἶναι ἡ ζωγραφικὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας. Δείχνει τὸν πραγματικὸ κόσμο, ἀλλὰ μεταμορφωμένο κι ἀπελευθερωμένο ἀπὸ τὴ φθορά. Δείχνει μὲν τὰ πάντα σὲ ἕνα ἐπίπεδο ἱστορικὸ καὶ ρεαλιστικό, ἀλλὰ ταυτόχρονα τὰ ἀνάγει σὲ ἄλλο ἐπίπεδο ὑπεριστορικό, υ-περρεαλιστικό, ἐσχατολογικό.
3. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ βουνὰ καὶ τὰ κάστρα, τὰ ὁποῖα μὴν ἀφήνοντας σκιὲς καὶ ὄντας ὁλόφωτα, οὔτε αἴσθημα βαρύτητος οὔτε φθορᾶς ὑποβάλλουν.
4. Μάλιστα τὰ βουνὰ στὶς περισσότερες εἰκόνες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου ἔχουν τὴν ἰδιάζουσα πρισματικὴ δομὴ τῆς βυζαντινῆς ζωγραφικῆς ποὺ τὰ παρουσιάζει σὰν ἀνάλαφρα ἐλατήρια ποὺ ἐκτοξεύονται πρὸς τὰ πάνω, ἀντὶ νὰ βαραίνουν πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς βαρύτητος.
5. Τὸ φῶς, τέλος, τῆς εἰκόνος εἶναι τέτοιο, ποὺ δὲν μᾶς δημιουργεῖ τὸ αἴσθημα οὔτε πὼς ἀνατέλλει οὔτε πὼς δύει. Δὲν νιώθουμε πὼς ἡ εἰκόνα παρουσιάζει τὰ δρώμενα σὲ μία ὁρισμένη χρονικὴ στιγμὴ τῆς ἡμέρας.
Τὰ ἐσχατολογικὰ αὐτὰ στοιχεῖα ποὺ συνυπάρχουν μὲ τὰ προαναφερθέντα ἱστορικὰ στοιχεῖα τῆς παραστάσεως ἑνοποιοῦν τὸ χρόνο καὶ τὸν χῶρο, δὲν τὸν δείχνουν κομματιασμένο καὶ ἑνώνουν ἱστορία καὶ ἔσχατα στὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ ἱστορικοῦ Ἰησοῦ ποὺ ἀνέστησε τὸν Λάζαρο καὶ εἶναι ταυτόχρονα ὁ Ἐρχόμενος Παντοδύναμος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Παντοκράτωρ. Ὁπότε ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ζωγραφιζόμενη ὀρθοδόξως ἀνάγεται σὲ εἰκόνα ὄχι μόνο Ἀναστάσεως τοῦ ἑνὸς ἀνθρωπίνου προσώπου, τῆς μίας ὑποστάσεως τοῦ Λαζάρου, ἀλλὰ καὶ Ἀναστάσεως ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ μεταμορφώσεως ὁλόκληρης τῆς κτίσεως. Νά, λοιπόν, τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς ποὺ —ὅπως εἴπαμε στὴν ἀρχὴ— φανερώνει ἡ ποίηση καὶ ἡ ὑμνογραφία, ὄχι λιγότερο ὅμως καταδεικνύει καὶ ἡ ζωγραφικὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας μας./
Β΄ Τὸ Εἰκονογραφικὸ θέμα τοῦ Ἁγίου Λαζάρου ὡς Ἐπισκόπου
Ἡ Ἐκκλησία ὅμως δὲν μένει μόνο στὴν ἱστόρηση τῆς παραστάσεως τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου. Ἔχει καὶ τὴν ἰδιαίτερη εἰκόνα του, ὅπως καὶ κάθε ἁγίου. Τὰ ἐνδοϊστορικὰ στοιχεῖα τῆς εἰκόνος εἶναι παρμένα ἀπὸ τὴν παράδοση. Σύμφωνα μ’ αὐτὴν ὁ ἅγιος Λάζαρος μετὰ τὴν ἀνάστασή του ἔμεινε στὴ ζωὴ ἀκόμη τριάντα ἔτη, ἦλθε στὴν Κύπρο, ὅπου ἔγινε ἐπίσκοπος καὶ ἐκήρυξε τὸν Χριστό, ἐκοιμήθη δὲ καὶ ἐτάφη στὸ Κίτιο, ἀπὸ ὅπου μεταφέρθηκαν τὰ ἅγια λείψανά του τὸ 890 στὸν περικαλῆ ναὸ ποὺ ἀνήγειρε πρὸς τιμὴν του ὁ Λέων ΣΤ΄ ὁ Σοφός. Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὴν παράδοση αὐτὴ εἰκονίζεται ὁ ἅγιος Λάζαρος μὲ ἀρχιερατικὰ ἄμφια, κρατώντας τὸ Εὐαγγέλιο μὲ τὸ ἀριστερό του χέρι.
Ἰδιαίτερη ἐντύπωση προκαλεῖ τὸ πρόσωπό του. Ἔχει θλιμμένη ἔκφραση, εἶναι ρυτιδωμένο καὶ δὲν ἔχει μαλλιά, μουστάκια καὶ γένεια. Οἱ εἰκόνες αὐτὲς εἶναι πολὺ σπάνιες. Ἡ σημαντικότερη συναντᾶται στὴν πασίγνωστη ἐκκλησία τοῦ Ἄρακα στὰ Λαγουδερα καὶ εἶναι τοιχογραφία τοῦ 1192. Τὰ χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου εἶναι ἰδιάζοντα καὶ μᾶς παραπέμπουν στὴν τοιχογραφία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου στὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὰ Σκόπια, γνωστὸς μὲ τὸ ὄνομα Νέρεζι καὶ μὲ θαυμάσιες τοιχογραφίες τοῦ 1164, δηλαδὴ μίας τριακονταετίας πρὶν ἀπὸ τὸ τῆς Κύπρου. Καὶ στὴν τοιχογραφία τοῦ Νέρεζι τὰ χαρακτηριστικά τοῦ Ἁγίου εἶναι ἰδιάζοντα σὲ σχέση πρὸς ἄλλα μνημεῖα. Ἡ κορυφὴ τῆς κεφαλῆς του δὲν σκεπάζεται, ὅπως σὲ εἰκόνες τοῦ Σινᾶ. Τὸ μέτωπο εἶναι ἰδιαίτερα στρογγυλὸ (στοιχεῖο ποὺ δὲν συναντᾶται ἀλλοῦ παρὰ μόνο στὸν Ἄρακα). Ἡ βαθειὰ ρυτίδα κάτω ἀπὸ τὸ μῆλο τοῦ προσώπου ἔχει ὁλόιδιο σχῆμα μὲ τοῦ Ἄρακα. Δὲν ἔχει καθόλου μουστάκια καὶ γένεια, ὅπως ἔχουν ὅλες οἱ μεταβυζαντινὲς εἰκόνες καὶ —ἔστω σὲ μικρότερο βαθμὸ— οἱ παλιὲς βυζαντινές. Ἐπίσης ἡ στροφὴ τῆς κεφαλῆς πρὸς τὰ δεξιὰ εἶναι ἴδια καὶ στὸ μνημεῖο τῆς Κύπρου καὶ στὸ Νέρεζι, σὰν ὁ ζωγράφος τοῦ Ἄρακα νὰ ἀντέγραψε τὸ Νέρεζι.
Κάτι τέτοιο δὲν εἶναι ἀπίθανο, γιατί ἔχει μαρτυρηθεῖ ὁμοιότητα ἀνάμεσα σὲ βυζαντινὰ μνημεῖα τῆς Κύπρου καὶ ἀντίστοιχα μνημεῖα ὄχι μόνο τοῦ Σινᾶ (Γ. Σωτηρίου) ἀλλὰ καὶ τῶν Βαλκανίων. Ἔχει γραφεῖ μελέτη τοῦ Βόϊσλαβ Τζούριτς γιὰ τὶς ὁμοιότητες τῆς κυπριακῆς φορητῆς εἰκόνος τοῦ ἁγίου Πέτρου πρὸς τοιχογραφία τῆς ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα στὸν ποταμὸ Τρέσατς πάλι κοντὰ στὰ Σκόπια («Τὸ ἐργαστήριο τοῦ Μητροπολίτου Ἰωάννου», περιοδ. Ζograf τεῦχος Γ΄, 1969). Ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς παρατηρήσαμε ὁμοιότητες μεταξὺ Ἐπιταφίου Θρήνου τοῦ Νέζερι καὶ Κουρμπίνοβο (1191) ἀφ’ ἑνός, καὶ Μονῆς Χρυσοστόμου στὸν Κουτσοβέντη στὴν Κύπρο, ἀφ’ ἑτέρου (πρβλ. τὰ χέρια καὶ στάση Θεοτόκου). Μποροῦμε, λοιπόν, νὰ ἀχθοῦμε στὸ συμπέρασμα πὼς ὁ ἁγιογράφος τοῦ Ἄρακα πῆρε τὸ πρόσωπο ἀπὸ τὴ σύνθεση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου τοῦ Νέρεζι, τὸ ἐπεξεργάσθηκε βέβαια μὲ τὴ δική του τεχνοτροπία, καὶ τὸ ἔδεσε μὲ σχέδιο σώματος ἱεράρχου μὲ φελόνιο, ὠμοφόριο καὶ εὐαγγέλιο, πετυχαίνοντας ἔτσι καὶ στάση σιλουέττας δυνατὴ καὶ ἔκφραση προσώπου μοναδικὴ σὲ πνευματικὴ καὶ ἀσκητικὴ δύναμη. (Οἱ διαφορὲς μεταξὺ τῶν δύο προσώπων εἶναι ἐλάχιστες. Στὸ Νέρεζι συναντᾶμε ἀπαράμιλλη πλαστικότητα, φωτοσκίαση καὶ ἕνα βλέμμα μᾶλλον ἀπλανὲς σὰν νὰ ξυπνάει, ἐνῶ στὰ Λαγουδέρα περισσότερη γραμμικότητα, σχηματοποίηση καὶ σπάνια δύναμη ἐκφράσεως στὸ βλέμμα). Αὐτὴ ἡ χειρονομία τοῦ ζωγράφου τοῦ Ἄρακα, νὰ πάρει τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνασταινόμενου Λαζάρου ἀπὸ τὸ Νέρεζι καὶ νὰ τὸ βάλει στὴν εἰκόνα του, δὲν εἶναι ἄμοιρη μίας θεολογικῆς ἀλήθειας, τὴν ὁποία ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε καὶ ἀναπτύξουμε λίγο ἐδῶ, στὸ τέλος τῆς εἰσηγήσεώς μας.
Γ΄. Ὁ Ἅγιος Λάζαρος καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία τῆς Ἀναστάσεως
Μὲ ἄλλα λόγια μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς ὁ ἁγιογράφος ἔκανε ὅ,τι κάνει ἡ ἁγιογραφία ὅταν ζωγραφίζει τὸν Χριστὸ στὶς ἐμφανίσεις Του μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Τὸν παρουσιάζει νὰ ἔχει τὰ στίγματα στὴν πλευρά, στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια. Μὲ τὰ στίγματα αὐτὰ Τὸν ἀναγνώριζαν οἱ μαθητές, παρ’ ὅλο ποὺ ἐμφανιζόταν μεταμορφωμένος «ἐν ἑτέρα μορφῇ». Τὰ στίγματα αὐτὰ βλέποντας καὶ ψηλαφώντας ὁ Θωμᾶς ὁμολόγησε «ὁ Κύριάς μου καὶ ὁ Θεός μου!». Συνέδεαν δηλαδὴ τοὺς δύο τρόπους ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ, α) τὸν πρὸ τῆς Ἀναστάσεως καὶ β) τὸν μετὰ τὴν Ἀνάσταση «ἐν ἑτέρα μορφῇ», χάρη στὸ ἕνα καὶ μόνο σῶμα Του, ποὺ δὲν ἔπαυσε καὶ μετὰ τὴν Ἀνάσταση νὰ φέρει τὰ ἴδια στίγματα τῆς ἀγάπης Του. Ἡ σταυρικὴ θυσία Του ἐξ ἀγάπης, ἡ ὁποία δηλώνεται καὶ φαίνεται μὲ τὰ στίγματα, Τοῦ ἔδινε τὴν μία καὶ μοναδικὴ ταυτότητα μὲ τὴν ὁποία Τὸν ἀναγνώριζαν. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ διατήρηση τῶν στιγμάτων τοῦ Πάθους Του μετὰ τὴν Ἀνάσταση δείχνει πώς, ἐνῶ κάθε φθορὰ θὰ καταργηθεῖ μὲ τὴν Ἀνάσταση, θὰ μείνουν τὰ σημάδια ἐκεῖνα ποὺ δίνουν ἐκκλησιαστικὴ ταυτότητα στὸν Ἅγιο, ἐπειδὴ προέρχονται ἀπὸ σχέσεις ποὺ τὸν συνὲδεσαν γιὰ πάντα μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Στὸ Χριστὸ ἔμειναν τὰ στίγματα. Στὸν ἅγιο Λάζαρο ἔμειναν τὰ σημάδια ἀπὸ τὸν θάνατό του. Πάνω στὸν θάνατό του ἐπέδρασε ὁ Κύριος καὶ τὸν ἀνέστησε ἐξ ἀγάπης καὶ τώρα ἐμεῖς, τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀναγνωρίζουμε ἀμέσως τὴν εἰκόνα τοῦ Λαζάρου, ἐπειδὴ ἔχει τὰ σημάδια ποὺ τοῦ δίνουν τὴν ἐκκλησιαστική του ταυτότητα.
Ὁ ἁγιογράφος, λοιπόν, ποὺ πῆρε τὸ πρόσωπο τοῦ Λαζάρου ἀπὸ τὴν σύνθεση τῆς Ἀναστάσεώς του καὶ τὸ χρησιμοποίησε στὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Λαζάρου ὡς ἱεράρχου, ἐπανέλαβε ὅ,τι κάνει ἡ ἁγιογραφία καὶ στὶς ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Ἡ ἀνάσταση ἑπομένως τοῦ ἁγίου Λαζάρου καὶ ἡ ἐκ μέρους μας προσκύνηση τῆς εἰκόνας του εἶναι μία ἰδιαίτερη μέσα στὴν εἰκονογραφία μαρτυρία τοῦ δόγματος τῆς Ἀναστάσεως τῶν σωμάτων, τὴν ὁποία ἐξ ἄλλου ὁμολογοῦμε καὶ κάθε φορά ποὺ ἀπαγγέλλουμε στὴ Λειτουργία τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅπου ὁμολογοῦμε ὅτι πιστεύουμε σὲ «Ἀνάστασιν νεκρῶν».
Αὐτό, κατ’ ἐπέκταση, σημαίνει πὼς ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Λαζάρου μᾶς φανερώνει τὴν ἀνεκτίμητη ἀξία τοῦ ἑνὸς καὶ μοναδικοῦ σώματός μας. Γιατί μ’ αὐτὸ τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ σῶμα ὑπάρχουμε καὶ δροῦμε τώρα μέσα στὴν ἱστορία, καὶ μὲ τὸ ἴδιο θὰ ὑπάρχουμε καὶ αἰώνια μετὰ τὴν ἱστορία, στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὀρθόδοξη εἰκονογραφία, δηλαδή, δίνει τὴν ἀπάντηση καὶ σὲ κάθε πλάνη μετεμψυχώσεως, μετενσαρκώσεις κτλ. Ἀλλὰ ἐπίσης ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Λαζάρου δείχνει καὶ τὴ μοναδικὴ ἀξία τῆς ἱστορίας, ἑπομένως καὶ τῆς κάθε στιγμῆς στὴ ζωὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου.
Ἐδῶ πλέον ἐρχόμαστε στὸ μεγάλο θέμα τῆς ὀρθοδόξου ἀσκήσεως. Διότι διὰ τῆς ἀσκήσεως θὰ μετατρέψουμε τὴν ἱστορία ἀπὸ ἱστορία ἀρνήσεως καὶ πτώσεων σὲ ἱστορία καταφάσεως στὸν Θεὸ καὶ μετανοίας. Διὰ τῆς ἀσκήσεως θὰ ἐκφρασθεῖ πρὸς τὰ ἔξω καὶ συγκεκριμένα καὶ διὰ τοῦ σώματος (δηλ. διὰ συγκεκριμένων πράξεων ποὺ τελοῦνται ἀσφαλῶς διὰ τοῦ σώματος, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἐπιτελεσθοῦν ἐρήμην τοῦ σώματος) ἡ βούλησή μας γιὰ κατάφαση στὸν Θεὸ καὶ στὸ θέλημά Του, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ σωτηρία καὶ ἡ αἰωνιότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κτίσεως.
Καὶ ὅλο αὐτὸ τὸ χριστιανικὸ ἦθος τῆς πίστεως στὴν Ἀνάσταση καὶ τῆς ἀναστάσιμης ἐλπίδας ποὺ ἀπορρέει ἀπ’ αὐτήν μᾶς τὸ φανερώνει ἡ εἰκόνα τοῦ τετραημέρου καὶ φίλου τοῦ Χριστοῦ Λαζάρου. Σ’ αὐτὸν καὶ τὸ Συμπόσιό μας δέεται νὰ πρεσβεύει στὸν Κύριο τῆς Ζωῆς γιὰ νὰ μᾶς σώζει ἀπὸ τὴ φθορά. Ἀπὸ κάθε φθορά, τῆς ἁμαρτίας τῆς προσωπικῆς, τῶν παθῶν, τῆς ἁμαρτίας τῆς συλλογικῆς ποὺ ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν οἰκολογικὴ φθορά, νὰ μᾶς σώζει ἀπὸ τὴ φθορὰ τῆς ὑγείας, ἀπὸ τὴ φθορὰ τῶν αἰσθημάτων μας τῆς ἀγάπης, ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ ἐσχάτου ἐχθροῦ, τοῦ θανάτου. Νὰ πρεσβεύει ἀκόμη στὸν Κύριο τῆς Ζωῆς νὰ μᾶς θυμηθεῖ κατὰ τὴν Ἡμέρα τὴ Φοβερὰ καὶ νὰ μᾶς καλέσει κοντά Του στὸ Φῶς τῆς Ἀναστάσεως, ὡς αἰώνιους φίλους Του, σὰν τὸν φίλο Του τὸν Ἅγιο Λάζαρο.
Ἀπό τό βιβλίο:«Ἐν ἐσόπτρω -εἰκονολογικὰ μελετήμαστα»,
ἔκδ. Μ. Π. Γρηγόρης
»

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου

 Fr. Lev Gillet
LAZAROSOΤὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου κατέχει ξεχωριστὴ θέση στὸ λειτουργικὸ ἡμερολόγιο. Δὲν ἀνήκει στὶς σαράντα ἡμέρες τῆς μετάνοιας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς οὔτε καὶ στὶς ὀδυνηρὲς ἡμέρες τῆς Μ. Ἑβδομάδας, αὐτὲς ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Δευτέρα καὶ τελειώνουν τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Μαζὶ μὲ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων συνθέτουν ἕνα σύντομο χαρούμενο πρελούδιο τῶν γεμάτων πόνο ἡμερῶν ποὺ ἀκολουθοῦν.
Δύο σημαντικὰ περιστατικὰ συνδέονται μὲ τὴ Βηθανία: ἐκεῖ ἀνέστησε τὸν Λάζαρο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ξεκίνησε ὁ Ἰησοῦς τὴν πορεία καὶ ἄνοδό Του πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου εἶναι ἕνα γεγονὸς πού, ὅπως θὰ δοῦμε, ἔχει ἐξαιρετικὰ μεγάλη σημασία. Συνδέεται μυστηριωδῶς μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας καὶ παίζει, ὡς πρὸς αὐτή, τὸ ρόλο μίας ἔμπρακτης προφητείας.
Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Λάζαρος μᾶς παρουσιάζεται στὸ κατώφλι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ἀναστημένος, ὡς προάγγελος τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ θανάτου, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, παραμονὲς τῶν Θεοφανείων, προανήγγειλε τὸν Ἐπιφανέντα Χριστό. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὸν πρωταρχικὸ αὐτὸ χαρακτήρα της, ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἔχει καὶ κάποιες δευτερεύουσες πτυχὲς τὶς ὁποῖες εἶναι χρήσιμο νὰ ἐξετάσουμε: Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἀναγγέλλει τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἡ ὁποία ἔρχεται ὡς συνέπεια τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου:
«Λάζαρον τεθνεῶτα τετραήμερον ἀνέστησας ἐξ Ἅδου, Χριστέ, πρὸ τοῦ σοῦ θανάτου διασείσας τοῦ θανάτου τὸ κράτος καὶ δι’ ἑνὸς προσφιλοῦς τὴν πάντων ἀνθρώπων προμηνύων ἐκ φθορᾶς ἐλευθερίαν».
Τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου εἶναι, κατὰ κάποιο τρόπο, ἡ ἑορτὴ ὅλων τῶν νεκρῶν. Μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπιβεβαιώσουμε καὶ νὰ συγκεκριμενοποιήσουμε τὴν πίστη μας στὴν Ἀνάσταση. Ὁ Κύριός μας, τονώνοντας τὸ ἠθικό τῆς Μάρθας, μᾶς δίνει σχετικὰ μὲ τοὺς κεκοιμημένους μας μία πολύτιμη διδασκαλία. Εἶπε στὴ Μάρθα: «Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου». Ἡ Μάρθα ἀπάντησε: «Γνωρίζω ὅτι ὁ ἀδελφός μου θὰ ἀναστηθεῖ κατὰ τὴ γενικὴ ἀνάσταση τῆς ἐσχάτης ἡμέρας». Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀνταπάντησε: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή».
 Ἡ πίστη τῆς Μάρθας ἦταν ἀνεπαρκὴς σὲ δύο σημεῖα. Προέβαλε στὸ μέλλον, καὶ μόνο στὸ μέλλον, τὴν ἀνάσταση τοῦ ἀδελφοῦ της καί, δεύτερον, δὲν ἀντιλαμβανόταν αὐτὴ τὴν ἀνάσταση παρὰ μόνο σὲ σχέση μὲ ἕνα γενικὸ νόμο. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τῆς δείχνει ὅτι ἡ ἀνάσταση εἶναι ἕνα γεγονὸς ἤδη παρόν, ἐπειδὴ Αὐτὸς δὲν προξενεῖ ἁπλῶς, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή.
 Οἱ κεκοιμημένοι μας ζοῦν διὰ καὶ ἐν Χριστῷ. Ἡ ζωὴ τους συνδέεται μὲ τὴν προσωπικὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐκδηλώνεται ἐν αὐτῇ. Ἐὰν θελήσουμε νὰ ἑνωθοῦμε πνευματικὰ μὲ ἕνα κεκοιμημένο ἀδελφό μας ποὺ ἀγαπούσαμε πολύ, δὲν θὰ προσπαθήσουμε νὰ τὸν ζωντανέψουμε στὴ φαντασία μας, ἀλλὰ θὰ ἔρθουμε σὲ κοινωνία μὲ τὸν Ἰησοῦ καὶ ἐν Αὐτῷ θὰ τὸν βροῦμε. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου εἶναι μία θαυμάσια ἐπεξήγηση τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος. Μᾶς δείχνει πῶς, στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, ἡ Θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἑνώνονται χωρὶς νὰ συγχέονται: «Ἀνάστασις καὶ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ὑπάρχων, Χριστέ, ἐν τῷ μνήματι Λαζάρου ἐπέστης, πιστούμενος ἡμῖν τὰς δύο οὐσίας σου».  Ἀφενός, στὸν Ἰησοῦ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ λυγίσει μπροστὰ στὴ συγκίνηση καὶ νὰ θλιβεῖ γιὰ τὴν ἀπώλεια ἑνὸς φίλου: «Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς. Ἔλεγον δὲ οἱ Ἰουδαῖοι, ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν». Ἀφετέρου, ὁ Θεός, ἐν Χριστῷ, μπορεῖ νὰ διατάξει τὸν θάνατο ὡς ἔχων ἐξουσία: «Φωνὴ μεγάλη ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. Καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκώς…».
Τέλος, ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου παρακινεῖ τὸν ἁμαρτωλὸ νὰ ἐλπίζει ὅτι, ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι πνευματικὰ νεκρός, μπορεῖ νὰ ξαναζήσει: «Καμέ, φιλάνθρωπε, νεκρὸν τοῖς πάθεσιν, ὡς συμπαθὴς ἑξανάστησον, δέομαι». Εἶναι κάποιες φορὲς ποὺ μία τέτοια πνευματικὴ ἀνάσταση φαίνεται ἐξίσου ἀδύνατη ὅπως καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου: «Κύριε, ἤδη ὄζει, τεταρταῖος γάρ ἐστι». Ὅλα ὅμως εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ἀπὸ τὸ νὰ μεταστρέψει τὸν πιὸ σκληρόκαρδο ἁμαρτωλὸ μέχρι νὰ ἀναστήσει ἕνα νεκρό: «Λέγει ὁ Ἰησοῦς, ἄρατε τὸν λίθον…».
Νὰ λοιπὸν τί θὰ μάθουμε, ἂν πᾶμε τὸ Σάββατο αὐτὸ στὴ Βηθανία, στὸν τάφο τοῦ Λαζάρου. Ἐμεῖς ὅμως δὲν θέλουμε νὰ συναντήσουμε τὸν Λάζαρο. Θέλουμε νὰ συναντήσουμε στὴ Βηθανία τὸν Ἰησοῦ καὶ νὰ ξενινήσουμε μαζί Του τὴ φετινὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Μᾶς προσκαλεῖ ὁ Ἴδιος καὶ μᾶς περιμένει. Ἡ Μάρθα ἦρθε κρυφὰ νὰ πεῖ στὴν ἀδελφή της: «Ὁ διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ σοι». Καὶ ἡ Μαρία «ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ καὶ ἔρχεται πρὸς Αὐτόν».
 Ὁ Κύριος μὲ καλεῖ.
Θέλει κατὰ τὶς ἡμέρες τοῦ Πάθους Του νὰ μὴν τὸν ἐγκαταλείψω.
 Θέλει, αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς μέρες νὰ ἀποκαλυφθεῖ σὲ μένα –ποὺ μπορεῖ ἤδη νὰ «ὄζω»– μὲ ἕνα τρόπο καινούριο καὶ ὑπέροχο.
 Κύριε, ἔρχομαι.
Ἀπό το βιβλίο: Πασχαλινὴ κατάνυξη, Ἔκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