ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

11 Φεβρουαρίου μνήμη του Αγίου ιερομάρτυρος Βλασίου αρχιεπισκόπου Σεβαστείας και της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστης

ΑΓΙΟΣ ΒΛΑΣΙΟΣ Ο θαυματουργός ιεράρχης της Σεβάστειας


Από το ιστολόγιο  ΚΑΛΛΙΜΑΣΙΑ 
Μέσα στη μακρόχρονη πορεία της ενδόξου εκκλησιαστικής ιστορίας της αγιοτόκου και μαρτυρικής Μικράς Ασίας έλαμψαν από τους πρώτους κιόλας χριστιανικούς αιώνες φωταυγείς αστέρες, που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για την αγάπη του Ιησού Χριστού και κοσμούν το πνευματικό στερέωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ανάμεσα στις αγωνιστικές μορφές της ευλογημένης και μαρτυρικής μικρασιατικής γης, που έλαβαν τον αμάραντο φωτοστέφανο του μαρτυρίου από τον ίδιο τον αγωνοθέτη Κύριο, είναι και ο τιμώμενος στις 11 Φεβρουαρίου Άγιος ένδοξος ιερομάρτυς Βλάσιος Αρχιεπίσκοπος Σεβαστείας ο θαυματουργός. 
Ο λαοφιλής σε Ανατολή και Δύση θαυματουργός ιεράρχης της Σεβάστειας γεννήθηκε και έζησε στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα στην περιοχή του Πόντου της Μικράς Ασίας κατά την περίοδο της βασιλείας του αυτοκράτορος Λικινίου (308 – 323μ.Χ.). Ο Άγιος Βλάσιος είχε σπουδάσει την ιατρική επιστήμη, την οποία πρόσφερε στους ασθενείς αφιλοκερδώς, διαθέτοντας πνεύμα φιλανθρωπίας, σύνεσης και ταπείνωσης. Οι ιατρικές του γνώσεις τον βοήθησαν μάλιστα στο να ενισχύσει την πίστη και την ευσέβειά του, αφού από τη μελέτη του ανθρώπινου σώματος κατανόησε τη σοφία και τη μεγαλοσύνη του Θεού. Παράλληλα με την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος μελετούσε με ζήλο την Αγία Γραφή, αλλά και τα ψυχωφελή συγγράμματα των Αποστολικών Πατέρων και των Χριστιανών Απολογητών, γεγονός που τον ανέδειξε σε πύρινο διδάσκαλο της χριστιανικής πίστεως. Ο ένθεος αυτός ζήλος και η βαθειά θεοσέβειά του σε συνδυασμό με τον ανεπίληπτο βίο του και την πραότητα του χαρακτήρα του συντέλεσε στο να εκλεγεί επίσκοπος της πόλεως Σεβάστειας της Καππαδοκίας της Μικράς Ασίας ύστερα μάλιστα και από την επίμονη απαίτηση του λαού της περιοχής. Ο χαρισματικός αυτός ιεράρχης ανέπτυξε μία πλούσια πνευματική δράση στην επισκοπή του, αλλά φοβούμενος την ασέβεια και την παρανομία των αρχόντων της εποχής του και επιζητώντας περισσότερη ησυχία και άσκηση, κατέφυγε στο Άργαιον Όρος και εγκαταστάθηκε μέσα σε ένα σπήλαιο. Στον χώρο αυτόν προσευχόταν αδιάλειπτα στον Πανοικτίρμονα Θεό και έφτασε σε τέτοιο ύψος αγιότητος και αρετής, ώστε πλήθος κόσμου τον επισκεπτόταν και ζητούσε την ευλογία του. Ακόμη και τα άγρια ζώα της περιοχής προσέρχονταν κοντά στον άγιο και δεν αποχωρούσαν, αν δεν τα ευλογούσε.
Την εποχή αυτή ο σκληρόκαρδος ειδωλολάτρης ηγεμόνας Αγρικόλας έδωσε διαταγή στους κυνηγούς να κυνηγήσουν σαρκοφάγα ζώα για να χρησιμοποιηθούν για θηριομαχίες και για την καταβρόχθιση των χριστιανών. Όταν έφτασαν στο Άργαιον Όρος και πέρασαν από το σπήλαιο, στο οποίο είχε εγκατασταθεί ο άγιος, έκπληκτοι αντίκρισαν πλήθη αγρίων ζώων να είναι συγκεντρωμένα και να λαμβάνουν τις ευλογίες του ταπεινού επισκόπου της Σεβάστειας, ο οποίος προσευχόταν στον Θεό. Βλέποντας