ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

1η Μαΐου , μνήμη του Αγίου Προφήτου Ιερεμίου και του Αγίου νεοσιομάρτυρος Ακακίου του Ασβεστοχωρινού

0 σχόλια


Προφήτης Ιερεμίας

Ο Προφήτης Ιερεμίας γεννήθηκε πιθανώς κατά το 650 π.Χ., στην μικρή πόλη της φυλής Βενιαμίν Αναθώθ, βορειοανατολικά της Ιερουσαλήμ. Ο πατέρας του ήταν ιερέας και ονομαζόταν Χελκίας. Ανατράφηκε στην ιερατική αυτή οικογένεια με αυστηρότητα. Μελετούσε τους προ αυτού Προφήτες Ησαΐα και Ωσηέ. Νεότατος στην ηλικία, περίπου 23 – 25 ετών, περί το 627 – 625 π.Χ., καλείται από τον Θεό στο προφητικό αξίωμα. Ανταποκρίνεται στο θέλημα του Κυρίου και έτσι το όνομά του (Ιερεμίας), που σημαίνει ο Θεός ανυψώνει ή καθιστά, εκφράζει και την αποστολή του.
Κατάπληκτος από την τιμή αυτή ο Ιερεμίας, αρνείται την υψηλή τιμητική κλήση, προβάλλοντας τις ασθενείς νεανικές του δυνάμεις. Ο Θεός όμως ενισχύει αυτόν υποσχόμενος, όχι υλικές αμοιβές και τιμές, αλλά το πολυτιμότερο όλων: τη βοήθειά Του. Ο Ιερεμίας υπακούει.
Ο Προφήτης Ιερεμίας καθαγιάσθηκε πριν από τη γέννησή του, όπως γράφει ο Άγιος Ιερώνυμος. Πράγματι, στην αρχή του προφητικού του βιβλίου ο Ίδιος ο Θεός του λέγει: «Προ του με πλάσαι σε εν κοιλία επίσταμεί σε και προ του σε εξελθείν εκ μήτρας ηγίακά σε, προφήτην εις έθνη τέθεικά σε».
Σε τέσσερις περιόδους δυνάμεθα να διαιρέσουμε την δημόσια δράση του. Πρώτον, επί του βασιλέως Ιωσίου προ της μετερρυθμίσεως (627 – 621 π.Χ.), δεύτερον, επί του βασιλέως Ιωακείμ μέχρι του Σεδεκίου (609 – 598 π.Χ.), τρίτον, επί Σεδεκίου (598 – 586 π.Χ.) και τέταρτον, μετά την άλωση της Ιερουσαλήμ και την αιχμαλωσία του Σεδεκίου.
Μετά την καταστροφή του βασιλείου του Ισραήλ, το βασίλειο του Ιούδα, όπου βρισκόταν ο Προφήτης Ιερεμίας, τελούσε υπό την επίδραση των Ασσυρίων, όχι μόνο πολιτικά αλλά και θρησκευτικά. Η πολυθεΐα των Ασσυρίων είχε εισχωρήσει στους Ιουδαίους, διότι ο βασιλέας Μανασσής (693 – 639 π.Χ.) ήταν υποτελής των Ασσυρίων και είχε παραδοθεί σε θρησκευτικό συγκρητισμό και σε ειδωλολατρία. Όσες πόλεις υπήρχαν στην Ιουδαία, τόσοι ήταν και οι θεοί, όσοι οι δρόμοι της Ιερουσαλήμ, τόσα θυσιαστήρια του Βαάλ. Υπήρχε η ειδωλολατρία του Μολώχ με τα ανθρώπινα θύματα. Στις αυλές του ναού ήταν θυσιαστήρια των Ασσυρίων θεών και το είδωλο της Αστάρτης. Ο Ιερεμίας, επί της βασιλείας του Ιωσίου, από το 627 π.Χ., επέρχεται κατά της πολυθεΐας κηρύσσοντας τον Ένα και Μόνο Αληθινό Θεό και στηλιτεύοντας τη διαφθορά. Εκτός της ειδωλολατρίας και ανηθικότητας, ο Ιερεμίας πολεμάει κατά την περίοδο αυτή και τους ψευδοπροφήτες, οι οποίοι παραπλανούσαν τον λαό με ψευδείς προφητείες. Ο Προφήτης διαισθάνεται κάποια μεταβολή του λαού, κάποια μετάνοια, διότι στην πρόσκληση του Θεού, ο λαός απαντά: «Ὁδοῦ, πρὸς Σὲ ἔρχομαι». Η μετάνοια όμως αυτή ήταν πρόσκαιρη λόγω της ανομβρίας. Ο Προφήτης πονάει, υποφέρει. Περιέρχεται σε απόγνωση. Όμως η μακροθυμία του Θεού δεν εξαντλείται. Ο Θεός συμβουλεύει τον Προφήτη να ερευνήσει την υπό του κακού τρυγηθείσα άμπελο, το λαό Του, μήπως εύρει ρώγα σταφυλιού, κάποιον άνθρωπο ευσεβή, ατρύγητο από το κακό. Έτσι τονίζεται η μεγάλη αξία του ανθρώπου. Ο Προφήτης δεν βρίσκει δυστυχώς καμία ρώγα σταφυλιού ατρύγητη από το κακό. Στην άκαρπη αυτή προσπάθεια του Προφήτη, ο Θεός συνιστά σε αυτόν και πάλι να συνεχίσει την εργασία του, για να πεισθεί και ο ίδιος ο Προφήτης για το αδιόρθωτο του λαού και τη δίκαιη τιμωρία του. Ο Θεός παρομοιάζει τον Προφήτη με μεταλλουργό που δοκιμάζει τα μέταλλα και φροντίζει από το μείγμα να εξαγάγει αυτά που είναι ευγενή, δηλαδή το χρυσό και τον άργυρο. Μάταια όμως.
Εδώ τερματίζεται η πρώτη περίοδος της δράσεως του Προφήτη Ιερεμία. Κατόπιν έρχεται η κατάλυση του Ασσυριακού βασιλείου διά της πίστεως της Νινευή το 621 π.Χ. Ο ευσεβής βασιλέας Ιωσίας, επωφελούμενος από την κατάρρευση αυτή, ανέλαβε πολιτική εξωτερικής ανεξαρτησίας και προέβη σε εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, για να ορθώσει την πίστη στον Θεό. Ο Ιερεμίας, κατά το χρονικό διάστημα 621 – 608 π.Χ., αποσύρθηκε πιθανότατα σε μόνωση. Χαρακτηριστικό της ασκητικής του ζωής ήταν ότι αυτός «λινοῦν περίζωμα εἶχε μόνον. Ὡς δὲ τὰ εὐτραφῆ τῶν σωμάτων γυμνούμενα φανερωτέραν δείκνυσι τὴν ἀκμήν, οὕτω καὶ τῶν ἠθῶν τὸ κάλλος, μὴ ἀνειλούμενον ἀπειροκάλοις φλυαρίαις, τὸ μεγαλοπρεπὲς ἐνδείκνυται».
Κατά την δεύτερη περίοδο της δράσης του, επί της εποχής του βασιλέως Ιωακείμ (609 – 598 π.Χ.), ο Προφήτης Ιερεμίας στρέφεται κατά των ατόπων της Ισραηλιτικής θρησκείας. Ο μαγικός χαρακτήρας, τον οποίο απέδιδαν οι Ιουδαίοι στο ναό και στις τελετές, τον ενοχλούσε. Έλεγε δε, ότι «ο ναός, ο οποίος χρησιμεύει να καλύπτει τα κακουργήματα, είναι όχι ναός Θεού, αλλά σπήλαιο ληστών».
Κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του Ιωακείμ, σε κάποια μεγάλη εορτή, εμφανίζεται ο Προφήτης Ιερεμίας στην αυλή του ναού και μέσα στο ενθουσιώδες από τη θέα του ναού πλήθος, προσβάλλει την εσφαλμένη αυτή πίστη, την οποία είχε ο λαός περί του ναού και κηρύσσει την επερχόμενη καταστροφή του ναού. Όλος ο λαός εξεγείρεται και ζητεί τον θάνατό του. Σώζεται με την επέμβαση του Αχικάμ. Μεταβαίνει στο εργαστήριο του κεραμέως και παρατηρεί ότι ο κεραμέας μεταπλάσσει όσα από τα πήλινα δοχεία δεν αρέσουν σε αυτόν. Έτσι, λέγει ο Προφήτης, θα κάνει ο Θεός σε έθνη και ανθρώπους, τα οποία δεν αρέσουν σε Αυτόν. Για την αποφυγή της καταστροφής συνιστά την εσωτερική μετάνοια του ανθρώπου. Άρχοντες και λαός αντιδρούν. Κουρασμένος ο Προφήτης από τους άκαρπους αγώνες του ζητεί τη μόνωση και προβλέποντας την αμετανοησία του λαού του Θεού, προλέγει την καταστροφή του.
