ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

17 Νοεμβρίου Κυριακή Θ' Λουκά (παραβολή του άφρονα πλουσίου)




Κυριακή θ΄ Λουκά (Αρνητής του Θεού)
 Βλέπουμε στην περικοπή του Ευαγγελίου της Θ Κυριακής του Λουκά πολύ χαρακτηριστικά στην περίπτωση της παραβολής.  Άφρων πλούσιος. Έτσι παρέμεινε στην Γραφή και στην ιστορία.  Και είναι πραγματικά άφρων. Το επίθετο αυτό δεν το έδωσε άνθρωπος, αλλά  ο ίδιος ο Θεός. «Είπε δε αυτώ ο Θεός, Άφρων, ταύτη τη νυκτί  την ψυχήν σου απαιτούσιν από σού».Όταν ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει ένα άτομο, ο χαρακτηρισμός  αυτός είναι σωστός. Αν οι άνθρωποι σε αποκαλέσουν άφρονα, ανόητο, άμυαλο, δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία. Σημασία έχει να μη σε ονομάσει ο Θεός. Και ο λόγος του Θεού στην Αγία Γραφή δύο ανθρώπους ονόμασε  άφρονας. Τον ένα, διότι είπε, δεν υπάρχει Θεός.  Τον άλλον, διότι είπε, δεν υπάρχει αγάπη. Όλα τα σκεπτόταν ο πλούσιος της παραβολής. Μόνο την αγάπη δεν σκεπτόταν, την αγάπη, που είναι η καλύτερη αποθήκη των αγαθών του Θεού. Στενοχωριόταν  ο άφρων πλούσιος, διότι δεν είχε τι να κάνει την πλούσια σοδειά του, που να τοποθετήσει τα αγαθά του, που να επενδύσει τα πλούτη του. Σκεπτόταν να γκρεμίσει τις παλιές του αποθήκες και κτίσει καινούργιες. Προγραμμάτιζε! Το πρόγραμμά του όμως έμεινε στο σχέδιο.  Δεν υλοποιήθηκε. Διότι μεσολάβησε το πρόγραμμα Εκείνου, τον οποίον αγνοούσε. Μεσολάβησε η επέμβαση του Θεού. Αν δεν συνεργήσουμε, ώστε η επέμβαση του Θεού να είναι ευεργετική, θα είναι τρομακτική.  Το νερό θέλει να ποτίσει τον κήπο σου, αν όμως εσύ δεν το αφήνεις, εκείνο συγκεντρώνεται σε   τεράστια ποσότητα, σπάει το φράκτη, και τότε γίνεται ορμητικός χείμαρρος, που καταστρέφει τα πάντα. Ο Θεός θέλει να επεμβαίνει ευεργετικά στην ζωή μας. Αν εμείς δεν Τον αφήνουμε, με την άγνοιά μας, με την άρνησή μας, με την απιστία μας, τότε θα έλθει ημέρα, που η ορμή του Θεού θα σπάσει το φράκτη της μακροθυμίας και θα ξεσπάσει τιμωρητικά. Κάτι τέτοιο συνέβη στην περίπτωση του άφρονος πλουσίου. Η ώρα του θανάτου έφθασε καταλυτικά. Τίποτε δεν μπορεί να κρατήσει ο ταλαίπωρος. Είχε πολλά κεκτημένα. Τώρα το μόνο κεκτημένο, που του απέμεινε, είναι η αιώνιος κόλασης. Άφρων  ο πλούσιος, διότι ουσιαστικά ήταν αρνητής του Θεού. δεν πίστευε στο Θεό. Που το βλέπουμε;  Την ευφορία της γης την θεωρεί δική του ευφορία. Αναφέρεται σε αυτήν την ευφορία η παραβολή: « Ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα». Θα μπορούσε να μην είχε ευφορήσει η χώρα. Η ευφορία της γης έρχεται από τον ουρανό, όχι από την γη. Ο πλούσιος βέβαια ποτέ δεν παρακάλεσε το Θεό για την ευφορία των καρπών. Αφού δεν πίστευε στην ύπαρξη του Θεού, πως τα Τον παρακαλούσε; Τότε γιατί του έδινε τέτοια ευφορία, τέτοια καρποφορία, ο Θεός;  Το θέμα δεν είναι αν δίνει ο Θεός.  Ο Θεός; Δίνει, είτε αξίζουμε, είτε όχι. Το θέμα είναι, αν εμείς παρακαλούμε το Θεό να δώσει. Και Τον παρακαλεί όποιος Τον  αναγνωρίζει. Και Τον αναγνωρίζει, όποιος Τον γνωρίζει. Ο άφρων πλούσιος καμία αναφορά δεν κάνει στο Θεό, στην πηγή της ευφορίας. Γιατί  «ευφόρησεν η χώρα»; Διότι δεν αφόρισε ο Θεός τελείως τον άνθρωπο. δεν τον ξέκοψε από την αγάπη του. Ευφόρησε η χώρα διότι ο Θεός έριξε τη βροχή. Θα μπορούσε να μη ρίξει καθόλου βροχή, να καταδικάσει τη γη και τους ανθρώπους της στη σκληρή τιμωρία, που λέγεται ανομβρία, όπως καταδίκασε κάποτε τον Ισραήλ, όταν έκλεισε τους ουρανούς και δεν έβρεξε τριάμισι χρόνια. Κάθε φορά, που ανοίγει ο ουρανός το φωτεινό του παράθυρο και στέλνει ο Θεός τις ακτίνες του ήλιου, Τον ευχαριστούμε; Λέμε, Σε ευχαριστώ Θεέ μου; Κάθε φορά που ανοίγει ο ουρανός τις δεξαμενές του και στέλνει ο Θεός τις σταγόνες της βροχής, λέμε Σε ευχαριστώ Θεέ μου; Όχι μόνο αυτό δεν λέμε, αλλά και βλασφημούμε το Θεό, τον Ευεργέτη μας. Πώς λοιπόν, να μη κλείσει κάποτε ο ουρανός με το κλειδί της ανομβρίας; Θα μπορούσε ο Θεός, αντί να ρίξει βροχή ευεργετική, να έριχνε φωτιά και θειάφι, όπως έριξε στα Σόδομα  και στα Γόμορρα. Μήπως εμείς είμαστε καλύτεροι από τους  Σοδομίτες; Ήταν καλύτερος από τους Σοδομίτες ο άφρων πλούσιος; Φαΐ, πιοτό, αγοροπωλησίες, συναλλαγές κτήματα, οικοδομές! Να τα ιδανικά του χωρίς Θεό μεταφυσική αγωνία ανθρώπου. Να τα ιδανικά του ταλαίπωρου πλουσίου. «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά, αναπαύσου, φάγε, πίε, ευφραίνου». Αμήν



undefined



Λουκ. 12, 16-21

Άφρονα χαρακτηρίζει ο Κύριος τον πλούσιο της παραβολής που ακούμε κατά τη σημερινή Θεία Λειτουργία. Τον πλούσιο εκείνο που η γη του έκανε τόσο πολλούς καρπούς, ώστε δεν είχε πού να τους βάλει. Και σκέφτηκε: “θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτερες και θα πω: ψυχή μου, έχεις άφθονα αγαθά για πολλά χρόνια, φάε, πιες, ευχαριστήσου”. Ο Θεός όμως του είπε: “άφρονα, απόψε αφήνεις την τελευταία σου πνοή. Όλα αυτά που ετοίμασες σε ποιόν θα ανήκουν λοιπόν;”.

Τέτοιος είναι ο άνθρωπος που μαζεύει θησαυρούς για τον εαυτό του και δεν πλουτίζει κατά Θεόν”. Με αυτή τη φράση κλείνει ο Χριστός την παραβολή, θέλοντας να αντιδιαστείλει τη μέριμνα για τα υλικά αγαθά με τη φροντίδα για την απόκτηση των πνευματικών θησαυρών. Δεν καταδικάζει τον άνθρωπο της παραβολής επειδή ήταν πλούσιος, ούτε γιατί καρποφόρησε άφθονα η γη του. Τον κατακρίνει για τον εγωκεντρισμό του, που αφ' ενός μεν θεώρησε ότι τα αγαθά που απέκτησε προορίζονται αποκλειστικά για τη δική του ευχαρίστηση και αφ' ετέρου πίστεψε ότι θα ζει αιώνια και θα απολαμβάνει τον πλούτο του.
Τον χαρακτηρίζει ο Χριστός άφρονα, δηλαδή ανόητο, όχι για την προνοητικότητά του, αλλά για την απληστία του. Θα μπορούσε ο πλούσιος της παραβολής να συγκεντρώσει τα αγαθά του στις αποθήκες που διέθετε και το περίσσευμα να το δώσει στους φτωχούς, περιμένοντας στο μεταξύ τη νέα σοδειά. Αυτός όμως όχι μόνο δεν σκέφτεται τον πλησίον του, αλλά με τη συμπεριφορά του δείχνει ότι δεν εμπιστεύεται τον Θεό, ή έστω τη γη την ίδια που παράγει τους καρπούς. Και το αποτέλεσμα δεν είναι άλλο, από το να στερηθεί και ο ίδιος, μιας που ο Θεός τον παίρνει από την επίγεια ζωή, όλα αυτά που με κόπο και ιδρώτα συνέλεξε για την δική του προσωπική απόλαυση.
Καταδικάζει επιπλέον τούτη τη συμπεριφορά ο Κύριος, επειδή στο βάθος του ο εγωκεντρισμός συνιστά απιστία κατά του Θεού. Χαίρεται ο πλούσιος με τη γη και τα αγαθά του, θεωρεί ότι του ανήκουν όλα και ότι μπορεί μόνος του να ρυθμίζει τη ζωή του. Ξεχνά πως ό,τι και αν έχουμε, είναι δώρο του Θεού, ακόμα και τα υλικά αγαθά. Ξεχνά, ακόμα περισσότερο, πως όσο και αν προσπαθήσουμε, πάντα υπάρχουν γεγονότα και καταστάσεις στη ζωή μας που ούτε να προβλέψουμε μπορούμε, ούτε να ελέγξουμε ή να αποτρέψουμε. Και εκεί, αν μη τι άλλο, αποδεικνύεται πόσο εύθραυστη είναι η “παντοδυναμία” μας και πόσο έχουμε ανάγκη τη βοήθεια του Θεού.
Γι αυτό και ο Χριστός, στην επί του Όρους ομιλία Του, πριν μας παροτρύνει να φροντίζουμε για τους πνευματικούς θησαυρούς, μας λέει να μη μεριμνάμε ούτε για τροφές, ούτε για ενδύματα, ούτε για επίγειους θησαυρούς που αφανίζονται από τους κλέφτες και από τη φθορά του χρόνου, και να μην είμαστε ολιγόπιστοι αλλά να έχουμε εμπιστοσύνη στο Θεό, που φροντίζει και προσφέρει τροφή στα πουλιά και λαμπρά χρώματα στα λουλούδια, και κάθε απαραίτητο αγαθό στον άνθρωπο που πιστεύει στον Θεό[1]. “Αλλά”, μας παροτρύνει, “ να αποθησαυρίζετε τους επουράνιους θησαυρούς, που ούτε σαπίζουν, ούτε καταναλώνονται, ούτε αρπάζονται από τους κλέφτες. Γιατί όπου βρίσκεται ο θησαυρός σου, εκεί είναι και η καρδιά σου”[2].
Δυστυχώς, η καρδιά των ανθρώπων ανέκαθεν κινείται και προσκολλάται σε αυτά που βλέπει, στις μέριμνες του βίου και στα υλικά αγαθά. Η καταναλωτική κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε δεν αποτελεί εξαίρεση αλλά επίφαση αυτού του γεγονότος. Οι άνθρωποι διακατεχόμαστε από μια σπουδή να αποκτήσουμε όσο περισσότερα μπορούμε, προκειμένου να κάνουμε τη ζωή μας πιο άνετη, και τελικά εγκλωβιζόμαστε στην αναζήτηση της ευτυχίας, στη δυστυχία της πλεονεξίας μας. Αδιαφορούμε για τον πλησίον μας, για τα προβλήματά του, για τις ανάγκες του. Και τελικά, σαν τον άφρονα της παραβολής, παγιδευόμαστε στον εγωισμό μας και ολιγοπιστούμε απέναντι στο Θεό.
Δεν μας λέει ο Χριστός να μη φροντίζουμε για την οικογένειά μας, για το μέλλον των παιδιών μας, για την εξασφάλιση των αναγκαίων. Αλλά μας τονίζει ότι δεν είναι αυτά όλα τόσο σημαντικά, ώστε να ξεχνούμε την επιμέλεια της ψυχής μας. Μας παροτρύνει λοιπόν να προσδιορίσουμε εκ νέου τις προτεραιότητές μας, να στρέψουμε και πάλι στο βλέμμα στον ουρανό: “να επιζητείτε πρώτα την βασιλεία του Θεού και την δικαιοσύνη Του, και όλα τα άλλα θα σας δοθούν”[3].

[1] Πρβ. Ματθ. 6, 19-32.
[2] Ματθ. 6, 20-21.
[3] Ματθ. 6,33.


Read more: http://xerouveim.blogspot.com/2009/11/22-11-09.html#ixzz2koKPDuha

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου