ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

20 Νοεμβρίου η μνήμη του Οσίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου και του Αγίου Πρόκλου , αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως

Ο όσιος Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης



Ο άγιος Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης.

Ό όσιος Γρηγόριος γεννήθηκε στα τέλη του 8ου αιώνα σε μια από τις πόλεις της Δεκαπόλεως της Ίσαυρίας, την Είρηνούπολη. Χάρη στην ευσέβεια και τις φροντίδες της μητέρας του, το νεαρό αγόρι έλαβε επαρκή στοιχειώδη εκπαίδευση και από την ηλικία των οκτώ χρόνων έδειξε σαφή προτίμηση για τη μελέτη των Ιερών Γραφών και τον εκκλησιασμό. Επιδιδόταν επιμελώς στη νηστεία και στην άσκηση όλων των αρετών με σκοπό να μορφώσει εντός του πιστά την εικόνα του Χριστού. Στο κατώφλι της εφηβείας, οι γονείς του θέλησαν να τον νυμφεύσουν, αλλά ό Γρηγόριος επιθυμώντας να διαφυλάξει την παρθενία του για να την προσφέρει στον Κύριο έφυγε κρυφά από την πατρική εστία μεταβαίνοντας σε ένα μοναστήρι, όπου ήταν ηγούμενος ένας επίσκοπος πού είχε έξορισθεί εξαιτίας του διωγμού των είκονολατρών. Λίγο αργότερα, μετά τον θάνατο του πατέρα του, ή μητέρα του κατάφερε να τον βρει. Δεν αντιτάχθηκε στην κλήση του, τού ζήτησε μόνον να πάει να βρεί τον αδελφό του, ο οποίος ήταν μοναχός σε γειτονικό μοναστήρι. Ό Γρηγόριος υπάκουσε, αλλά δεν μπόρεσε να παραμείνει στη μονή εκείνη, αφού ο ηγούμενος ήταν εικονομάχος. Μετέβη, λοιπόν, σε μιάν άλλη μονή, ηγούμενος της οποίας ήταν ό Συμεών, ό θείος του. Έμεινε εκεί δεκατέσσερα χρόνια και διέλαμψε σε όλες τις αρετές τού κοινοβιακού βίου, ιδιαιτέρως στην υπακοή και την ταπείνωση.
Διψώντας για ζωή πιο ήσυχαστική, έλαβε άπό τον ηγούμενο του την ευλογία να αποσυρθεί σε μια σπηλιά των περιχώρων, για να αφιερωθεί εκεί αδιαλείπτως στην προσευχή, μόνος τω Θεφ μόνω. Ήρθε τότε αντιμέτωπος με πολλές και τρομερές δοκιμασίες έκ μέρους των δαιμόνων πού φθονούσαν την παρρησία του προς τον Θεό. Αυτοί έπαιρναν τη μορφή φιδιών και άλλων ιοβόλων θηρίων για να τον τρομοκρατήσουν και να τον κάνουν να εγκαταλείψει το έρημητήριό του. Ό άγιος όμως, με όπλα του το σημείο του Σταύρου και την ελπίδα του στον Θεό, περιγελούσε τις μηχανές τους και παρέμενε απερίσπαστος στην προσευχή του. Άφού δοκίμασαν και άλλους πειρασμούς για να τον πτοήσουν, οί δαίμονες του επιτέθηκαν με το δέλεαρ του φλογερού σαρκικού πολέμου. Ό Γρηγόριος αντιστεκόταν με θερμές ικεσίες λουσμένος στα δάκρυα, και μία ημέρα, μετά από όραμα, ελευθερώθηκε θαυματουργικώς από κάθε σαρκικό πειρασμό. Κατέκτησε τότε την απάθεια της σαρκός και μέρα με την ημέρα προόδευε στην ακόμη τελειότερη απάθεια, ή οποία είναι μίμηση της θεϊκής τελειότητας.
Μία ημέρα που ήταν καθισμένος στη σπηλιά του σε περισυλλογή, έπεσε σε έκσταση και ένα περίλαμπρο, ουράνιο φως, συνοδευόμενο από μια θεσπέσια εύωδία, γέμισε το σπήλαιο και παρέμεινε εκεί για ήμερες. Ό όσιος άρπαγείς στον Παράδεισο, σε κατάσταση που θα γνωρίσουν μόνον οί εκλεκτοί κατά την εσχάτη Ανάσταση, έχασε κάθε αίσθηση του χρόνου και όταν ό μαθητής του ήρθε να τον διακονήσει μετά από τέσσερις ημέρες, εκείνος είχε την εντύπωση πώς είχε περάσει μόλις μία ώρα άπό την επίσκεψη του φωτός εκείνου. “Οντας όμως συνετός και έχοντας διδαχθεί άπό την πείρα των Πατέρων ότι ό Σατανάς ξέρει να μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός (Β’ Κορ. 11, 14) ό Γρηγόριος ζήτησε τη συμβουλή του ηγουμένου της μονής, για να μάθει εάν ή οπτασία τούτη προερχόταν Οντως άπό τον Θεό. Εκείνος τον καθησύχασε και τον προέτρεψε να συνεχίσει τους ασκητικούς αγώνες του προς δόξαν Θεού .
Φωτισμένος έτσι άπό τη θεία Χάρη, ό Γρηγόριος στάλθηκε σύντομα άπό τον Θεό στον κόσμο, με σκοπό να λάμψουν στα μάτια των ανθρώπων οί αρετές του και ή στερεότητα της ορθοδόξου διδασκαλίας του. Μετέβη στην “Εφεσο, για να βρει πλοίο με προορισμό την Κωνσταντινούπολη, όπου επιθυμούσε να πάει για να άποστομώσει τους αιρετικούς είκονομάχους. Δεν μπόρεσε όμως να φθάσει, παρά μόνον έως την Πριγκιπόννησο, όπου, παρά την επίσημη απαγόρευση να δέχεται κανείς στο σπίτι του όμολογητές των ίερών εικόνων, φιλοξενήθηκε στο σπίτι ενός φτωχού. Καθώς δεν μπορούσε να μπει στην πρωτεύουσα, αναχώρησε για την πόλη Αίνο της Θράκης και άπό εκεί έφθασε στη Θεσσαλονίκη, αφού διέφυγε μιας συμμορίας Σλάβων ληστών. Φθάνοντας κατόπιν διά ξηράς στην Κόρινθο, απέπλευσε με προορισμό την Ιταλία και έφθασε στο Ρήγιο της Καλαβρίας. Κάποιοι πιστοί έκεί θέλησαν να τού προσφέρουν χρήματα, αλλά διαβλέποντας ότι δεν θα ήταν ευπρόσδεκτος, συνέχισε τον δρόμο του στη Ρώμη. Έμεινε εκεί τρεις μήνες, άγνωστος στους πάντες, σε ένα απομονωμένο κελλί. Άφού όμως έξέβαλε ένα δαιμόνιο άπό έναν δαιμονισμένο, σύντομα πολιορκήθηκε άπό πλήθος πιστών που τον τιμού σε ως άγιο. Διέφυγε τότε έκ νέου στις Συρακού σες, οπού κλείσθηκε σε εναν εγκαταλελειμμένο πύργο για να βρει έκεί την ησυχία. Οι δαίμονες τού επιτέθηκαν με πλήθος πειρασμών, ό Γρηγόριος όμως τους απώθησε όπως πάντα με την προσευχή. Μετέστρεψε επίσης στην πίστη μια πόρνη πού άσκού σε το θλιβερό της επάγγελμα έκεί πλησίον και την έπεισε να γίνει μοναχή και να μετατρέψει το σπίτι της ακολασίας όπου έμενε σε μοναστήρι. Πραγματοποίησε και άλλα θαύματα, ιδιαιτέρως κατά των δαιμόνων, και προσείλκυσε πάλι τα πλήθη γύρω του παρά τη θέληση του. Για τον λόγο αυτό, πήρε πάλι τον δρόμο της εξορίας, για να αποφύγει τη δόξα των ανθρώπων. Δεν μπόρεσε να μείνει στο Ότράντο, γιατί ό επίσκοπος έκεί είχε προσχωρήσει στην αίρεση, έτσι πήρε το πλοίο για τη Θεσσαλονίκη. Εγκαταστάθηκε στην εγκαταλελειμμένη εκκλησία του Αγίου Μηνά και έκτοτε εγκατέλειψε κάθε μέριμνα για τα επίγεια. Όταν πεινούσε, έβγαινε και δεχόταν τη φιλοξενία κάποιου γείτονα. Τότε γνωρίσθηκε με τον όσιο Ιωσήφ τον Υμνογράφο [3 Απρ.], πού κατάφερε να τον πείσει να κατοικεί μαζί του. Άπό τότε δέχθηκε και άλλους μαθητές και πραγματοποίησε πλήθος θαυμάτων, χάρη στο προορατικό χάρισμα πού έλαβε άπό τον Θεό.
Προς το τέλος της ζωής του προσβλήθηκε σοβαρά από νεφροπάθεια. Ικέτευσε τον Θεό να τού παραχωρήσει άντί γι’ αυτήν υδρωπικία και εισακούσθηκε. Παραμορφωμένος άπό την ασθένεια, άλλά ευτυχής πού υπέφερε για τον Κύριο, μπόρεσε τελικά να πάει στην Κωνσταντινούπολη και να διαμείνει για λίγο καιρό στο όρος Όλυμπος της Βιθυνίας, το προπύργιο αυτό τού μοναχικού βίου και της υπερασπίσεως της ορθοδοξίας. Επιστρέφοντας στη Βασιλεύουσα, εγκαταστάθηκε με τον Ιωσήφ στον ναό του Αγίου ‘Αντίπα, πλησίον τού Αγίου Μωκίου. Συνάντησε στη φυλακή του τον άγιο Συμεών, τον πνευματικό του πατέρα πού είχε υποστεί πλήθος διώξεων για την υπεράσπιση των εικόνων. Αφού ταλαιπωρήθηκε έναν ακόμη χρόνο άπό την ασθένεια του, ό όσιος Γρηγόριος προέβλεψε δώδεκα ήμερες πρωτύτερα την ώρα της έκδημίας του και έκοιμήθη έν ειρήνη το 842, λίγο πριν την οριστική αποκατάσταση της Όρθοδοξίας. Ακέραιο το λείψανο του βρίσκεται από το 1490 στη Μονή Βιστρίτσα.
Πηγή: Νέος Ορθόδοξος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας


       'Αγιος Πρόκλος, Αρχιεπίσκοπος                            Κωνσταντινουπόλεως

Η αναγνώριση της Παναγίας ως Θεοτόκου

Του Αρχιμ. Επ. Οικονόμου 
Την αγία μορφή του μαθητού του Αγίου Ιωάννου του 
Χρυσοστόμου, Αγίου Πρόκλου, προβάλει σήμερα η Εκκλησία μας, 
αγαπητοί μου, μία ημέρα προς της μεγάλης εορτής των Εισοδίων της 
Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο Άγιος Πρόκλος εξελέγη Επίσκοπος Κυζίκου, 
καθώς, όμως, συγκυρίες της εποχής δεν τού επέτρεψαν ν’ ασκήσει εκεί 
τα ποιμαντικά του καθήκοντα, περιορίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, 
όπου διακρίθηκε για την αγιότητα του βίου του και την ευγλωττία του 
στην διδαχή των Αγίων Γραφών. Δύο φορές παρ’ ολίγον να εκλεγεί 
Αρχιεπίσκοπος της πρωτεύουσας του Βυζαντίου, χωρίς, όμως, να το 
καταφέρει, λόγω πολιτικών παρεμβάσεων. Ουδέποτε, όμως, 
βαρυγκώμησε ή ενήργησε εις βάρος της ενότητας της Εκκλησίας. Την 
ίδια εποχή αντιτάχθηκε σθεναρά στις αιρετικές δοξασίες του 
Αρχιεπισκόπου Νεστορίου, ο οποίος ήταν ο εκλεκτός του αυτοκράτορα 
για τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Νεστόριος αρνούνταν την 
ιδιότητα της Θεοτόκου στο πρόσωπο της Παναγίας, προκαλώντας 
σύγχυση στην Εκκλησία, διάσταση στον λαό του Θεού και παραχάραξη 
της ορθής πίστης. Ο Πρόκλος αντέκρουσε τις αιρετικές θέσεις του 
Νεστορίου, μάλιστα ενώπιόν του, με μία πανηγυρική ομιλία τα 
Χριστούγεννα του 428 και έγινε η αφορμή για την καταδίκη του 
αιρεσιάρχου από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, που πραγματοποιήθηκε 
στην Έφεσο τρία χρόνια μετά. Η αγάπη και η αποδοχή του λαού προς 
το πρόσωπό του έγιναν αφορμή να αναδειχθεί, τελικά, Αρχιεπίσκοπος 
Κωνσταντινουπόλεως, στον θρόνο της οποίας παρέμεινε για δώδεκα 
χρόνια έως τον ειρηνικό θάνατό του.
Οι αγώνες του Αγίου Πρόκλου για την αποκατάσταση της 
δογματικής αλήθειας γύρω από το πρόσωπο της Παναγίας μας και την 
αναγνώριση της ιδιότητάς της ως Θεοτόκου, μάς δίδει την αφορμή να 
αναφερθούμε σ’ αυτήν την ιδιότητα, την οποία η Εκκλησία αποδίδει 
στην Παρθένο Μαρία, θεωρώντας αίρεση την περί του αντιθέτου 
διδασκαλία. 
Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Θεολογία, η Παναγία αναγνωρίζεται 
ως Θεοτόκος, γιατί δεν γέννησε άνθρωπο κοινό, φθαρτό, κτιστό και 
θνητό. Δεν γέννησε έναν από τους μεγάλους μύστες της 
ανθρωπότητας, έναν κορυφαίο Προφήτη και Διδάσκαλο, σαν και 
πολλούς άλλους που έκαναν την εμφάνισή τους στην ιστορία. Όπως 
ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, γέννησε Χριστόν, τον Υιόν του 
Θεού τον Μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων…Θεόν αληθινόν, εκ Θεού αληθινού γεννηθέντα, ου ποιηθέντα, 
ομοούσιον τω Πατρί… Η βασική αυτή δογματική αλήθεια της 
Ορθοδόξου Εκκλησίας πολεμήθηκε συστηματικά στη διάρκεια και 
εξέλιξη της Χριστιανικής ιστορίας, αλλά και παραποιήθηκε μέσα 
στους κόλπους και αυτής της Χριστιανικής Εκκλησίας, όπου άλλες 
Ομολογίες ανυψώνουν την Μαρία με υπερβολικό και αυθαίρετο 
τρόπο, αποδίδοντας στο πρόσωπό της ιδιότητες που δεν έχει και άλλες 
την υποβιβάζουν, απογυμνώνοντάς την από την βασική της ιδιότητα, 
αυτήν της Θεοτόκου. Προς όλους αυτούς ο Άγιος Γρηγόριος ο 
Θεολόγος φέρεται με ιδιαίτερη αυστηρότητα και επιτιμητική διάθεση, 
χαρακτηρίζοντάς τους «αθέους»: «Όποιος δε θεωρεί Θεοτόκο την αγία 
Μαρία, είναι άσχετος με την θεότητα. Όμοια άθεος είναι όποιος λέγει 
ότι ο Χριστός πέρασε από την Παρθένο σαν από σωλήνα και δεν 
διαμορφώθηκε μέσα σε αυτήν συνάμα ως Θεός και ως άνθρωπος (ως 
Θεός επειδή δεν μεσολάβησε άνδρας, ως άνθρωπος διότι συμμορφώθηκε 
στον νόμο της κυήσεως)»1
 Με άλλα λόγια, η αναγνώριση της Παναγίας 
ως Θεοτόκου σημαίνει ταυτόχρονη αναγνώριση του Ιησού Χριστού ως 
Θεού και Σωτήρα του κόσμου. Γι’ αυτό δε μπορεί να υπάρξει μέλος της 
Εκκλησίας το οποίο να αρνείται στην Παναγία την ιδιότητα της 
Θεοτόκου, γιατί, με τον τρόπο αυτό δηλώνει απιστία στην Θεότητα του 
Ιησού Χριστού.
Η ιδιότητα της Μαρίας ως Θεοτόκου την καθιστά αυτοδικαίως 
και Παναγία ή Υπεραγία, δηλ. πάνω από όλους τους Αγίους, τους 
Οσίους, τους Μάρτυρες και Ομολογητές της Εκκλησίας μας. Στην 
αγιότητα δεν ξεχωρίζουν ούτε οι Δώδεκα Απόστολοι, ούτε ο Τίμιος 
Πρόδρομος, που στάθηκε, κατά τον λόγο του Χριστού, ο εν γεννητοίς 
γυναικών μείζων2
 Αλλά, όπως γλαφυρά περιγράφει ο Φώτης 
Κόντογλου, «σσύ Θεοτόκε, τιμήθηκες περισσότερον από όλους και 
αξιώθηκες να δανείσεις σάρκα από την σάρκα σου εις τον Υιόν του Θεού 
και διά τούτο εξαιρέτως λέγεσαι Παναγία και Υπεραγία και, παρότι 
είσαι άνθρωπος γεννημένος από ανθρώπους, είσαι, όμως, κατά τα λόγια 
του αγγέλου “τιμιωτέρα των Χερουβίμ και ενδοξωτέρα ασυγκρίτως των 
Σεραφείμ”»3

Είθε, αδελφοί μου, η χάρις της Υπεραγίας Θεοτόκου, διά 
πρεσβειών του σήμερα εορταζομένου Αγίου Πρόκλου, να κατευθύνει 
τα διανοήματά μας με τέτοιο τρόπο, ώστε να πιστεύουμε και να ζούμε 
πάντοτε Ορθοδόξως.
Αρχιμ. Ε.Ο.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου