ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

1 Μαρτίου μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος Ευδοκίας της από Σαμαρειτών

0 σχόλια

Αγία Οσιομάρτυς Ευδοκία: η αγία της μεγάλης μετάνοιας



Κατά τους χρόνους του βασιλιά Τραϊανού (98-117 μ.Χ.), έζησε στην Ηλιούπολη, στην επαρχία της Λιβανησίας της Φοινίκης, η Ευδοκία, Σαμαρείτιδα κατά το γένος. Ήταν πάρα πολύ όμορφη, γι’ αυτό κιόλας το λόγο, εξέκλινε από μικρή στην πορνεία, γιατί πολλές φορές είναι δύσκολο να συμβαδίζει η ομορφιά του σώματος με τη σεμνότητα. Κάθε ημέρα, την επισκέπτονταν πάρα πολλοί για να εκτελέσουν την επιθυμία τους, και όχι μόνο από εκείνη τη χώρα, αλλά και από άλλες πολλές, ξοδεύοντας πολλά χρήματα προς χάρη της. Έτσι, η Ευδοκία, είχε συγκεντρώσει άπειρο πλούτο ζώντας αμαρτωλή ζωή και φυσικά δεν φρόντιζε για την μέλλουσα ζωή, ούτε σκεφόταν τι γίνεται μετά τον θάνατο. Επειδή όμως ο καλός βοσκός ψάχνει για το απολωλός πρόβατο, έφθασε και γι’ αυτή ο καιρός της ψυχικής της γιατρειάς με τον εξής τρόπο:
Ένας μοναχός ευσεβής, πηγαίνοντας προς την πατρίδα του, έμεινε σε κάποιο σπίτι κοντά στης Ευδοκίας. Κάνοντας λοιπόν την καθημερινή του βραδυνή μελέτη, και διαβάζοντας τα σχετικά με την Κρίση, την κόλαση των αμαρτωλών, και την ανταπόδωση των δικαίων, έτυχε και τα άκουσε η Ευδοκία όλα τη νύχτα, από ένα παράθυρο και τόσο πολύ ηρθε σε κατάνυξη, πού έτρεχαν σαν ποτάμι τα δάκρυά της, σκεπτόμενη τις αμαρτίες της. Όταν ξημέρωσε, προσκάλεσε τον μοναχό να της εξηγήσει όλα αυτά τα όποια άκουγε να διαβάζει όλο το βράδυ. Ο μοναχός την παρότρυνε να βαπτιστεί χριστιανή και να σκορπίσει σωστά, εκείνον τον πλούτο τον οποίο κακώς απέκτησε, να τον μοιράσει μετά χαράς σε φτωχούς και τότε ο Πανάγαθος Θεός θα την ανταμείψει, αντί γι’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή, με πλούτο άϋλο και αιώνια ζωή… το μόνο στο οποίο είχε ενδοιασμούς η Αγία είναι στο ότι ηταν πολύ καλομαθημένη, χρειαζόταν κάποιο πνευματικό οδηγό και βασικά ήθελε να βεβαιωθεί για το αν αυτά πού της είπε ο μοναχός ήταν αληθινά. Ο μοναχός τη συμβούλευσε να προσευχηθεί στο Θεό για μία εβδομάδα με νηστεία, για να της δείξει το θέλημά Του. Η Ευδοκία ακολούθησε πιστά τις εντολές του μοναχού. Αφού πέρασε μία εβδομάδα και βγήκε από το κελλί, τη ρώτησε ο μοναχός εάν ο Θεός της έδειξε κάποιο σημείο Του. Αυτή τότε του απάντησε, ότι καθώς προσευχόταν με δάκρυα στα μάτια, ενθυμούμενη τις αμαρτίες της, είδε πριν ξημερώσει, φως τεράστιο πάνω από τον ήλιο και έναν λαμπερό νέο, ο οποίος την άρπαξε και την ανέβασε στον ουρανό. Εκεί είδε άπειρους λευκοφόρους με την ίδια αστραφτερή μορφή, οι οποίοι την υποδέχθηκαν με μεγάλη χαρά. Καθώς έμπαινε σ’ αυτό το απερίγραπτο φως, φάνηκε έξω από την πόρτα ενας μεγάλος και άσχημος γίγαντας, ο οποίος αφού της έτριξε τα δόντια του, φώναζε τόσο δυνατά, ώστε όλος ο τόπος σειόταν. Άρχισε λοιπόν σε κάποια στιγμή να φιλονικεί με τον οδηγό της, τον αρχάγγελο Μιχαήλ και να του λέει ότι εάν σώσει αυτή, η οποία μίανε τόσους ανθρώπους με τις ασωτίες της, θα πρέπει να σωθούν και όλοι αυτοί οι οποίοι έχουν κάνει άσχημες και άδικες πράξεις. Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε γλυκειά φωνή εξ’ ουρανού, η οποία έλεγε: “Έτσι θέλησε ο Θεός για τους υιούς των ανθρώπων, να υποδέχεται τους μετανοημένους σαν εύσπλαχνος πού είναι και να τους οδηγεί στην αιώνιο ζωή. Αυτά είπε ο Άγγελος, την σφράγισε τρεις φορές και έφυγε προς τον ουρανό.
Ο μοναχός αφού άκουσε όλα αυτά τα θαυμαστά, την διαβεβαίωσε ότι αυτό ήταν σημάδι από τον Θεό. Της έδωσε κουράγιο, την προέτρεψε να πενθήσει για τις αμαρτίες της, την βοήθησε να μοιράσει την άπειρη περιουσία της, την έστειλε στον Επίσκοπο της πόλης για να την βαπτίσει και στο τέλος την οδήγησε στο γυναικείο μοναστήρι, το οποίο είχε υπό την επίβλεψή του. Η Ευδοκία αγωνιζόταν τον καλόν αγώνα περισσότερο από τις υπόλοιπες μοναχές. Έτσι, όταν κοιμήθηκε η Γερόντισσα της Μονής, με θεία υπόδειξη, όλες ψήφισαν την Ευδοκία για Γερόντισσα, η οποία με την αγία πολιτεία της είχε υποστεί πραγματικά “θεία αλλοίωση”.Έτσι διήλθε τον επίγειο βίο της, τελώντας άπειρα θαύματα ακόμα και όταν ήταν στη ζωή.
Όταν ηγεμόνας ήταν στην Ηλιούπολη ο Αυρηλιανός κάποιοι από τους παλαιούς εραστές της Ευδοκίας πού άκουσαν ότι πίστεψε στο Χριστό και μονάζει σε μοναστήρι, έστειλαν μια ψευδή αναφορά στον βασιλέα και την κατηγόρησαν, ότι έκλεψε βασιλικά χρήματα και με αυτά χτίζει μοναστήρια στην έρημο. Ο ηγεμόνας τότε κίνησε διωγμό και έστειλε τριακόσιους στρατιώτες μ’ έναν άρχοντα για να την πάρουν από τη Μονή βιαίως μαζί με τα χρήματα. Επί τρία ημερόνυχτα προσπαθούσαν να μπουν στη Μονή, αλλά μία αόρατη δύναμη τους εμπόδιζε και τρεις ημέρες μετά, κάποια αόρατη θανάσιμη πνοή τους εθανάτωσε και ξεψύχησαν όλοι, εκτός από τον άρχοντα και τρεις στρατιώτες, πού έφεραν και το μήνυμα στο βασιλέα για το γεγονός. Τότε, ο ίδιος ο γιος του βασιλιά, κίνησε εναντίον της αγίας, αλλά καθώς πήγαινε έφιππος στο Μοναστήρι, έπεσε και χτύπησε θανάσιμα. Τότε ο βασιλιάς έστειλε γράμμα στην αγία, η οποία μετά από προσευχή ανέστησε, όχι μόνο το γιό του βασιλιά, αλλά και όλους τους στρατιώτες πού είχαν αιφνίδια πεθάνει ενώ πήγαιναν να συλλάβουν την αγία. Τότε όλοι οι παρόντες, μαζί και ο βασιλιάς πίστεψαν ότι ο Θεός της χριστιανης Ευδοκίας είναι Μέγας και Αληθινός.
Κατόπιν, στην Ηλιούπολη, έγινε ηγεμόνας ένας ειδωλολάτρης ονόματι Διογένης, ο οποίος βασάνισε την αγία, αλλά κατά τα βασανιστήρια έγιναν τόσα πολλά θαύματα πού και αυτός τελικά πίστεψε στον αληθινό Θεό. Αφού έζησε ο ηγεμόνας θεάρεστη ζωή, ανέβηκε στο αξίωμα κάποιος Βικέντιος, πολύ σκληρός με τους Χριστιανούς. Αυτός, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να σταματήσει την Αγία με άλλον τρόπο, έστειλε στρατιώτες και έκοψαν την οσία της κεφαλή, την 1η του μηνός Μαρτίου. Έτσι, η Αγία, αφού τελείωσε τον δρόμο του μαρτυρίου της, το μεν πνεύμα της απήλθε στα ουράνια, το δε τίμιο και πάνσεπτο λείψανό της έμεινε στην γη, τελώντας τα μετά θάνατον θαύματα, χάρη την οποία έλαβε από τον Θεό, για τη θερμή της μετάνοια. Ας αξιωθούμε και εμείς τέτοιας ειλικρινούς και μεγάλης μετάνοιας με τις πρεσβείες της. Αμήν.

πηγή: Διμηνιαίο Περιοδικό «Μοναχική Έκφραση», τ. 1, Μάρτιος-Απρίλιος 2004

28 Φεβρουαρίου μνήμη του Οσίου Βασιλείου του Ομολογητού και της Αγίας νεομάρτυρος Κυράννης της Οσσαίας

0 σχόλια





Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής


OsiosVasileios03
Ὁ Βασίλειος Χριστὸν ἐν ψυχῇ φέρων,
Ψυχὴν σκιᾶς τίθησι τῆς αὐτοῦ χάριν.
Κρύψαν ὑπὸ χθόνα εἰκόνα ὀγδοάτῃ Βασίλειον.
Βιογραφία
Ο Όσιος Βασίλειος ο Ομολογητής, έζησε και έδρασε επί αυτοκρατορίας Λέοντα Γ’ του Ισαύρου (717 – 741 μ.Χ.) του εικονομάχου.
Από μικρή ηλικία ο Βασίλειος εγκατέλειψε τη κοσμική ζωή για να αφιερωθεί στη διδασκαλία του Ευαγγελίου και την άσκηση. Αρχικά ζούσε σε κάποιο ερημητήριο τρέφοντας το πνεύμα του και την ψυχή του με τα δώρα της πίστεως και της αγάπης.
Έγινε μαθητής και υποτακτικός του Οσίου Προκοπίου του Δεκαπολίτου (τιμάται 27 Φεβρουαρίου). Όταν όμως οι περιστάσεις τον κάλεσαν, ανταποκρίθηκε με θαυμαστή προθυμία και υπερασπίσθηκε την Ορθοδοξία με θάρρος και παρρησία.
Διώχθηκε σκληρά, για την άκαμπτη αντίστασή του και τη θαρραλέα συνηγορία υπέρ της ορθοδοξίας. Φυλακίστηκε και υπέστη πολλά βασανιστήρια.
Όταν πέθανε ο τύραννος Λέων, ο Όσιος Βασίλειος αφέθηκε ελεύθερος και επανήλθε στο ασκητήριό του για να συνεχίσει τους μοναχικούς τους αγώνες.
Μέγας αγωνιστής της Εκκλησίας, στρατευόταν συνεχώς για την ενίσχυση της ορθόδοξης πίστης, για τη διαφώτιση των αιρετικών, για τη στερέωση των πιστών και τη μετάνοια των αμαρτωλών. Έτσι οσιακά αγωνιζόμενος εκοιμήθη εν ειρήνη.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος.
Τῆς ἐρήμου πολίτης καί ἐν σώματι ἄγγελος, καί θαυματουργός ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατήρ ἡμῶν Βασίλειε· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τούς νοσοῦντας, καί τάς ψυχάς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον δώρημα, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐδείχθης Βασίλειε, ὡς βασιλεύσας παθῶν, τοὶς θείοις σου σκάμμασι, σὺ γὰρ ὁμολογία, τὸν σὸν βίον φαιδρύνας, λάμπεις δι’ ἀμφοτέρων, ὡς ἀστὴρ σελασφόρος, ἐντεῦθεν τῆς ἀσάλευτου βασιλείας ἠξίωσαι.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐξ ὕψους λαβών, τήν θείαν ἀποκάλυψιν, ἐξῆλθες σοφέ, ἐκ μέσου τῶν συγχύσεων, καί μονάσας ὅσιε, τῶν θαυμάτων εἴληφας τήν ἐνέργειαν, καί τάς νόσους ἰᾶσθαι τῇ χάριτι, Βασίλειε παμμάκαρ Ἱερώτατε.




Ἡ Ἁγία Κυράννα ἡ Νεομάρτυς





Ἡ Ἁγία Νεομάρτυς Κυράννα γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ἀβυσσώκα ἢ Βυρσόκα, στὴ σημερινὴ Ὄσσα τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους. Στὸ Μαρτύριό της ἀναφέρεται, ὅτι ἦταν ἐξαιρετικὰ ὄμορφη. Αὐτὴ ἡ ἐξωτερικὴ ὀμορφιὰ τῆς Κυράννας, ποὺ δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ ἀντικατόπτρισμα τῆς ἐσωτερικῆς της ὡραιότητας, ἀποτέλεσε καὶ τὴν ἀφορμὴ γιὰ νά ὁδηγηθεῖ στὸ μαρτύριο, καθὼς κάποιος γενίτσαρος, εἰσπράκτορας τῶν φόρων στὸ χωριὸ τῆς Κυράννας, ποὺ τὴν ἐρωτεύθηκε, προσπάθησε ἐπανειλημμένα μὲ κολακεῖες καὶ δῶρα νὰ τὴν ἑλκύσει καὶ νὰ τὴν πείσει νὰ ἀλλαξοπιστήσει, γιὰ νὰ τὴν νυμφευθεῖ.
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ Κυράννα δὲν ἀποδεχόταν οὔτε τὶς κολακεῖες, οὔτε πολὺ περισσότερο τὰ δῶρα τοῦ Τούρκου, αὐτὸς νομίζοντας ὅτι θὰ τὴν κάμψει μὲ τὸν φόβο, ἄρχισε νὰ τὴν ἀπειλεῖ ὅτι θὰ τὴν βασανίσει σκληρὰ καὶ τέλος θὰ τὴν θανατώσει, ἐὰν δὲν ὑποχωρήσει καὶ δὲν ἀρνηθεῖ τὴν πίστη της. Ἀλλὰ οὔτε αὐτὰ τὰ μέσα ἔφεραν τὸ ποθητὸ ἀποτέλεσμα γιὰ τὸν γενίτσαρο. Τότε τὴν ὁδήγησε βίαια στὸν κριτὴ τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ψευδομαρτύρησε ἐναντίων της, ὅτι τοῦ εἶχε δηλώσει ὅτι θὰ ἀλλαξοπιστήσει γιὰ νὰ τὴ νυμφευθεῖ, ἀλλὰ τελικὰ δὲν τήρησε τὴν ὑπόσχεσή της. Ἡ Ἁγία Κυράννα μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ὁμολόγησε τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Ἔτσι οἱ Τοῦρκοι τὴν ὁδήγησαν στὴ φυλακή.
Ὁ γενίτσαρος, ποὺ τὴν ὁδήγησε στὸν κριτή, ζήτησε καὶ ἔλαβε τὴν ἄδεια τοῦ Ἀλῆ Ἐφέντη, μπέη τοῦ κάστρου τῆς Θεσσαλονίκης, νὰ ἐπισκέπτεται τὴν Ἁγία στὴ φυλακή, ὅπου προσπαθοῦσε μὲ κολακεῖες ἀλλὰ καὶ βασανιστήρια νὰ τὴν μεταπείσει. Ὅταν ἔφυγε αὐτός, συνέχιζε τὰ βασανιστήρια ὁ δεσμοφύλακας, τὸν ὁποῖο ἔλεγχαν γιὰ τὴν σκληρότητά του, τόσο οἱ ὑπόλοιποι φυλακισμένοι, ὅσο καὶ κάποιος ἄλλος φύλακας Χριστιανός.
Κάποια φορὰ ὁ γενίτσαρος ἐπισκέφθηκε καὶ πάλι τὴν Ἁγία στὴ φυλακὴ καὶ τὴν βασάνισε μέχρι θανάτου. Ὁ Χριστιανὸς φύλακας ἐπέπληξε τότε δριμύτατα τὸν δεσμοφύλακα καὶ τὸν ἀπείλησε ὅτι θὰ τὸν καταγγείλει στὸν πασᾶ, ἐπειδὴ ἐπέτρεπε νὰ εἰσέρχονται στὴ φυλακὴ παράνομα ἄνθρωποι ξένοι καὶ νὰ βασανίζουν τοὺς φυλακισμένους. Ἔτσι, ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγο ὁ γενίτσαρος ξαναῆλθε στὴ φυλακή, φοβούμενος ὁ δεσμοφύλακας δὲν τοῦ ἐπέτρεψε τὴν εἴσοδο. Αὐτὸς τότε τὸν κατήγγειλε στὸν Ἀλῆ Ἐφέντη, ὁ ὁποῖος τὸν κάλεσε καὶ τὸν ἐπέπληξε, γιατί παράκουσε τὶς διαταγές του. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονός, ὁ δεσμοφύλακας ἐπέστρεψε ὀργισμένος στὴ φυλακὴ καὶ ξέσπασε πάνω στὴν Ἁγία Κυράννα, τὴν ὁποία κρέμασε καὶ ἄρχισε νὰ χτυπᾶ ἀλύπητα. Μπροστὰ σὲ αὐτὸ τὸ θέαμα ὅλοι οἱ φυλακισμένοι, ἀκόμα καὶ οἱ Μωαμεθανοί, ἄρχισαν νά διαμαρτύρονται καὶ νὰ καταφέρονται ἐναντίων τοῦ δεσμοφύλακα, ὁ ὁποῖος ἄφησε τὴν Ἁγία κρεμασμένη καὶ ἔφυγε. Στὶς 28 Φεβρουαρίου τοῦ 1751.
Κατὰ τὶς πρῶτες πρωινὲς ὧρες ἕνα θεῖο φῶς κάλυψε ξαφνικὰ τὸ σῶμα τῆς Ἁγίας Κυράννας, ἡ ὁποία ἄφηνε τὴν τελευταία της πνοὴ καὶ ὕστερα ἐξαπλώθηκε σὲ ὅλη τὴν φυλακή. Μπροστὰ σὲ αὐτὸ τὸ θαῦμα οἱ Χριστιανοὶ εὐχαριστοῦσαν τὸν Κύριο, ἐνῷ οἱ Μωαμεθανοὶ νόμιζαν ὅτι ἦταν φωτιὰ καὶ τρομοκρατήθηκαν.
Ὁ Χριστιανὸς φύλακας, ὁ ὁποῖος πῆγε νὰ κατεβάσει τὴν κρεμασμένη Ἁγία, τὴ βρῆκε νεκρή. Στὸ μεταξὺ τὸ φῶς εἶχε ὑποχωρήσει, ἀλλὰ παρέμενε σὲ ὅλο τὸν χῶρο μία ἄρρητη εὐωδία. Ὁ φύλακας τότε, περιποιήθηκε τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Μάρτυρος, τὸ ὁποῖο τὴν ἑπόμενη ἡμέρα παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν ἔξω ἀπὸ τηνΘεσσαλονίκη. Στὸ Συναξάρι τῆς Νεομάρτυρος ἀναφέρεται ὅτι τὸ σκήνωμα τῆς Ἁγίας ἐνταφιάσθηκε «ἔξω τῆς πόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἐνταφιάζονται καὶ τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν τὰ λείψανα», δηλαδὴ στὸ κοιμητήριο τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς.
Ὡς ἡμέρα τῆς μνήμης τῆς Νεομάρτυρος, ἀναφέρεται σὲ Λαυριωτικὸ Κώδικα ἡ 1η Ἰανουαρίου. Στὴν Ὄσσα ὅμως, ἡ Ἁγία Κυράννα ἑορτάζεται στὶς 8 Ἰανουαρίου. Αἰτία αὐτῆς τῆς ἐορτολογικῆς μετατοπίσεως ἴσως ἔιναι ὅτι ὁ ἑορτασμὸς της κατὰ τὴν 28η Φεβρουαρίου συχνὰ συνέπιπτε μὲ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, περίοδο χαρμολύπης, ἐνῷ στὶς 8 Ἰανουαρίου ἐπιπλέον οἱ κάτοικοι τῆς Ὄσσας ἦταν ὅλοι συγκεντρωμένοι στὸ χωριό τους ἐξ’ αἰτίας τῶν ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων. Ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας τιμᾶται πανηγυρικὰ καὶ ἀπὸ τοὺς Ὀσσαίους τῆς Θεσσαλονίκης στὸ ναὸ τῆς Ἀχειροποιήτου κατὰ τὴν Κυριακὴ μετὰ τὶς 8 Ἰανουαρίου.

27 Φεβρουαρίου μνήμη του Οσίου Προκοπίου του Δεκαπολίτου

0 σχόλια

Όσιος Προκόπιος ο Δεκαπολίτης ο Ομολογητής


OsiosProkopios01
Οὐδέν, Δεκαπολῖτα, γῆς πᾶσαι πόλεις,
Πρὸς τὴν νοητήν, ἔνθα περ τάττῃ, πόλιν.
Εἰκάδι ἑβδομάτῃ Προκοπίῳ τέρμα φαάνθη.
Βιογραφία
Ο Όσιος Προκόπιος ο Δεκαπολίτης έζησε στα χρόνια του εικονομάχου αυτοκράτορα Λέοντος του Ισαύρου (717 – 741 μ.Χ.) και διακρίθηκε για την πνευματική γενναιότητά του ως υπέρμαχος της Ορθοδοξίας.
Αν και από νεαρή ηλικία ακολούθησε το μοναχισμό, δεν έμεινε στην απομόνωση του κελιού του, αλλά αγωνίσθηκε σθεναρά κατά των εικονομάχων.
Γι’ αυτό υπέστη πολλά βασανιστήρια, μαστιγώσεις, φυλακές και εξορίες. Διακρίθηκε, επίσης, στον αγώνα της Εκκλησίας κατά των αιρετικών Μονοφυσιτών.
Ο Άγιος Προκόπιος φαίνεται ότι λίγο μετά την αποφυλάκισή του κοιμήθηκε, ενώ κατ’ άλλους υπέμεινε μαρτυρικό θάνατο.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Προκόπιε Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Φερωνύμως προκύπτων ἐν ἀσκήσει Προκόπιε, ἤρθης ἐκ δυνάμεως Πάτερ, πρὸς ἀθλήσεως ἔλλαμψιν Χρίστου γὰρ τὴν Εἰκόνα προσκυνῶν, Μαρτύρων ἀνεδείχθης κοινωνός, μεθ’ ὧν πρέσβευε παμμάκαρ διαπαντός, ὑπὲρ τῶν ἐκβοώντων σοι, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνερνούντι διὰ σοῦ, πασιν ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑωσφόρον σήμερον ἡ Ἐκκλησία, κεκτημένη ἅπασαν, κακοδοξίας τήν ἀχλύν, διασκεδάζει τιμῶσά σε, οὐρανομύστα Προκόπιε ἔνδοξε.

26 Φεβρουαρίου μνήμη της Αγίας μεγαλομάρτυρος και ισαποστόλου Φωτεινής της Σαμαρείτιδος , του Αγίου ιερομάρτυρος Πορφυρίου επισκόπου Γάζης και του Αγίου μάρτυρος Θεοκλήτου

0 σχόλια



Βίος Αγίας Φωτεινής της Μεγαλομάρτυρος της Σαμαρείτιδας



Ο διάλογος με τον Χριστό

Η Αγία Φωτεινή καταγόταν από τη Σαμάρεια. Δυστυχώς δεν βάδισε τον καλό δρόμο. Ζούσε στην αμαρτία. Άλλαζε αλληλοδιαδόχως άνδρας. Ήταν στιγματισμένη στην Σαμάρεια.
Γι αυτό τη βλέπομε να πηγαίνει για νερό στο πηγάδι το καταμεσήμερο, πού ησύχαζαν οι άλλοι και ήταν ερημιά. Ένα μεσημέρι όμως συνάντησε εκεί τον Ιησού, ο οποίος επίτηδες
πέρασε από εκεί για να σώσει αυτό το απολωλός πρόβατο. Ο Κύριος της ζήτησε νερό. Εκείνη παραξενεύθηκε. Πώς συ, πού είσαι Ιουδαίος, ζητάς νερό από μένα πού είμαι
Σαμαρείτισσα; «Οὐ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις». Ο Ιησούς φανέρωσε σ' αυτήν όλη τη ζωή της. Ο Κύριος είπε στην Αγία, ότι Αυτός είναι «τό ὕδωρ τό ζῶν», δηλαδή η
αστείρευτη πηγή του Αγίου Πνεύματος. Της αποκάλυψε ότι αυτός είναι ο Μεσσίας. Αλλά και η γυναίκα αυτή έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον. Μετανόησε και έτρεξε αμέσως στην πόλη
Συχάρ και καλεί τους συμπατριώτες της να πάνε στο Χριστό. Βγήκαν, τότε οι Σαμαρείται και ήλθαν στο Χριστό και πίστεψαν σ’ αυτόν. Τον παρεκάλεσαν να παραμείνει στην πόλη
τους και έμεινε δυο μέρες.
Αυτή η μακαρία, μετά την Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, βαπτίστηκε από
τους Αποστόλους, μαζί με τους δυο υιούς της και τις πέντε αδελφές της. Όλοι πάλι μαζί ακολούθησαν τους Αποστόλους, κήρυτταν την πίστη του Χριστού, από τόπο σε τόπο και
από χώρα σε χώρα. Γύρισαν πολλούς ειδωλολάτρες από την ασέβεια στην πίστη του Χριστού. Επήγε κηρύττοντας στη Συρία, στη Φοινίκη, την Παλαιστίνη, στην Αίγυπτο, στην
Καρχηδόνα, στη Ρώμη. Και να σκεφτεί κανείς ότι τότε δεν ήταν εύκολο να περιοδεύει μια γυναίκα! Οι γυναίκες έμεναν στο γυναικωνίτη. Αυτή όμως είχε τόση αγάπη στο Χριστό,
ώστε τα έκανε και τα πιο δύσκολα κατορθώματα. Γι αυτό και η αγία μας Εκκλησία την ονόμασε Ισαπόστολο. Τον τίτλο αυτόν τον έδωσε σε ελάχιστα πρόσωπα.



Ο διωγμός του Νέρωνος
Κατά την εποχή εκείνην βασίλευε στη Ρώμη ο ασεβέστατος και σκληρότατος βασιλεύς ο Νέρων (54 - 68) μ. Χ. Ο Νέρων σαν ειδωλολάτρης δεν μπορούσε να βλέπει και να
ακούει να πληθαίνουν οι Χριστιανοί και κήρυξε μεγάλο διωγμό εναντίον τους. Μετά το Μαρτύριο των Κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ζητούσαν οι διώκτες τους
μαθητές του και όλους εκείνους, πού πίστευαν στο Χριστό. Αγωνίζονταν οι μωροί, να εξαλείψουν από τον κόσμο το όνομα του Χριστού.
Τον καιρόν εκείνον η Αγία Φωτεινή μαζί με τον μικρότερο υιό της τον Ιωσήν ήταν στην Καρθαγένην, πόλη της Βορείου Αφρικής και κήρυττε με θάρρος το Ευαγγέλιο του Χριστού.
Ο Βίκτωρ ο μεγαλύτερος υιός της, ήταν στρατιώτης στο στράτευμα των Ρωμαίων. Επειδή κατάφερε μεγάλες ανδραγαθίες και νίκες στον πόλεμο, πού είχαν οι Ρωμαίοι εναντίον
των Αβάρων, πού κατέτρεχαν τους τόπους τους, ο βασιλεύς Νέρων τον έκαμε στρατηλάτη. Μη γνωρίζοντας όμως ότι ήταν Χριστιανός τον έστειλε στην Ιταλία, για να τιμωρεί όλους
τους Χριστιανούς, πού βρίσκονταν εκεί.
Τότε ο Σεβαστιανός, ο δούξ της Ιταλίας, προσπάθησε να συμβουλέψει τον Βίκτωρα να εκτελεί τις διαταγές που έδωσε ο βασιλιάς και να βασανίζει τους Χριστιανούς.
Ο στρατηλάτης Βίκτωρ αρνιόταν να δεχτεί να πράξει κάτι τέτοιο και να σταματήσει να κυρήττει τον Χριστό. Ο δουξ συνέχισε να επιμένει να συμβουλεύει τον Βίκτωρα να εκτελεί τις
διαταγές του βασιλιάς ώσπου τυφλώθηκε, έπεσε κάτω και έμεινε άφωνος από τους σφοδρούς και αβάσταχτους πόνους των ματιών. Τον σήκωσαν αμέσως όσοι ήταν εκεί και τον
έβαλαν σε ένα κρεβάτι όπου έμεινε τρεις ημέρες άφωνος, χωρίς να μπορεί να μιλήσει. Την τετάρτη μέρα φώναξε μεγαλοφώνως και είπε:
- Ένας είναι ο Θεός, ο Θεός των Χριστιανών.
Κατόπιν ο Σεβαστιανός κατηχήθηκε από τον Βίκτωρα, εις την πίστη του Χριστού και βαπτίστηκε. Μόλις βγήκε από την κολυμβήθρα, αμέσως ήλθε το φως των ματιών του και
δόξασε τον Θεό. Άμα είδαν οι άλλοι ειδωλολάτρες το παράδοξο αυτό θαύμα, φοβήθηκαν μήπως επειδή δεν πιστεύουν πάθουν εκείνο, πού έπαθε ο δούξ και έτρεξαν όλοι στον
Βίκτωρα Εκείνος με ευχαρίστηση τους κατήχησε στην πίστη του Χριστού και τους βάπτισε.

Ο Νέρων οργίζεται
Αφού πέρασε λίγος καιρός, ακούστηκε αυτό στη Ρώμη και το έμαθε ο Νέρων, ότι ο Βίκτωρ ο στρατηλάτης και ο δούξ ο Σεβαστιανός κηρύττουν το κήρυγμα του Πέτρου και του
Παύλου και των άλλων Αποστόλων και οδηγούν πολλούς Έλληνες στην πίστη του Χριστού. Επίσης έμαθε ο Νέρων, ότι η μητέρα του στρατηλάτη Βίκτωρος μαζί με τον άλλον
υιό της Ίωσην, είχαν σταλεί από τους Αποστόλους στην Καρθαγένη και κάνουν και αυτοί τα ίδια. Όλα αυτά, όταν τα άκουσε ο βασιλεύς, άναψε ολόκληρος από θυμό και έστειλε
στρατιώτες να φέρουν στη Ρώμη όλους τους Χριστιανούς άνδρες και γυναίκες.



Ο Κύριος φανερώνεται στους Μάρτυρες και τους δυναμώνει
Πριν ξεσπάσει ο Νέρων φανερώνεται ο Κύριος και τους λέγει: Μη φοβείσθε. Δεύτε πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, κάγω αναπαύσω υμάς. Μη φοβείσθε, διότι εγώ είμαι
μαζί σας και θα νικηθεί ο Νέρων μαζί με τους συντρόφους του. Έπειτα είπε στον Βίκτωρα. Από τώρα και στο εξής το όνομά σου θα είναι Φωτεινός. Διότι από σένα θα φωτισθούν
πολλοί και θα πιστέψουν σε μένα Τον Σεβαστιανό να τον δυναμώσεις στο Μαρτύριο με τα λόγια σου και θα είναι μακάριος και καλότυχος εκείνος πού θα αγωνιστεί ως το τέλος.
Αυτά είπε ο Κύριος και ανέβει στους ουρανούς. Φανερώθηκαν και στην Αγία Φωτεινή όλα εκείνα πού επρόκειτο να συμβούν σ’ αυτήν. Γι αυτό εκίνησε από την Καρθαγένη μαζί
με πλήθος Χριστιανών και επήγε στη Ρώμη.

Η Αγία Φωτεινή μπροστά στο Νέρωνα
Τότε ταράχθηκε όλη η πόλη της Ρώμης, και ρωτούσαν ο ένας τον άλλον οι Ρωμαίοι και έλεγαν ποιάαείναι αυτή, πού ήλθε εδώ με τόσο πλήθος; Αλλά η Αγία κήρυττε με μεγάλο
θάρρος τον Χριστό. Η Αγία Φωτεινή παρουσιάστηκε στον Νέρωνα μαζί με τον υιό της Ιωσήν και τους οπαδούς της. Του ανήγγειλε ότι ήρθαν για να τον διδάξουν να πιστέψει στον
Χριστό. Την στιγμήν εκείνην ο δούξ Σεβαστιανός και ο Βίκτωρ ο στρατηλάτης ήλθαν από την κάτω Ιταλία. Ο Νέρων με βλέμμα άγριο τους ζήτησε να αρνηθούν τον Χριστό γιατί
αλλιώς θα πέθαιναν με κακό θάνατο. Οι Άγιοι αφού σήκωσαν τα μάτια στον ουρανό, είπαν:
—Μη γένοιτο ποτέ, Χριστέ Βασιλεύ, να σε αρνηθούμε και να αποχωρίσουμε από την πίστη σου και την αγάπη σου. Και ο Νέρων τους λέγει:
—Όλοι σας συμφωνήσατε να τιμωρηθείτε για τον Ναζωραίο και να πεθάνετε γι αυτόν;
—Ναι όλοι μας, απάντησε η Αγία Φωτεινή. Ναι όλοι μας χαρούμενοι και ευχαριστημένοι, πεθαίνουμε για την αγάπη του Κυρίου μας.

Το μαρτύριο των πιστών του Κυρίου
Τα λόγια αυτά ήταν αφορμή να δώσει διαταγή ο Νέρων να συντρίψουν τους αρμούς των χειρών τους με σιδερένιες σφύρες.
Άρπαξαν λοιπόν οι υπηρέτες τους Αγίους και τους έφεραν στο τόπο των βασανιστηρίων. Εκεί αφού έβαλαν τα χέρια πάνω στο αμόνι, άρχισαν οι φονιάδες εκείνοι να τους
κτυπούν με τα σιδερένια σφυριά. Από τις τρεις η ώρα έως στις εξ η ώρα, άλλαξαν τρεις φορές εκείνοι πού τους κτυπούσαν. Οι μάρτυρες όμως δεν έπαθαν τίποτε. Τούτο όταν το
άκουσε ο Νέρων δεν ταράχθηκε, για το παράδοξο θαύμα, και πρόσταξε να κοπούν τα χέρια τους. Παρευθύς οι υπηρέτες πήραν την Αγία Φωτεινή, έβαλαν τα χέρια της επάνω
στο αμόνι και άρχισαν να τα κτυπούν με τις μαχαίρες χωρίς να παθαίνουν τίποτε. Αντίθετα εκείνοι, πού κτυπούσαν παρέλυσαν και έπεσαν κάτω σαν νεκροί. Η Αγία Φωτεινή όμως
έμεινε αβλαβής και ευχαριστούσε τον Θεό λέγουσα: «Κύριος, ἐμοί βοηθός καί οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μέ ἄνθρωπος». Άρχισε λοιπόν ο Νέρων να απορεί και να διαλογίζεται,
τι να πράξη για να νικήσει τους Μάρτυρες και να τους φέρει με τη γνώμη του.
Τούς μεν άνδρες προστάζει να τους βάλουν σε σκοτεινή φυλακή. Τις γυναίκες, την Αγία Φωτεινή και τις πέντε αδελφές της, να τις φέρουν μέσα στο χρυσό κουβούκλιο. Να
ετοιμάσουν χρυσό τραπέζι και επτά θρόνους χρυσούς και φορέματα πολλά και στολίδι και ζώνες χρυσές. Έπειτα πρόσταξε και τη θυγατέρα του Δομνίνα να πάει και αυτή στο
κουβούκλιο μαζί με τις δουλεύτριές της, για να είναι μαζί με τις Αγίες. Νόμιζε, ο ματαιόφρων, ότι με αυτά τα δειλιάσματα θα μεταστρέψει τη γνώμη τους. Αλλά πλανήθηκε ο δόλιος.
Διότι, οι Αγίες, είχαν το νουν τους μόνον στον ουρανό και αυτά όλα τα περιφρονούσαν σαν σκύβαλα και δεν ήθελαν, ούτε καν να τα βλέπουν. Το μεγαλύτερο δώρο ήταν η
Δομνίνα, αλλά πού να φαντασθεί ο ανόητος άπιστος.
—Χαίρε η νύμφη τού Κυρίου μου! της είπε η Αγία Φωτεινή.
—Χαίροις και συ Κυρία, της απάντησε η Δομνίνα, η Λαμπάς του Χριστού.
Άμα άκουσε η Αγία Φωτεινή την Δομνίνα πού είπε το όνομα του Χριστού, χάρηκε πολύ και αφού ευχαρίστησε τον Κύριο, την αγκάλιασε και τη φίλησε. Έπειτα την κατήχησε στην
πίστη του Χριστού μαζί με τις εκατό (100) δουλεύτριές της και τις βάπτισε όλες. Την Δομνίνα, την ονόμασε Ανθούσα. Η Ανθούσα η μακαρία αυτή κόρη, πού βρήκε τη σωτηρία της
ψυχής της με το βάπτισμα, παρεκάλεσε αμέσως τη μεγαλύτερη θεραπαινίδα της να δώσει στους φτωχούς όλα τα χρυσά κοσμήματά της και τα χρήματά της, τα οποία ήταν μέσα
στο κουβούκλιο.



Η Αγία και η συνοδεία της στο καμίνι
Ο Νέρων, όταν έμαθε αυτά, λυπήθηκε πολύ. Αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς του, οργίστηκε εναντίον των Αγίων, και διέταξε να ανάψουν ένα μεγάλο καμίνι και να το καίνε
αδιάκοπα επί επτά ημέρες και κατόπιν να βάλουν μέσα σ’ αυτό την Αγία Φωτεινή και όλη τη συνοδεία τους άνδρες και γυναίκες και να τούς αφήσουν εκεί μέσα επί τρεις ημέρες.
Όλα αυτά έγιναν και αφού πέρασαν οι τρεις ημέρες, νομίζοντας ο τύραννος, ότι κατακάηκαν από τη φωτιά, πρόσταξε να ανοίξουν το καμίνι και εάν εύρουν εκεί μέσα τα οστά των
Μαρτύρων να τα ρίξουν στο ποτάμι, τον Τίβερη. Πράγματι οι στρατιώτες άνοιξαν το καμίνι. Μα, αντί να εύρουν οστά, βρήκαν όλους τους Αγίους σώους και αβλαβείς, να δοξάζουν
και να ευλογούν τον Θεό. Τούτο το εξαίσιο θαύμα, όταν το είδαν οι στρατιώτες, έμειναν εκστατικοί. Τέτοια θαύματα έβλεπαν οι ειδωλολάτρες και άφηναν την πίστη τους και
πίστευαν στο Χριστό.
Αλλά ο απαίσιος τύραννος, όταν άκουσε και αυτό το θαύμα, πρόσταξε να ποτίσουν τους Αγίους θανατηφόρα δηλητήρια. Μάλιστα για το σκοπό αυτό κάλεσαν το μάγο Λαμπάδιο,
ο οποίος κατασκεύαζε τέτοια φαρμάκια. Πρώτα λοιπόν έδωσε ο ίδιος εκείνος στην Αγία Φωτεινή το δηλητήριο. Και η μακαρία, όταν πήρε ατά χέρια της το ποτό είπε στο μάγο:
Δεν έπρεπε εμείς να κρατήσουμε στα χέρια μας αυτό, πού έφτιαξες εσύ και να το πιούμε, επειδή, εσύ είσαι ακάθαρτος. Αλλά για να γνωρίσεις και συ, βασιλεύ, και αυτός ο
μάγος τη δύναμη του Χριστού μου, να εγώ πρωτύτερα από όλους το πίνω, εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και Θεού μας, ύστερα ας το πιουν όλοι όσοι είναι μαζί
μου. Ήπιαν λοιπόν όλοι οι Μάρτυρες το δηλητήριο. Με την βοήθεια όμως του Χριστού, έμειναν όλοι αβλαβείς, σαν να μη είχαν πιει τίποτε. Εδώ εφαρμόστηκε εκείνο, πού είπε ο
Κύριος. «Καν θανάσιμον τί πίωσιν, οὐ μή αὐτούς βλάψει» (Μάρκ. Ιστ΄ 18).

Το δηλητήριο γίνεται ισχυρότερο
Ο μάγος θαύμασε με αυτά, και γυρίζοντας στην Αγία Φωτεινή της λέγει:
—Έχω και ένα άλλο δηλητήριο πολύ δραστικότερο, και εάν το πιείτε και αυτό και δεν πεθάνετε, τότε αμέσως και εγώ θα πιστέψω στον Θεό σας!
Το έφερε λοιπόν και αυτό και το έδωσε στους Μάρτυρες. Αν και το ήπιαν όλοι, δεν έπαθε κανένας κακό! Βλέποντας και αυτό το θαύμα ο μάγος έμεινε εκστατικός.
Αμέσως μάζεψε όλα τα μαγικά βιβλία του και τα έριξε στη φωτιά και τα έκαψε, πίστεψε στον Χριστό και βαπτίσθηκε και πήρε το όνομα Θεόκλητος. Ο Νέρων, όταν το έμαθε,
πρόσταξε τους στρατιώτες να τον συλλάβουν. Και εκείνοι τον άρπαξαν ανάμεσα από τους Αγίους και τον έφεραν έξω από την πόλη, όπου του έκοψαν το κεφάλι με το ξίφος.
Τοιουτοτρόπως έλαβε πριν από όλους τον στέφανο του Μαρτυρίου ο μακάριος Θεόκλητος. Τότε ο παράνομος Νέρων πρόσταξε να κόψουν τα νεύρα όλων των Μαρτύρων,
αρχίζοντας από την Μεγαλομάρτυρα Φωτεινή. Κατά το διάστημα, πού έκοβαν τα νεύρα των Μαρτύρων, εκείνοι περιγελούσαν και κορόιδευαν τον βασιλιά και τους θεούς του,
πού δεν είχαν καμιά δύναμη. Το μαρτύριο αυτό είναι από τα οδυνηρότατα. Οι μάρτυρες όμως το υπέμειναν.

Ρίχνουν καυτό μολύβι στο στόμα της Αγίας
Ο Νέρων βλέποντας, ότι οι Μάρτυρες δεν λογάριαζαν καθόλου τα βασανιστήρια αυτά, πρόσταξε να λιώσουν μολύβι και να το ανακατώσουν μαζί με θειάφι, και να το χύσουν μέσα
στο στόμα της πολυάθλου Φωτεινής και στα νώτα των λοιπών Αγίων. Όταν οι στρατιώτες εκτελούσαν την προσταγή του βασιλέως και έχυναν το μολύβι στους Μάρτυρες, τότε οι
άγιοι όλοι μαζί με μια φωνή έλεγαν: Ευχαριστούμε σοι, Χριστέ ο Θεός ημών ότι με το κοχλασμένο μολύβι, δρόσισες τις καρδιές μας, σαν να ήσαν διψασμένες από μεγάλη λαύρα
Ο Τύραννος όταν είδε και αυτό το θαύμα θαύμασε, απόρησε, αλλά η καρδιά του έμεινε αλύγιστη. Πρόσταξε να κρεμάσουν τους Αγίους και να τους ξύνουν τις σάρκες αλύπητα σε
όλον το σώμα τους και να τους καίνε συγχρόνως με λαμπάδες αναμμένες. Όσον όμως περισσότερο βασανίζονταν οι Άγιοι, τόσο περισσότερο δυναμώνονταν από την θεία Χάριν
και δόξαζαν οι Μακάριοι τον Θεό.
Ο δείλαιος και μάταιος Νέρων, νομίζοντας ότι θα μπορέσει να νικήσει τους Μάρτυρες με τα βασανιστήρια, πρόσταξε και ανακάτεψαν θειάφι και ξύδι και τα έριξαν στα ρουθούνια
και στα μάτια των Μαρτύρων. Και εκείνοι οι μακάριοι έλεγαν ότι αισθάνονταν αυτό γλυκύτερο από το μέλι. Θύμωσε τότε ο Νέρων και πρόσταξε να τους τυφλώσουν, και να τούς
κλείσουν σε σκοτεινή φυλακή, γεμάτη από φίδια δηλητηριώδη. Έγιναν λοιπόν και αυτά και οι Άγιοι δόξαζαν τον Θεό. Τα φοβερά φίδια απονεκρώθηκαν και η βρώμα της φυλακής
έγινε ευωδία απερίγραπτη. Το σκοτάδι έγινε φως υπέρλαμπρο. Τότε παρουσιάστηκε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, στάθηκε στο μέσον των Αγίων, και είπε προς αυτούς:
«Εἰρήνη ὑμίν». Έπειτα, αφού πήρε το χέρι της Αγίας Φωτεινής, την σήκωσε επάνω και είπε:
—Χαίρετε πάντοτε, ότι εγώ είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες της ζωής σας. Παρευθύς με τον λόγο του Κυρίου, ανέβλεψαν τα μάτια των Μαρτύρων, είδαν τον Κύριο, και τον
προσκύνησαν. Ο Κύριος ευλογώντας αυτούς είπε: Ανδρίζεσθε και ενδυναμούσθε. Έπειτα ανέβει στους ουρανούς, ενώ από τα σώματα των Αγίων, έπεσαν οι πληγές σαν λέπια
και γιατρεύθηκαν όπως ήταν πρώτα



Η φυλακή γίνεται τόπος κηρύγματος
Ο θεόργιστος Νέρων πρόσταξε να μείνουν οι Άγιοι στη φυλακή τρία χρόνια, για να ταλαιπωρηθούν και να κακοπαθήσουν εκεί μέσα κάθε είδους κακοπάθεια, ούτως ώστε να
πεθάνουν με θάνατον φρικτό. Μετά τους τρεις χρόνους έστειλε ο Νέρων να πάρουν ένα στρατιώτη, πού τον είχε κλείσει στην ίδια φυλακή, για να τον βγάλουν από εκεί και να
τον ελευθερώσουν. Όταν όμως πήγαν οι απεσταλμένοι στη φυλακή γι αυτόν τον σκοπό, είδαν τους Μάρτυρες ότι ήσαν όλοι υγιείς και το ανέφεραν στον βασιλέα Του είπαν ότι
οι Γαλιλαίοι, πού τυφλώθηκαν είναι όλοι υγιείς, βλέπουν, η δε φυλακή είναι γεμάτη από φως και ευωδία. Έγινε οίκος Άγιος, στον οποίον δοξολογείται ο Θεός των Χριστιανών.
Συντρέχουν εκεί πλήθη ανθρώπων συνεχώς, οι οποίοι πιστεύουν στον Θεό και βαπτίζονται από αυτούς.
Ο τύραννος έγινε έξω φρενών από το θυμό του και πρόσταξε να σταυρώσουν τους Αγίους με το κεφάλι κάτω και να ξύνουν τις σάρκες τους επί τρεις ημέρες έως ότου
διαλυθούν. Αφού έκαμαν τούτο οι θηριώδεις και απάνθρωποι υπηρέτες του, τους άφησαν κρεμασμένους άλλες τέσσερις μέρες αφού άφησαν φύλακες για να τους φυλάγουν.
Κατόπιν επήγαν να δουν, αν ζουν αφού πέρασαν αυτές οι μέρες. Μα καθώς τους είδαν κρεμασμένους, αμέσως τυφλώθηκαν. Τότε Άγγελος Κυρίου, αφού κατέβηκε από τον
ουρανό, έλυσε τους Αγίους και αφού τους ασπάστηκε τους γιάτρεψε από όλες τις πληγές τους.

Η Αγία Φωτεινή θαυματουργεί
Η Αγία Φωτεινή σπλαχνίστηκε τους υπηρέτες πού τυφλώθηκαν και έκαμε προσευχή στον Θεό γι αυτούς και αμέσως ήρθε το φως στα μάτια τους. Οι υπηρέτες αμέσως πίστεψαν
και βαπτίστηκαν. Όταν ο τύραννος το έμαθε, πρόσταξε να γδάρουν το σώμα της Αγίας Φωτεινής. Κατά το διάστημα πού γινόταν το μαρτύριο, η Αγία έψαλλε το: «Κύριε,
ἐδοκίμασας μέ καί ἔγνως μέ» (Ψαλ. ρλη΄ 1). Αφού τελείωσαν το φρικτό έργο τους, την Μεγαλομάρτυρα του Θεού την έριξαν σε ένα ξεροπήγαδο, το δε δέρμα της το πέταξαν στο
ποτάμι.
Τούς λοιπούς Αγίους Μάρτυρες, τον Σεβαστιανό, τον Φωτεινό και τον Ιωσήν, τους κράτησαν και τους έκοψαν τα γεννητικά τους μόρια, τα οποία πέταξαν στα σκυλιά. Κατόπιν
έγδαραν και τα δέρματα αυτών, και τα έριξαν στο ποτάμι, αυτούς δε τους ασφάλισαν σε ένα παλαιό λουτρό. Τις πέντε αδελφές της Αγίας Φωτεινής, αφού τις παρουσίασαν
μπροστά του, πρόσταξε να τους κόψουν τους μαστούς, κατόπιν δε να γδάρουν τα δέρματά τους.
Όταν όμως πήγαν οι υπηρέτες να κάμουν τα ίδια και στην Αγία Φωτίδα, εκείνη δεν καταδέχθηκε να την πλησιάσει κανείς, αλλά μόνη της άρχισε και ξέσχιζε το δέρμα της, με τέτοια
γενναιότητα, πού και ο τύραννος θαύμασε για την καρτεροψυχία της. Και αντί να την λυπηθεί ο άσπλαχνος ύστερα από αυτό το Μαρτύριο, βρήκε ο παγκάκιστος άλλη πανώδυνη
και ολέθρια τιμωρία. Πρόσταξε δηλαδή και έκλιναν με βία, δύο κορυφές δένδρων μέσα στον κήπο του, έδεσαν τα πόδια της Αγίας στις δύο κορυφές και τις άφησαν συγχρόνως.
Έτσι διαμοιράστηκε το σώμα της Αγίας Φωτίδος σε δύο και με αυτόν τιν τρόπον παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο. Τέλος ο αλιτήριος Νέρων πρόσταξε και αποκεφάλισαν και
τους άλλους Μάρτυρες με ξίφος.

Το τέλος της Αγίας Φωτεινής
Τέλος τράβηξαν και έβγαλαν από το πηγάδι την Αγία Φωτεινή, και την έκλεισαν στη φυλακή. Αυτή τώρα, πού έμεινε μόνη και δεν στεφανώθηκε με το στεφάνι του Μαρτυρίου,
στεναχωριόταν και παρακαλούσε τον Θεό, ο οποίος παρουσιάστηκε πάλι, την σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τρεις φορές και την γιάτρεψε από όλες τις πληγές. Ύστερα
από πολλές ημέρες με ύμνους και δοξολογίες προς τον Θεό άφησε την Αγία ψυχή της στον Κύριο.



Στίχος
Ρίπτουσι τήν σήν Σαμαρείτιν εἰς φρέαρ, Τήν εἰς φρέαρ σοῖ συλλαλήσασαν, Λόγε.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως
Θείω Πενεύματι καταυγασθεῖσα, καί τοῖς νάμασι, καταρδευθεῖσα, παρά Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος, πανεύφημε, τῆς σωτηρίας τό ὕδωρ κατάπιες, καί τοῖς
διψῶσιν ἀφθόνως μετέδωκας. Μεγαλομάρτυς καί Ἰσαπόστολε Φωτεινή, Χριστό τόν Θεόν ἱκέτευε, σωθῆναι τάς ψυχᾶς ἠμῶν.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Φωτεινὴν καὶ Φωτίδα καὶ Φωτῶ ἀνυμνήσωμεν, σὺν Ἀνατολὴ Φωτεινὸν τὲ Ἰωσὴν θείοις ἄσμασιν, ὁμοὺ Κυριακὴν Παρασκευήν, τοὺς Μάρτυρας Χριστοῦ
περιφανεῖς· θείαν χάριν γὰρ αἰτοῦνται καὶ φωτισμόν, τοὶς πίστει ἀνακράζουσι· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι
δι' ὑμῶν πάσιν ἰάματα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Χριστῷ συνομίλησας ἐπὶ τῷ φρέαρ σεμνή, καὶ πίστιν εἰσδέδεξαι, τὴν πρὸς αὐτὸν ἀκλινῶς, Φωτεινὴ Ἰσαπόστολε· ὅθεν τῆς εὐσεβείας, ἐφαπλοῦσα τὸ φέγγος,
ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, σὺν υἱοῖς καὶ συγγόνοις· μεθ’ ὧν ἀπαύστως πρέσβευε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Τὴν πηγὴν δεξαμενὴ τῆς σοφίας καὶ χάριτος, ἐκ χειλέων Κυρίου Φωτεινὴ Ἰσαπόστολε, νομίμως ἠγωνίσω πανοικεῖ, καὶ νέμεις φωτισμὸν παρὰ Θεοῦ,
τοῖς προστρέχουσι τῇ σκέπῃ σου τῇ σεπτῇ, καὶ εὐλαβῶς βοώσί σου. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ,
χάριν ἡμῖν καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Τοῦ Χριστοῦ τῆς πίστεως, τὸ φῶς ἐδέξω, καὶ αὐτοῦ ἐκήρυξας, τὴν παρουσίαν ἐν σαρκί, ὦ Φωτεινὴ Ἰσαπόστολε, καὶ μαρτυρίου, ἀγῶσι διέλαμψας.

Κοντάκιον Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον
Τῶν Μαρτύρων σήμερον, ἡ κορωνίς καί τό κλέος, Φωτεινή ἡ ἔνδοξος, εἰς οὐρανούς ἀνελθοῦσα, ἅπαντας, συγκαλεῖται πρός ὑμνωδίαν, ταύτης γάρ,
τῶν χαρισμάτων ἀπολαβόντας. Δία τοῦτο παρά πάντων, τιμαῖς αἰσίαις, ἀνευφημείσθω πίστεως.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἰσαπόστολε Φωτεινή, ἡ ζωῆς τὸ ὕδωρ, δεξαμένη παρὰ Χριστοῦ· χαίροις ἡ ἐν Ῥώμῃ, ἀθλήσασα ἀνδρείως, σὺν πᾶσι τοῖς οἰκείοις, Χριστὸς δοξάσασα.

Μεγαλυνάριον
Τήν ἐκ Σαμαρείας νύμφην Χριστοῦ, καί ἀξιωθείσαν, ὁμιλίας τῆς παρ’ αὐτοῦ, Φωτεινήν τήν θείαν, ὑμνήσωμεν ἀξίως, ὡς Μάρτυρα Κυρίου, καί Ἰσαπόστολον.








































Αγίου Πορφυρίου Επισκόπου Γάζης
«Κριτήρια» Αγιότητας
Σπουδαίες μορφές τιμά σήμερα η Εκκλησία μας , ανάμεσά τους :          η Αγία Φωτεινή η Σαμαρείτιδα, η οποία,  μετά τον ιστορικό και σωτήριο διάλογό της με τον Κύριο στο φρέαρ του Ιακώβ, κατά την γνωστή Ευαγγελική διήγηση, μετεστράφη και κατέστη φλογερή Ισαπόστολος και Μάρτυς του Χριστού, όπως, επίσης και ο Άγιος Πορφύριος, Επίσκοπος Γάζης, ο οποίος έζησε τον 4ο αιώνα και διακρίθηκε για τους επίμονους αγώνες του για την προστασία του Χριστιανικού ποιμνίου από τα κατάλοιπα της ειδωλολατρίας. Η μνήμη τους, όπως και η μνήμη κάθε Αγίου στην καθημερινότητα του  Εκκλησιαστικού βίου, γίνεται αφορμή να καταθέσουμε κάποιες λιτές σκέψεις σχετικά με τα κριτήρια εκείνα που ενεργοποιεί η Εκκλησία μας για να κατατάξει έναν άνθρωπο στην χορεία των Αγίων της.
Η κατάκτηση της αγιότητας είναι ο σκοπός της ζωής του κάθε Χριστιανού. Δεν πρόκειται για κάτι πού αφορά μία μερίδα ανθρώπων, πού διακρίνονται από κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αλλά αφορά όλους μας, όσοι έχουμε συνείδηση της αμαρτωλότητάς μας και ζούμε σε κατάσταση συνεχούς μετανοίας. Άλλωστε Άγιοι δεν αναδεικνύονται οι αναμάρτητοι, αλλά εκείνοι πού διακρίνονται για τη μετάνοιά τους και τον διά βίου αγώνα τους για τον περιορισμό και την πάταξη της αμαρτωλότητάς τους.
     Οι πλείστοι των Αγίων είναι άγνωστοι σε εμάς, είναι, όμως, γνωστοί και τιμημένοι από τον Θεό, αφού μετέχουν των αγαθών της Βασιλείας Σου. Οι λίγοι εξ αυτών είναι γνωστοί και τιμώνται από το Σώμα της Εκκλησίας και αναδεικνύονται ως Άγιοι επί τη βάσει συγκεκριμένων «κριτηρίων». Πρώτο και βασικό κριτήριο, όπως φαίνεται από την Εκκλησιαστική ιστορία,  είναι η βούληση Σώματος της Εκκλησίας, του λαού, όσων γνώρισαν και συναναστράφηκαν το υπό αγιοποίηση πρόσωπο, κατά τη διάρκεια της ζωής του, όσων γνώρισαν το περιεχόμενό του, τα έργα και τις ημέρες του και στη συνείδησή τους το έχουν ήδη κατατάξει στο χορό των Αγίων.
      Άλλο πολύ σημαντικό κριτήριο είναι  ο οσιακός βίος και η πνευματική ζωή. Η ζωή του υπό αγιοποίηση προσώπου να είναι παράδειγμα πίστεως, ευσεβείας, μετανοίας και προσευχής. Να ζει στον κόσμο αλλά να φαίνεται ότι δεν ανήκει στον κόσμο. Να εργάζεται στον κόσμο, αλλά, κατά βάθος, να απεργάζεται την προσωπική του
τελείωση, αλλά και την ωφέλεια των συνανθρώπων του, καθιστώντας τον εαυτό του φάρο τηλαυγή, θεϊκό φως, κερί ελπίδας αναμμένο για να διαλύσει τα σκοτάδια του κόσμου και της αμαρτίας.
    Ένα εξίσου  σημαντικό κριτήριο είναι  ο μαρτυρικός θάνατος.Τέτοιο θάνατο δοκίμασαν οι άνθρωποι του Θεού κυρίως στους πρώτους αιώνες ζωής της Εκκλησίας, στον Ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, στα κράτη πού δοκιμάστηκαν από το ζυγό των αθεϊστικών καθεστώτων, πού θέλησαν να πατάξουν τη θρησκευτική πίστη και να χαλιναγωγήσουν το Εκκλησιαστικό βίωμα, αλλά και στις μέρες μας σε τόπους που ανθεί ο επάρατος θρησκευτικός φανατισμός.
Το μαρτύριο θεωρείται στη ζωή της Εκκλησίας ως «Βάπτισμα αίματος», διά του οποίου ο Μάρτυρας απαλλάσσεται από τις αμαρτίες του και καταλαμβάνει περίζηλη και κορυφαία θέση στη ζωή του παραδείσου.
         Οι αγώνες υπέρ της Εκκλησίας, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθούν ένα ακόμα κριτήριο για την αγιοποίηση ενός ανθρώπου. Η Εκκλησία στην ιστορική της πορεία δοκιμάστηκε από διώκτες, από αμφισβητίες, από εχθρικά ιδεολογικά συστήματα, από αρνητικές πολιτικές τοποθετήσεις, πού προσπάθησαν, με κάθε μέσο, να τη φιμώσουν, να την περιορίσουν και, ει δυνατόν, να την εξαφανίσουν. Τπήρξαν πάντα στο πέρασμα του χρόνου, φωτεινές προσωπικότητες, προερχόμενες είτε από τον Ιερό Κλήρο είτε από τις τάξεις των λαϊκών, πού προέταξαν τα στήθη τους και αγωνίστηκαν για την ελευθερία της Εκκλησίας. Τπήρξαν άνθρωποι πού, χωρίς να γευτούν το νέκταρ του μαρτυρίου του αίματος, βίωσαν το συνεχές μαρτύριο της συνειδήσεως και στερέωσαν το οικοδόμημα της Εκκλησίας με τα θεολογικά τους έργα, με τούς δυναμικούς τους αγώνες, με τη δύναμη της αδούλωτης πίστης τους, με τις περιφανείς νίκες τους κατά των αιρέσεων.
         Ασφαλή δείγματα αγιότητας, τέλος, μπορούν να θεωρηθούν και κάποια εξωτερικά σημεία τα οποία ο Θεός επιτρέπει να παρουσιάζονται και να ενεργούνται, όχι για να προκαλέσουν το θαυμασμό, όχι για να εκβιάσουν την πίστη, αλλά για να επιβραβεύσουν την πίστη και τη ζωή τόσο του εξαγιασμένου προσώπου, όσο και όλων εκείνων πού το συναναστράφηκαν και πλέον, το προσκυνούν και το τιμούν. Πρόκειται για τις θαυματουργικές ενέργειες και την ιδιαίτερη χάρη των Ιερών Λειψάνων και των Αγίων Εικόνων, σημεία αποδεικτικά της αγιότητας και της Θεϊκής ευαρέσκειας.
         Η Αγιότητα, αδελφοί μου, είναι υπόθεση του χθες, του παρόντος και του μέλλοντος στη ζωή της Εκκλησίας. Μία κατάσταση τόσο φυσική στον Ορθόδοξο κόσμο και στην Ορθόδοξη εμπειρία, όσο φυσική είναι η ίδια η ζωή. Τπόθεση πού αφορά όλους, στόχος πού πρέπει να βάλουμε όλοι, αποσκοπώντας στην Θεϊκή τιμή μάλλον κι όχι στην ανθρώπινη αναγνώριση. ΑΜΗΝ!
Αρχιμ. Επιφάνιος Οικονόμου -Ι.Μ.Δ


Ολίγα βιογραφικά  Αγίου μάρτυρος Θεοκλήτου

Η μνήμη του Αγίου Μάρτυρα Θεοκλήτου αναφέρεται μόνο στον Παρισινό Κώδικα 1578. Δεν έχουμε βιογραφικά του στοιχεία, αλλά ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης στο Αγιολόγιο του υποθέτει, ότι ίσως είναι ο μάγος που έδωσε στην Αγία Φωτεινή το δηλητήριο και πίστεψε στο Χριστό και στη συνέχεια αποκεφαλίστηκε.

25 Φεβρουαρίου μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Ταρασίου πατριάρχου Κων/πόλεως και του Αγίου ιερομάρτυρος Ρηγίνου επισκόπου Σκοπέλου , του Λεβαδέως

0 σχόλια

Ο Άγιος Ταράσιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως 

Ο Άγιος Ταράσιος γεννήθηκε, ανατράφηκε και εκπαιδεύθηκε στην Κωνσταντινούπολη από γονείς ευσεβείς και ευγενείς, τον Γεώργιο, κριτή και πατρίκιο και την Ευκρατία. Λόγω της μεγάλης του μορφώσεως ανυψώθηκε στο αξίωμα του υπάτου και έγινε πρωτασηκρήτης, δηλ. αρχιγραμματέας του αυτοκράτορα.
Οι εκκλησιαστικές περιστάσεις την εποχή εκείνη ήταν αρκετά σοβαρές. Υπήρχε ακόμα ο πόλεμος των εικονομάχων, η δε θέση των Ορθοδόξων έγινε ακόμη πιο δύσκολη με τη παραίτηση του Πατριάρχου Παύλου Δ’ του Κυπρίου (780-784 μ.Χ.) που πρότεινε ως τον μόνο ικανό και κατάλληλο να τον διαδεχθεί τον Ταράσιο. Η βασίλισσα Ειρήνη η Αθηναία, η οποία επιτρόπευε τον ανήλικο γιο της Κωνσταντίνο ΣΤ’ (780-798 μ.Χ.), κατανόησε, ότι χρειαζόταν εκκλησιαστικός ηγέτης με ευσέβεια, θεολογική κατάρτιση και διοικητική ικανότητα, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις περιστάσεις και τα προβλήματα. Έτσι εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τους λαϊκούς ο Άγιος Ταράσιος παρά τις επίμονες αρνήσεις του, αφού έλαβε υπόσχεση από τους βασιλείς, ότι θα συγκληθεί Οικουμενική Σύνοδος που θα αντιμετωπίσει τα διάφορα θεολογικά ζητήματα και τα εκκλησιαστικά θέματα. Η χειροτονία του νέου Πατριάρχου έγινε στις 25 Δεκεμβρίου 784 μ.Χ.
Κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του ο Άγιος μερίμνησε για την αποκατάσταση των σχέσεων με τη Δυτική Εκκλησία επί Πάπα Αδριανού Α’ (771-795 μ.Χ.) και την σύγκλιση της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, το έτος 787 μ.Χ., στη Νίκαια, η οποία καταδίκασε τους εικονομάχους και ακύρωσε την εικονομαχική Σύνοδο του έτους 754 μ.Χ. θέτοντας ως βάση του δογματικού καθορισμού τα σχετικά συγγράμματα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού. Η όγδοη συνεδρία της Συνόδου έγινε στην Κωνσταντινούπολη, στα ανάκτορα, όπου οι βασιλείς Ειρήνη και Κωνσταντίνος υπέγραψαν τους Όρους της Συνόδου.
Στην ευσέβεια και το εκκλησιαστικό ήθος του Αγίου οφείλεται και η μέριμνα που έλαβε η Εκκλησία κατά της σιμωνίας, του χρηματισμού δηλαδή για την απόκτηση εκκλησιαστικών αξιωμάτων και ιδιαίτερα των επισκοπικών θέσεων. Παράλληλα ο Άγιος ανέπτυξε πλούσια φιλανθρωπική και κοινωνική δράση και διακρίθηκε για την ελεημοσύνη του προς τους φτωχούς ώστε να ονομαστεί «νέος Ιωσήφ». Η αγάπη του προς τον μοναχισμό εκφράστηκε και με την ίδρυση Μονής στο στενό του Βοσπόρου, στην οποία και ενταφιάσθηκε μετά την οσιακή κοίμησή του την Τετάρτη τής Α’ εβδομάδας των Νηστειών, το έτος 806 μ.Χ. Το λάδι της κανδήλας που έκαιγε μπροστά στο τάφο του έκανε πολλά θαύματα.
 Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Α’ ο Ραγκαβές (811-813 μ.Χ.) τον Μάρτιο του έτους 813 μ.Χ. ενέδυσε τον τάφο του Αγίου με άργυρο, επιδεικνύοντας έτσι και αυτός και η βασίλισσα Προκοπία τον σεβασμό τους προς την μνήμη του Αγίου. Η Σύναξη του Αγίου Ταρασίου ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.


 Άγιος ιερομάρτυρας Ρηγίνος, Επίσκοπος Σκοπέλου.

Ο Άγιος Ρηγίνος γεννήθηκε στη Λεβάδεια της Βοιωτίας, στις αρχές του 4ου αιώνος μ.Χ. από ευσεβείς και ενάρετους γονείς , οι οποίοι τον βοήθησαν να λάβει τη θύραθεν παιδεία αλλά και την ορθόδοξη αγωγή. Η αγάπη του για τον Κύριο και η πνευματική του πρόοδος τον μεταμόρφωσαν σε σκεύος εκλογής και σε ναό της Αγίας Τριάδος.
Ο Άγιος έζησε την εποχή που βασιλεύσαν οι δύο υιοί του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο μεν Κωνστάντιος στην Κωνσταντινούπολη (Ανατολή), ο δε Κώνστας στη Ρώμη (Δύση). Και οι δύο διάδοχοι του Μεγάλου Κωνσταντίνου είχαν ανατραφεί με τις αρχές της χριστιανικής πίστεως, αλλά ο μεν Κωνστάντιος είχε συνειδητά αποδεχθεί τον Αρειανισμό, ο δε Κώνστας παρέμεινε πιστός στις δογματικές αποφάσεις της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Και οι δύο είχαν ως κοινά χαρακτηριστικά της θρησκευτικής τους πολιτικής, αφ’ ενός μεν την καταπολέμηση της εθνικής θρησκείας, αφ’ ετέρου δε την υπεράσπιση της ενότητας της Εκκλησίας,
Η εκκλησιαστική τους πολιτική είχε ως συνέπεια όχι μόνο τη συντήρηση, αλλά και τη διεύρυνση της εκκλησιαστικής διασπάσεως μεταξύ των οπαδών και των αντιπάλων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Οι συνεχείς παρεμβάσεις, αυθαίρετες ή μη, στα εκκλησιαστικά πράγματα υπήρξαν πηγή εντάσεως στις αρειανικές έριδες του 4ου αιώνα μ.Χ.
Έτσι ο Άγιος απεστάλη στη νήσο Σκόπελο από το θειο του Αχίλλειο ( 15 Μαΐου, πολιούχο της πόλεως Λαρίσης), για να ενισχύσει τους εξόριστους που βρίσκονταν εκεί και να τους στερεώσει στην ορθόδοξη πίστη.
Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες του Συναξαριστή του Αγίου Αχίλλειου, ο Άγιος Ρηγίνος παρακολούθησε τις εργασίες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, το έτος 325 μ.Χ. μαζί με τον Άγιο Αχίλλειο. Όμως, μολονότι καταδικάσθηκε ομόφωνα από τους θεοφόρους Πατέρες η αίρεση του Αρειανισμού, οι οπαδοί του Αρείου δεν εξέλιπαν και συνέχιζαν να διαδίδουν τις αιρετικές δοξασίες τους. Επικράτησε εκ νέου μεγάλη αναταραχή στους κόλπους της Εκκλησίας, κρίση και κατά συνέπεια χωρισμός σε δύο παρατάξεις, κάτι που ανησύχησε ιδιαίτερα τους δύο αυτοκράτορες Κωνστάντιο και Κώνστα. Τελικά οι δύο αυτοκράτορες συμφώνησαν να συγκληθεί μία νέα Σύνοδος στη Σαρδική (Σόφια). Πράγματι, η Σύνοδος συγκλήθηκε στη Σαρδική, το έτος 343 μ.Χ. Στη Σύνοδο έλαβε μέρος και ο Άγιος Ρηγίνος, ο οποίος εξόντωσε όλες τις αιρέσεις με το λόγο του και την τόλμη της γνώμης του.
Μετά τη λήξη της Συνόδου ο Άγιος Ρηγίνος επέστρεψε στη Σκόπελο. Αλλά και πάλι η Εκκλησία του Χριστού κλυδωνίστηκε και ταράχτηκε από τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως Ιουλιανό τον Παραβάτη (361-363 μ.Χ.), ο οποίος θέλησε να επαναφέρει τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων.
Στη διάρκεια των διωγμών που διέταξε ο βασιλέας, έφθασε στη Σκόπελο ο έπαρχος της Ελλάδος και των Σποράδων. Αμέσως κάλεσε τον ποιμενάρχη της Σκοπέλου και του υπέδειξε να αλλάξει πίστη και να ασπασθεί την ειδωλολατρία. Όμως ο Άγιος περιφρόνησε την υπόδειξή του και έμεινε με πνευματική ανδρεία και σταθερότητα στην πατρώα ευσέβεια. Στις 25 Φεβρουαρίου του 362 μ.Χ. οδηγήθηκε για τελευταία φορά ενώπιον του έπαρχου. Στις προτροπές του να αρνηθεί το Χριστό, ο Άγιος δεν έδωσε καμία απάντηση. Έτσι οδηγήθηκε στο στάδιο της νήσου, όπου υπέστη και άλλα φρικτά βασανιστήρια, και ακολούθως στη θέση «Παλαιό γεφύρι», όπου αποκόπηκε από τον δήμιο η τίμια κεφαλή του. Τη νύχτα οι Χριστιανοί παρέλαβαν το τίμιο σκήνωμα του Αγίου και το ενταφίασαν μέσα στο δάσος του υπερκείμενου λόφου, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα ο τάφος του.
( Επισκόπου Φαναρίου Αγαθαγγέλου, Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας – Φεβρουάριος).