οι κυνηγοί το παράδοξο αυτό θέαμα, επέστρεψαν στην πόλη και ενημέρωσαν τον ηγεμόνα για όσα είδαν και έζησαν. Τότε εκείνος έδωσε τη διαταγή να συλληφθούν αμέσως όσοι χριστιανοί βρίσκονταν εκεί. Όταν έφτασαν οι απεσταλμένοι στρατιώτες στο σπήλαιο, βρήκαν τον άγιο να προσεύχεται και τον διέταξαν να τους ακολουθήσει. Τότε ο άγιος με καρτερία, θάρρος και χαρά τους ακολούθησε, λέγοντάς τους ότι ο Θεός εμφανίστηκε σ’ αυτόν τρεις φορές μέσα στη νύχτα και του παρήγγειλε, ότι πρέπει να θυσιαστεί γι’ Αυτόν. Καθώς οι στρατιώτες και ο άγιος κατευθύνονταν από το Άργαιον Όρος προς τη Σεβάστεια, πολλοί ειδωλολάτρες ασπάσθηκαν τη χριστιανική πίστη βλέποντας την πραότητα του αγίου και ακούγοντας το φλογερό κήρυγμά του, ενώ πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν χάρη στην αδιάλειπτη προσευχή του. Εντύπωση προκαλούσε όχι μόνο η ίαση των ασθενών ανθρώπων, αλλά και η θεραπεία ασθενειών σε ήμερα και άγρια ζώα. Μεταξύ των αναρίθμητων θαυμάτων, που τέλεσε ο Άγιος Βλάσιος με τη χάρη του Θεού, ήταν η διάσωση ενός μικρού παιδιού, το οποίο είχε μείνει άφωνο και κινδύνευε να πεθάνει από ασφυξία από ένα ψαροκόκαλο, το οποίο είχε καρφωθεί στο λαιμό του. Τότε ο άγιος θέτοντας το χέρι του στο λαιμό του παιδιού και αφού προσευχήθηκε ολόθερμα στον Θεό, θεράπευσε το παιδί. Παράλληλα ευχήθηκε, ότι όποιος άνθρωπος ή ζώο αντιμετωπίσει στο μέλλον παρόμοιο πρόβλημα και μνημονεύει το όνομα του αγίου, ο Θεός να τον θεραπεύει αμέσως προς δόξα του ονόματός Του. Γι’ αυτό και ο Άγιος Βλάσιος καθιερώθηκε στη συνείδηση όλων των χριστιανών ως ο ιατρός και θεραπευτής των νοσημάτων του λαιμού και του λάρυγγα. Αξιοσημείωτο ήταν και το θαυματουργικό γεγονός της διάσωσης ενός χοίρου, τον οποίο είχε αρπάξει ένας λύκος από μια φτωχή γυναίκα και αποτελούσε τη μοναδική περιουσία της. Χάρη στην προσευχητική δύναμη του αγίου ο λύκος έχασε την αγριότητά του και επέστρεψε σώο και αβλαβή τον χοίρο στη γυναίκα. 
Φτάνοντας ο άγιος στη Σεβάστεια δόθηκε η εντολή να φυλακιστεί. Την επόμενη ημέρα οδηγήθηκε ενώπιον του ηγεμόνα, ο οποίος τον υποδέχθηκε με ωραίους λόγους, προσπαθώντας να τον πείσει να θυσιάσει στους ειδωλολατρικούς θεούς. Ο άγιος όμως αποκάλεσε με παρρησία τους ψεύτικους θεούς δαίμονες και δήλωσε ότι όσοι τους λατρεύουν θα παραδοθούν στο αιώνιο πυρ της Κολάσεως. Τότε ο ηγεμόνας εξαγριώθηκε και διέταξε να χτυπήσουν ανελέητα τον άγιο με χονδρά σιδερένια ραβδιά και να τον κλείσουν στη συνέχεια στη φυλακή. Εκείνος όμως έμεινε σταθερός και ακλόνητος στην πίστη του στον ένα και αληθινό Θεό. 
Τον βασανισμό και τη φυλάκιση του αγίου πληροφορήθηκε η φτωχή γυναίκα, της οποίας τον χοίρο διέσωσε ο άγιος. Από ευγνωμοσύνη προς αυτόν έσφαξε τον χοίρο και αφού έψησε το κεφάλι και τα πόδια, πήγε στη φυλακή μαζί με φρούτα και άλλα φαγώσιμα και ανάβοντας κεριά, παρακάλεσε τον άγιο να φάει από τα προσφερόμενα προς αυτόν αγαθά. Τότε ο άγιος ευχαρίστησε τη γυναίκα και αφού έφαγε, της έδωσε την ευλογία του λέγοντας ότι με αυτόν τον τρόπο να γιορτάζει τη μνήμη του και να έχει πάντοτε στο σπίτι της όλα τα αγαθά και την ευλογία του Θεού, όπως και όποιος άλλος θελήσει να την μιμηθεί. 
Ο ηγεμόνας Αγρικόλας πρόσταξε και πάλι να φέρουν ενώπιον του τον άγιο και τον κάλεσε και πάλι να θυσιάσει στους ψεύτικους θεούς. Εκείνος όμως έμεινε και πάλι σταθερός και ακλόνητος και δήλωσε ότι θεοί, οι οποίοι δεν δημιούργησαν τον ουρανό και τη γη, πρέπει να εξαφανιστούν. Τότε δόθηκε η διαταγή να κρεμάσουν τον άγιο σε ένα ξύλο και να ξεσκίσουν τα πλευρά του με σιδερένια νύχια. Όμως ο ένδοξος ιερομάρτυς του Χριστού είπε στον σκληρόκαρδο ηγεμόνα ότι ούτε ο θάνατος ούτε τα βασανιστήρια τον φοβίζουν και μπορούν να κάμψουν την πίστη του, αφού προσβλέπει στην αιωνιότητα και τα επουράνια αγαθά. Στη συνέχεια δόθηκε η εντολή να ξεκρεμάσουν τον άγιο και να τον οδηγήσουν στη φυλακή. 
Καθώς οδηγούσαν τον ταπεινό και πράο επίσκοπο της Σεβάστειας στη φυλακή, επτά ενάρετες και ευσεβείς γυναίκες ακολουθούσαν τη μαρτυρική αυτή πορεία και άλειφαν τα σώματά τους από το τίμιο αίμα, που έσταζε από το πληγωμένο σώμα του αγίου. Βλέποντας οι δήμιοι το γεγονός αυτό, συνέλαβαν τις γυναίκες και τις οδήγησαν στον ηγεμόνα, ο οποίος τις κάλεσε να θυσιάσουν στα ψεύτικα είδωλα, γιατί διαφορετικά θα θανατωθούν. Τότε οι επτά γυναίκες κάλεσαν τον ηγεμόνα να πάνε στη λίμνη της Σεβάστειας και αφού πλύνουν τα πρόσωπά τους, να προσφέρουν θυσία στους θεούς. Ο ηγεμόνας χάρηκε πολύ και τότε οι γυναίκες πήραν τους θεούς και τους έριξαν μέσα στη λίμνη λέγοντας ότι αυτή είναι η αμοιβή τους, γιατί πολλοί άνθρωποι χάθηκαν εξαιτίας της ειδωλολατρίας. Βλέποντας ο ηγεμόνας την ασέβεια και την προσβολή κατά των θεών, εξοργίστηκε τόσο πολύ, ώστε διέταξε να ανάψουν ένα μεγάλο καμίνι λιώνοντας μέσα σ’ αυτό μολύβι και να φέρουν σιδερένια χτένια και να πυρακτώσουν επτά χάλκινα σουβλιά. Στη συνέχεια ο ηγεμόνας κάλεσε τις γυναίκες να επιλέξουν ή τη θυσία στους θεούς και να φορέσουν λαμπρά φορέματα ή να βασανιστούν μέσα στο πυρακτωμένο καμίνι. Τότε μία από τις γυναίκες άρπαξε ένα φόρεμα και το έριξε μέσα στο καμίνι, ενώ τα δύο μικρά της παιδιά είπαν στη μητέρα τους να μην τα αφήσει να χαθούν μέσα στην αμαρτία και την πλάνη, αλλά να τα χορτάσει με τα αγαθά της Βασιλείας των Ουρανών, όπως τα χόρτασε με το μητρικό της γάλα. Κατόπιν ο ηγεμόνας έδωσε εντολή να κρεμάσουν τις επτά γυναίκες και να ξεσκίσουν τις σάρκες τους με τα σιδερένια χτένια. Όμως κατά τη διάρκεια του φρικτού μαρτυρίου οι στρατιώτες έζησαν ένα καταπληκτικό θαύμα: από τις σάρκες των γυναικών έρεε γάλα αντί για αίμα και οι σάρκες ήταν ολόλευκες όπως το χιόνι, αφού Άγγελοι Κυρίου κατέβηκαν από τον ουρανό και θεράπευσαν τις πληγές, λέγοντας στις γυναίκες να μην φοβούνται και να συνεχίσουν τον αγώνα τους μέχρι τέλους, γιατί έτσι μόνο θα απολαύσουν την αιώνια ζωή. Τότε ο εξαγριωμένος ηγεμόνας διέταξε να τις ρίξουν μέσα στο πυρακτωμένο καμίνι. Μόλις όμως τις έριξαν μέσα, η φωτιά έσβησε και βγήκαν από μέσα σώες και αβλαβείς. Βλέποντας ο Αγρικόλας τα παράδοξα αυτά γεγονότα, κάλεσε και πάλι τις επτά γυναίκες να θυσιάσουν στους θεούς και να εγκαταλείψουν τις μαγείες, που χρησιμοποιούν. Τότε εκείνες απάντησαν ότι δεν πρόκειται να προδώσουν την πίστη τους στον Ιησού Χριστό και να προσκυνήσουν τα ψεύτικα είδωλα. Η επίμονη αυτή στάση τους εξόργισε τόσο πολύ τον Αγρικόλα, ώστε αποφάσισε τη διά αποκεφαλισμού θανατική καταδίκη των γυναικών. Αμέσως μετά οι γυναίκες προσευχήθηκαν και παρακάλεσαν τον Κύριο να τις συναριθμήσει μαζί με την πρωτομάρτυρα του Χριστού Αγία Θέκλα δεχόμενος τις πρεσβείες του Αγίου Βλασίου, ο οποίος υπήρξε ο πνευματικός καθοδηγητής στην άθλησή τους και στην απόλαυση της Βασιλείας των Ουρανών. Κατόπιν τα δύο παιδιά πλησίασαν τη μητέρα τους και της ζήτησαν να παρακαλέσει τον Άγιο Βλάσιο να τα έχει υπό την προστασία και καθοδήγησή του. 
Μετά τον αποκεφαλισμό των επτά γυναικών πρόσταξε τους στρατιώτες να του φέρουν από τη φυλακή τον Άγιο Βλάσιο ζητώντας του και πάλι να θυσιάσει στους θεούς. Τότε ο γενναίος αθλητής του Χριστού απάντησε με θάρρος ότι κανένας άνθρωπος, που έχει γνωρίσει τον αληθινό Θεό, δεν προσκυνά νεκρά είδωλα. Κατόπιν ο ηγεμόνας τον ρώτησε ότι αν τον ρίξει μέσα στη λίμνη, θα μπορέσει ο Θεός, τον οποίο λατρεύει, να τον σώσει. Και ο άγιος τον παρότρυνε να το πράξει. Τότε οι στρατιώτες έριξαν τον άγιο στη λίμνη και εκείνος, αφού έκανε το σημείο του σταυρού, στάθηκε στο μέσο αυτής σώος και αβλαβής. Στη συνέχεια ο άγιος κάλεσε τους ειδωλολάτρες να πράξουν το ίδιο για να αποδείξουν τη δύναμη των θεών τους. Τότε εξήντα οχτώ άνδρες πήδησαν μέσα στη λίμνη, αλλά όλοι καταποντίστηκαν στο βυθό της και πνίγηκαν. Τη στιγμή εκείνη Άγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στον ένδοξο ιερομάρτυρα του Χριστού και τον κάλεσε να βγει από τη λίμνη και να λάβει από τον Θεό τον αιώνιο στέφανο της δόξης και της αγιότητος. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τον θαυμασμό όλων, αφού έβλεπαν το πρόσωπο του αγίου να λάμπει σαν το φως. Βλέποντας ο ηγεμόνας την ακλόνητη πίστη του γενναίου αθλητή του Χριστού, αποφάσισε να τον αποκεφαλίσει διά ξίφους μαζί με τα δύο παιδιά. Αφού ο Άγιος Βλάσιος προσευχήθηκε ζητώντας από τον Θεό να βοηθήσει στο μέλλον όποιον καταφεύγει σ’ Αυτόν επικαλούμενος το όνομα του αγίου σε περίπτωση ασθένειας, θλίψης, κινδύνου ή ανάγκης, κατέβηκε από τον ουρανό ο Χριστός σαν νεφέλη και είπε στον άγιο ότι θα εκπληρώσει όλα τα αιτήματά του και θα χαρίσει σε όλους εκείνους, που θα τιμούν τη μνήμη του, όχι μόνο τα επίγεια, αλλά και τα ουράνια αγαθά. Αμέσως μετά ο δήμιος οδήγησε τον άγιο και τα δύο παιδιά στον τόπο του μαρτυρίου και τους αποκεφάλισε πάνω σε μία πέτρα μέσα από το τείχος της Σεβάστειας. Το ένδοξο μαρτύριο του αγίου και των δύο παιδιών έλαβε χώρα το έτος 316μ.Χ. 
Με αυτόν τον τρόπο ο λαοφιλής σε Ανατολή και Δύση Άγιος Βλάσιος έλαβε τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου για να τιμάται και να γεραίρατε εσαεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 11 Φεβρουαρίου και από τη Δυτική Εκκλησία στις 3 Φεβρουαρίου. Η αγάπη των χριστιανών προς τον θαυματουργό ιεράρχη της Σεβάστειας αποδεικνύεται και από τα αναρίθμητα θαύματα, τα οποία έχει επιτελέσει και εξακολουθεί και μέχρι σήμερα να επιτελεί με τη χάρη του Θεού σ’ αυτούς που τιμούν τη μνήμη του και επικαλούνται με ευλάβεια το όνομά του προς δόξα του παναγίου ονόματος του Χριστού μας, του « θαυμαστού εν τοις αγίοις Αυτού» . 

Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος 
Εκπαιδευτικός 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

Συμεών του Μεταφραστού, Άθλησις του Αγίου και ενδόξου ιερομάρτυρος Βλασίου επισκόπου γενομένου Σεβαστείας, J. – P. Migne, Patrologia Graeca, Τόμος 116, 817 – 830



                   ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ Η                                             ΑΥΓΟΥΣΤΑ                   

Από το ιστολόγιο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ 

Η Αγία Θεοδώρα γεννήθηκε το 815 μ.Χ., στην Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. 
Απέκτησε με τον εικονομάχο αυτοκρατορα Θεόφιλο έναν υιό το Μιχαήλ και πέντε θυγατέρες τη Θέκλα, την Άννα, την Αναστασία, την Πουλχερία και τη Μαρία.
Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολιτική και θρησκευτική πάλη γύρω από το ζήτημα της λατρείας ή όχι των εικόνων, που είχε ξεκινήσει ήδη από το 730 μ.Χ., από τον ιδρυτή της δυναστείας των Ισαύρων Λέοντα τον Γ. Η διαμάχη αυτή χώρισε το Βυζάντιό σε δύο μέρη στους εικονολάτρες και στους εικονομάχους. Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος ακολούθησε εικονομαχική πολιτική. Με βασανιστήρια, διώξεις και καταστροφή ιερών κειμηλίων και εικόνων (π.χ. ασβέστωναν τις ιερές Εικόνες).
Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα έμεινε πιστή στις θρησκευτικές αρχές που είχε διδαχθεί από τους γονείς της και μαζί με τα παιδία της κρυφά στα διαμερίσματα της αλλά και σ'; επισκέψεις στην μητέρα της, απέδιδαν τις πρέπουσες τιμές στους Αγίους. Αποκαλούσαν μητέρα και παιδία τις ιερές Εικόνες ''καλά νινιά'' για να μην καταλάβει κάτι ο αυτοκράτορας.
Το 842 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Θεόφιλος αρρώστησε βαριά από δυσεντερία τόσο που παραμορφώθηκε το στόμα του και ο λάρυγγάς του είχε βγει έξω. Σε όραμά της η αυτοκράτειρα Θεοδώρα είδε, την άχραντο Θεοτόκο με το θείο βρέφος αγκαλιά, περιστοιχισμένη με λαμπροφορεμένους αγγέλους, οι οποίοι έδερναν το Θεόφιλο ανελέητα. Καθώς ξύπνησε άκουσε το σύζυγο της να λέει αναστενάζοντας,’’Αλίμονό σε μένα τον άθλιο και δυστυχή. Για τις αγίες Εικόνες με κτυπάνε.’’; η Θεοδώρα παρακαλούσε θερμά την εικόνα του Χριστού που είχε βγάλει από τα σεντούκια, να τον λυπηθεί.
Ξαφνικά ο Θεόφιλος άρπαξε και καταφιλούσε μια εικόνα, που σαν εγκόλπιο είχε κρεμασμένη ένας από τους παρευρισκομένους. Το θαύμα έγινε και το στόμα και ο λάρυγγάς του επανήλθαν στη φυσιολογική τους κατάσταση.


Με το θάνατο του συζύγου της το 842 ανέβηκε στο θρόνο ο ανήλικος υιός της Μιχαήλ σε ηλικία τριών ετών. Η Αυγούστα, ως επίτροπος του υιού της συγκρότησε και επικύρωσε τα πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας (787), κατέβασε από τον πατριαρχικό θρόνο τον εικονομάχο Ιωάννη, τον έβδομο και ανέβασε το Μεθόδιο. Επίσης αποφασίστηκε η οριστική αναστήλωση των ιερών Εικόνων.
Έδωσε εντολή ν' αφεθούν ελεύθεροι από τις φύλακες και να επιστρέψουν από τις εξορίες όσοι εξαιτίας των εικόνων είχαν βασανισθεί και διωχθεί. Με απόφαση Συνόδου το 842, συγκεντρώθηκαν στην Αγία Σοφία όσοι Πατέρες , μοναχοί , κληρικοί είχαν διασωθεί από την αυτοκρατορική οργή και μ'επικεφαλής την Αυτοκράτειρα Θεοδώρα και τον υιό της Μιχαήλ, τέλεσαν λιτανεία των Ιερών Εικόνων με θυμιατά, λαμπάδες και επανέφεραν στους ναούς τις ιερές Εικόνες. Η εκκλησία μας τιμά και εορτάζει αυτό το γεγονός κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή των Νηστειών, η οποία ονομάσθηκε Κυριακή της Ορθοδοξίας.


Όμως κηδεμόνας του Μιχαήλ ήταν ο αδερφός της Βάρδας, άνθρωπος ποταπός και ασεβής, που παρέσυρε σε ανόσιες πράξεις τον ανιψιό του. Αφού συκοφάντησε για κατάχρηση του αυτοκρατορικού ταμείου τη Θεοδώρα και πως επιβουλευόταν τον υιό της, κατάφερε να ξεσηκώσει το Μιχαήλ εναντίον της και την έκλεισε στο μοναστήρι των Γαστρίων μαζί με τις κόρες της.

Εκεί εξανάγκασε τον Πάτρωνα, αδερφό της Θεοδώρας να τις κάρει μοναχές, χωρίς τη θελήσή του, ενάντια στην ελευθερία του ατόμου και στους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας. Έζησε έως την κοίμηση της εκεί, διαπρέποντας στο μοναχικό βίο όπως και στον αυτοκρατορικό με τις αρετές και την πιστή της, στηρίζοντας τις κόρες τις. H αληθινή της ευσέβεια και η ορθόδοξη πίστη της, δεν άφησαν τη Θεοδώρα να παρασυρθεί από αλαζονεία, ματαιοδοξία για την βασιλική δόξα που είχε ζήσει, αλλά με πραγματική ταπείνωση έζησε εν Χριστώ.
Κοιμήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου του 867, μετά την ανακομιδή το ιερό λείψανό της βρέθηκε άθικτο, ευωδίαζε μύρο και επιτελούσε πολλά θαύματα, η εκκλησία μας την ανακήρυξε Αγία. Το σεπτό σκήνωμα, φυλασσόταν έως το 1456 στην Κωνσταντινούπολη, μετά την πτώση της μεταφέρθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό της Κέρκυρας.

Η μνήμη της τιμάται στις 11 Φεβρουαρίου
Κάθε χρόνο, μετά από απόφαση του μακαριστού Μητροπολίτου Τιμοθέου Τριβιζά το 1984, την Κυριακή της Ορθοδοξίας τελείται ιερά λιτάνευση του σεπτού σκηνώματος της Αγίας Θεοδώρας στην πόλη της Κέρκυρας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου