ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

1 Δεκεμβρίου ,Κυριακή ΙΔ΄ Λουκά και μνήμη του Οσίου Φιλαρέτου του Ελεήμονος

0 σχόλια


Η Ευαγγελική Περικοπή της Θείας Λειτουργίας.
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: ΙΗ.35 – 43.
Τω καιρώ εκείνω, εν τω εγγίζειν τον Ιησούν εις Ιεριχώ, τυφλός τις εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών. Ακούσας δέ όχλου διαπορευομένου, επυνθάνετο τί είη ταύτα. Απήγγειλαν δέ αυτώ, ότι Ιησούς ο Ναζωραίος παρέρχεται. Και εβόησε λέγων: «Ιησού υιέ Δαυϊδ, ελέησόν με.» Και οι προάγοντες επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση. Αυτός δέ πολλώ μάλλον έκραζεν: «υιέ Δαυϊδ, ελέησόν με». Σταθείς δέ ο Ιησούς, εκέλευσεν αυτόν αχθήναι προς αυτόν. Εγγίσαντος δέ αυτού, επηρώτησεν αυτόν λέγων: «τί σοι θέλεις ποιήσω?» Ο δέ είπε: «Κύριε, ίνα αναβλέψω.» Και ο Ιησούς είπεν αυτώ: «ανάβλεψον, η πίστις σου σέσωκέ σε.» Και παραχρήμα ανέβλεψε, και ηκολούθει αυτώ δοξάζων τον Θεόν. Και πάς ο λαός ιδών, έδωκεν αίνον τω Θεώ.
Απόδοση.
Τις ημέρες εκείνες, καθώς ο Ιησούς πλησίαζε στην Ιεριχώ, ένας τυφλός καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε. Όταν άκουσε το πλήθος που περνούσε, ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Του είπαν ότι περνάει ο Ιησούς ο Ναζωραίος, κι εκείνος φώναξε δυνατά: «Ιησού Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Αυτοί που προπορεύονταν τον μάλωναν να σωπάσει, εκείνος όμως φώναζε ακόμη πιο δυνατά: «Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Τότε ο Ιησούς στάθηκε κι έδωσε εντολή να τον φέρουν κοντά του. Όταν αυτός πλησίασε, τον ρώτησε: Τι θέλεις να σου κάνω;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Κύριε, θέλω ν’ αποκτήσω το φως μου». Και ο Ιησούς του είπε: «Απόκτησε το φως σου! Η πίστη σου σε έσωσε». Αμέσως βρήκε το φως του κι ακολουθούσε τον Ιησού δοξάζοντας το Θεό. Όλος ο κόσμος, όταν τον είδε, δοξολογούσε το Θεό.
Επιμέλεια κειμένων Ιωάννης Τρίτος

Η Προσευχή

Μία ακόμα θαυματουργική επέμβαση του Κυρίου, περιγράφεται στο σημερινό Ευαγγελικό κείμενο, αγαπητοί μου αδελφοί. Ο Χριστός, εισερχόμενος στην Ιεριχώ, συναντά έναν εκ γενετής τυφλό, οποίος ζητεί, μετ’ επιτάσεως, να τον ελεήσει. Ο Χριστός πρώτα διαλέγεται μαζί του. Τον ερωτά τί θέλει, ενώ, ως παντογνώστης, γνωρίζει τον πόθο της ψυχής του. Δεν επεμβαίνει πριν ο άνθρωπος εκφράσει την βούληση και την επιθυμία του. Και τότε, επιβραβεύοντας την πίστη του, τον θεραπεύει.

Το σημείο στο οποίο θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας είναι η προσευχητική ικεσία του εκ γενετής τυφλού: Ιησού, Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με 1.  Ο τυφλός προσεγγίζει τον Θεό προσευχόμενος. Δέεται, αναγνωρίζοντας την παντοδυναμία Του. Προσεύχεται αφήνοντας τον εαυτό του στα χέρια του Θεού. Αποκαλύπτει τη δύναμη και τα αποτελέσματα της έντονης και ειλικρινούς προσευχής. Η προσευχή του τυφλού είναι σχεδόν ταυτόσημη με την σύντομη και περιεκτική προσευχή που καλλιεργείται κυρίως στον μοναχικό κόσμο, αλλά και μεταξύ των Χριστιανών, οι οποίοι, με έναν μονολόγιστο τρόπο, προσπαθούν να κρατούν τον νου συνδεδεμένο με τον Θεό: Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν.

Η ερμηνεία αυτής της καρδιακής και μονολόγιστης προσευχής, δίδεται από τον αγιασμένο σύγχρονο Αγιορείτη Γέροντα Αιμιλιανό τον Σιμωνοπετρίτη, έναν άνθρωπο που έκανε την προσευχή τρόπο και λόγο ζωής. Λέγει ο π. Αιμιλιανός: «Με την βοερή κραυγή «Κύριε» δοξολογούμε τον Θεό, την ένδοξη μεγαλειότητά Του, τον Βασιλέα του Ισραήλ, τον Δημιουργό της ορατής και αόρατης κτίσεως, μπροστά στον Οποίον φρίττουν τα Σεραφείμ και τα Χερουβίμ. Με την γλυκύτατη επίκληση και πρόσκληση «Ιησού» μαρτυρούμε ότι είναι παρών ο Χριστός, ο Σωτήρας μας και με ευγνωμοσύνη Τον ευχαριστούμεν, διότι μάς ετοίμασε ζωή αιώνια. Με την τρίτη λέξη «Χριστέ» θεολογούμε, ομολογώντας ότι ο Χριστός είναι αυτός ο Υιός του Θεού και Θεός. Δεν μάς έσωσε κάποιος άνθρωπος, ούτε ένας άγγελος, αλλά ο Ιησούς Χριστός, ο αληθινός Θεός. Στη συνέχεια, με την ενδόμυχη αίτηση «Ελέησόν με», προσκυνούμε και παρακαλούμε να γίνει ίλεως ο Θεός, εκπληρώνοντας τα σωτήρια αιτήματά μας, τους πόθους και τις ανάγκες των καρδιών μας. Και εκείνο το «με», τί εύρος έχει! Δεν είναι μόνον ο εαυτός μου. Είναι όλοι όσοι πολιτογραφήθηκαν στο κράτος του Χριστού, στην Αγία Εκκλησία, είναι όλοι αυτοί που αποτελούν μέλος του δικού μου σώματος. Και, τέλος, για να είναι πληρέστατη η προσευχή μας, κατακλείουμε με την λέξη «τον αμαρτωλόν», εξομολογούμενοι καθώς εξομολογούνταν και όλοι οι άγιοι και γίνονταν υιοί φωτός και ημέρας»2.

Στην εποχή μας εντοπίζεται, συχνά, η άποψη ότι η προσευχή είναι ενέργεια ανθρώπων μειωμένων διανοητικών προσόντων, οι οποίοι, επειδή δεν έχουν τη δυνατότητα ν’ αντεπεξέλθουν, με τις δυνάμεις τους, στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της ζωής, καταφεύγουν σε μία ανώτερη δύναμη, που ονομάζουν Θεό, προσδοκώντας βοήθεια. Την άποψη αυτή αντιμετωπίζει ριζικά ο μεγάλος επισήμων – βιολόγος Αλέξης Καρρέλ, ο οποίος απαντώντας επισημαίνει ότι «διά της προσευχής, ο άνθρωπος συναντά τον Θεό και ο Θεός ενοικεί στον άνθρωπο. Η προσευχή είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη του κρατίστου μέρους της οντότητός μας. Δεν πρέπει, λοιπόν, να θεωρούμε την προσευχή σαν μια πράξη στην οποία επιδίδονται μόνον οι αδύναμοι κατά το πνεύμα, οι πτωχοί και οι άνανδροι. «Είναι ντροπή να προσευχόμεθα», έγραφε ο Νίτσε. Στην πραγματικότητα δεν είναι περισσότερο ντροπή να προσευχόμεθα από το να τρώμε, να πίνουμε, να αναπνέουμε. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη τον Θεό, όπως έχει ανάγκη από το νερό και το οξυγόνο»3.

Επειδή, λοιπόν, η προσευχή είναι η φυσική ροπή της ψυχής που φλέγεται από την αγάπη του Θεού και πιστεύει σ’ Αυτόν, η άγνοια και η άρνησή της αδικούν και προσβάλουν αυτή την ίδια την ανθρώπινη φύση. Ο Γέροντας Αιμιλιανός και στο σημείο αυτό είναι σαφής και κατηγορηματικός και επισημαίνει: «Αντιλαμβάνεστε ότι ένας άνθρωπος που δεν ξέρει να προσευχηθεί, στην πραγματικότητα είναι ένας ξοφλημένος άνθρωπος. Δεν υπάρχει ενδεχόμενο να πετύχει στη ζωή του. Και μοναχός να είναι, θα μείνει πάλι ένας επίγειος άνθρωπος και δεν θα γίνει ποτέ ένας ουράνιος άνθρωπος. Ακόμη περισσότερο, δεν θα γίνει ένας άγγελος, εφόσον δεν ξέρει να χρησιμοποιεί πολύ καλά αυτό το μέσο πορείας και πλεύσεως, την προσευχή»4

Ας κάνουμε, λοιπόν, αδελφοί, την προσευχή τρόπο πλεύσεως προς την αγάπη του Θεού. Και να είμαστε βέβαιοι, ότι θα καταφέρουμε να θεραπεύσουμε την πνευματική τυφλότητα, που απειλεί την ουσία της ζωής μας, μιμούμενοι τον αναγεννημένο τυφλό της περικοπής. ΑΜΗΝ!

Αρχιμ. Ε.Ο.




Η φιλάνθρωπη "μανία" του αγίου Φιλάρετου

Ο προστάτης της Μελισσοκομίας Άγιος Φιλάρετος ο Ελεήμων         (1η Δεκεμβρίου)
 
Μεγάλη είναι η χαρά της προσφοράς και της ελεημοσύνης στον άνθρωπο με διαστάσεις αιωνιότητας, ενώ η ευχαρίστηση και η ικανοποίηση της ιδιοκτησίας και γενικά των υλικών και φθαρτών αγαθών είναι ευτελής και πρόσκαιρη.
Ο Άγιος Ιωάννης ο θεολόγος, ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου και Απόστολος της αγάπης πάντα έλεγε το «τεκνία αγαπάτε αλλήλους». Έλεγε να αγαπάτε τους άλλους με τα έργα και την αλήθεια και όχι με τα λόγια.
Αυτή η έμπρακτη αγάπη και η ελεημοσύνη αλλά και η ταπείνωση και άλλες χάριτες έβαλαν το φωτοστέφανο στο όμορφο και ιλαρό πρόσωπο του Άγιου Φιλάρετου.
Ο ψαλμωδός της εκκλησίας μας αναφέρει: «Τοις Αγίοις τοις εν τη γή αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος και δια του Αγίου Φιλάρετου». Το συναξάρι της 1ης του μηνός Δεκεμβρίου μεταξύ των άλλων Αγίων αναφέρει: «Τη αυτή ημέρα μνήμη του Αγίου Φιλάρετου του Ελεήμονος».
Ο Άγιος Φιλάρετος γεννήθηκε το 702 μ.Χ. στην Άμνια της Παφλαγονίας, η οποία δέχονταν όπως και οι άλλες επαρχίες της Μικράς Ασίας τακτικές Αραβικές επιδρομές. Ήταν από τους ευγενείς του Πόντου και της Γαλατίας, γιος του Γεωργίου του Φερωνύμου.
Γεννήθηκε την ταραγμένη εκείνη εποχή όπου το Βυζάντιο σπαράσσονταν από την αίρεση της Εικονομαχίας. Είχε μεγάλη περιουσία και στην κατοχή του εκατοντάδες ζώα, βόδια, άλογα και μουλάρια για τις εργασίες του όπως όργωμα και μεταφορές, αλλά και δώδεκα χιλιάδες πρόβατα. Είχε ακόμα 48 τεράστια κτήματα εύφορα με πηγές για να ποτίζει τις καλλιέργειες και 250 δυνατά μελίσσια και πολλούς υπηρέτες.
Η γυναίκα του ήταν η Θεοσσεβώ από ευγενική οικογένεια και θεοσεβούμενη. Μαζί είχαν τρία παιδιά, ένα όμορφο γιο, τον Ιωάννη και δύο κόρες εξαιρετικά όμορφες, την Υπατία και την Ευανθία. Ο ίδιος έμοιαζε με τον φιλόξενο Αβραάμ και Ιακώβ. Και όσο έδινε τόσο πλήθαιναν τα αγαθά του.
Ο θεός όμως θέλησε να τον δοκιμάσει όπως άλλοτε και τον πολύαθλο Ιώβ. Και ενώ αυτός ο άνθρωπος συνέχιζε αδιάκοπα και με χαρά να μοιράζει στους φτωχούς και πεινασμένους τα αγαθά του, ο θεός σταμάτησε να του αποδίδει τα εκατονταπλάσια.
Τα κτήματα του τα άρπαζαν οι γείτονες του, το βίος του όλο το διασκόρπισε με γενναιοδωρία του, με τις επιδρομές των Ισμαηλιτών και με πολλές άλλες αιτίες και οδηγήθηκε σε μεγάλη φτώχια.
Όλα αυτά τα υπέμεινε χωρίς ποτέ να λυπηθεί ή να βλαστημήσει ή να αγανακτήσει.

Στο τέλος του έμειναν μόνο τα μελίσσια του, 250 κυψέλες, δυνατές και παραγωγικές. Και όταν ερχόταν προς αυτόν κάποιος φτωχός, μη έχοντας τι άλλο να του δώσει, τον έπαιρνε, πήγαινε στα μελίσσια, τρυγούσε μια κυψέλη και έδινε το μέλι στο φτωχό για να χορτάσει. Με τον τρόπο αυτό είτε ήταν καιρός για να τρυγήσει είτε δεν ήταν, εξάλειψε όλα τα μελίσσια του.
Ο Άγιος Φιλάρετος είχε και πολλά εγγόνια μεταξύ των οποίων η εγγονή του Μαρία κόρη της Υπατίας, της κόρης του, η οποία παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Στ΄ όπου βασίλευε εκείνη την εποχή στο Βυζάντιο μαζί με την μητέρα του Ειρήνη την Αθηναία. Τους γάμους ετέλεσε ο Άγιος Ταράσιος το έτος 788μ.Χ. τον Νοέμβριο, ο οποίος ήταν τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Άγιος και η οικογένειά του μετά από αυτό έζησε κοντά στο παλάτι τέσσερα χρόνια χωρίς να δεχθεί να φορέσει μεταξωτά ρούχα και χρυσή ζώνη, αλλά πάντα βοηθούσε τους φτωχούς ανθρώπους και πεινασμένους.
Ο Θεός φανέρωσε στον Άγιο πότε θα έφευγε από τη ζωή και ο Άγιος κάλεσε κοντά του όλη την οικογένεια και τους συμβούλευσε να κάνουν καλά έργα στη ζωή τους, να κάνουν ελεημοσύνες στους φτωχούς και να ζουν ευτυχισμένοι και τότε μόνο θα έχουν θησαυρούς άφθαρτους εις την Βασιλεία των Ουρανών.
Θα σας υποδείξω, τους είπε, έμπιστους αγγελιοφόρους στους οποίους θα εμπιστευτείτε τα χρήματά σας που θα θελήσετε να στείλετε εκεί για να μη σας ζημιώσουν καθόλου. Προσέξτε, τους είπε, να μην μου τα στείλετε με τους πλούσιους αλλά με τους φτωχούς, τις χήρες και τα ορφανά, τους ξένους, τους φυλακισμένους και τους ομοίους τους.
Προείδε ο Άγιος τη ζωή συγγενών του και τα χρόνια που θα ζούσαν στη γη και τους συμβούλεψε να πράττουν έργα αγαθά. Ευχήθηκε επίσης στον εγγονό του και πνευματικά γιο του Νικήτα προσευχόμενος στον θεό να ζήσει το παιδί αυτό πολλά χρόνια και να τον αξιώσει ο θεός να λάβει το άγιον και αποστολικόν σχήμα και να τηρεί τις εντολές και παραγγέλματα του.
Τους ευχήθηκε όλους και ενώ τους ευλογούσε ξαφνικά έλαμψε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο και άρχισε να χαμογελά και να ψέλνει: «Έλεος και κρίσιν άσομαί σοι Κύριε».
Και όταν τελείωσε τον ψαλμό, το σπίτι ευωδίασε από αρώματα. Μετά άρχισε να λέει το «Πιστεύω» και όταν το τελείωσε άρχισε το «Πάτερ Ημών» και όταν έφθασε στις λέξεις «γενηθήτω το θέλημά Σου» παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο πλήρης ημερών, αφού είχε φθάσει ενενήντα ετών και με όψη ανθηρή ωσάν τριαντάφυλλο και χρώμα ζωηρό.
Με την ευκαιρία της εορτής του Αγίου Φιλάρετου του Ελεήμονος την 1η Δεκεμβρίου εκάστου έτους θα πρέπει οι μελισσοκόμοι όλης της χώρας με τα αρμόδια όργανά τους, μελισσοκομικοί σύλλογοι και συνεταιρισμοί να τιμούν τον προστάτη τους Άγιο τελώντας Θεία Λειτουργία με αρτοκλασία. Πρέπει επίσης την ημέρα εκείνη να μοιράζονται στον κόσμο προϊόντα της μέλισσας όπως μέλι, γύρη κ.λ.π. και συγχρόνως να ενημερώνεται ο κόσμος για τα αγνά προϊόντα της μέλισσας και τις ευεργετικές επιδράσεις, που έχουν στον ανθρώπινο οργανισμό.
Πρέπει να γίνει γνωστό στον κόσμο και περισσότερο στη νεολαία της χώρας μας η μεγάλη προσφορά των μελισσών στο περιβάλλον όπως οι επικονιάσεις δένδρων, φυτών και γενικά στην ισορροπία του περιβάλλοντος που στις μέρες το περιβάλλον περισσότερο από κάθε άλλη φορά βομβαρδίζεται ασύστολα και αλόγιστα από επικίνδυνα φυτοφάρμακα σε διάφορες καλλιέργειες, διάφορα απόβλητα, ρυπογόνες ουσίες κ.α.
Στέλιος Μαγαλιός
Μελισσοκόμος - Ιεροψάλτης

30 Νοεμβρίου μνήμη του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου

0 σχόλια

Ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας 



Σήμερα η Εκκλησία εορτάζει και τιμά την ιερή μνήμη του αγίου αποστόλου Ανδρέα του πρωτοκλήτου. Ο άγιος Ανδρέας ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, μια μικρή πόλη στις όχθες της λίμνης Γεννησαρέτ. Ήταν γιός του Ιωνά και αδελφός του Σίμωνα, που από τον Ιησού Χριστό μετονομάσθηκε Πέτρος. Υπήρξε πρώτα μαθητής του βαπτιστή Ιωάννη και ονομάζεται πρωτόκλητος, επειδή είναι ο πρώτος, που ο Ιησούς Χριστός κάλεσε στο αποστολικό αξίωμα. Ήταν βέβαια ψαράς μαζί με τον πατέρα του και τον αδελφό του. Άκουσε το βαπτιστή Ιωάννη, που είπε κι έδειχνε τον Ιησού Χριστό· «Ίδε ο αμνός του Θεού». Ο Ανδρέας κι ένας άλλος μαθητής πήραν από κοντά τον Ιησού Χριστό. Εκείνος στράφηκε και τους ρώτησε· «Τί ζητείτε;». Και τότε ο Ανδρέας του είπε· «Διδάσκαλε, πού μένεις;».
Φαίνεται πως ο άλλος μαθητής του βαπτιστή μαζί με τον Ανδρέα ήταν ο ύστερα απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης, που το συνηθίζει σε τέτοιες περιπτώσεις να μη λέγει το όνομα του. Στην ερώτηση λοιπόν του Ανδρέα ο Ιησούς Χριστός απάντησε· «Έρχεσθε και ίδετε», ελάτε να δήτε. Και συνεχίζει τη διήγηση ο ευαγγελιστής Ιωάννης με τα εξής αξιομνημόνευτα λόγια· «Ήλθον ουν και είδον που μένει, και παρ’ αύτω έμειναν την ημέραν εκείνην ώρα ην ως δεκάτη», ήλθαν λοιπόν και είδαν που μένει και έμειναν κοντά του εκείνη την ημέρα, ως τις τέσσερις το απόγευμα. Μπορούμε να φαντασθούμε τί θα ήκουσαν από τον θείο Διδάσκαλο οι δυό μαθητές του Ιωάννη μια ήμερα ολόκληρη, που έμειναν μαζί του, και ποιες θα ήσαν οι εντυπώσεις των.
Αλλά την εντύπωση που έκαμε και την επίδραση που είχε η ολοήμερη αναστροφή και ο λόγος του Ιησού Χριστού στους ψαράδες της Γεννησαρέτ, την βλέπομε στη συνέχεια της ευαγγελικής διήγησης. Ο Ανδρέας, λέγει το Ευαγγέλιο, «ευρίσκει πρώτος τον αδελφόν τον ίδιον Σίμωνα και λέγει αυτώ· ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Πρώτος ο Ανδρέας βρίσκει τον αδελφό του το Σίμωνα και του λέγει· «Βρήκαμε το Χριστό!». Η εβραϊκή λέξη Μεσσίας στα ελληνικά θα πει Χριστός, ο απεσταλμένος δηλαδή του Θεού, τον οποίο περίμενε ο λαός. Όλα ήσαν έτοιμα· ο βάπτισης Ιωάννης έδειχνε τον Ιησού και έλεγε· «ίδε ο αμνός του Θεού!». Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός μίλησε τώρα στους δύο ψαράδες και τους έπεισε πως αυτός ήταν εκείνος που περίμεναν. Δεν έμενε λοιπόν αμφιβολία, κι ο Ανδρέας γεμάτος χαρά και ιερό ενθουσιασμό έφερε την αγγελία στον αδελφό του.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά το ιερό κείμενο συπληρώνει ότι ο Ανδρέας πήρε τον αδελφό του και τον παρουσίασε στον Ιησού Χριστό· «ήγαγεν αυτόν προς τον Ιησούν». Τότε ο Ιησούς Χριστός κοίταξε το Σίμωνα στα μάτια και του είπε· «Συ ει Σίμων ο υιός Ιωνά, συ κληθήση Κηφάς»· εσύ είσαι ο Σίμωνας ο γιός του Ιωνά, εσύ θα ονομασθείς Κηφάς. Και εξηγεί ο Ευαγγελιστής ότι το Κηφάς στα ελληνικά θα πει Πέτρος. Γιατί ο Ιησούς Χριστός άλλαξε το όνομα του Σίμωνα και τον είπε Κυφό, δηλαδή Πέτρο, μας το λέγει ο ευαγγελιστής Ματθαίος. Ύστερ’ από τη μεγάλη ομολογία του Πέτρου, ο Ιησούς Χριστός μαζί με τα άλλα του είπε· «Συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν…». Η ομολογία του Πέτρου ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο Υιός του αληθινού Θεού, είναι η πέτρα της πίστεως και το θεμέλιο της Εκκλησίας.
Η πρώτη συνάντηση του Ανδρέα με τον Ιησού Χριστό δεν είναι και η οριστική κλήση του στο έργο του Αποστόλου. Όταν παραδόθηκε ο Ιωάννης ο βαπτιστής, τότε ο Ιησούς Χριστός κάλεσε οριστικά τους μαθητές, που θα γίνονταν Απόστολοι και τότε πρώτον πάλι κάλεσε τον Ανδρέα με τον αδελφό του τον Πέτρο, που τους βρήκε «βάλλοντας αμφίβληστρον εις την θάλασσαν». Άλλες δυό φορές ύστερα βλέπομε τον απόστολο Ανδρέα στα ιερά Ευαγγέλια. Μια φορά, όταν μαζί με τον Φίλιππο έφεραν στον Ιησού Χριστό κάποιους Έλληνες, που ζήτησαν να τον δουν. Και δεύτερη, όταν ο Ιησούς Χριστός μιλούσε για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ· τότε, μαζί με τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, ο Ανδρέας ρώτησε· «Ειπέ ταύτα πότε έσται;» πες μας πότε θα γίνουν αυτά;
Μετά την Πεντηκοστή δεν ξέρομε πολλά για τη ζωή και το έργο του αποστόλου Ανδρέα. Είναι όμως βέβαιο ότι η ιεραποστολική του δράση συνδέεται με τη δική μας Βυζαντινή και Ελλαδική Εκκλησία. Είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας στο αρχαίο Βυζάντιο, γι’ αυτό και ο πατριαρχικός ναός σήμερα στην Πόλη τιμάται στο όνομα του. Στην Ελλάδα είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας των Πατρών, όπου και μαρτύρησε, σταυρωμένος ανάποδα. Ο ναός του αγίου Ανδρέου στην Πάτρα είναι από τους μεγαλοπρεπέστερους σήμερα ναούς στην Ελλάδα. Την αγία του κάρα το 1460 ο Θωμάς Παλαιολόγος, φεύγοντας την κατάκτηση των Τούρκων, την πήρε μαζί του από την Πάτρα στη Ρώμη, και πριν από λίγα χρόνια ο Μητροπολίτης Πατρών την ξαναπήρε στην Πάτρα. Μένει πάντα στ’ αυτιά μας ο λόγος του αποστόλου Ανδρέα, από τους πιό αξιομνημόνευτους του Ευαγγελίου· «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Αμήν . 

29 Nοεμβρίου μνήμη του Αγίου νεοϊερομάρτυρος Φιλουμένου , του εν τω Φρέατι του Ιακώβ .

0 σχόλια

Ο Άγιος Νεομάρτυρας Φιλούμενος του Φρέατος του Ιακώβ 


Ο Άγιος Φιλούμενος κατά κόσμος Σοφοκλής γεννήθηκε στην Λευκωσία, στις 15 Οκτωβρίου 1913. Γονείς του ήταν οι Ευσεβείς Γεώργιος και Μαγδαληνή. Ήταν δίδυμος αδελφός με τον π. Ελπίδιο κατά κόσμον Αλέξανδρος και από μικροί ξεχώριχαν για την αγάπη που είχαν προς τον Θεό και γι’ αυτό από πολύ νωρίς άναψε μέσα τους η επιθυμία για τη μοναχική ζωή. Το 1927, σε ηλικία μόλις 14 τώ αναχώρησαν και οι δυο για την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου, αφού πήραν την ευχή του πνευματικού τους, αλλά και των ευλαβών γονέων τους. Εκεί έμειναν 6 περίπου χρόνια, όταν ο Έξαρχος του Παναγίου Τάφου τους πήρε για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο του Πατριαρχείου στα Ιεροσόλυμα, όπου βρέθηκαν το 1934, μαθητές στην Σχολή της Αγίας Σιών.
Το 1937 εκάρησαν μοναχοί παίρνοντας ο Σοφοκλής το όνομα Φιλούμενος και ο Αλέξανδρος το όνομα Ελπίδιος. Στις 5 Σεπτεμβρίου του ιδίου χρόνου χειροτονήθηκαν διάκονοι και το 1939 αποφοίησαν από το Γυμνάσιο του Πατριαρχείου. Ο π. Ελπίδιος έφυγε από την Αγία Γη, υπηρετώντας σε άλλους τόπους. Ο Άγιος Φιλούμενος παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα για 45 συνεχή χρόνια, μέχρι το μαρτύριό του. Το 1943 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και αφού πέρασε από διάφορες διακονίες μέσα στο Πατριαρχείο και διορίσθηκε σε διάφορες θέσεις υπηρετώντας πάντοτε με ευθύνη και φόβο Θεού και με πολύ αγάπη προς τους αγιοταφίτες πατέρες, στις 8 Μαΐου του 1979 μετατέθηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ όπου υπηρέτησε μέχρι το μαρτυρικό του θάνατο, στις 29 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Εκεί όμως, αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα από φανατικούς Εβραίους που συνέχεια τον απειλούσαν ότι αν δεν εγκαταλείψει το Φρέαρ και πάρει τις εικόνες και τον Εσταυρωμένο να φύγει, θα τον σκοτώσουν. Εκείνος όμως απαντούσε ότι δεν θα εγκαταλείψει ποτέ το προσκύνημα, αλλά ότι ήταν έτοιμος ακόμα και να μαρτυρήσει, ως πιστός φύλακας αυτού.
Το απόγευμα της 29ης Νοεμβρίου του 1979, ημέρα της μνήμης του Αγ. Μάρτυρος Φιλουμένου, φανατικοί Εβραίοι μπήκαν στο χώρο του Φρέατος του Ιακώβ κι ενώ ο Άγιος τελούσε τον Εσπερινό, του επιτέθηκαν με τσεκούρι, τον κακοποίησαν και τέλος τον σκότωσαν. Το μαρτύριό του ήταν φρικτό, γιατί οι δήμιοί του τον χτύπησαν αλύπητα στο πρόσωπο και του έκοψαν τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. Στη συνέχεια βεβήλωσαν την Εκκλησία και το Σταυρό κι έριξαν μια χειροβομβίδα καταστρέφοντας τον χώρο. Είναι συγκλονιστική η μαρτυρία του π. Σωφρονίου που παρέλαβε το τίμιο λείψανο του μάρτυρα για να το ντύσει και να το ετοιμάσει για την ταφή, ότι παρέμεινε 5 μέρες μετά το μαρτύριό του ζεστό και εύκαμπτο και «βοήθησε» το Γέροντα Σωφρόνιο για να τον ντύσει. Συγκλονιστική είναι επίσης η μαρτυρία του κατά σάρκα αδελφού του π. Ελπιδίου, που αν και μίλια μακρυά, άκουσε τη φωνή του π. Φιλουμένου να του λέγει: «Αδελφέ μου με σκοτώνουν προς δόξαν Θεού. Σε παρακαλώ μην αγανακτήσεις».
Η Εκκλησία τον τιμά ως άγιο στις 29 Νοεμβρίου και το ευωδιάζον και θαυματουργό σκήνωμά του βρίσκεται εντός του νέου τρισυπόστατου μεγαλοπρεπούς ιερού ναού που χτίστηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ, επ’ ονόματι της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος, του Αγίου Φιλουμένου και του αγίου Ιουστίνου. Κτίτωρ του νέου αυτού ναού είναι ο Αρχιμανδρίτης π. Ιουστίνος, στον οποίο ο Άγιος Φιλούμενος εμφανίζεται συχνά και τον προστατεύει από τις επιθέσεις των φανατικών Εβραίων που συνεχίζονται εναντίον του π. Ιουστίνου και του Ιερού Προσκυνήματος. Χιλιάδες ορθόδοξοι καταφθάνουν κατ’ έτος για να προσκυνήσουν το ιερό λείψανό του στο Φρέαρ του Ιακώβ, στη Σαμάρεια.





28 Νοεμβρίου η μνήμη των Αγίων Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων , των εν Τιβεριουπόλει ( Στρωμνίτση ) , πολιούχων πόλεως Κιλκίς

0 σχόλια





Οι άγιοι Πεντεκαίδεκα ιερομάρτυρες, που τιμώνται ιδιαιτέρως και είναι πολιούχοι της πόλεως του Κιλκίς, ανήκουν στην ευρύτερη χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας και ειδικότερα των μαρτύρων. Μάρτυρες η Εκκλησία ονομάζει τους αγωνισαμένους μέχρι ψυχής και αίματος και μαρτυρήσαντας τη δόξη του Χριστού. (άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων). Μάρτυρας είναι αυτός που υπομένει θεληματικά τον σωματικό θάνατο, προκειμένου να παραμείνει πιστός στην ομολογία της πίστεώς του στον Χριστό. Η αγία μας Εκκλησία αποκαλεί την ημέρα της εορτής των Μαρτύρων, την ημέρα του θανάτου τους, γενέθλια ημέρα, διότι αυτήν την ημέρα εισήλθαν στεφανηφόροι στην βασιλεία του Θεού. Γι’ αυτό οι πιστοί πανηγυρίζουν και εορτάζουν με χαρά την ημέρα μνήμης της αθλήσεως των μαρτύρων. «Ο θάνατος των μαρτύρων είναι παρηγοριά των πιστών, παρρησία των Εκκλησιών, σύσταση του χριστιανισμού, κατάλυση του θανάτου, απόδειξη της αναστάσεως, γελοιοποίηση των δαιμόνων, κατηγορία του διαβόλου, διδασκαλία της ενάρετης ζωής, παρακίνηση για περιφρόνηση των παρόντων πραγμάτων και οδός για επιθυμία των μελλοντικών αγαθών, παρηγορία για τις θλίψεις που μας έχουν βρει και αιτία για υπομονή, καθώς και ρίζα και πηγή και μητέρα όλων των αγαθών» γράφει ο χρυσορρήμων άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Οι προστάτες και πολιούχοι της πόλεως του Κιλκίς Πεντεκαίδεκα Ιερομάρτυρες έζησαν τον 4ο μ.Χ. αιώνα, όταν αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (361-363 μ.Χ.). Άγνωστη παραμένει η καταγωγή τους, ενώ το Συναξάρι και το μαρτύριό τους (Πέτρου Βλαχάκου, Θεοφύλακτος Αχρίδος- Οι Δεκαπέντε Μάρτυρες της Τιβεριούπολης, εκδόσεις Ζήτρος) συνέγραψε ο Άγιος Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και πάσης Βουλγαρίας (11ος – 12ος μ. Χ. αι.). Στη σύντομη βασιλεία του ο Ιουλιανός προσπάθησε να ανασυγκροτήσει την αυτοκρατορία με βάση τις φιλοσοφικές και ειδωλολατρικές πεποιθήσεις του. Πρωταρχικό μέλημα του Ιουλιανού ήταν η αποκατάσταση και επαναφορά της ειδωλολατρικής θρησκείας. Άνοιξε ξανά τους ναούς των ειδώλων, επέστρεψε τις περιουσίες τους και άρχισε προσφορά δημοσίων θυσιών. Ταυτόχρονα έλαβε μέτρα κατά των Χριστιανών «των Γαλιλαίων» όπως περιφρονητικά τους αποκαλούσε. Τους απομάκρυνε από τα δημόσια αξιώματα, τους απαγόρευσε να φοιτούν στις διάφορες σχολές, αντικατέστησε τα χριστιανικά σύμβολα με ειδωλολατρικά. Η αρχική του αποτυχία τον εξαγρίωσε αφάνταστα εναντίον των Χριστιανών. Όπως αναφέρει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Ιουλιανός πρόσταξε τους διοικητές των πόλεων, να συλλαμβάνουν τους Χριστιανούς και αν δεν αρνούνταν το Χριστό, να τους βασανίζουν μέχρι θανάτου. Σύμφωνα με αυτή τη διαταγή, ο τότε άρχοντας της Νίκαιας διέταξε τους χριστιανούς της περιοχής του να αρνηθούν την πίστη τους, διαφορετικά τους περίμεναν ανεκδιήγητα βασανιστήρια και ο θάνατος. Οι χριστιανοί, όταν τα άκουσαν αυτά, φώναξαν όλοι από κοινού: «Εμείς δεν μπορούμε να αρνηθούμε τον Χριστό, τον αληθινό Θεό και να θυσιάσουμε στα κουφά και άφωνα είδωλα». Αυτό τον γέμισε με πολύ θυμό και ακατάσχετη μανία, και άλλους από αυτούς τους υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια και θανατώσεις, ενώ πολλοί ξέφυγαν στα όρη και τις ερημιές, κάποιοι διασκορπίσθηκαν σε άλλους τόπους. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν οι Τιμόθεος, Κομάσιος, Ευσέβιος και Θεόδωρος οι οποίοι κατέφυγαν κατ’ αρχάς στην Θεσσαλονίκη. Δεν έμειναν όμως πολύ καιρό και στην πόλη αυτή, λόγω των διωγμών, και κατέφυγαν βόρεια, στην πόλη Στρώμνιτσα, που τότε ονομαζόταν Τιβεριούπολη. Η Στρώμνιτσα βρίσκεται τις υπώρειες της βορειοδυτικής προεκτάσεως της Κερκίνης, στη Βόρεια Μακεδονία, πλησίον εύφορης πεδιάδας και απέχει από τη Θεσσαλονίκη 104 χιλιόμετρα. Στην αρχαιότητα, στην ίδια θέση βρισκόταν η αρχαία ελληνική πόλη των Παιόνων, που ονομαζόταν Αστραίον ή Αιστραίον ή και Αστέριον. Κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα μετονομάσθηκε σε Καλλίπολη. Κατά την βυζαντινή περίοδο η πόλη ονομάζεται Τιβεριούπολη. Έτσι ονομάζεται από τον άγιο Θεοφύλακτο, Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος και πάσης Βουλγαρίας (τέλη του 11ου αιώνα), σε χρυσόβουλα των Κομνηνών και από βυζαντινούς συγγραφείς κυρίως από τον Νικηφόρο Γρηγορά. Υπό ποιες συνθήκες πήρε την ονομασία αυτή δεν υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία. Ο καθηγητής Αθανάσιος Αγγελόπουλος στο βιβλίο του «Βόρειος Μακεδονία – Ο Ελληνισμός της Στρωμνίτσης», γράφει ότι η ονομασία έγινε μάλλον επί αυτοκράτορα του Βυζαντίου ονόματι Τιβερίου. Αυτοκράτορες με αυτό το όνομα υπήρξαν δύο. Ο πρώτος βασίλευσε λίγο μετά τον Ιουστινιανό (578-582) και ο δεύτερος αργότερα (689-705). Το πιθανότερο είναι να δόθηκε επί του πρώτου Τιβερίου. Δεν αποκλείει ο καθηγητής το ενδεχόμενο να μετενομάστηκε σε Τιβεριούπολη, λόγω της παραμονής εκεί του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τιβερίου (14-37 μ.Χ.). Στα χρόνια της Σερβοβουλγαρικής κατοχής της πόλης, η Τιβεριούπολη έλαβε την ονομασία «Στρώμνιτσα». Από τον 11ο αιώνα έως τον 13ο αιώνα η πόλη καθίσταται αντικείμενο έριδος μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων, ως παραμεθόριο κάστρο, και τότε ονομάστηκε προφανώς Στρώμνιτσα. Η ονομασία αυτή προήλθε από τον ποταμό Στρυμώνα ο οποίος ονομάζεται από τους Βουλγάρους «Στρούμα». Την περιοχή της Στρώμνιτσας διαρέει ομώνυμος παραπόταμος του Στρυμώνα, τον οποίο οι Βούλγαροι ονομάζουν «Στρούμιτζα» ή «Στρώμνιτσα». Έτσι διατηρήθηκε η ονομασία Στρώμνιτσα και η πόλη κατοικείται από ανθηρό Ελληνισμό όλη την περίοδο της αιχμαλωσίας του Γένους στους Οθωμανούς ως το 1913. Στην Τιβεριούπολη, λοιπόν, την κατόπιν Στρώμνιτσα κατέφυγαν οι τέσσερις πρώτοι Ιερομάρτυρες, οι οποίοι, με την αγία ζωή τους και την φλογερή διδασκαλία τους «έσπειραν τον σπόρο του θείου λόγου στα χωράφια των ψυχών και δημιούργησαν με επιμέλεια για τον Χριστό ένα εύφορο και καλλιεργημένο χωράφι, γεμάτο στάχυα» (άγιος Θεοφύλακτος). Ο άγιος βίος και η χαριτόβρυτος πολιτεία τους είλκυσε και άλλους έντεκα ιερείς και μοναχούς της Τιβεριούπολης, απαρτίζοντας «την Τρίτη πεντάδα» των πιστών δούλων και εργατών του αμπελώνος Χριστού. Τα ονόματα των αγίων είναι: Τιμόθεος, και Θεόδωρος επίσκοποι. (Ο Θεόδωρος είναι ένας από τους 318 θεοφόρους πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ ο Τιμόθεος κατέστη επίσκοπος Τιβεριουπόλεως). Πέτρος, Ιωάννης, Σέργιος, Θεόδωρος, Νικοφόρος οι ιερείς, Βασίλειος και Θωμάς διάκονοι, Ιερόθεος, Δανιήλ, Χαρίτων, Σωκράτης, Κομάσιος και Ευσέβιος οι μοναχοί. Όλοι μαζί οι άγιοι ζούσαν αγγελική ζωή, φώτιζαν τις ψυχές των ανθρώπων, ήλεγχαν την πλάνη των ειδώλων στην Τιβεριούπολη και την ευρύτερη περιοχή ενώ έλαβαν από τον μισθαποδότη Κύριο και το χάρισμα της θαυματουργίας, και μάλιστα των ιάσεων. Η ιεραποστολική και χριστιανική δράση των Δεκαπέντε εργατών του Ευαγγελίου διαδόθηκε «επί πτερύγων ανέμων» και έφτασε ως την Θεσσαλονίκη. Εκεί ήταν διοικητές ο Ουάλλης και ο Φίλιππος, φανατικοί ειδωλολάτρες, τυφλά όργανα του δυσσεβούς Ιουλιανού. Ακούγοντας οι δυο την δράση των αγίων, έσπευσαν στην Τιβεριούπολη, τους συνέλαβαν και τους προσήγαγαν σε δημόσια δίκη. Εκεί τους επιτίμησαν και τους κατηγόρησαν ότι περιφρονούν τα διατάγματα του βασιλέως και πιστεύουν ως Θεό αυτόν που σταυρώθηκε με ληστές. Οι άγιοι, χωρίς δισταγμό και με θάρρος στον αληθινό Θεό, ομολόγησαν την πίστη τους, διαλαλώντας το αποστολικό «ουδείς ημάς χωρίσει της αγάπης του Χριστού», αποδεικνύοντας ταυτόχρονα το άλογον της ειδωλολατρίας. Μάλιστα, η πειστικότητα των επιχειρημάτων τους ήταν τέτοια, ώστε οι δυο τύραννοι τους διέκοψαν τον ειρμό του λόγου τους λέγοντας τους «ομολογείτε τους αθανάτους θεούς ή όχι;». «Ποτέ» είπαν οι μάρτυρες «δεν θα θυσιάσουμε στους δαίμονες και τα είδωλά τους, αφού ο Χριστός ο Θεός μας απάλλαξε από τη δουλεία των δαιμόνων». Η γενναία απάντησή τους εξόργισε τους δυο διοικητές που αποφάσισαν την με ξίφος θανάτωση των αγίων. Ξεκίνησαν λοιπόν με χαρά και αγαλλίαση, για τον τόπο του μαρτυρίου τους, όπου και έλαβαν τα αμάραντα στέφανα της αθλήσεως τους. Ένας από τους Πεντεκαίδεκα αγίους, ο ιερεύς Πέτρος, «θείω ζήλω πυρωθείς την καρδίαν» φώναξε λίγο προ του μαρτυρίου: «Παραβάτες των έργων και εχθροί της αλήθειας, γιατί χύνετε χωρίς αιτία το αίμα των δικαίων, για τους οποίους δεν αποδείχτηκε τίποτε που ν’ αξίζει τον θάνατο, αλλά μάλλον όλες οι πράξεις τους αξίζουν τιμές και στεφάνια;». Αυτά τα λόγια μόλις τα άκουσαν οι μιαροί εκείνοι άρχοντες, πρόσταξαν να ξαπλώσουν καταγής τον μάρτυρα και να τον χτυπήσουν με ραβδιά, έπειτα να του κόψουν τα χέρια και τελικά να τον θανατώσουν με ξίφος. Τα χέρια του αγίου τα πέταξαν στα σκυλιά. Ένα από αυτά, το δεξί χέρι έπεσε στα πόδια μιας εκ γενετής τυφλής, η οποία μόλις το αντιλήφθηκε το πήρε στο σπίτι της και το φρόντισε. Και από τη χαρά της για τον ανεκτίμητο θησαυρό που κατείχε, καταφιλούσε το χέρι του μάρτυρα, το αγκάλιαζε, το τοποθετούσε στα μάτια της. Και τότε έγινε το μεγάλο θαύμα του Κυρίου – ανοίξανε τα μάτια της και βρήκε το φως της. Το άγιο αυτό λείψανο, η ευσεβής γυναίκα το εναπέθεσε αργότερα στη Θεσσαλονίκη, στον Ιερό Ναό της καλλινίκου μάρτυρος Αναστασίας, το οποίο όμως αργότερα επέστρεψε στην Στρώμνιτσα. Μετά την επιστροφή των χριστιανομάχων διοικητών στη Θεσσαλονίκη, οι πιστοί της Τιβεριούπολης πήραν τα ιερά λείψανα των αγίων, τα τοποθέτησαν σε λάρνακες, στις οποίες έγραψαν το όνομα, τη ζωή και το αξίωμά τους. Ήταν 28 Νοεμβρίου του 362 μ. Χ. Αργότερα ανήγειραν και μεγαλοπρεπή ναό, όπου τοποθετήθηκαν οι Δεκαπέντε λάρνακες που αποτέλεσαν πηγή θαυμάτων και ιάσεων, πολλά από τα οποία διασώζει ο βιογράφος τους άγιος Θεοφύλακτος ώστε όπως γράφει, «να γίνει η Τιβεριούπολη ένας λαμπρός πυρσός, που άπλωνε το φως της πίστης σε άλλες πόλεις και ανακαλούσε από την σκοτεινή πλάνη όσους βρίσκονταν στο πέλαγος της απιστίας». Δυστυχώς, εξαιτίας βαρβαρικών αλώσεων και καταστροφών τα λείψανα των αγίων χάθηκαν και μόνο το δεξί χέρι του Ιερομάρτυρα Πέτρου διασώθηκε, το οποίο επεστράφη στην Στρώμνιτσα και το κρατούσαν οι ευσεβείς Έλληνες της Στρώμνιτσας ως θησαυρό πολυτίμητο, στους δίσεκτους χρόνους της τουρκικής σκλαβιάς. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου, ο ένδοξος ελληνικός στρατός, απελευθερώνει και την Στρώμνιτσα από τον βουλγαρικό ζυγό. Στις 26 Ιουνίου του 1913 εισέρχεται στην πόλη μια ίλη του ελληνικού ιππικού και την απελευθερώνει. Χαράς ευαγγέλια. Η πόλη πλημμυρισμένη από την κυανόλευκη υποδέχεται τους απελευθερωτές με το «Χριστός Ανέστη». Δυστυχώς όμως με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 26 Ιουλίου του 1913 η πόλη επιδικαζόταν στους Βουλγάρους. Το τρομακτικό νέο γνωστοποιείται τηλεγραφικώς στον τότε Μητροπολίτη Στρώμνιτσας Αρσένιο και εκείνος περίλυπος και με δάκρυα στα μάτια το ανακοινώνει στο ποίμνιό του. Τα άδικα και θλιβερά νέα διαδόθηκαν αστραπιαία. Η κατάφωρα άδικη απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων υποχρέωνε τους Στρωμνιτσιώτες να ζήσουν κάτω από το μένος των Βουλγάρων. Αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την αγαπημένη τους πατρίδα και να καταφύγουν στην Ελλάδα, αφού πρώτα κάψουν τα σπίτια και τα ακίνητα υπάρχοντά τους, για να μην βρουν τίποτε οι Βούλγαροι. Έτσι, ο Ελληνισμός της πανάρχαιας ελληνικής πόλεως Αιστραίον ή Τιβεριουπόλεως ή Στρώμνιτσας εγκατέλειπε κατώδυνος την προγονική του γη. Πολλοί εξ αυτών των προσφύγων Στρωμνιτσιωτών εγκαταστάθηκαν στην ερειπωμένη από τον πόλεμο πόλη του Κιλκίς (περίπου 3.500) την οποία με πολύ ζήλο και αγάπη άρχισαν γρήγορα να την ανοικοδομούν. Άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη. Οι Στρωμνιτσιώτες έφεραν μαζί τους στο Κιλκίς ως ιερά κειμήλια μια παλαιά εικόνα των Πεντεκαίδεκα ιερομαρτύρων, την οποία εναπόθεσαν σ’ έναν παλαιό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος κοντά στο Κοιμητήριο, τον οποίο μετονόμασαν σε ναό των Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων και μια παλιά Εικόνα του Αγίου Δημητρίου, την οποία εναπόθεσαν επίσης σε έναν παλαιό ναό του Αγίου Αθανασίου, που μετονόμασαν και αυτόν σε ναό του Αγίου Δημητρίου λόγω του ότι και στην Στρώμνιτσα υπήρχε ναός προς τιμήν του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου ο οποίος μάλιστα, ήταν ο Μητροπολιτικός ναός της πόλεως. Ο μεγαλύτερος θησαυρός όμως που έφεραν από την πατρίδα είναι το ιερό λείψανο, το δεξί χέρι του Ιερομάρτυρα Πέτρου του Πρεσβυτέρου, ενός από τους Πεντεκαίδεκα, το οποίο εναπόθεσαν και αυτό στον μετονομασθέντα ναό. Οι Στρωμνιτσιώτες εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς γύρω από τους δύο προαναφερθέντες ναούς. Το 1967 με ενέργειες του τότε Μητροπολίτη Πολυανής και Κιλκισίου Χαρίτωνα Συμεωνίδη του Ποντίου, προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας και προς το αρμόδιο Υπουργείο, καθιερώθηκε με Βασιλικό Διάταγμα της 19ης Ιουλίου 1967 να εορτάζονται επίσημα ως πολιούχοι της πόλεως Κιλκίς και η ημέρα της γιορτής τους (28 Νοεμβρίου) ως αργία για τον τόπο. Στα επόμενα χρόνια όμως ο παλαιός ναός έπαθε σημαντικές ζημιές από σεισμούς και γκρεμίσθηκε. Στις 12 Ιουνίου 1977 θεμελιώθηκε ο σημερινός περικαλλής ναός των αγίων, από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αμβρόσιο Στάμενα, τον μετέπειτα Παροναξίας, ιερατεύοντος του π. Σταματίου Χατζοπούλου. Τα θυρανοίξια του νέου ναού έγιναν στις 27 Νοεμβρίου 1989, ενώ τα Εγκαίνια στις 21 Οκτωβρίου 1990 ιερατεύοντος του π. Σταύρου Χριστοφορίδη. Στο νέο πλέον ναό, βρίσκεται θησαυρισμένο και το ιερό λείψανο και η παλαιά εικόνα. Ο ευσεβής λαός του Κιλκίς, κάθε χρόνο στις 28 Νοεμβρίου, τιμά και γεραίρει την μνήμη των πολιούχων κα προστατών του Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων. Δημήτριος Νατσιός δάσκαλος – θεολόγος Κιλκίς

Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/2513, Ἀντίβαρο

Ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ὁ Στουδίτης Ἐπίσκοπος Λητῆς καὶ Ρεντίνης (1558-1574) . Η μνήμη αυτού 27 Νοεμβρίου από εφέτος.

0 σχόλια

Ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ὁ Στουδίτης Ἐπίσκοπος Λητῆς καὶ Ρεντίνης (1558-1574)


Ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ὁ Στουδίτης Ἐπίσκοπος Λητῆς καὶ Ρεντίνης (1558-1574)

Ὁ Ἐπίσκοπος Λητῆς καὶ Ρεντίνης Δαμασκηνὸς εἶναι ἐξέχουσα μορφὴ ἁγίου Ἱεράρχου ὄχι μόνον τοῦ 16ου αἰῶνος, ἀλλὰ ὅλων τῶν χρόνων τῆς δουλείας, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀποτελεῖ πνευματικὸ φάρο ποὺ κατέλαμψε τὸ τότε πνευματικὸ σκότος τοῦ Γένους, δοξάζοντας καὶ τὴν περίφημη Ἐπισκοπὴ Λητῆς καὶ Ρεντίνης, ἡ ὁποία κατέστη παγκοσμίως γνωστή χάρις σὲ αὐτόν.
Γεννημένος περὶ τὸ 1520 στὴ Θεσσαλονίκη ὅπου ἔλαβε ἄριστη μόρφωση, ὁ ἅγιός μας -κατὰ κόσμον ἴσως Δημήτριος- μετέβη νέος στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου πρὶν τό 1546 ἔγινε Μοναχὸς τῆς Ἀδελφότητος «τῶν Στουδιτῶν», λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Δαμασκηνὸς καὶ τὴν προσωνυμία «Στουδίτης»· ἤδη ὡς ὑποδιάκονος, σπου-δάζοντας στὴν περίφημη Πατριαρχικὴ Ἀκαδημία, ὑπῆρ-ξε καὶ περιφανὴς ἱεροκήρυκας τῆς Βασιλεύουσας, σπείροντας λόγους πλήρεις ὠφελείας, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα ἀποτέλεσαν τὸ ὑλικὸ γιὰ τὸ βιβλίο του «Θησαυρός».
Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1550 καὶ 1558 ὁ Ἅγιος Δαμασκη-νὸς δραστηριοποιήθηκε στὴν περιοχὴ τῶν Τρικάλων, πιθανότατα ὡς Διδάσκαλος τῆς ἐκεῖ Σχολῆς, καὶ πρὶν τὸ 1558 ἔλαβε τὴν Ἱερωσύνη. Στὸ ἴδιο διάστημα μετέβη καὶ στὴ Βενετία γιὰ νὰ τυπώσει τὸν δημοφιλῆ «Θησαυρό».
Τὸ 1560 στὸ Ναὸ τῶν Ἀρχαγγέλων («Ροτόντα») τῆς Θεσσαλονίκης ὁ Ἱερομόναχος Δαμασκηνὸς χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος «Λητῆς καὶ Ρενδίνης» ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Θεωνᾶ (τόν πρό τοῦ 1560-65· δὲν πρόκειται περὶ τοῦ γνωστοῦ ἁγίου).    
Παρὰ τὸ ὅτι ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ἦταν μόνον Ἐπίσκοπος, ὡστόσο δὲν ἔπαυσε νὰ διαλάμπει μὲ τὸν συν-δυασμὸ τῆς λαμπρῆς παιδείας του καὶ τῆς ἄμετρης ταπεινοφροσύνης του. Ὁ Γερμανὸς θεολόγος Στέφαν Γκέρλαχ (1546-1612), μολονότι ἐχθρικὸς πρὸς τὴν Ὀρθο-δοξία, ἐπιβεβαιώνει ὅτι ὁ Λητῆς καὶ Ρεντίνης Δαμα-σκηνὸς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς πιὸ μορφωμένους Ὀρθοδόξους Κληρικοὺς τῆς ἐποχῆς του καὶ ἀπὸ αὐτούς ἦταν ὁ πιὸ ἐπαινετὸς «λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας μετριοφρο-σύνης, ὀλιγαρκείας καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν του».
Λόγῳ τῶν χαρισμάτων του αὐτῶν ὁ Ἅγιος ἀπέλαυε τῆς ἐμπιστοσύνης τῶν Πατριαρχῶν γιὰ σημαίνουσες ἀποστολές ὡς Ἔξαρχος, ὅπως στὸ Ἅγιον Ὄρος (1567), ἀλλὰ καὶ στὴ Μικρὰ Ρωσία (Οὐκρανία), ὅπου στὰ ἔτη 1565-1572 ὁ Δαμασκηνὸς συνετέλεσε ἀποφασιστικά στὴν κατανίκηση τῆς αἱρετικῆς ρωμαιοκαθολικῆς προπαγάνδας. Ἀργότερα, κατὰ τὴν Πατριαρχία τοῦ Ἱερεμίου Β΄τοῦ Τρανοῦ (†1595), ὁ ὁποῖος ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου, ὁ Δαμασκηνὸς ἔλαβε μέρος στὴ σύνταξη  τῆς πατριαρχικῆς δογματικῆς ἀπαντήσεως (1572-73) στοὺς Λουθηρανοὺς Προτεστάντες τῆς Τυβίγγης, διετέλεσε δὲ καὶ τοποτηρητὴς τοῦ Θρόνου στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ ἀρκετοὺς μῆνες, κατὰ τὴν ἀπουσία τοῦ Πατριάρχου.
Τὸ 1574, ὁ Ἅγιός μας προβιβάσθηκε σὲ «Μητροπολίτην Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης καὶ Ἔξαρχον πάσης Αἰτωλίας» ὡς Δαμασκηνὸς Γ΄ ὁ Στουδίτης, θρόνο ποὺ ὑπηρέτησε ἐπὶ δύο περίπου ἔτη, μέχρι τὸ 1576, ὅταν συγκαταλέχθηκε μεταξὺ τῶν λογίων τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Λίγο ἀργότερα, τὸ σωτήριον ἔτος 1577, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ καὶ ἐτάφη στὴ μητροπολιτική του περιφέρεια, στὴ Ναύπακτο ἢ τὴν Ἄρτα. Ἐπίγραμμα ἀναφερόμενο στὸν Ἅγιο, πλέκει τὸν ἔπαινό του, χαρακτηρίζοντας τὸν Δαμασκηνὸ ὡς «σοφία τῶν Ἑλλήνων» καὶ τὸν θάνατό του ὡς κακὴ στιγμή, ἡ ὁποία ἄφησε τοὺς φιλέλληνες ὀρφανούς: «Ἑλλήνων μὲν τὴν σοφίαν βαρὺς ὤλεσεν αἰών. Ὃς δὲ φιλέλληνας πάντας ἀπωρφάνισεν».
Στὰ συγγράμματά του, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ βιβλίο «Θησαυρός», τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε πάμπολλες φορές (51 περίπου φορὲς μέχρι τὸ 1926) καὶ ποὺ μαρτυρεῖ τὰ γνήσια μοναχικὰ του βιώματα καὶ τὸ σέβας στὴν Ὀρθοδοξία καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, συμπεριλαμβάνονται διάφορα κείμενα, ὅπως Κανόνες πρὸς τιμὴν τοῦ Νεομάρτυρος Νικολάου (†1554), ποιήματα πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας σὲ ὁμηρικὴ γλῶσσα, μία Παραίνεσις πρὸς Μοναχούς, καὶ ἄλλα, ὅπως σύγγραμμα ζωολογίας καὶ ἕτερο μετεω-ρολογίας, ποὺ πιστοποιοῦν τὴν εὐρεῖα παιδεία του. Ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς πρέπει νὰ ὑπῆρξε διδάσκαλος καὶ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς τελευταίους Στουδίτες, τοῦ Ὁσίου Διονυσίου τοῦ «Ρήτορος» (†1606), μετέπειτα ἀσκητοῦ στὴ Μικρὰ Ἁγία Ἄννα τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Παρὰ τὴ λιπαρή του παιδεία, χάρις στὴν ὁποία κατεῖχε ἄριστα τὴν ὁμηρικὴ καὶ τὴν ἀττικὴ διάλεκτο, ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ὁ Στουδίτης, Ἐπίσκοπος Λητῆς καὶ Ρεντίνης, ἔγραφε καὶ σὲ ἁπλῆ καὶ καθαρὴ ἑλληνικὴ γλῶσσα γιὰ τὸν ἁπλὸ λαὸ τῆς ἐποχῆς του, ποὺ εἶχε πολλὴν ἀνάγκη τῆς «στερεᾶς τροφῆς» τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ «Θησαυρὸς» τοῦ Δαμασκηνοῦ ὑπῆρξε τὸ πιὸ διαδεδομένο στὸν τομέα του βιβλίο καὶ ἐνίσχυσε τὸ δοῦλο Γένος στὶς θλίψεις καὶ τὰ μαρτύρια. Ἡ προσφορά του ἐπεκτάθηκε ὅταν μεταφράσθηκε καὶ στὰ τουρκικά (1731), γιὰ τοὺς τουρκόφωνους Ρωμηούς, στὰ σερβικὰ (1580) καὶ τὰ ρωσικά (1656,1715). Ἰδιαιτέρως στὴ Βουλγαρία θεωρεῖται ὅτι ἡ μετάφρασή του (Δαμασκηνάρια) ἀπέτρεψε τὸν ἐκτουρκισμὸ τῶν Ὀρθοδόξων Βουλγάρων.
Ἀπολυτίκιον Ἁγίου Δαμασκηνοῦ
Ἦχος α’ Τῆς ἐρήμου πολίτης. 
Τὸν Λητῆς καὶ Ρεντίνης χρυσολόγον ἐπίσκοπον,
εἴτα δὲ Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης θεοφόρητον πρόεδρον,
τὸν θεῖον καὶ σοφὸν Δαμασκηνὸν,
τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἱεροῖς,
τὸν διδάξαντα τῇ βίβλῳ αὐτοῦ λαούς,
πρὸς ὅν καὶ ἀνακράζουσι·
δόξα τῷ σὲ σοφίσαντι Χριστῷ,
δόξα τῷ σὲ ἁγιάσαντι,
δόξα τῷ ταμιεύσαντι ἐν σοί, χαρίτων θησαυρῶν Αὐτοῦ.
Έκδοσις 
Ιερού Ησυχαστηρίου Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

27 Νοεμβρίου η μνήμη του Αγίου μεγαλομάρτυρος Ιακώβου του Πέρσου

0 σχόλια

Άγιος Ιάκωβος ο Πέρσης ο Μεγαλομάρτυρας

  
Τμηθεὶς μεληδόν, καὶ σφαγὴν Πέρσης φέρων,
«Ψυχὴ σεσώσθω, φροῦδά μοι μέλη» λέγει.
Εἰκάδι Πέρσης ἑβδομάτῃ σφάγη ἐκμελεϊσθείς.

Ο Άγιος Ιάκωβος, έζησε τον 4ο μ.Χ. αι. επί βασιλέως Αρκαδίου (περί το 395 μ.Χ.).

Ζούσε στη Βηθλαδά της Περσίας και καταγόταν από επίσημο γένος. Ήταν φίλος με το βασιλιά των Περσών, Ισδιγέρδη. Παρασυρμένος από αυτή τη φιλία του, ο Ιάκωβος απαρνήθηκε την πίστη του στο Χριστό. Για να ευχαριστήσει τον Ισδιγέρδη, άφησε τον εαυτό του να χαθεί μέσα στην ψευδαίσθηση του πλούτου των ανακτόρων.

Όταν το έμαθαν αυτό η μητέρα και η γυναίκα του, οι οποίες ήταν ευσεβείς και πιστές χριστιανές λυπήθηκαν και εξοργίστηκαν. Και οι δύο λοιπόν τον επιπλήξανε για τη στάση του και του δήλωσαν ότι δεν ήθελαν καμία σχέση, μαζί του. Αυτό το μικρό πλήγμα, επανέφερε τον Ιάκωβο στον ίσιο δρόμο. Τον έκανε να διαπιστώσει το χάσμα το οποίο δημιούργησε. Έτσι ο Ιάκωβος αποφάσισε να εξαγνίσει το ατόπημά του και να επανέλθει στον δρόμο του Θεού.

Μετά από την απόφαση αυτή, πήγε στον βασιλιά και ομολόγησε μπροστά του την μία και αληθινή πίστη στον Χριστό. Ο Ισδιγέρδης εξεπλάγη γι' αυτή την αλλαγή του Ιακώβου και προσπάθησε να τον μεταπείσει. Ο Ιάκωβος παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του και γι' αυτό διατάχθηκε να τον βασανίσουν. Μαρτύρησε με ακρωτηριασμό των άκρων του και κατόπιν με τον αποκεφαλισμό του. Με αυτό τον μαρτυρικό τρόπο παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.


Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ Μάρτυς Ἰάκωβος, ὁ τῆς Περσίδας βλαστός, τὸν δόλιον δράκοντα, τοὶς τῶν αἱμάτων κρουνοίς, ἀθλήσας ἀπέπνιξε, πίστει γὰρ ἀληθείας, μεληδὸν τετμημένος, ὤφθη τροπαιοφόρος, τοῦ Σωτῆρος ὁπλίτης, πρεσβεύων ἀδιαλείπτως, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Πεισθεὶς τῇ καλῇ, συζύγῳ καρτερόψυχε, καὶ τὸ φοβερόν, κριτήριον φοβούμενος, τῶν Περσῶν τὸ φρόνημα, καὶ τὸν φόβον Ἰάκωβε κατέπτυσας, καὶ ἀνεδείχθης Μάρτυς θαυμαστός, τὸ σῶμα ὡς κλῆμα συντεμνόμενος.

Ὁ Οἶκος
Ἀπὸ ψυχῆς στενάξωμεν πάντες, δάκρυα ἐκχέοντες, καθορῶντες πικρῶς τὸν Μάρτυρα μελιζόμενον· δίκην κυνῶν γὰρ ὠρυομένων συνελθόντες οἱ δήμιοι, τὰ μέλη κατετίτρωσκον τοῦ θαυμαστοῦ καὶ γενναίου ἐν Μάρτυσι Μάρτυρος. Τὶς οὖν ὑπάρχει; εἰ δοκεῖ, μικρὸν ὑπομείνατε, καὶ λέξω πάντα μετὰ σπουδῆς, πῶς ὡς θῦμα Κυρίῳ προσήνεκται, το σῶμα ὡς κλῆμα τεμνόμενος

26 Νοεμβρίου μνήμη των Οσίων πατέρων ημών Αλυπίου του Κιονίτου , Νίκωνος του ''Μετανοείτε'' και Στυλιανού του Παφλαγόνος και του Αγίου νεομάρτυρος Γεωργίου του Χιοπολίτου , του εν Κυδωνίαις

0 σχόλια





Όσιος Αλύπιος ο Κιονίτης


Όταν ο άγιος Αλύπιος ο Κιονίτης, του οποίου η Εκκλησία σήμερα τιμά την μνήμη, αποφάσισε να αφήση τον τόπο του και ν' ασκητέψη μακρυά από τον κόσμο, η μητέρα του τον αποχαιρέτισε και του είπε: "Πήγαινε, παιδί μου, όπου θα σε φωτίση ο Κύριος". Δεν υπάρχει εδώ λιγότερος ηρωϊσμός από κείνον που μάθαμε να βλέπωμε στα λόγια της Σπαρτιάτισσας μητέρας, όταν έστελνε το παιδί της στον πόλεμο, τούδινε την ασπίδα και τούλεγε: "Η ταν ή επί τας". Τα παιδιά των Σπαρτιατών μπορεί και να γύριζαν μετά τον πόλεμο, οι ασκηταί της ερήμου, φεύγοντας δεν ξαναγύριζαν στους δικούς των. Και δεν ήταν μικρότερος ο πόλεμος των ασκητών από τους πολέμους των Σπαρτιατών. Σ' όλο τους τον βίο πολεμούσαν οι ’γιοι κι απέθνησκαν κάθε ημέρα για τον βασιλέα Χριστό - γι' αυτούς δεν υπήρχε η περίπτωση του "ταν" αλλά μόνο του "επί τας". Έτσι όπως απέθνησκε πενηντατρία χρόνια πάνω στο στύλος ο άγιος Αλύπιος ο Κιονίτης.




Ο Όσιος Αλύπιος ήταν από την Αδριανούπολη της Παφλαγονίας και έζησε τον 6ο αιώνα μ.Χ. Η παράδοση αναφέρει ότι, όταν θα γεννιόταν ο Αλύπιος, η μητέρα του είδε σε όνειρο να κρατάει ένα λευκό αρνί που στα κέρατά του ήταν τρεις αναμμένες λαμπάδες, που σήμαινε τις αρετές που θα είχε το παιδί που θα γεννιόταν.

Οι γονείς του έδωσαν στον Αλύπιο χριστιανική ανατροφή, που στο πρόσωπο του επέφερε καρπούς εκατονταπλασίονας. Είχε μεγάλη περιουσία, την οποία δαπάνησε στους φτωχούς και πάσχοντες της περιοχής του. Διότι ευχαρίστηση του ήταν να εκπληρώνει το νόμο του Θεού, που προτρέπει τους χριστιανούς να είναι «συμπαθεῖς, φιλάδελφοι, εὔσπλαχνοι, φιλόφρονες» (Α' επιστολή Πέτρου, γ' 8). Δηλαδή να συμπαθούν και να συμμετέχουν στις λύπες των αδελφών τους, να αγαπούν σαν αδελφούς τους συνανθρώπους τους, να έχουν πονετική και τρυφερή καρδιά και να είναι περιποιητικοί και ευγενείς.

Ο Αλύπιος, αφού έμεινε πάμφτωχος, αποσύρθηκε στην έρημο, όπου έκανε ασκητική ζωή. Πληροφορίες αναφέρουν ότι έμεινε πάνω σ' ένα στύλο 50 (κατ’ άλλους 53 ή 66) χρόνια για λόγους άσκησης και κάτω από διάφορες καιρικές συνθήκες.

Η φήμη της αρετής του έφερε κοντά στον Αλύπιο και άλλες ψυχές, που ζητούσαν ειρηνικό καταφύγιο. Στους ανθρώπους αυτούς υπήρξε φιλόστοργος πνευματικός πατέρας, και τους καθοδηγούσε με τις συμβουλές του και τους στήριζε με το παράδειγμα του.

Πέθανε ειρηνικά το έτος 608 μ.Χ., αφού έζησε 100 χρόνια, κατ' άλλους 120. Τελείται δε η Σύναξις αυτού «ἐν τῇ μονῇ αὐτοῦ τῇ οὔσῃ πλησίον τοῦ Ἱπποδρομίου», κατά τον Παρισινό Κώδικα 1594.




Άγιος Νίκων ο Μετανοείτε



Κόντογλου Φώτης

Στις 26 Νοεμβρίου, γιορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας η μνήμη του αγίου Νίκωνος “του Μετανοείτε”. Τον είπανε “Μετανοείτε”, επειδή έλεγε συχνά στους ανθρώπους να μετανοήσουνε, όπως έκανε ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος.
Πατρίδα του ήτανε κάποια χώρα του Πόντου που τη λέγανε Πονεμωνιακή. Γεννήθηκε τον καιρό που βασίλευε στην Κωνσταντινούπολη ο Νικηφόρος Φωκάς. Οι γονιοί του ήτανε πλούσιοι, μα όχι μοναχά στα υλικά πλούτη μα και στα πνευματικά. Για τούτο τον αναθρέψανε “εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου”. Και ενώ τα άλλα τα αδέρφια του και οι φίλοι του ήτανε παραδομένοι στις διασκεδάσεις και στα ιπποδρόμια, ο Νίκων αγαπούσε τη θρησκεία, κ’ ήτανε ταπεινός και φρόνιμος σε όλα, λιγόφαγος, απλός στους τρόπους, σεμνολόγος, φυλάγοντας τα μάτια του να μην μπει μέσα του ο σαρκικός πειρασμός που χαλά την αγνότητα της νεότητος.
Μια μέρα τον έστειλε ο πατέρας του, που είχε πολλά κτήματα, να επιστατήσει απάνω στους εργάτες που δουλεύανε σ’ αυτά, και σαν είδε τον κόπο και τον ιδρώτα που χύνανε αυτοί οι άνθρωποι, τόσο λυπήθηκε η ψυχή του, που παράτησε παρευθύς και τα κτήματά του και τους γονιούς του και την πατρίδα του κ’ έφυγε χωρίς να γνωρίζει που πηγαίνει, αφού γι’ αυτόν όλη η οικουμένη ήτανε του Θεού, κατά το λόγο που λέγει “του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής”. Αφού πέρασε πολλούς τόπους που δεν τον ήξερε κανένας, έφταξε σ’ ένα βουνό που ήτανε το σύνορο ανάμεσα στον Πόντο και στην Παφλαγονία και που είχε κ’ ένα μοναστήρι λεγόμενο Χρυσή Πέτρα. Σαν είδε το μοναστήρι ο Νικήτας, ένοιωσε μεγάλη χαρά. Κι’ ο Θεός φώτισε το γέροντα ηγούμενο, που ήτανε άγιος άνθρωπος, και βγήκε στην πόρτα και καλωσόρισε τον Νικήτα και τον αγκαλίασε σαν πατέρας το γυιό του και τον κάλεσε με τόνομά του. O Νικήτας σαν άκουσε το γέροντα να τον φωνάζει με τόνομά του χωρίς να τον έχει δει ποτέ, φτεροκόπησε η καρδιά του και μπήκε μαζί με τον ηγούμενο στην εκκλησία, και την ίδια ώρα τον κούρεψε μοναχό με τόνομα Νίκων.
Από κείνη την ημέρα ξέχασε ολότελα πια πως ζει σε τούτον τον κόσμο. Τη μέρα δούλευε στην υπηρεσία που τον έβαλε ο γέροντάς του, και τη νύχτα δεν κοιμότανε, αλλά αγρυπνούσε με προσευχή και με δάκρυα, για να μην αφήσει να μολευθεί η νεανική ψυχή του από κανέναν άσχημο διαλογισμό κι’ από την πονηριά που μπαίνει τόσο εύκολα στην ψυχή του ανθρώπου. Οι άλλοι αδελφοί της μονής τον αγαπήσανε πολύ, γιατί ήτανε απερηφάνευτος, πράος και καλοκάγαθος.
Δώδεκα χρόνια έζησε μέσα στο μοναστήρι της Χρυσής Πέτρας. Στο μεταξύ ο πατέρας του χάλασε τον κόσμο για να τον βρει, πλην μάταια κοπίασε. Επειδή όμως δεν έπαψ να τον ψάχνει, ο άγιος παρακάλεσε το γέροντά του να τον αφήσει να φύγει από το μοναστήρι, όπως κ’ έγινε. Μα σαν πέρασε το ποτάμι Παρθένι, γύρισε κ’ είδε στην αντικρινή ακροποταμιά τον πατέρα του με τα άλλα παιδιά του και με τη συνοδεία του, και σαν τον γνώρισε ο γέρος, άρχισε να κλαίγει και να φωνάζει στον Νικήτα να τον λυπηθεί και να γυρίσει στο σπίτι τους, κ’ ήθελε να πέσει στο ποτάμι. Μα τον μποδίσανε οι δικοί του, γιατί είχε φουσκώσει το ρεύμα του από τα πολλά νερά που κατέβασε. Κι’ ο μακάριος Νίκων, σφίγγοντας την καρδιά του, γύρισε κατά τον πατέρα του και γονάτισε και τον προσκύνησε, κ’ ύστερα έστριψε πάλι και τράβηξε το δρόμο του.
Πέρασε από βουνά έρημα, από κρεμνούς και καταβόθρες. Τα ρούχα του ήτανε λερά και τριμμένα, τα πόδια του ξυπόλητα. Βαστούσε μοναχά ένα ραβδί κ’ ένα σταυρό.
Τρία χρόνια γυροβολούσε έτσι στα βουνά που ήτανε λημέρια των ληστών, κ’ έτρωγε χορτάρια. Πολλές φορές τον συναπαντούσανε αυτοί οι φονηάδες και τον κλωτσούσανε. Μα σαν είδανε πως στην κακία τους αποκρινότανε με αγάπη και με ταπείνωση, τον αγαπήσανε κι’ αυτοί και τον τιμούσανε σαν άγιο.
Σαν περάσανε τρία χρόνια που έζησε απάνω στα βουνά, αποφάσισε να κατέβει στις πολιτείες και να κηρύξει το Ευαγγέλιο και τη μετάνοια. Ήτανε τότε ως 36 χρονών, κατά τα 959 μ.X. Αφού πέρασε βιαστικά τα μέρη της Ανατολής, μπαρκάρησε σ’ ένα καράβι για να πάγη στην Κρήτη, στα 961 μ.X., επειδή οι Άραβες είχανε αλλαξοπιστήσει τους χριστιανούς με το σπαθί.
Με τη βοήθεια του Θεού μπόρεσε και τους γύρισε στην πίστη του Χριστού, κ’ ύστερα από εφτά χρόνια έφυγε από την Κρήτη και πήγε στην Επίδαυρο στα μέρη του Δαμαλά, κ’ εκεί κήρυξε τη μετάνοια κ’ έσωσε ψυχές.
Από τον Δαμαλά μπήκε σ’ ένα καΐκι για να πάγη στην Αθήνα. Μαζί με το καΐκι που μπήκε ο άγιος, ταξίδευε κ’ ένα άλλο για την Αθήνα, και περνώντας από τη Σαλαμίνα βγήκανε οι ναύτες να πάρουνε νερό. Αυτό το νησί ήτανε έρημο από τους κουρσάρους. O άγιος είπε στους καπετάνιους να μη φύγουνε ακόμα από τη Σαλαμίνα, γιατί θα πάθουνε. O ένας καπετάνιος πούχε τάλλο το καΐκι δεν τον άκουσε κ’ έφυγε, μα κείνος πούχε μέσα τον άγιο απόμεινε. Μα το καΐκι που έκανε πανιά το πιάσανε οι κουρσάροι πριν φτάξει στην Αθήνα.
Σαν έφτασε ο άγιος σ’ αυτήν την αρχαία πολιτεία, που ήταν άλλη φορά φημισμένη στον κόσμο πλην τότε ήτανε καταντημένη ένα χωριό, άρχισε το κήρυγμα κ’ έφερε πολύν καρπό, γιατί οι Αθηναίοι ήτανε θεοφοβούμενοι. Από την Αθήνα πήγε στην Εύβοια, και μαζεύθηκε κόσμος πολύς να τον ακούσει. Και με την οχλοβοή, ένα παιδί που είχε ανεβεί στο κάστρο μαζί με τον άλλον κόσμο, παραπάτησε κ’ έπεσε, και βάλανε τις φωνές κ’ έγινε μεγάλη σύγχυση κ’ οι γονιοί του παιδιού καταριόντανε τον άγιο. Μα εκείνος δεν ταράχθηκε, αλλά τους είπε ήσυχα: “Το παιδί ζει, δεν πέθανε”. Κι’ αλήθεια το παιδί σηκώθηκε απάνω γελαστό σαν να πήδηξε από το μπιντένι, κι’ οι γονιοί του κι’ όλος ο κόσμος πέσανε και προσκυνούσανε τον άγιο, και το παιδί τους έλεγε πως σαν γλύστρησε και βρέθηκε στον αγέρα, είδε εκείνον τον καλόγερο που φώναζε “Μετανοείτε” να πετά και να το πιάνει στην αγκαλιά του ως που το κατέβασε μαλακά στη γη.
Ύστερα από τον Εύριπο, πήγε στις Θήβες, κι’ από κει στο βουνό Κιθαιρώνα, που το λέγανε τότε όρος της Μυουπόλεως, κ’ εκεί ασκήτεψε μέσα σ’ ένα σπήλαιο, κοντά στο μέρος που βρίσκεται το μοναστήρι, που έχτισε ο όσιος Μελέτιος ύστερα από χρόνια, κι’ αυτός Ανατολίτης. Από κει πήγε στην Κόρινθο, στο Άργος, στο Ναύπλιο, κι’ απ’ όπου περνούσε άναβε στις καρδιές τον πόθο της θρησκείας κ’ έκανε πολλά θαύματα, προπάντων έγιαινε αρρώστους ανθρώπους.
Αφού πέρασε όλον τον Μωριά, κ’ έφταξε ως τη Μάνη, πήρε πάλι το δρόμο για να γυρίσει στη Σπάρτη, απ’ όπου είχε περάσει. Μα πριν πάγει στη Σπάρτη, μπήκε σ’ ένα σπήλαιο που βρισκότανε σε κάποιο έρημο μέρος που το λέγανε “Μώρον” και κειτότανε άρρωστος και θερμιασμένος. Σε λίγες μέρες μαθεύτηκε το καταφύγιό του και μαζεύθηκε κόσμος πολύς σε κείνο το σπήλαιο για να πάρει την ευλογία του, και πολλοί άρρωστοι περιμένανε τη γιατρειά τους από τον άρρωστον.
Σαν σηκώθηκε από την αρρώστια, πήγε στο Αμύκλι, κ’ επειδή εκείνη όλη την περιφέρεια τη ρήμαξε το θανατικό από λοιμική αρρώστια κ’ είχε πιάσει τον κόσμο φόβος και τρόμος, μαζεύθηκε πολύς λαός και πήγανε και τον παρακαλέσανε να πάγει στη Σπάρτη. Ο άγιος τους είπε πως θα παρακαλέσει το Θεό να πάψει την οργή του, και πως θα καθίσει στη Σπάρτη ως που να πεθάνει.
Σηκώθηκε λοιπόν και πήγε στη Σπάρτη, και σαν εμπήκε στην πολιτεία, πως σαν φανερωθεί ο ήλιος σκορπά και χάνεται η αντάρα, έτσι και σαν φάνηκε ο άγιος έπαψε το θανατικό, κι’ ο κόσμος ξεκουράσθηκε από την αγωνία και έπεσε σε μετάνοια.
Από τότε δεν έφυγε πια από τη Σπάρτη ο άγιος, κ’ η πολιτεία τούτη έγινε η δεύτερη πατρίδα του. Έχτισε μία μεγάλη εκκλησία στόνομα του Σωτήρος, που βρεθήκανε τα θεμέλιά της κοντά στο κάστρο της αρχαίας Σπάρτης, κι’ αυτή η διαβόητη πολιτεία που ήτανε ξακουσμένη στον κόσμο για την παλληκαριά της, καταστάθηκε η καθέδρα της Χριστιανοσύνης με άρχοντά της τον πράον κ’ ήμερον μαθητή του Κυρίου που δίδαξε στον κόσμο την πνευματική ανδρεία και την ειρήνη. Στο μεταξύ βαφτιζόντανε οι Εβραίοι, που υπήρχανε πολλοί σ’ αυτά τα μέρη, και πλήθαινε η πίστη του Χριστού.
Αλλά ήρθε και για τον άγιο Νίκωνα η μέρα να πληρώσει, σαν άνθρωπος κι’ αυτός, το “κοινόν χρέος του θανάτου”, κι’ αρρώστησε. Μάζεψε λοιπόν γύρω στο κλινάρι του τα πνευματικά τέκνα του, και τα ευλόγησε και τους είπε πως σιμώνει το τέλος του, κι’ αφού τους έδωσε πολλές συμβουλές και τους στερέωσε στην ελπίδα του Χριστού, είπε “Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου” και παρέδωσε την καθαρή ψυχή του σ’ Εκείνον που γι’ αυτόν υπόφερε τόσους κόπους. Κοιμήθηκε στα 998 μ.X., στις 26 Νοεμβρίου, σε ηλικία 75 χρονών.
Το σκήνωμα γίνηκε προσκύνημα. Ο λαός το τριγύρισε και βούιζε όπως κάνουνε οι μέλισσες γύρω στο κουβέλι. Όλοι θέλανε να πάνε κοντά στο λείψανο, και πολλοί παίρνανε από ευλάβεια κάποιο πράγμα από πάνω του, άλλος ένα κομμάτι ρούχο, άλλος λίγες τρίχες, άλλος έκοβε ένα κομμάτι από τη ζώνη του να τάχουνε για φυλαχτό. Ο δεσπότης με όλο το ιερατείο κηδέψανε το τίμιο σκήνος, που ήτανε βαλμένο μέσα σε θήκη ακριβή κι’ αναβρυσε άγιο μύρο, και πολλοί άρρωστοι γιάνανε, τυφλοί, στηθικοί, υδρωπικοί, παράλυτοι κι’ άλλοι που βασανιζόντανε από διάφορες αρρώστιες. Γι’ αυτό και το απολυτίκιό του λέγει:
“Χαίρει έχουσα η Λακεδαίμων
θείαν λάρνακα των Σων λειψάνων
αναβρύουσαν πηγάς των ιάσεων
και διασώζουσαν πάντας εκ θλίψεως
τους Σοι προστρέχοντας, Πάτερ εκ Πίστεως.
Νίκων όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε
δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος”.
Ένας ευσεβής άρχοντας, λεγόμενος Μαλακηνός, τόσον αγαπούσε τον άγιο Νίκωνα, που δεν ήθελε να ζήσει χωρίς να βλέπει την όψη του. Φώναξε λοιπόν ένα ζωγράφο και του παράγγειλε να ζωγραφίσει τον άγιο, μα επειδή ο ζωγράφος δεν τον είχε δει ποτέ, ο Μαλακηνός ιστόρησε με λόγια όσο μπορούσε στο ζωγράφο τι λογής ήτανε η φυσιογνωμία του. Ο ζωγράφος πήγε στο εργαστήρι του κ’ έπιασε να κάνει την εικόνα, αλλά κοπίασε πολύ χωρίς να μπορέσει να τον επιτύχει τον άγιο όπως ήτανε. K’ εκεί που καθότανε στενοχωρημένος, βλέπει να μπαίνει ένας καλόγερος κοντός, νηστεμένος, με μαλλιά μαύρα κι’ ανακατεμένα, με μαύρα αχτένιστα γένια, μ’ ένα κουρελιασμένο παλιοράσο και να βαστά ένα ραβδί μ’ ένα σταυρό στην άκρη, που τον έδωσε στο ζωγράφο να τον φιλήσει. Ύστερα τον ρώτησε γιατί είναι στενοχωρημένος. Σαν του είπε ο ζωγράφος την αιτία, του λέγει ο καλόγερος: “Κοίταξε με, αδελφέ, και ζωγράφισε την εικόνα, γιατί αυτός που ιστορίζεις μοιάζει με μένα σε όλα”. Σαν τον κοίταξε καλά ο ζωγράφος απόρησε, επειδή ήτανε ίδιος όπως τον είχε περιγράψει ο Μαλακηνός. Γύρισε λοιπόν το πρόσωπό του κατά το σανίδι που ζωγράφιζε να δει αν μοιάζει με το πρόσωπο, που έκανε, και βλέπει πως είχε τυπωθεί ο καλόγερος που του μιλούσε. Τον έπιασε φόβος και φώναξε “Κύριε ελέησον”, και σαν γύρισε να τον ξαναδεί, δεν είδε τίποτα.
Όπως τον είδε ο ζωγράφος, έτσι είναι ζωγραφισμένος ο άγιος Νίκων στις εικόνες που βρεθήκανε κανωμένες από παλιούς αγιογράφους. Η πιο παλιά εικόνα του βρίσκεται στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά της Λειβαδιάς ιστορημένη με ψηφιά, μα τον παριστάνει με μαλλιά χτενισμένα. Φαίνεται όμως πως πιο σωστά παραστήσανε τη φυσιογνωμία του οι ζωγράφοι που τον ζωγραφίσανε σε εκκλησίες που βρίσκονται κοντά στα μέρη της Σπάρτης, όπως είναι στο Παληομονάστηρο της Κρίτσοβας, ζωγραφισμένος στα 1267, στην Παναγία τη Χρυσαφίτισσα στα Χρύσαφα, στον άγιο Νικόλαο της Αναβρυτής, στην εκκλησιά των Εισοδίων της Θεοτόκου στο χωριό Περπαινή, κι’ αλλού.
Μία από τις πιο παλαιές και μαστορικές εικόνες του είναι και κείνη που βρήκα στην Περίβλεπτο του Μυστρά τον καιρό που δούλευα για να καθαρίσω και να στερεώσω τις παλιές τοιχογραφίες. Βρίσκεται κοντά στη μικρή την πόρτα που μπαίνει κανένας στην εκκλησιά. Ο άγιος είναι ζωγραφισμένος όπως τον ιστορίζει το συναξάρι του, με βουλιασμένα τα μάγουλά του από την κακοπάθηση, με ζωηρά μάτια, με μαύρα μαλλιά ανακατεμένα κι’ αχτένιστα και με μαύρα γένια. Έτσι τον γράφει κι’ ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά στην “Ερμηνεία των ζωγράφων”: “Νέος στρογγυλογένης, μακρότριχος, έχων τας τρίχας ηγριωμένας”. Λέγοντας “νέος” θέλει να πει μαυρομάλλης.
Πηγή: agiazoni.gr


Άγιος Στυλιανός ο Παφλαγών 

image
Στην έρημο της Παφλαγονίας, στη Μικρά Ασία ο κόσμος σχηματίζει ουρές. Απορεί κανείς τί γυρεύει τόσο πλήθος σε ένα τόσο αφιλόξενο μέρος. Πολλοί κρατούν στα χέρια τους μικρά παιδιά. Παιδιά με σβησμένα μάτια, παιδιά άρρωστα. Όλοι σταματούν μπροστά σε μια σπηλιά. Αναζητούν απεγνωσμένα τη σωτηρία απ' τη μεγάλη αρρώστια που θερίζει τα παιδιά τους. Ένας ασπρομάλλης γέροντας βγαίνει έξω από τη σπηλιά. Ευλογεί τα πλήθη. Παίρνει τα παιδάκια στην αγκαλιά του. Τα χαϊδεύει, τους γλυκομιλά, τα ευλογεί.
Αυτά δέχονται τα χάδια και τις ευλογίες του. Δε φοβούνται τη γεροντική ασκητική μορφή. Μοιάζουν σα να τον ξέρουν από καιρό. Ακούν τα γλυκά του λόγια λες και τους μιλά ένας μεγάλος φίλος. Και να το θαύμα! Τα σβησμένα μάτια φωτίζονται ξανά. Τα κουρασμένα κορμάκια παίρνουν ξανά δύναμη και στέκονται στα πόδια τους. Είναι καλά τώρα! Λαι, έχουν γιατρευτεί. Ο Αγιος Στυλιανός έκανε πάλι το θαύμα του με τη δύναμη του Θεού.
Το πονεμένο πλήθος ανακουφίζεται, ανασαίνει. Ο σεβάσμιος γέροντας δεν γνωρίζει τη λέξη «κουράστηκα!» Δεν αρνείται να βοηθήσει, δεν σταματά. Ο Στυλιανός ανατράφηκε από πλούσια οικογένεια. Όταν οι γονείς του απεβίωσαν, ο Στυλιανός μοίρασε όλη την περιουσία του στους φτωχούς, κάνοντας πράξη τα λόγια του Χριστού:
Στη συνέχεια πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη επιθυμία του: Αποσύρθηκε στην έρημο όπου κλείστηκε σε ένα σπηλαίο. Αγωνίστηκε με νηστεία, προσευχή και μελέτη Ο Άγιος καλλιέργησε σε βάθος κάθε χριστιανική αρετή και ασκήθηκε στην εγκράτεια. Αξιώθηκε μάλιστα από το Θεό να θεραπεύει τις γυναίκες που δεν μπορούσαν να τεκνοποιήσουν, καθώς και τα άρρωστα παιδιά.
Όπως ο ήλιος προσελκύει τους ανθρώπους στα κρύα του χειμώνα, έτσι κι ο Αγιος μάζευε γύρω του τους χριστιανούς. Με τον καιρό, πολλοί άνθρωποι έφερναν τα παιδιά τους στον άγιο όχι μόνο για να τα θεραπεύσει, αλλά για να γίνει ο πνευματικός τους καθοδηγητής. Έτσι ήταν ευτυχής. Λένε πως όταν εκοιμήθη, στο πρόσωπο του ήταν απλωμένο ένα τεράστιο χαμόγελο.
Ο Αγιος Στυλιανός έγινε ο προστάτης άγιος των παιδιών. Η αγάπη του για τα παιδιά, αγνή και άδολη. Σφυρηλατημένη από την προσευχή, τη νηστεία και την πίστη. Ο άγιος Στυλιανός εικονίζεται πάντα με ένα παιδάκι στην αγκαλιά του. Τα παιδιά αισθάνονται κοντά του σιγουριά κι ασφάλεια. Βρίσκουν στην αγκαλιά του τον προστάτη, το βοηθό, τον καθοδηγητή, το θαυματουργό.



Άγιος Στυλιανός



Ο Αγιος Στυλιανός γεννήθηκε στην Παφλαγονία της Μικράς Ασίας , μεταξύ του 400 και 500 μ.Χ. Ήταν ευλογημένος από την κοιλιά της μητέρας του ακόμη. Όσο μεγάλωνε , τόσο με την Χάριν του Θεού γινόταν κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Από την παιδική του ηλικία έδειξε τα σπάνια προτερήματα της αγιασμένης ζωής του… Αν και ήταν και αυτός παιδί και νέος και έφηβος , μολονότι είχε κι εκείνος σάρκα , εν τούτοις δεν άφησε τις επιθυμίες να μολύνουν το πνεύμα και την ψυχή του. Ήταν αγνός, αγνότατος. Δεν άφησε επίσης να τον κυριεύσει κανένα γηινό πάθος. Δεν επέτρεψε στα πλούτη και στην φιλοπλουτία να κυριαρχήσουν στην ψυχή του και να την υποτάξουν στην φθορά και στην απώλεια.
Με την δύναμη και την Χάρη του Θεού πολέμησε όλα τα δολώματα της φθαρτής και πρόσκαιρης ζωής. Φιλοσόφησε με την αληθινή σοφία του Θεού και είδε πόσο πρόσκαιρος και τιποτένιος είναι ο υλικός τούτος κόσμος. Αποφάσισε έπειτα να βαδίσει με την επιθυμία της ψυχής του. Η ψυχή του τον καλούσε σε αγώνες ηθικούς και ωραίους. Τον καλούσε στην άσκηση της αρετής. Του έδειχνε τον δύσκολο και δύσβατο δρόμο της αιωνίας ζωής, της παντοτεινής ευτυχίας.
H αγνή και πιστή καρδιά του υπάκουσε στην φωνή της ψυχής του. Και η πρώτη ενέργεια του ήταν να πουλήσει την περιουσία του και να την μοιράσει στους φτωχούς της Εκκλησίας. Και όταν δεν του είχε απομείνει τίποτε πια από την πατρική κληρονομία , γεμάτος ανακούφιση και χαρά , είπε:
«Πέταξα μια βαριά άγκυρα , που με κρατούσε δεμένο κοντά στις επιθυμίες του φθαρτού σώματος. Πέταξα από πάνω μου την φθορά και την απώλεια. Τώρα ανοίγεται μπροστά μου πιο ευδιάκριτος ό δρόμος της αληθινής ζωής. Απαλλαγμένος , λοιπόν, ο Άγιος από τα φθαρτά , άλλα και συγχρόνως με ευτυχισμένη την καρδιά του , διότι μοίρασε τα πλούτη του σε φτωχούς δυστυχισμένους και σε θεάρεστα άλλα έργα , σκέφτεται πως θα ζήσει τιμιωτέρα και αγιώτερα τη ζωή του.
Πόσο ανώτερον κάμνει τον άνθρωπο η διδασκαλία του Χριστού , από τη διδασκαλία των φιλοσόφων! Αυτό το βλέπωμε , εάν συγκρίνωμε την πράξη αυτή του Αγ. Στυλιανού με εκείνο που έκανε ένας αρχαίος φιλόσοφος , Κράτης ονόματι. Και εκείνος κατάλαβε ότι ο πλούτος είναι τύραννος. Τον δουλεύει ό άνθρωπος σαν αφεντικό του. Είναι σκλαβωμένος ο άνθρωπος στον πλούτο του και είναι δεμένος. Δεν είναι ελεύθερος. Γι/αυτό και αυτός πήρε τα χρήματα του , ανέβηκε σ/ έναν παραθαλάσσιο βράχο και από εκεί τα πέταξε στη θάλασσα , φωνάζοντας συγχρόνως: «Κράτης Κράτη τα ελεύθεροι». Εγώ δηλ. ό Κράτης με το να πετάξω τα λεφτά μου στη θάλασσα ελευθερώνω τον Κράτητα, τον εαυτόν μου.
Κι’ o Κράτης ελευθερώθηκε μεν από τα χρήματα του , αλλά δέθηκε περισσότερο από τον εγωισμό του. Πέταξε τα χρήματα του για να του πούνε ένα «μπράβο». Οι οπαδοί του Χριστού όμως τα αποχωρίζονται , και συγχρόνως κτυπούν τα πάθη τους και κυρίως τον εγωϊσμόν. Αγωνίζονται να ελευθερωθούν από το τυραννικόν πάθος του εγωισμού , διότι και η φιλοπλουτία είναι παιδί του εγωισμού. Για να απαλλαγούν όμως από τα πάθη και τον εγωϊσμόν αρχίζουν ισόβιο αγώνα , έχοντας συγχρόνως και τη Θεία Χάρη βοηθόν.
Ο Κράτης ένας ήταν αν που το έκαμε αυτό οδηγούμενος από τη φιλοσοφία , οι Χριστιανοί όμως που το πετυχαίνουν εφαρμόζοντας την διδασκαλία του Χριστού είναι εκατομμύρια. Πράγματι σε κάθε γενιά πόσα εκατομμύρια εγκαταλείπουν τα εγκόσμια και ζουν θεληματικά φτωχοί. Ενα από τα τρία προσόντα του μοναχού είναι η ακτημοσύνη. Ολα τα πλήθη των μοναστών «αποθέτουν πάντα όγκον» όχι για ένα κούφιο μπράβο , αλλά για να αποκτήσουν την Βασιλείαν του Θεού. Δίνουν τα γηινα και παίρνουν τα επουράνια. Δίνουν τα ρέοντα και παίρνουν τα μόνιμα και παντοτεινά. Αποθέτουν το βάρος του πλούτου για να μπορούν ελεύθεροι να τρέχουν για να εισέλθουν στην Βασιλείαν του Θεού. Εχουν υπ/όψει τους το « ως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την Βασιλείαν του Θεού » , που είπε ο Κύριος. Πόσο λοιπόν ανώτερη είναι η διδασκαλία του Χριστού από την φιλοσοφίαν των ανθρώπων.
Με μοναδική πλέον περιουσία τα ενδύματα του , αρχίζει ένα σκληρό και αγωνιστικό στάδιο σύμφωνα με την διδασκαλία του Ιησού Χριστού. Αφού , λοιπόν, με τις ευεργεσίες του , ανέβασε ο μακάριος Στυλιανός τον γηινό θησαυρό του στους ουρανούς , και τον ασφάλισε , πήγε σε ένα μοναστήρι και ντύθηκε το μοναχικό σχήμα. Από τη στιγμή εκείνη καμμιά γηινή σκέψη, καμμιά υλική παρένθεση δεν μπορεί να τον απομακρύνει από την πίστη του και την προσευχή του. Τίποτε άλλο δεν φροντίζει και τίποτε άλλο δεν ε-πιδιώκει, παρά μονάχα ό,τι είναι αρεστό στο άγιο θέλημα του Θεού. Αγωνίζεται πως να αρέσει στον Κύριο , πως να τελειοποίησει την ψυχή του , πως να κερδίσει τον Παράδεισο. Καμμιά δική του θέληση , που αντιστρατεύεται το θέλημα του Θεού , δεν βρίσκει θέση στην ζωή του. Η αυστηρή ασκητική του ζωή είναι απερίγραπτη. Η αγιότης του αρχίζει να αστράφτη. Η ταπεινοφροσύνη του λαμποκοπάει. Η αγνότης του θαμπώνει. Η νηστεία του είναι αυστηρότατη. Η προσευχή του αληθινή επικοινωνία με τον Θεό. Οι αγρυπνίες του είναι θαυμαστές. Τρεις στόχους έβαλε για σκοπό του να επιτύχει ως μοναχός: την ακτημοσύνη , την αγνότητα και την υπακοή. Τους τρεις αυτούς στόχους τους πέτυχε. Και στις τρεις αυτές αρετές πήρε , σαν να πούμε , άριστα ο Αγιος Στυλιανός. Την ακτημοσύνην του την είδαμε. Δεν κράτησε για τον εαυτό του από την περιουσία του τίποτε απολύτως. Ούτε φρόντισε ν’ απόκτησει ποτέ στη ζωή του κάτι τι και αυτός. Έζησε με φτώχεια και τελεία ακτημοσύνη.
Την αγνότητά του επίσης και την ηθικότητα του την κράτησε πολύ ψηλά. Κρατούσε την ψυχή του καθαρή «άπό παντός μολυσμου σάρκας και πνεύματος». Αγωνιζότανε στις επιθέσεις του εχθρού να μη τον αγγίξει η βρωμερή αμαρτία. Στο μυαλό του στριφογύριζαν πάντα τα λόγια του Κυρίου μας που είπε:«Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία , ότι αυτοί τον Θεόν όψονται. Ευτυχισμένοι δηλαδή και καλότυχοι είναι όσοι έχουν καθαρή την καρδιά τους από τη βρώμα της ανηθικότητος διότι αυτοί θ’ αξιωθούν να δούνε το Θεό στη Βασιλεία των Ουρανών. Η υπακοή του στο Γέροντα του και τους άλλους ήταν παραδειγματική. Αγωνίστηκε σκληρά να κόψει «το δικό του θέλημα», που στηρίζεται στον εγωισμό. Είναι πολύ δύσκολο να κόψη κανείς το θέλημα του. Αυτό το ξέρουν όσοι αγωνίζονται τον πνευματικόν αγώνα. Ο Αγιος Στυλιανός πολέμησε στο Μοναστήρι εκείνο σκληρά εναντίον των τριών εχθρών , της σάρκας , του κόσμου και του διαβόλου. Για να καταβάλει τον κάθενα από αυτούς χρειάσθηκε πόλεμος πολυχρόνιος , σκληρός και ανύστακτος.
Στις τρεις αυτές λέξεις κρύβονται ηρωισμοί και παλαίσματα υπεράνθρωπα.
Έτσι ο Αγιος Στυλιανός αποδεικνύεται λαμπρό αστέρι της ασκητικής ζωής. Γίνεται παράδειγμα σε νεότερους και παλαιότερους. Όλοι τον θαυμάζουν και τον προβάλλουν σαν παράδειγμα. Τον έχουν σαν πρότυπο μιμήσεως. Αλλά η αυστηρότης εκείνη του ασκητικού βίου δεν του είναι αρκετή, θέλει να πλησιάσει περισσότερο στην τελειότητα. Επιθυμεί, τώρα την πλήρη μόνωση τον αυστηρότατο ασκητισμό: τον αναχωριτισμό. Αποχαιρετάει τους αδελφούς μοναχούς στο Μοναστήρι και αποσύρεται ο Αγιος μακρυά σε έρημο και ακατοίκητο μέρος. Εκεί στην έρημο κατασκηνώνει σ’ ένα σπήλαιο.
Το νέο στάδιο της ασκητικής του ζωής είναι ουράνιας τελειότητος. Οι μέρες και οι νύχτες του κυλούν με λογισμούς , με σκέψεις και προσευχές για τον Τρισυπόστατο Θεό. Ψάλλει ολόψυχα το μεγαλείο του Θεού. Υμνεί την Αγία Τριάδα. Ζει ενωμένος με τον Θεό! Τίποτε δεν διασπά την θεϊκή του γαλήνη.
Όλα όσα βρίσκονται γύρω του και όσα προβάλλουν στον μακρινό του ορίζοντα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αποδείξεις του Δημιουργού. Μελέτα τα δημιουργήματα του Θεού και δυναμώνει πιο πολύ η πίστη του.
Ο σημερινός άνθρωπος , δεν έχει την ευκαιρία να βλέπει τα έργα το Θεό , που τον βοηθούν στο να πιστεύει στο Θεό. Ζει χωμένος μέσα στις τεράστιες πόλεις , μέσα στις πελώριες πολυκατοικίες η στο θόρυβο των εργοστασίων. Απομακρύνθηκε έτσι από τη φύση , απομακρύνθηκε από τα δημιουργήματα του. Βλέπει περιωρισμένα τα δικά του δημιουργήματα μόνον. Γι/αυτό απομακρύνεται από τον Θεό και λιγοστεύει η πίστη του συνεχώς.
Οι αστρονόμοι , οι οποίοι παρατηρούν συνεχώς τα ουράνια σώματα , τα πολυάριθμα άστρα , τα έργα του Θεό , είναι ευσεβείς και θεοφοβούμενοι. Ο μεγάλος αστρονόμος Κέπλερ , όταν άκουε το όνομα του Θεού , σηκωνόταν όρθιος και έβγαζε το καπέλλο του.
Και ο ερημίτης Στυλιανός εκεί στην ησυχία της έρημου είχε τον καιρόν να παρατηρεί τα δημιουργήματα του Θεού και να φιλοσοφεί επάνω σ’ αυτά. Έβλεπε τον Δημιουργόν σε όλα , διότι εσκέπτετο , ότι ήταν αδύνατον να γίνει μόνος του αυτός ο τρισμέγιστος κόσμος , τόσον ωραίος , σκόπιμος και αρμονικός. Έβλεπε τον Θεόν στα απειροπληθή άστρα του ουρανού , που στροβιλίζονται στο αχανές διάστημα με τόση ταχύτητα , άλλα και ακρίβειαν.
Έβλεπε τον Θεό στον γίγαντα της ημέρας τον ήλιο ο οποίος με το να κρατεί κανονική απόστασιν από την γη , δίδει με την θερμότητα του ζωή στους ανθρώπους , τα ζώα και σ’ όλην την γύρω φύση. Έβλεπε τον Θεό στο νεράκι που κελλάριζε στις βρυσούλες του βουνού και τον δρόσιζε. Σκεφτόταν ότι το νερό αυτό ήταν κάτω στις θάλασσες και τους ωκεανούς και όμως η πανσοφία και παντοδυναμία του Θεού το ανεβάζει στο βουνό. Το εξατμίζει , το κάνει αραιότατο και ανάλαφρο σύννεφο. Το μεταφέρει με τον αέρα στα βουνά , το κάνει ψηλή βροχούλα , το ραντίζει σε όλο το πρόσωπο της γης και την ποτίζει. Το εναποθηκεύει στα σπλάχνα των ορέων σε τεράστιες αποθήκες και το δίδει λίγο – λίγο στις βρυσούλες , που τρέχουν συνεχώς! Έβλεπε τον Θεό στα αναρίθμητα ζώα τα μικρά και τα μεγάλα , που δημιούργησε ο Θεός «κατά γένος και κατά είδος». Κοίταζε την ποικιλίαν των δένδρων και των φυτών και σκεφτόταν , αν δεν τα έφτιαχνε αυτά ο Θεός , θα ήταν αδύνατον η ζωή των ανθρώπων και των ζώων. Διότι όλα αυτά τρέφονται από το φυτικόν βασίλειον.
Τα έβλεπε όλα αυτά και αναφωνούσε με τον Δαυίδ: «Οι ουρανοί διηγούνται δό ξαν Θεού ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα». Ξεσπούσε κατόπιν σε δοξολογία , λέγοντας: «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε! Πάντα εν σοφία εποίησας. Επληρώθη η γη της κτίσεως Σου»!
Δύο βιβλία διάβαζε συνεχώς στην έρημο: το βιβλίο της φύσεως και το βιβλίον της Αγίας Γραφής. Η καρδιά του , η διάνοια του , η ψυχή του , όλη η ύπαρξης του είναι ολόθερμα δοσμένη στον Θεό. Θείο και ιερό ρίγος διαπερνά την ασκητική σάρκα του , καθώς η ψυχή του εμβαθύνει στο κάλ-λος της θείας Δημιουργίας. Το άγιο πάθος της αγάπης του οσίου Στυλιανού προς το πανάγιο Όνομα του Θεού τον συγκλονίζει. Όλη η δύναμη του είναι συγκεντρωμένη στη θεία αυτή αγάπη. Εγκαταλείπει έτσι ό Αγιος το σαρκικό εγώ του. Παύει να φροντίζη για την τροφή του. Γίνεται όλος ακμή πνεύματος και ψυχής. Μπορεί να πει και αυτός «ζω δε ουκέτι εγώ, η δε εν εμοί Χριστός». Τρεφόταν με χόρτα της ερήμου. Και όταν δεν υπήρχαν αυτά , ο Θεός δεν τον άφηνε. Ο Θεός , που θαυματουργεί δια τους Αγίους και μέσω των Αγίων , δεν άφηνε τον σεβάσμιο όσιο να εξαντληθεί από την πείνα. Τον κράτησε στην ζωή στέλνοντας του τροφές με τους αγγέλους, όπως έστελνε και στους άλλους Αγίους , στον Προφήτη Ηλία, τον Άγιο Μάρκο τον Αθηναίο τον φιλόσοφο και λοιπούς.
Πολλά χρόνια έζησε τη σκληρή ζωή του αναχωρητού. Πάλεψε στην έρημο επί δεκαετίας ολόκληρες σκληρά με τον διάβολο και τον εαυτό του. Πάλεψε να ξεριζώσει τα πάθη του, να αποκτήσει τις αρετές και να φθάσει στην αγιότητα που θέλει ο Θεός , ο Οποίος είπε: «γίνεσθε Άγιοι , ότι Εγώ Αγιος ειμί».
Ο Δημιουργός ήθελε να ζήσει ακόμη ο Αγιος Στυλιανός , για να λαμποκοπάει με την αρετή του και να παραδειγματίζει με την αυστηρότητα της ασκητικής του ζωής. Ήθελε η έμψυχος εκείνη στήλη της εγκράτειας , ο φωτεινός λύχνος της ερήμου , να λάμψει σ’ όλα τα πέρατα της γης. Ήθελε ο Θεός να φανούν οι ποικίλες αρετές του. Ο λύχνος όμως πρέπει να βρίσκεται ψηλά , για να φέγγει σ’ όλους και όχι να κρύβεται και να χάνεται η λάμψη του. Έτσι και εκείνοι , που φεγγοβολούν με τις αρετές τους , τους φανερώνει ο Θεός για να γίνονται φως στο δρόμο της ζωής των άλλων. Έτσι και ο Αγιος Στυλιανός , αφού με τους σκληρούς ασκητικούς αγώνας του στολίστηκε με τις αρετές και ήταν σαν λαμπάδα , με το γλυκό και ζεστό φως , αφού έφθασε σε ύψη δισθεώρητα αρετής , μπορούσε να χύσει στο λαό το ιλαρό φως της αγιότητός του , προς δόξαν Θεού και σωτηρίαν ανθρώπων. Ο δίκαιος Θεός θα έδειχνε ακόμη στον κόσμο πως αντιδοξάζει εκείνους , που λατρεύουν το όνομα Του και Τον δοξάζουν.
Διαδόθηκε , λοιπόν, η φήμη του Αγίου Στυλιανού παντού. Πλήθος κόσμου από διάφορα μέρη συνέρρεαν μ’ ευλάβεια προς τον Άγιον για να θαυμάσουν την αγιότητα του και ν’ αποκομίσουν ψυχικά και σωματικά αγαθά. Η αγία του μορφή , τα σοφά του λόγια , οι προτροπές του άλλαξαν την ζωή πολλών ανθρώπων. Πολλοί ήταν εκείνοι που γοητευμένοι από την ασκητικότητα του , εγκατέλειπαν τον κακό εαυτό τους και μετανοούσαν και αναγεννιόνταν ψυχικά. Συγκινητικές ήταν οι εκδηλώσεις των Χριστιανών που τον επισκέπτονταν στην έρημο , εκεί στο ασκητήριο του. Ήξερε να γαληνεύει τις ταραγμένες ψυχές. Κοντά του έτρεχαν και άλλοι ασκητές για να ενισχυθούν με τα λόγια του και την λάμψη του στο σκληρό ασκητικό βίο. Εγνώριζεν ο Αγιος Στυλιανός , ότι για να κερδίσει κανείς την Βασιλεία των Ουρανών πρέπει να έχει την ψυχή του , σαν την ψυχή των μικρών παιδιών. Του έκαναν εντύπωση τα λόγια του Κυρίου: «Εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία ου μη εισέλθητε εις την Βασιλείαν των Ουρανών». «Των γαρ τοιούτων εστίν, η Βασιλεία του Θεού», των μικρών παιδιών δηλαδή που είναι αθώα. Ήξερε , ότι τα παιδιά έχουν αγγελικές ψυχές. Το κτυπάει ο πατέρας του και πάλι πηγαίνει σ’ αυτόν. Τον κτυπάει ο φίλος του και δεν του κρατάει κακία , αλλά σε λίγο πάλιν παίζουν μαζί. Ενώ οι μεγάλοι το κρατούν σαν καμήλα μέσα τους. Γι/αυτό ήθελε να τα βοηθάει , να τα προστατεύει τα παιδιά. Και στην αγία του εκείνη επιθυμία ο Παντογνώστης Θεός του έδωσε την Χάρη Του , να μπορεί να κάνει θαύματα.
Ο Θεός βράβευσε το ιερό του αίσθημα και του έδωσε την θαυματουργική δύναμη να θεραπεύει τα ασθενεί παιδιά. Μητέρες από κοντινά και μακρινά μέρη , με φορτωμένα στους ώμους ανάπηρα και άρρωστα παιδιά έτρεχαν , με πόνο και πίστη, κοντά στον Άγιο για να ζητήσουν την θεραπείαν των παιδιών τους. Μέρες ολόκληρες βάδιζαν μέσα σ’ έρημα μέρη για να βρουν την δοξασμένη από τον Θεό ασκητική σπηλιά του Αγίου Στυλιανού. Και όταν έφθασαν εκεί , με δάκρυα στα μάτια έπεφταν στα πόδια του Γέροντα ασκητή , δόξαζαν τον Θεό , που τον συνάντησαν και τον παρακαλούσαν να γιατρέψει τα παιδιά τους. Ο Αγιος Στυλιανός γεμάτος καλωσύνη και συμπόνοια έπαιρνε τ’ άρρωστα νήπια στα χέρια του και με μάτια δακρυσμένα παρακαλούσε το Θεό να τα γιατρέψει. Ο Δεσπότης των Ουρανών άκουγε την ολόψυχη προσευχή του και ο Αγιος θαυματουργούσε. Παιδιά άρρωστα εύρισκαν την υγειά τους. Παθήσεις διαφόρων ειδών εξαφανίζονταν. Μπροστά στη δύναμη του Θεού καμιά αρρώστια δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί. Μανάδες έκλαιγαν από χαρά έξω από το ασκητήριο του. Και άλλες καταφιλούσαν με σεβασμό και ευγνωμοσύνη το χέρι του Αγίου γέροντα , δοξάζοντας τον Θεόν. Δοξολογούσε κι’ εκείνος ακατάπαυστα το Άγιο Όνομά Του και τον ευχαριστούσε για τα θαύματα αυτά , που τον αξίωνε να κάνει. Επειτα γεμάτος στοργή κοίταζε τα αθώα πλασματάκια που είχαν λυτρωθεί από την αρρώστια. Ένα γλυκό χαμόγελο , χαμόγελο αγγελικό άνθιζε στο πρόσωπο του σεβασμίου ασκητού. Τα θαύματα όμως αυτά γινόταν γνωστά σ’ όλα τα μέρη και κόσμος πολύς έτρεχε στον Αγιά Στυλιανό για να τον παρακάλεσει να γιατρέψει από κάποια ασθένεια τα παιδιά του.
Ετσι δόξαζε ο Αγιος Θεός το όνομα του οσίου Στυλιανού που αφιέρωσε την ζωή του για την δόξα του Θεού. ‘Αλλά δεν ήταν μόνο τα θαύματα της θεραπείας των παιδιών που δόξαζαν το όνομα του ταπεινού Αγίου Στυλιανού. Ο Αγιος απέκτησε φήμη ως θαυματουργού , διότι έκανε τους άτεκνους εύτεκνους , με την προσευχή του. Με την προσευχή του Αγίου Στυλιανού πολλές στείρες τεκνοποιούσαν. Πολλοί πιστοί Χριστιανοί με την ευλογία του , αν και ήταν άτεκνοι πρωτύτερα , απέκτησαν ωραία και γεμάτα υγεία παιδιά. Πολλοί μάλιστα καλοί Χριστιανοί και μετά την κοίμηση του , επικαλούμενοι το όνομα του Αγίου και ζωγραφίζοντες σαν τάμα την εικόνα του, απέκτησαν παιδιά , αν και είχαν χάσει την ελπίδα πια να τεκνοποιήσουν.
Εν’ τω μεταξύ άπ’ όλα τα μοναστήρια πήγαιναν στον γέροντα ασκητή για να ευφρανθούν κοντά του , το άρωμα της αγιότητας του. Μοναχοί και ασκητές ζητούσαν από τον Άγιο δάσκαλο συμβουλές , για το πως πρέπει να αντιμε-τωπίζουν τους πειρασμούς και πως να επιβάλλουν την γαλήνη στα κοινόβια τους. Όλοι τον έβλεπαν σαν πρότυπο αγίας ασκητικής ζωής. Η προσωπικότητα του ήταν γεμάτη ταπεινοφροσύνη και άστραφτε από ουράνιο κάλλος.
Και εκείνος ακούραστος με αγγελική γαλήνη τους δίδασκε , τους καθοδηγούσε , τους γέμιζε την καρδιά , τους στερέωνε στην πίστη , τους διέλυε τις αμφιβολίες. Ειρήνευε με τις συμβουλές του από μακρυά όσα μοναστήρια είχαν εσωτερικές διχόνοιες. Έτσι έζησε κι έτσι δόξασε το όνομα του Θεού και δοξάσθηκε από τον Ουράνιο Πατέρα ο Αγιος Στυλιανός. Όταν έφθασε σε βαθειά γεράματα , έστειλε ο Θεός τους Αγγέλους Του και πήραν την αγίαν του ψυχή , για να την αναπαύσουν από τους πολύχρονους κόπους , τις στερήσεις και την σκληρότητα της ασκητικής ζωής. Κοιμήθηκε , λοιπόν, ο Αγιος πλήρης ημερών και αρετών.
Που τον έθαψαν , δεν γνωρίζουμε , ούτε διεσώθηκαν άλλα στοιχεία από την κουρασμένη και αγιασμένη ζωή του. Εμεινε όμως το όνομα του. Τον σέβεται και τον τιμά όλη η Ορθόδοξη Χριστιανοσύνη. Τον επικαλούνται στις ανάγκες τους και προπάντος για τα άρρωστα παιδιά τους. Κτίζουν στο όνομα του μεγαλοπρεπείς Ναούς. Στην Αθήνα υπάρχουν τουλάχιστον δύο Ναοί του Αγίου Στυλιανού στον Γκύζη και στον Καρέα. Τα θαύματα του Αγίου συνεχίζονται και μετά την κοίμηση του. Και σήμερα ο Αγιος Στυλιανός εξακολουθεί να είναι προστάτης των παιδιών. Λένε μάλιστα, ότι από την λέξη «στυλώνει» που σημαίνει «στηρίζει τη υγεία των παιδιών».
Ο Αγιος εικονογραφείται με ένα νήπιο σπαργανωμένο στην αγκαλιά του που συμβολίζει , ότι είναι ο προστάτης των νηπίων. Η μνήμη του Αγίου Στυλιανού εορτάζεται στις 26 Νοεμβρίου.
Επίλογος
Όπως είδαμε ο Αγιος Στυλιανός είναι προστάτης των μικρών παιδιών. Και είναι αλήθεια , ότι οι γονείς τρέχουν στον Άγιο να τα θεραπεύσει από τις διάφορες ασθένειες του σώματος. Δεν τρέχουν όμως στον Άγιο να τα προστατέψει και από τις ασθένειες της ψυχής. Τα παιδιά πάσχουν από ελαττώματα και πάθη. Είναι κακοκέφαλα και ατίθασα, νευρικά και ανάποδα. Τα επηρεάζει ο Σατανάς και τα παρακινεί στο κακό και την αμαρτία. Τα κάνει αγνώριστα στο σπίτι. Κινδυνεύουν επίσης τα παιδιά από τους κακούς και φαύλους ανθρώπους , καθώς και από τις κακές παρέες. Παρασύρονται και παίρνουν τον κακό δρόμο.
Αι λοιπόν, σ’ αυτές τις περιπτώσεις πρέπει οι γονείς να καταφεύγουν στον Άγιο Στυλιανό. Είναι πρόθυμος να τα βοηθεί , να τα προστατεύει και να τα θεραπεύει όχι μόνον σωματικά , άλλα και ψυχικά , αρκεί φυσικά να κάνει και εκείνος που τον παρακαλεί το καθήκον του. Αλλά και εκτός της ειδικής αυτής περιπτώσεως , η ζωή του μας καλεί και εμάς να εργασθούμε τα έργα της ευσέβειας , της σωφροσύνης, της δικαιοσύνης , της ελεημοσύνης. Μας καλεί στην θερμή πίστη , αν θέλουμε να δούμε Θεού πρόσωπο κατά την ημέρα της Κρίσεως. Μας καλεί να ζήσωμε με έργα το θέλημα του Θεού για να παραλάβουν και τη δική μας την ψυχή οι άγγελοι και να την οδηγήσουν στην αιώνια ευτυχία και μακαριότητα των Ουρανών !!!
Από το βιβλίο: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ «Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ»
του Αρχ. Χαράλαμπου Δ. Βασιλόπουλου
Εκδόσεις: «Ορθόδοξου Τύπου»


Ο Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ο Χιοπολίτης



Μαρτύρησε στις Κυδωνίες ( Αϊβαλί) στις 26 Νοεμβρίου 1807
Ο άγιος γεννήθηκε στην πόλη της Χίου. Όταν ήταν εννέα μηνών ορφάνεψε από μητέρα και ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε. Έτσι το παιδί γνώρισε την μητριά για μητέρα. Σε ηλικία κάτω των δέκα ετών τον έβαλε ο πατέρας του κοντά σε ένα ξυλογλύπτη για να μάθει την τέχνη. Ενώ το συνάφι βρισκόταν στα γειτονικά Ψαρά και δούλευε το τέμπλο του Αγίου Νικολάου ,εξαιτίας της απότομης συμπεριφοράς του πρωτομάστορα και της παιδικής αφέλειας, ο μικρός Γεώργιος μπήκε παρέα με κάποιους γνωστούς σε ένα καράβι και βγήκε στην Καβάλα. Εκεί, μια ημέρα, παρακινημένος από άλλα παιδιά , πήγαν να κλέψουν καρπούζια. Ο αγροφύλακας πρόφθασε να συλλάβει μόνο τον μικρό Γεώργιο και τον πήγε στον δικαστή. Τότε το παιδί από φόβο αρνήθηκε την αγία πίστη του . Ένας από τους Αγαρηνούς τον πήρε σπίτι του και μετά καιρό τον έδωσε σε άλλον. Οι συγγενείς του παιδιού δεν ήξεραν τίποτε από αυτά.
Ο Γεώργιος έπιασε να δουλεύει ναύτης σε κάποιο καράβι. Κάποτε το καράβι έπιασε στο λιμάνι της Χίου και ξεφόρτωνε το εμπόρευμά του. Ένας Χιώτης συγγενής γνώρισε τον Γεώργιο και τον χαιρέτησε, εξεπλάγη όμως όταν άκουσε να τον προσφωνούν Αχμέτη . Του λέει έκπληκτος : Τι είναι αυτό που ακούω ; Το παιδί δεν αποκρίθηκε μόνο γύρισε άφωνο στο καΐκι, γιατί μέσα του πάντα βασανιζόταν πικρά από τύψεις για την πτώση του. Σε άλλο ταξίδι του προσπάθησε να συναντηθεί με τον πατέρα του αλλά δεν τα κατάφερε διότι απουσίαζε. Στο τρίτο ταξίδι του και φορώντας πλέον χριστιανικά ενδύματα συνάντησε επιτέλους τον πατέρα του ο οποίος τον δέχτηκε με κλάματα, μη μπορώντας να πιστέψει τη συμφορά που τους είχε βρει. Γνωρίζοντας πως δεν γινόταν το παιδί να ζήσει στη Χίο και με συμβουλή του πνευματικού του πατέρα, τον πήγε με το καΐκι του στις Κυδωνίες, όπου τον παρέδωσε σε κάποιο γνωστό του, πιστό Χριστιανό. Ήταν τότε ο άγιος δέκα ετών. Ο άνθρωπος αυτός τον έστειλε να μείνει μαζί με άλλους εργάτες στα κτήματά του και να εργάζεται , περισσότερο όμως για να είναι μακριά από τα μάτια των Τούρκων, μήπως και τύχαινε να τον αναγνωρίσει κάποιος. Εκεί έμεινε και εργαζόταν μέχρι την ηλικία των είκοσι ετών, ζώντας φρόνιμα και με ευσέβεια. Είχε κάνει το λάθος όμως να αποκαλύψει το μυστικό του σε κάποια γερόντισσα που την είχε σαν παραμάνα του. Μεγαλώνοντας άρχισε να επισκέπτεται το Αϊβαλί όπου γνωρίστηκε μάλιστα και με πολλούς ντόπιους και έκανε και φιλίες. Συνέβη να γνωρίσει και κάποια κοπέλα με σκοπό τον γάμο. Οι δικοί της ρωτώντας για την κατάσταση του Γεωργίου έμαθαν από την ηλικιωμένη γυναίκα και το μυστικό της εξώμοσής του αλλά εκτιμώντας τα καλά που είχε ο νέος δεν τους πείραξε το γεγονός. Ενώ όμως ετοιμαζόταν ο γάμος, ένας αδελφός της αρραβωνιαστικιάς οργίστηκε που ο Γεώργιος του ζήτησε να του επιστρέψει τα χρήματα που του είχε δανείσει και για να τον εκδικηθεί ο άθλιος πήγε και πρόδωσε το γεγονός της εξώμοσης στον πασά του Αϊβαλιού. Κάποιο φίλοι του νέου έμαθαν για την προδοσία και τον παρακινούσαν να φύγει αλλά εκείνος ούτε έφυγε ούτε κρύφτηκε, καθώς όλα τα χρόνια υπέφερε στην ψυχή του για το σφάλμα της άρνησης.
Ο κριτής διέταξε να τον φέρουν σιδηροδέσμιο μπροστά του.
Γιατί τόλμησες ν’ αφήσεις την πίστη μας και ν’ ακολουθήσεις πάλι αυτό που αρνήθηκες ;
Ο άγιος απάντησε :
Μήτε την πίστη μου αρνήθηκα μήτε τη δική σας δέχτηκα . Αλλά όταν ήμουνα μικρό παιδί με πίεσαν να τη δεχθώ. Με τη θέλησή μου ποτέ δεν αρνήθηκα την πίστη μου αλλά πάντοτε Χριστιανός ήμουν και χριστιανικά ζούσα. Τη θρησκεία σας πάντοτε τη μισούσα και την μισώ και την απεχθάνομαι και δεν τη δέχομαι.
Όταν τ’ άκουσε αυτά ο δικαστής, άλλαξε τακτική και του λέει με ήμερο τρόπο :
Πες μας , άνθρωπε, το όνομα που έλαβες όταν περιτμήθηκες.
Το όνομά μου είναι Γεώργιος, του απάντησε ο άγιος, και με αυτό το όνομα πρόκειται να πεθάνω.
Πες μας, επέμεινε ο δικαστής, το όνομά σου και μην αρνείσαι την πίστη σου. Και πραγματικά δεν μας κακοφαίνεται αυτό το λάθος που έκανες ως νέος Εμείς και μεγάλες τιμές θα σου δώσουμε και σε όλους μας αγαπητός θα είσαι. Αλλά αν με παρακούσεις να ξέρεις ότι θα πεθάνεις με σκληρό και φρικτό θάνατο.
Το όνομά μου το είπα, το ακούσατε. Ονομάζομαι Γεώργιος και Γεώργιος θέλω και ποθώ να πεθάνω, απάντησε ο άγιος.
Δεν θα πεθάνεις με καλό θάνατο, του απάντησε ο κριτής και διέταξε να τον κλείσουν στη φυλακή.
Έμεινε στη φυλακή δεκαεπτά ημέρες υπομένοντας τα πάντα με πολλή χαρά για την αγάπη του Χριστού.
Όλος ο λαός της πόλης , μαθαίνοντας το γεγονός, προσευχόταν ο Θεός να ενισχύσει τον μάρτυρα ώστε να ολοκληρώσει τον καλό αγώνα της αθλήσεως. Προσπαθούσαν μάλιστα να βρίσκουν τρόπο να τον ενισχύουν πνευματικά στη φυλακή ώστε να αντιμετωπίζει τόσο τους δαιμονικούς λογισμούς όσο και την ψυχολογική πίεση που του έκαναν οι ασεβείς.
Τελικά ανακοινώθηκε η καταδίκη του σε θάνατο. Τότε οι Χριστιανοί φρόντισαν να πάει πνευματικός στη φυλακή να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει.
Η εκτέλεση ορίστηκε πως θα γινόταν στην πλατεία του Αϊβαλιού αποβραδίς της 25ης Νοεμβρίου. Όλοι οι Χριστιανοί βρίσκονταν σε εγρήγορση, άλλοι στην εκκλησία , όπου γινόταν αγρυπνία για την ενίσχυση του μάρτυρα, άλλοι συγκεντρώνονταν στην πλατεία.
Όταν έφτασε ο δικαστής και άλλοι επίσημοι Τούρκοι, έφεραν και τον άγιο ο οποίος έλεγε συνεχώς την ευχή, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλό και Υπεραγία Θεοτόκε σώσον με.
Τον διέταξαν με θυμό να γονατίσει ενώ μπροστά του στεκόταν ο δήμιος φοβερός με όλα του τα όπλα και τα μαχαίρια, έτοιμος να αρχίσει. Του πρότειναν για τελευταία φορά να αρνηθεί τον Χριστό.
Ο άγιος μεγαλόφωνα απάντησε :
Όχι, όχι, Χριστιανός θέλω να πεθάνω.
Αμέσως ο δήμιος τον πυροβόλησε στην πλάτη και μολονότι το αίμα πηδούσε κυριολεκτικά σαν από σωλήνα, ο μάρτυρας έμεινε ακίνητος σα να μη συνέβαινε τίποτε. Κατόπιν τον χτύπησε με μια μαχαίρα στον τράχηλο, η οποία σφηνώθηκε στο κόκαλο, ώστε χρειάστηκε όλη του τη δύναμη για να την αποσπάσει.
Ο άγιος εξακολουθούσε να μένει γονατιστός και να προσεύχεται.
Τέλος τον κλώτσησε και τον έριξε κάτω, γονάτισε στην πλάτη του, τον άρπαξε από το σαγόνι και τον έσφαξε σαν αρνί, με πολλή σκληρότητα και αγριότητα, κυριολεκτικά πριόνιζε τον λαιμό του αγίου μ’ ένα παραμάχαιρο, μέχρι που του έκοψε το κεφάλι. Ήταν είκοσι δύο ετών.
Εν τω μεταξύ η αγρυπνία βρισκόταν στον εσπερινό, στη λιτή. Έφθασε τρέχοντας ένα Χριστιανός και φώναξε : Τετέλεσται και οι ιερείς αμέσως μνημόνευσαν το όνομά του μαζί με τα ονόματα και των άλλων μαρτύρων που μνημονεύονται στην λιτή . Οι Χριστιανοί , με δάκρυα πνευματικής χαράς και αγαλλίασης δέχτηκαν το άγγελμα της μαρτυρικής τελειώσεως του αγίου. Νίκη και θρίαμβος του Σταυρού κατά των ορατών και αοράτων εχθρών.
Οι Τούρκοι διέταξαν να πεταχτεί το άγιο λείψανο στο νησάκι που βρίσκεται στον κόλπο του Αϊβαλιού. Οι Χριστιανοί όμως φρόντισαν και το περισυνέλλεξαν και το ενταφίασαν με πολλή τιμή, μέσα στο ιερό βήμα του Ναού του Αγίου Γεωργίου, δεξιά από την Αγία Τράπεζα, ως μαρτυρικό λείψανο.