Κάποιοι άνθρωποι αποφασίζουν να τον δηλητηριάσουν στην Αναθώθ. Συνωμοτούν εναντίον του και συγγενείς του. Ο Ιερεμίας αποδίδει την σωτηρία του στον Θεό. Στρέφεται κατά των αρχόντων, του βασιλέως Ιωακείμ και των ανακτόρων, των οποίων κηρύσσει την καταστροφή. Όλος ο κόσμος είναι εναντίον του. Προς στιγμήν κάμπτεται, διότι νομίζει ότι έχει εγκαταλειφθεί από τον Θεό και παραπονείται. Συνέρχεται όμως και συνεχίζει το έργο του. Στην αυλή του ναού κηρύσσει και πάλι την καταστροφή του ναού. Το κήρυγμα αυτό προκαλεί αναταραχή. Γι” αυτό ο στρατηγός του ιερού χώρου του ναού Πασχώρ τον ραβδίζει και τον ρίχνει στη φυλακή. Τα κηρύγματά του γίνονται δεκτά με ειρωνείες. Του απαγορεύουν να επισκέπτεται το ναό. Ο Προφήτης σκέπτεται να εγκαταλείψει τον αγώνα. Η φωτιά όμως του λόγου του Θεού, που είναι μέσα του, δεν τον αφήνει. Κατά το τέλος του 605 π.Χ., μετά την ήττα των Αιγυπτίων στο Χαρκαμύς, επειδή ο ίδιος δεν ήταν δυνατόν να εισέλθει στην αυλή του ναού, δίδει στον μαθητή του Βαρούχ να αναγνώσει στο μέσο της αυλής του ναού, προφητεία, διά της οποίας κηρυσσόταν η καταστροφή του ναού. Όλοι τότε επαναστατούν εναντίον του. Ο Ιερεμίας και ο Βαρούχ κρύβονται, για να μη συλληφθούν. Η προλεχθείσα όμως καταστροφή επήλθε.
Οι Βαβυλώνιοι κατέστησαν φόρου υποτελή, το βασιλέα Ιωακείμ. Αυτός, επιθυμώντας την ανεξαρτησία και αφού παρακινήθηκε από άκριτους ανθρώπους, προκαλεί τη Βαβυλώνιο εκστρατεία κατά της Ιερουσαλήμ. Ο Ναβουχοδονόσωρ επέρχεται εναντίον του και πολιορκεί την Ιερουσαλήμ. Ο Ιερεμίας μάταια συνιστά στον βασιλέα Ιωακείμ, υποταγή στους Βαβυλώνιους. Ο Ιωακείμ πεθαίνει και η πόλη καταλαμβάνεται και πολιορκείται. Ο ναός καταστρέφεται. Ο άμεσος διάδοχος του Ιωακείμ, ο Ιωαχείμ (Ιεχονίας) πορεύεται σε αιχμαλωσία με τους αξιωματούχους της χώρας και δέκα χιλιάδες από το λαό. Ο βασιλέας Ναβουχοδονόσωρ ορίζει ως διάδοχο του Ιεχονίου, τον Σεδεκία.
Κατά την Τρίτη περίοδο της δράσεως του Προφήτη Ιερεμίου, το 594 π.Χ., απεσταλμένοι των Ιδουμαίων, Αμμωνιτών, Τύρου και Σιδώνος, παρακάλεσαν τον Σεδεκία να συμμαχήσουν κατά των Βαβυλωνίων. Οι ψευδοπροφήτες κηρύσσουν ότι τα ιερά σκεύη του ναού που είχαν κλαπεί θα επιστραφούν. Ο Ιερεμίας αντιτίθεται και συμβολικά θέτει ζυγό στον τράχηλό του, για να δηλώσει ότι θα είναι δούλοι του Ναβουχοδονόσορ. Ο ψευδοπροφήτης Ανανίας σπάζει το ζυγό πάνω στον τράχηλο του Ιερεμία, για να τονίσει την αποτίναξη του ζυγού των Βαβυλωνίων. Ο Ιερεμίας απαντά: «Έσπασες ξύλινους ζυγούς; Σιδερένιους θα θέσει ο Θεός στον τράχηλό σας».
Ο Σεδεκίας τήρησε συνετή πολιτική προς τους απεσταλμένους των άλλων περιοχών και ενέκρινε την γνώμη του Προφήτη Ιερεμία. Όμως, κατά το 588 π.Χ., ο φαραώ της Αιγύπτου Ουαφρής επαναστατεί κατά των Βαβυλωνίων. Το φρόνημα των Ιουδαίων αναπτερώνεται και λαμβάνουν και αυτοί μέρος στην επανάσταση αυτή. Ο Ιερεμίας τους αποτρέπει από το να συμμαχήσουν με τους Αιγυπτίους κατά των Βαβυλωνίων. Οι Ιουδαίοι δεν υπακούν και επαναστατούν. Ο Ιερεμίας επιμένει ότι η πόλη των Ιεροσολύμων θα καταστραφεί. Οι άρχοντες τον ρίχνουν σε λάκκο βορβορώδη, διότι με τον τρόπο που ο Προφήτης ομιλούσε παρέλυε τα χέρια των πολεμιστών. Με την επέμβαση όμως του Αβδεμέλεχ αποσύρεται από τον λάκκο. Η πόλη των Ιεροσολύμων καταλαμβάνεται και ο βασιλέας Σεδεκίας συλλαμβάνεται, τυφλώνεται και οδηγείται στη Βαβυλώνα. Η πόλις παραδίδεται στις φλόγες.
Κατά την τέταρτη περίοδο της δράσεώς του, ο Ιερεμίας, μετά την άλωση της Ιερουσαλήμ, αποφασίζει να διαμείνει πλησίον του Γοδολίου. Τον Γοδολία, ο βασιλέας Ναβουχοδονόσωρ εγκαθιστά κυβερνήτη της Ιουδαίας. Μετά από λίγο, όμως, ο Γοδολίας δολοφονείται και ο Ιουδαϊκός λαός, φοβούμενος την τιμωρία από τους Βαβυλωνίους, αποφασίζει να απέλθει στην Αίγυπτο παρά την γνώμη του Ιερεμίου και την εντολή του Θεού. Χωρίς την θέλησή του, παίρνουν μαζί τους και τον Ιερεμία, ο οποίος κηρύττει και στην Αίγυπτο. Προλέγει την εισβολή του Ναβουχοδονόσωρ, η οποία και έγινε. Εκεί οι Ιουδαίοι περιπίπτουν σε ειδωλολατρία. Ο Προφήτης επέρχεται και πάλι εναντίον αυτών. Εκείνοι όμως δεν υπακούουν και ο Προφήτης προλέγει την καταστροφή τους.
Ο Προφήτης Ιερεμίας λιθοβολήθηκε από τους συμπατριώτες του στην πόλη Τάφνα της Αιγύπτου ή απήχθη μαζί με τον Βαρούχ αιχμάλωτος από τον βασιλέα Ναβουχοδονόσωρ σε κάποια εισβολή του στην Αίγυπτο το 568 π.Χ., ως λέγει κάποια Ραββινική παράδοση.
Η Σύναξη αυτού ετελείτο στο ναό του Αποστόλου Πέτρου, που ήταν κοντά στην Μεγάλη Εκκλησία.
Το βιβλίο του Προφήτη Ιερεμία στην Παλαιά Διαθήκη δεν παρουσιάζει μόνο υψηλές θρησκευτικές ιδέες, αλλά κυρίως μια ζωηρή θρησκευτική προσωπικότητα, διότι ο Ιερεμίας δεν κήρυττε μόνο, αλλά ζούσε την διδασκαλία αυτή με τόση επιμονή, ώστε όχι μόνο ο θάνατός του υπήρξε μαρτυρικός, αλλά και ολόκληρη η ζωή του ήταν ένα διαρκές μαρτύριο. Η διδασκαλία του Προφήτη Ιερεμία αφορούσε, α) τον άνθρωπο, β) τον Θεό και γ) το λαό του Θεού. Κέντρο και των τριών αυτών είναι η καρδιά, η βάση της προσωπικότητας του ανθρώπου.
Απολυτίκιον
Ἐκ γαστρὸς ἠγιάσθης τὴ προγνώσει τοῦ Κτίσαντος, καὶ προφητικῆς ἐπληρώθης ἐκ σπαργάνων συνέσεως, ἐθρήνησας τὴν πτῶσιν Ἰσραήλ, σοφὲ Ἱερεμία ἐν στοργῇ, διὰ τοῦτο ὡς Προφήτην καὶ Ἀθλητήν, τιμῶμεν σὲ κραυγάζοντες, δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διὰ σοῦ, ἠμὶν τὰ κρείττονα.


Άγιος Ακάκιος Νεοσιομάρτυς (1η Μαϊου 1816)


Ο Άγιος Ακάκιος καταγόταν από το Νεοχώριο, (σημερινό Ασβεστοχώρι ) κοντά στη Θεσσαλονίκη , και ονομαζόταν Αθανάσιος. Οι γονείς του, λόγω της φτώχειας, έφυγαν από το χωριό τους μαζί με τον Αθανάσιο και τα δύο μικρότερα αδέλφια του και πήγαν και εγκαταστάθηκαν στις Σέρρες . Έβαλαν τον Αθανάσιο, εννέα ετών τότε, σ’ ένα βυρσοδεψείο για να μάθει την τέχνη του βυρσοδέψη. Ο τεχνίτης που τον ανέλαβε νόμιζε πως θα του μάθει την τέχνη με το να τον ραβδίζει συνεχώς.
Μη υποφέροντας ο μικρός Αθανάσιος την κακομεταχείριση , έφυγε από το βυρσοδεψείο κι έκλαιγε στη γωνιά του δρόμου, την ημέρα μάλιστα της Μ. Παρασκευής. Τον είδαν δύο γυναίκες μουσουλμάνες , οι οποίες τον λυπήθηκαν και τον πήραν στο σπίτι τους. Αφού τον περιποιήθηκαν και τον παρηγόρησαν , τον ρώτησαν αν θέλει να γίνει μουσουλμάνος και εκείνος δέχτηκε. Αμέσως οι δύο γυναίκες ενήργησαν τα δέοντα και το ίδιο βράδυ περιετμήθη. Τον υιοθέτησε μάλιστα ο μπέης που διοικούσε την περιοχή. Έμεινε εννέα χρόνια στο σπίτι του μπέη. Τί συνέβη όμως. Τον ερωτεύθηκε η γυναίκα του μπέη και επειδή εκείνος δεν δέχτηκε τις προτάσεις της τον συκοφάντησε στον άνδρα της πως δήθεν της επετέθη με ανήθικους σκοπούς . Ο μπέης τότε τον έδιωξε από το σπίτι. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη , όπου στο μεταξύ είχαν μετακομίσει οι δικοί του, οι οποίοι ως τότε αγνοούσαν τα πάντα για τον γιο τους.
Αφού έμεινε λίγες μέρες κοντά τους ,του λέει η μητέρα του :«Παιδί μου, είναι επικίνδυνο και για σένα και για εμάς να μένεις εδώ μαζί μας. Άκουσε λοιπόν τη συμβουλή μου. Να φύγεις και να πας στο Άγιο Όρος με την ευχή μου, να εξομολογηθείς και να κάνεις ό,τι σου ειπούν οι πνευματικοί πατέρες. Να ξέρεις όμως ότι όπως αρνήθηκες τον Χριστό έτσι πρέπει και να Τον ομολογήσεις και να μαρτυρήσεις γι’ Αυτόν.
Πράγματι ο Αθανάσιος , ακούγοντας τη συμβουλή της μητέρας του, έφυγε για το Άγιον Όρος. Αρχικά πήγε στη Μονή Χιλιανδαρίου. Οι πατέρες τον έστειλαν σε κάποιον έμπειρο πνευματικό , όπου εξομολογήθηκε , χρίσθηκε με άγιο μύρο και επέστρεψε στο Χιλιανδάρι.
Κατόπιν βρέθηκε στη Μονή Ιβήρων, όπου άκουσε για τους οσιομάρτυρες Ευθύμιο και Ιγνάτιο, οι οποίοι είχαν ασκηθεί και προετοιμασθεί για το μαρτύριο στη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου πάνω από τη Μονή Ιβήρων , και άναψε μέσα του ο πόθος να τους μιμηθεί.
Πράγματι πήγε στη σκήτη και συνάντησε τον πνευματικό Νικηφόρο, στον οποίο εξομολογήθηκε και αποκάλυψε την επιθυμία του για ομολογία και μαρτύριο. Ο πνευματικός τού εξέθεσε τις δυσκολίες, τους κόπους και τους αγώνες και προσπαθούσε να τον αποτρέψει. Βλέποντας όμως τη σταθερότητα και τον πόθο του τον δέχτηκε στην καλύβη του και τον παρέδωσε στον γέροντα Ακάκιο να τον καθοδηγεί στην ασκητική ζωή. Αγνιζόταν λοιπόν νύχτα και ημέρα με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή. Εξαιτίας όμως πειρασμικών λογισμών έφυγε κρυφά από την καλύβη αλά πάλι , μετά από περιπλάνηση σε διάφορες Μονές, επέστρεψε μετανιωμένος στην σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Εκεί, παρά τις αντιρρήσεις αρχικά του Πνευματικού , έγινε και πάλι δεκτός και υποτάχθηκε στο γέροντα Ακάκιο , για να συνεχίσει τον αγώνα του. Τώρα αγωνιζόταν με περισσότερη νηστεία , γονυκλισίες, μετάνοιες, αμέτρητα κομποσχοίνια. Ύστερα δε από μεγάλη του επιθυμία εκάρη μοναχός με το όνομα Ακάκιος.
Όταν οι πατέρες αντελήφθησαν την πνευματική του πρόοδο, την αδιάλειπτη προσευχή, τα δάκρυα, την ταπείνωσή του , την άσβεστη φλόγα του για ομολογία και μαρτύριο, τον άφησαν να φύγει, με τη συνοδεία ενός μοναχού, του Γρηγορίου, για να του συμπαρασταθεί στον αγώνα του.
Πήγαν στην ΚΠολη, όπου αφού κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, ντυμένος με τούρκικη ενδυμασία πήγε να παρουσιαστεί στον Βεζύρη. Στον αξιωματούχο του Βεζύρη που τον δέχτηκε ομολόγησε πως εξαπατήθηκε και έγινε μουσουλμάνος αλλά κατάλαβε πως το Ισλάμ είναι μια ψευτιά και επέστρεψε στη χριστιανική πίστη και ,για να του το δείξει και πρακτικά ,έβγαλε το σαρίκι που φορούσε , το πέταξε κάτω, το πάτησε και το έφτυσε. Εκείνος τότε , αφού τον ξυλοκόπησε, τον έκλεισε στη φυλακή σιδηροδέσμιο , με τα πόδια του σφιγμένα στο τιμωρητικό ξύλο.
Τη νύχτα πήγαν στο κελί της φυλακής πολλοί μουσουλμάνοι ανώτατοι αξιωματούχοι και προσπαθούσαν με κολακείες, δώρα και υποσχέσεις να τον κάνουν να επιστρέψει και πάλι στο Ισλάμ. Βλέποντας το αμετάθετο της γνώμης του άρχισαν τις απειλές και τα βασανιστήρια. Ο μάρτυς τα δεχόταν και τα υπέμενε όλα με πολλή γενναιότητα και χαρά αδιαλείπτως προσευχόμενος.
Την άλλη μέρα τον παρουσίασαν στον Βεζύρη , όπου για δεύτερη φορά ομολόγησε τον Χριστό Θεό αληθινό και το σφάλμα του εξισλαμισμού του.
Οπότε ο Βεζύρης τον καταδίκασε στον δι’ αποκεφαλισμού θάνατο, ο οποίος θα εξετελείτο την επομένη ημέρα.
Όλα αυτά τα πληροφορήθηκε ο συνοδίτης του Γρηγόριος και φρόντισε να του στείλει την θεία κοινωνία με κάποιο ευλαβή χριστιανό μέσα σε ειδικό αρτοφόριο.
Την επομένη ημέρα πλήθος Αγαρηνών έφεραν δεμένο τον μάρτυρα βρίζοντάς τον και φτύνοντάς τον στον τόπο της εκτέλεσης, στην Δακτυλόπορτα ή τουρκικά Παρμάκ Καπί , όπου με γενναιότητα υπέμεινε τον δι’ αποκεφαλισμού θάνατο. Το λείψανό του, αφού έμεινε τρεις μέρες στον τόπο της εκτέλεσης , αγοράστηκε , ύστερα από παράκληση του μοναχού Γρηγορίου, από την συντεχνία των Παντοπωλών του Γαλατά και μεταφέρθηκε από τον ανωτέρω μοναχό και ενταφιάσθηκε στην καλύβη του Αγίου Νικολάου της σκήτης του Τιμίου Προδρόμου, όπου είχε ασκηθεί και προετοιμασθεί για το μαρτύριο.
Παναγιώτης Κουής
Θεολόγος

30 Απριλίου μνήμη του Αγίου Αποστόλου Ιακώβου , υιού Ζεβεδαίου

0 σχόλια

Απόστολος Ιάκωβος, ένας Πρωτομάρτυρας 





«Ο άγιος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννου του Θεολόγου. Μετά από την κλήση του Ανδρέου και του Πέτρου, προσκλήθηκε από τον ίδιο τον Σωτήρα μαζί με τον αδελφό του να μαθητεύσουν σ᾽ Εκείνον.  Αυτοί αμέσως και τον πατέρα και το πλοίο, και μ᾽ έναν λόγο τα πάντα άφησαν και ακολούθησαν τον Κύριο. Και τόσο πολύ αγάπησε αυτούς ο Κύριος, ώστε στον μεν ένα να χαρίσει την ανάκληση πάνω στο στήθος Του (την ώρα του Μυστικού Δείπνου), στον δε άλλον να πιει το ποτήριο που ο Ίδιος ήπιε. Ο άγιοι Ιάκωβος και Ιωάννης επέδειξαν τέτοιον ζήλο υπέρ του Χριστού, ώστε να θελήσουν να κατεβάσουν φωτιά από τον Ουρανό και να καταστρέψουν τους απίστους. Κι ίσως και θα το έκαναν, αν δεν τους εμπόδιζε η αγαθότητα Εκείνου. Γι᾽ αυτό λοιπόν ο Κύριος έπαιρνε αυτούς και τον Κορυφαίο Πέτρο πάντοτε στις προσευχές Του και στις άλλες οικονομίες Του, μυσταγωγώντας τους στα υψηλότερα και μυστικότερα από τα δόγματα. Αυτόν τον μακάριο Ιάκωβο, μετά από το Πάθος και την Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, επειδή δεν άντεχε ο Ηρώδης να μιλάει με θάρρος και να εξαγγέλλει το σωτήριο κήρυγμα, τον συνέλαβε και τον φόνευσε με μαχαίρι, δεύτερον αυτόν μετά τον Στέφανο τον μάρτυρα, στέλνοντάς τον έτσι στον Δεσπότη Χριστό».

Υψηλοτάτη η ποίηση του μεγάλου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αγίου Θεοφάνους για τον ῾άρχοντα όλης της γης᾽, όπως τον χαρακτηρίζει, άγιο Ιάκωβο, τον πρόκριτο μεταξύ των αποστόλων μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη τον Θεολόγο και τον άγιο Πέτρο, ανεψιό μάλιστα του Κυρίου μας Ιησού, ως υιό της Σαλώμης, κόρης του Ιωσήφ του μνήστορος της Υπεραγίου Θεοτόκου. Και τον χαρακτηρίζει άρχοντα,  και διότι υπήρξε μαθητής του Κυρίου, αλλά και για τον θερμότατο ζήλο του υπέρ Αυτού, τόσο που πρώτος αυτός από τους δώδεκα έδωσε τη ζωή του για Εκείνον. ῾Καταστάθηκες, ένδοξε, άρχοντας τώρα σε όλη τη γη, όπως γράφτηκε για σένα, γιατί έγινες μαθητής Αυτού που δημιούργησε τα πάντα. Και λόγω του θερμότατου ζήλου σου υπέμεινες τον φόνο με μαχαίρι από ανόμους, πάνσοφε, φεύγοντας από τη ζωή αυτή πρώτος εσύ από τη σεπτή ομήγυρη των δώδεκα συμμαθητών σου, μακάριε᾽ (῾Άρχων κατεστάθης, ένδοξε, νυν επί πάσαν την γην, περί σου ώσπερ γέγραπται, μαθητής γενόμενος του τα πάντα ποιήσαντος· και διά ζήλον σου τον θερμότατον, υπό ανόμων μαχαίρα, πάνσοφε, φόνον υπέμεινας, της σεπτής των δώδεκα συμμαθητών, μάκαρ, ομηγύρεως προαναιρούμενος᾽) (στιχηρό εσπερινού και ωδή η´).

Ο άγιος Θεοφάνης εμμένει με τους ύμνους του στον θερμό πόθο του αγίου Ιακώβου για τον Κύριο: ῾Ω, τι θερμός είναι ο πόθος σου προς τον Δεσπότη Χριστό!᾽ (῾Ω του θερμού πόθου σου προς τον Δεσπότην Χριστόν!᾽) (ωδή δ´). Πόθος τέτοιος μάλιστα που έβαινε διαρκώς και αυξανόμενος: ῾Προσλάμβανες ατελείωτο πόθο πάνω στον πόθο, γι᾽αυτό και απέκτησες την έσχατη μακαριότητα των επιθυμητών πραγμάτων, την ίδια την αρχή της αγαθότητας, τον Θεό᾽(῾τω πόθω πόθον ακατάσχετον προσειληφώς, την των ορεκτών της αγαθαρχίας εσχάτην μακαριότητα κατέλαβες᾽) (ωδή δ´). Γεγονός που σημαίνει: αν δεν ανταποκριθεί με αγάπη ο άνθρωπος στην αγάπη του Δημιουργού - ῾ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτον ηγάπησεν ημάς᾽ - δύσκολα, αν όχι καθόλου δεν  μπορεί να προχωρήσει σε ζωντανή σχέση μαζί Του· και: όσο ανοίγεται κανείς με αγάπη στον Κύριο, τόσο και νιώθει την αγάπη του αυτή να φουντώνει.  ῾Πρόσφερες ολόκληρο τον εαυτό σου στην κλήση του Δεσπότη, θεοδίδακτε μύστη, γι᾽αυτό και έφτασες εμφανώς προς την υψηλότατη και θεία πράγματι κορυφή των αρετών᾽(῾Όλον σαυτόν νεύμασιν εμπαρεχόμενος του Δεσπότου, μύστα θεοδίδακτε, των αρετών ήρθης εμφανώς προς υψηλοτάτην και θείαν όντως ακρώρειαν᾽) (ωδή δ´).

Γι᾽αυτό και ο άγιος υμνογράφος θεωρεί ότι η κλήση του αγίου Ιακώβου να γίνει απόστολος του Κυρίου ξεκίνησε στην πραγματικότητα πολύ πριν από την εξωτερική κλήση του. Ο Θεός δηλαδή ως προγνώστης, βλέποντας εκ των προτέρων την ευγένεια της ψυχής του, αλλά και τη δύναμη και την παλληκαριά της διάνοιάς του τον κάλεσε ως διακεκριμένο απόστολό Του να κηρύσσει στα έθνη Εκείνον. ῾Νενοηκώς σου την ψυχής ευγένειαν σε ο προγνώστης Θεός, και το στερρόν, μύστα, και ακαταμάχητον της διανοίας, ένδοξε, τοις αυτού υπηρέταις προκεκριμένως ενέταξεν, έθνεσιν αυτόν καταγγέλλοντα᾽ (ωδή α´). Και: ῾Φάνηκες, Ιάκωβε, άξιος πρόσληψης από τον Κύριο και μύστης της οικονομίας Του, ακόμη και πριν από την κλήση σου, γιατί είδε σε σένα την ιλαρότητα της αγνής ψυχής σου᾽ (῾Ακηλιδώτου σου ψυχής το ιλαρόν τω Δεσπότη οραθέν και προ της κλήσεως, μάκαρ, αξιόληπτος αυτώ εφάνης, ω Ιάκωβε, και της οικονομίας μύστης της τούτου γεγένησαι᾽(ωδή γ´). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι χαρακτηρίζει ο Θεοφάνης ῾τη γέννηση του Ιακώβου ιερή και φωτοφόρα, που έλαμψε ακόμη περισσότερο λόγω της συγγενείας που είχε με τον ίδιο τον Κύριο᾽(῾Ιερωμένος σου, σοφέ, ο τόκος και φωτοφόρος, του Θεού τη συγγενεία παμμάκαρ φαιδρυνόμενος τρανώς᾽) (ωδή γ´).

Το θάμβος που νιώθει ο άγιος Θεοφάνης μπροστά στην τεράστια και λαμπερή προσωπικότητα του αγίου Ιακώβου - αποτέλεσμα όχι μόνο της κλήσεώς του από τον Κύριο και της αγιασμένης βιοτής του, αλλά και από τη φλόγα του Παρακλήτου Πνεύματος που έλαβε την ημέρα της Πεντηκοστής: ῾Η βίαιη ουράνια πνοή του Παρακλήτου σε έκανε σαν φωτιά και σε ανέδειξε σοφό κήρυκα, να εξαγγέλλεις τα μεγαλεία του σαρκωθέντος Λόγου, του οποίου και έγινες αυτόπτης᾽(῾Η εκ του ύψους σε πνοή βιαία του Παρακλήτου εκπυρώσασα, σοφόν θεηγόρον ρητορεύοντα σαφώς τα μεγαλεία δείκνυσι του σαρκωθέντος Λόγου, ου και αυτόπτης γεγένησαι᾽) (ωδή γ´) – τον κάνει σε ένα τροπάριό του να φτάσει σε επίπεδα υπερβολής, καθώς αποπειράται να δικαιολογήσει με καλό λογισμό το πρωτείο που ζήτησε αυτός με τον αδελφό του και τη μητέρα τους από τον Κύριο. Θυμόμαστε όλοι ότι η μητέρα τους και οι ίδιοι ζήτησαν από τον Χριστό, λίγο πριν από τα πάθη Του, παρεξηγώντας προφανώς την πνευματική βασιλεία του Κυρίου και εκλαμβάνοντάς την γήινα,  να σταθούν δίπλα Του πρωτόθρονοι. Και ο Κύριος απήντησε ότι ναι μεν ῾δεν ξέρουν τι ζητούν᾽, αλλά ῾το ποιος θα σταθεί πρώτος δίπλα Του είναι κάτι που δεν το δίνει ο Ίδιος, αλλά ο Πατέρας Του, ανάλογα με την αγάπη που τρέφει ο άνθρωπος προς Εκείνον μέχρι σημείου θυσίας᾽. Ο υμνογράφος μας λοιπόν ερμηνεύει ως εξής το αίτημά του: ῾Ανέβηκες στα φτερά της μεγαλύτερης αρετής με την αγάπη, και πόθησες, ένδοξε, να έχεις τα πρωτεία των πρώτων θρόνων του Δεσπότη. Όχι γιατί αγαπούσες τη μάταιη δόξα, αλλά για να βλέπεις με άμεσο τρόπο Αυτόν που αγάπησες᾽ (῾Επιβάς ακροτάτης αρετής πτερούμενος δι᾽αγαπήσεως, των εγκρίτων θρόνων του Δεσπότου επόθησας, ένδοξε, τα πρωτεία φέρειν, ουχ ως ερών δόξης ματαίως, αλλά βλέπειν αμέσως ον έστερξας᾽) (ωδή ε´). Καταλαβαίνει όμως ο άγιος Θεοφάνης την υπερβολή, γι᾽αυτό και στην επόμενη ωδή ῾διορθώνει᾽: ῾Ζήτησες από τον Χριστό, σαν να είναι γήινος Βασιλιάς, να σου δώσει την επίγεια δόξα, και πέτυχες, μακάριε Ιάκωβε, τη βασιλεία όχι την κάτω και φθαρτή, αλλά την αθάνατη, που την έλαβες όμως με την άθλησή σου᾽ (῾Δόξαν την επί γης εκζητήσας τω Χριστώ παρασχείν σοι, ως Βασιλεί γηίνω, βασιλείας επέτυχες, ου της κάτω και φθαρτής, μάκαρ Ιάκωβε, αλλ᾽ αφθάρτου, ην δι᾽αθλήσεως απέλαβες᾽) (ωδή ς´).

Μπροστά λοιπόν στον μαθητή του Κυρίου, μπροστά στον πρώτο που έδωσε από τους δώδεκα τη ζωή του για Εκείνον, μπροστά στη φλογισμένη από αγάπη Χριστού καρδιά του αποστόλου και τον ζήλο του που τον έκανε να είναι ῾ένας νέος Ηλίας᾽(ωδή ε´), ῾όλη η Εκκλησία στήνει χορό, γιατί γιορτάζει την παναγία μνήμη του, κατά την οποία  τον δοξολογούμε᾽ (῾άπασα η Εκκλησία χορεύει, εορτάζουσα την παναγία σου μνήμην, εν η ευφημούμεν σε᾽)(῾κάθισμα όρθρου).

29 Απριλίου μνήμη των Αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου

0 σχόλια


Οι ΄Αγιοι Ιάσων και Σωσίπατρος 

Άγιοι Ιάσονας και Σωσίπατρος οι Απόστολοι

Eις τον Iάσωνα.
Ζωῆς Ἰάσων λαμβάνει φθαρτῆς πέρας,
Ἀλλ' εὗρεν ἄλλην μὴ πέρας κεκτημένην.

Eις τον Σωσίπατρον.
Θανέντι δόξαν σοῦ προσώπου δεικνύεις
Σῷ Σωσιπάτρῳ, τοῦ Θεοῦ Λόγου, Πάτερ.
Εἰκάδι ἀμφ' ἐνάτῃ Ἰάσων ἀπεβήσατο γαίης.

Βιογραφία

Οι Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος ανήκουν στη χορεία των Αποστόλων του Κυρίου και κατάγονταν ο μεν Ιάσων από την Ταρσό ή τη Θεσσαλονίκη, κατά το παλαιό χειρόγραφο, όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο δε Σωσίπατρος από την Αχαΐα.
Το όνομα του Ιάσων απαντά σε δύο από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Στις Πράξεις των Αποστόλων και στην προς Ρωμαίους Επιστολή του Παύλου.
Ο Απόστολος Παύλος, μετά τους Φιλίππους, ήλθε στην Θεσσαλονίκη, όπου δίδαξε επί τρεις εβδομάδες. Η διδασκαλία του επέσυρε το μίσος των Ιουδαίων, οι οποίοι στράφηκαν εναντίον του, παρακινώντας και τους αγοραίους της πόλεως. Επειδή φιλοξενούνταν στο σπίτι του Ιάσονος, οι Ιουδαίοι τον αναζήτησαν εκεί. Δεν τον βρήκαν όμως, γι' αυτό έσυραν τον Ιάσονα και τους άλλους αδελφούς στους πολιτάρχες, δηλαδή στους δημοτικούς άρχοντες. Στην αφήγηση αυτή των Πράξεων των Αποστόλων αναφέρεται για πρώτη φορά το όνομα του Ιάσονα. Στην προς Ρωμαίους Επιστολή ο Παύλος αναφέρει τον Ιάσονα με εκείνους που απηύθυναν χαιρετισμούς στους παραλήπτες της Επιστολής.
Από την Αγία Γραφή, από την οποία έχουμε τις πρώτες πληροφορίες και συγκεκριμένα στην προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων και ο Σωσίπατρος χαρακτηρίζονται «συγγενείς» του Αποστόλου Παύλου. Ο χαρακτηρισμός αυτός δημιούργησε ορισμένα ερωτήματα. Κατά πάσα πιθανότητα σημαίνει ότι ο Παύλος και ο Ιάσων ήταν ομότεχνοι, πάντως όχι συγγενείς εξ αίματος. Εν τούτοις, όπως δέχονται οι ερευνητές, ο αναφερόμενος στις Πράξεις των Αποστόλων και στην Επιστολή είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. «Τούτου του Ιάσονος», λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, «και Λουκάς μέμνηται. Ου γαρ απλώς συγγενήν μέμνηται, ει μη και την ευσέβειαν είεν εοικότως αυτώ». Με το ίδιο πνεύμα ομιλεί και ο Θεοφύλακτος: «Ει μη γαρ τοιούτοι ήσαν, ουκ αν αυτών εμνήσθη». Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν ο Θεοδώρητος Κύρου, ο Οικουμένιος και όλοι οι νεότεροι ερμηνευτές. Δέχονται δηλαδή ταυτισμό του Ιάσονος των Πράξεων και της Επιστολής.
Ο Ιάσων φαίνεται ότι διατηρούσε μικρό εργαστήριο υφαντουργίας, στο οποίο ο Παύλος βρήκε εργασία. Αυτό σημαίνει ότι ο συνεργάτης του Αποστόλου ήταν εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη και ίσως μονίμως. Το Μηναίον της Εκκλησίας φέρει τον Ιάσονα Ταρσέα ως προς την καταγωγή. «Τούτων ο μεν Ιάσων Ταρσεύς ην, ος και πρώτος εκείθεν ζωγρείται προς την ευσέβειαν». Ίσως η άποψη αυτή σχηματίσθηκε από την φράση του Παύλου «οι συγγενείς μου» και κυρίως από παρερμηνεία σχετικής φράσεως των λεγομένων «Πράξεων των Αγίων», έργο κατά πάσα πιθανότητα του 9ου αιώνα μ.Χ. Οι «Πράξεις των Αγίων» αναφέρουν ότι ο Ιάσων καταστάθηκε από τον Παύλο, Επίσκοπος Ταρσού. «Εξ αρχής», λέγει το κείμενο των «Πράξεων των Αγίων», «ομού Ιάσων της Ταρσού μητρόπολιν κυβερνών εμπεπίστευτο παρά Παύλου ως οικείαν πατρίδα». Αλλά το «οικείαν πατρίδα» δεν αναφέρεται στον Ιάσονα, αλλά στον Ταρσέα Παύλο, που εμπιστεύθηκε την πατρίδα του στον Ιάσονα. Αλλά και αν ακόμη ο Ιάσων καταγόταν από την Ταρσό, δεν θα ήταν Χριστιανός πριν από την εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη. Τούτο είναι εύκολο να το ισχυρισθούμε, διότι εάν είχε γνωρίσει την χριστιανική πίστη στην Ταρσό, βρισκόμενος στην Θεσσαλονίκη έπρεπε τουλάχιστον να είχε προλειάνει το έδαφος. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Ιάσων ζούσε στην Θεσσαλονίκη και ότι έγινε μαθητής του Αποστόλου Παύλου.
Η γνώμη του Holzner ότι ο Απόστολος Παύλος ήλθε από τους Φιλίππους στη Θεσσαλονίκη κομίζοντας Επιστολές προς τον Ιάσονα, συνηγορεί υπέρ της απόψεως εκείνης ότι ο Παύλος δεν γνώριζε τον Ιάσονα και ότι ο Ιάσων γνώρισε τον Χριστιανισμό από τον Παύλο. Ο Απόστολος Παύλος στα πρώτα χρόνια της ιεραποστολικής δράσεώς του, επισκεπτόταν καταρχήν τους Ιουδαίους και έπειτα απευθυνόταν στους Εθνικούς. Έτσι και στη Θεσσαλονίκη, όπως είναι γνωστό, πρώτα επισκέφθηκε τη συναγωγή, όπου και μίλησε. Πολλοί από τους ερμηνευτές ισχυρίζονται ότι ο Ιάσων ήταν Ιουδαίος. Το όνομα Ιάσων ήταν συνηθισμένο στους Έλληνες, το έπαιρναν όμως και πολλοί Ελληνιστές Ιουδαίοι. Η πληροφορία του Δωροθέου Τύρου, ότι ο Ιάσων ήταν ένας από τους Εβδομήκοντα Μαθητές του Κυρίου έχει αποκρουσθεί.
Η δράση του Ιάσονος, αρχίζει αμέσως μετά την μεταστροφή του στον Χριστό. Φιλοξενεί τον Παύλο στο σπίτι του, προσφέρει στον δάσκαλο και στους πρώτους Χριστιανούς τη βοήθειά του, διαθέτει το ίδιο του το σπίτι για τις συνάξεις και υφίσταται διώξεις χάρη του Ευαγγελίου. Η αναζήτηση του Παύλου από τους Ιουδαίους και η σύλληψη του Ιάσονος στη Θεσσαλονίκη ήταν πράξη ανεύθυνη. Αν πράγματι οι κατηγορίες ότι ενεργούσε κατά του Καίσαρος ήταν επιβεβαιωμένες, τότε έπρεπε να γίνει έρευνα όχι από τον όχλο, αλλά από τις αρχές. Οι πολιτάρχες, ύστερα από εξέταση στην οποία υπέβαλαν τον Ιάσονα και τους αδελφούς, τους άφησαν ελεύθερους και τους διαβεβαίωσαν ότι δεν επρόκειτο να ενοχληθούν. Παρόλα αυτά, η θέση του Ιάσονος δεν έπαυσε να είναι επισφαλής.
Όλα αυτά αποτελούν προοίμιο άλλων διώξεων που επρόκειτο να υποστεί ο Ιάσων. Ο ιερός Χρυσόστομος, επαινώντας τον Απόστολο Ιάσονα, τον χαρακτηρίζει θαυμαστό: «Θαυμαστός ο ανήρ εις κινδύνους εαυτόν εκδούς και εκπέμψας αυτούς».
Μετά τα συμβάντα στη Θεσσαλονίκη, ο Παύλος αναχωρεί γρήγορα για την Βέροια. «Οι δε αδελφοί διά νυκτός εξέπεμψαν τον τε Παύλον και Σίλαν εις Βέροιαν». Πρωτοστάτης για τη φυγάδευση του διδασκάλου τους ήταν ο Ιάσων, ο οποίος έμεινε στη Θεσσαλονίκη διοργανώνοντας την πρώτη Εκκλησία.
Όταν οι Απόστολοι Τιμόθεος και Σίλας πήγαν στην Κόρινθο, ο Ιάσων τους έδωσε χρήματα για τον Παύλο. Και όταν ο Απόστολος Παύλος έγραφε την προς Ρωμαίους Επιστολή, ο Ιάσων ήταν στην Κόρινθο και απηύθυνε χαιρετισμούς στους Χριστιανούς της κοινότητος της Ρώμης.
Μια παράδοση φέρει τον Απόστολο Ιάσονα Επίσκοπο της γενέτειρας του διδασκάλου του, τον δε Απόστολο Σωσίπατρο Επίσκοπο Ικονίου. Άλλη πάλι παράδοση, την οποία όμως αποκρούουν οι ερμηνευτές, θέλει τον Ιάσονα Επίσκοπο Ικονίου. Τόσο ο Ιάσων όσο και ο Σωσίπατρος ήλθαν στην Κέρκυρα, όπου ανέπτυξαν πλούσια δράση.
Και οι δύο συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου, εξαιτίας της ιεραποστολικής τους δραστηριότητας, συκοφαντήθηκαν, συνελήφθησαν και ρίχθηκαν στη φυλακή από τον ηγεμόνα Κερκυλλίνο. Στην φυλακή μετέστρεψαν επτά ληστές στον Χριστό, οι οποίοι αργότερα μαρτύρησαν για την πίστη τους και το δεσμοφύλακα Αντώνιο. Οι δύο Απόστολοι παραδόθηκαν από τον ηγεμόνα στον έπαρχο Καπριανό, ο οποίος μην μπορώντας να τους μεταπείσει, τους έριξε στην φυλακή.
Τα βασανιστήρια που υπέστησαν από τον έπαρχο οι δύο Απόστολοι, συγκίνησαν την θυγατέρα του ηγεμόνος, Κέρκυρα, η οποία ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό. Οι δύο Απόστολοι ρίχθηκαν σε ένα σιδερένιο καζάνι, όπου υπήρχε πίσσα και ρητίνη. Ο Ιάσων εξήλθε αβλαβής, ενώ ο Σωσίπατρος πέθανε. Από τη δοκιμασία αυτή των δύο Αποστόλων, ο ηγεμόνας μετανόησε, κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε και μετονομάσθηκε Σεβαστιανός.
Ο Απόστολος Ιάσων, όπως αναφέρουν οι «Πράξεις των Αγίων», έζησε μέχρι τα βαθειά γεράματα, διακονώντας την Εκκλησία της Κέρκυρας και χτίζοντας ναούς. Οι Κερκυραίοι για την προσφορά των δύο Αποστόλων, τους ευλαβούνται και προς τιμήν τους υπάρχει περικαλλής ναός, που θεωρείται ο αρχαιότερος στην πόλη.
Οι τίμιες κάρες των Αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου φυλάσσονται με ευλάβεια στην ιερά μονή Οσίου Λουκά Βοιωτίας.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Δυὰς ἡ ὁμότροπος, τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ,
 Ἰάσων ὁ ἔνδοξος, Σωσίπατρος ὁ κλεινός, συμφώνως τιμάσθωσαν
 οὗτοι γὰρ δεδειγμένοι, τὸν τῆς χάριτος λόγον,
 ηὔγασαν ἐν Κερκύρᾳ, εὐσεβείας τὸ φέγγος,
πρεσβεύοντες τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ
 ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον  Ἦχος β’. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Τοῖς δόγμασι τοῦ Παύλου καταυγασθέντες,
γεγόνατε φωστῆρες τῆς οἰκουμένης, τρισμακάριοι·
 καταυγάζετε γὰρ ἀεί κόσμον θαύμασιν,
 Ἰάσον, ἡ πηγή τῶν ἱαμάτων, Σωσίπατρε, Χριστοῦ Μαρτύρων κλέος,
 Ἀπόστολοι θεοφόροι, προστάται τῶν ἐν ἀνάγκαις,
καθικετεύσατε Θεῷ, τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ανάλυση ονόματος*
ΙΑΣΩΝ: (εκ του ίασης = θεραπεία) = ο θεραπευτής. 

ΠΗΓΗ:http://www.saint.gr/545/saint.aspx



Άγιος Κύριλλος ο Στ’ ο Ιερομάρτυρας




agios-ieromartys-kyrilllos-st-patriarhis-konstantinoupoleos-05
Βιογραφία
Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Κύριλλος ο ΣΤ’ (προστάτης του Πυθίου), ο επιλεγόμενος Σεραπετζόγλου (το κοσμικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Σερπεντζόγλου), καταγόταν από την Αδριανούπολη και διδάχθηκε τα εγκύκλια γράμματα στη σχολή της γενέτειράς του. Υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Το έτος 1803 μ.Χ. χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ικονίου και μετετέθη στην Αδριανούπολη το έτος 1810 μ.Χ. Στις 4 Μαρτίου του 1813 μ.Χ., εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν αυτός που συνέστησε τη εκκλησιαστική μουσική σχολή υπό τους τρεις διδασκάλους της νέας μεθόδου, το έτος 1815 μ.Χ. Υπήρξε φίλος των γραμμάτων και κήρυττε συνεχώς τον Θείο λόγο. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1818 μ.Χ. παύθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο και αναχώρησε για την πατρίδα του, την Αδριανούπολη, όπου υπέστη μαζί με άλλους είκοσι επτά κληρικούς και προύχοντες τον διά αγχόνης θάνατο, το έτος 1821 μ.Χ., ως ενερχόμενος, σύμφωνα με το φιρμάνι που διέτασσε τον απαγχονισμό, στο κίνημα που προετοίμαζε την ελευθερία του Ρωμαϊκού έθνους.
Η απόφαση για τον απαγχονισμό του Αγίου Κυρίλλου έχει ως εξής: «Ἐπειδὴ ἐξηκριβώθη ὅτι ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πατριάρχης τῶν Ρωμαίων, ὁ ἀπολυθεῖς καὶ εἰς Ἀδριανούπολιν ἐξορισθεῖς Κύριλλος, ὁ προκάτοχος τοῦ φονευθέντος Πατριάρχου, ἐνέχεται εἰς τὸ κίνημα τὸπαρασκευαζόμενον μεταξὺ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Ἔθνους καὶ πρέπει νὰ ἐξαφανισθῆ καὶ οὗτος ἀπὸ προσώπου γῆς, πρὸς παραδειγματισμόν,ἐξέδωκα τὸ μυστικὸν τοῦτο φιρμάνιον καὶ διατάσσω τὸν ἀπαγχονισμὸν τοῦ Κυρίλλου. Νὰ τὸν συλλάβης ἀμέσως καὶ νὰ τὸν κρεμάσης μὲ τὴν περιβολήν του ἐντὸς τῆς Ἀδριανουπόλεως».
Το σώμα του, αφού παρέμεινε κρεμασμένο για τρείς ημέρες, πετάχτηκε τελικά στον ποταμό του Έβρου για να βρεθεί και να ταφεί λίγο αργότερα από τον χωρικό Χρήστο Αργυρίου. Τα λείψανά του μετεφέρθησαν έπειτα από χρόνια στην μητρόπολη της Ανδριανουπόλεως.
Στο συγγραφικό έργο του Κυρίλλου ανήκει ο Πίναξ χορογραφικός της Μεγάλης Αρχισατραπείας του Ικονίου, ένα έργο που δημοσιεύθηκε στην Βιέννη το 1812 μ.Χ. για να ακολουθήσει η Ιστορική περιγραφή του προεκδοθέντος χορογραφικού πίνακος του Ικονίου. Το δεύτερο αυτό σύγγραμμα, τό οποίο εξεδόθη στην Κωνσταντινούπολη το 1815 μ.Χ., αποτελεί μίαν επεξήγηση του Πίνακος, ενώ περιλαμβάνει και μία περιγραφη της Ανδριανουπόλεως και των περιοχών γύρω από την Θράκη. Των γεωγραφικού περιεχομένου έργων του προηγήθηκε η συλλογή ποιημάτων«Ιερογραφική Αρμονία», με έμμετρα των Θ. Προδρόμου, Γ. Πισιδίου και Ν. Ξανθοπούλου, η οποία τυπώθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1802 μ.Χ. Διασώζονται επίσης 158 κηρύγματά του, καθώς και μία συλλογή από αρχαίες επιγραφές που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ερμής ο Λόγιος.
Αναγνωρίστηκε ως Άγιος της Εκκλησίας μας από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλαδος με ενέργειες του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Νικηφόρου (Πράξις 403/8-7-1993). Η μνήμη του τιμάται την 18ην Απριλίου και μεταφέρεται την Κυριακή του Θωμά. Στην μνήμη του Αγίου Ιερόμαρτυρα Κύριλλου του ΣΤ΄ παραθέτουμε άρθρο που δημοσίευσε για το έργο του στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 25 Μαρτίου 1987 ο Τάσος Λιγνάδης.
Οι πνευματικές ικανότητες Ο Κωνσταντίνος Σερπετζόγλου γεννήθηκε κατά το τέλος της δεκαετίας του 1760 στην Αδριανούπολη, από φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του Βασίλειος καταγόταν από την Καισάρεια και, αν βασισθούμε στο επώνυμό του, θα πρέπει να ήταν κατασκευαστής σιροπίων (σερπέτια, τουρκιστί τα μελίκρατα κατά τον Α. Γούδα, Βίοι Παράλληλοι). Ο Κωνσταντίνος είχε τρείς αδελφές, η μητέρα του όμως Μοσχονή ποθούσε για το αγόρι της, που φαινόταν ευφυές και επιμελέστατο, να μάθει τα ελληνικά γράμματα όσο γινόταν καλύτερα. Ο μικρός πήγαινε κάθε Κυριακή στην Εκκλησία και το πρώτο του ελληνικό βιβλίο – όπως στους περσσότερους Έλληνες της Τουρκοκρατίας – το αλφαβητάρι του, ήταν το Ψαλτήρι. Πάνω σ’ αυτό έμαθε να συλλαβίζει και να γράφει την γλώσσα των προγόνων του. Οι πνευματικές του ικανότητες διεφάνησαν όμως όταν γράφτηκε στην Ελληνική Σχολή της Αδριανουπόλεως, που ήταν ιδρυμένη από το 1550. Ο Κωνσταντίνος διάβασε αρχαίους Έλληνες κλασικούς, τους Πατέρες της Εκκλησίας και είχε την τύχη να τον διδάξουν σημαίνοντες καθηγητές. Ο υψηλός, γεροδεμένος, γαλανομάτης έφηβος, απέκτησε γρήγορα φήμη, χάρις στα πνευματικά του προσόντα. Όταν τελείωσε τη Σχολή, εργάσθηκε για ένα βραχύ διάστημα ως δάσκαλος. Μετά, αντί να φύγει στην Ευρώπη ή στη Ρωσία και να γίνει γιατρός ή έμπορος, όπως συνηθιζόταν τότε για τους προικισμένους νέους, αυτός αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο του Χριστού. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1791, μετονομάσθηκε σε Κύριλλο και έγινε γραμματεύς – ήταν άριστος καλλιγράφος – της Ιεράς Μητροπόλεως, όταν Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως ήταν ο Καλλίνικος, ο οποίος είχε διαβλέψει τις πλούσιες πνευματικές του ικανότητες. Όταν ο Καλλίνικος έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1801) κάλεσε στην Πόλη τον Κύριλλο και τον διόρισε Μέγα Αρχιδιάκονο του Πατριαρχείου. Ο Κύριλλος, όπως η πλειονότης των ιερωμένων της εποχής, πίστευε θερμά ότι η μόρφωση του υποδούλου Γένους ήταν η κατά το ήμισυ εξασφάλιση της προσεχούς ελευθερίας. Γι’ αυτό βάλθηκε με όλες του τις δυνάμεις να έλθει αρωγός σε δραστηριότητες παιδείας δηλαδή ελληνομάθειας. Μαζί με τον Δημήτριο Μουρούζη – τον αργότερα διερμηνέα της Πύλης – που είχε επίσης την άποψη ότι η μόρφωση θα έκανε τους Έλληνες να υπερισχύσουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και να την υποκαταστήσουν, όπως έγινε και με τους Ρωμαίους, συνεργάσθηκαν, για να αναστήσουν την Μεγάλη του Γένους Σχολή, που πρό της Αλώσεως ήταν η κορυφαία Σχολή των Ελλήνων στην οποίαν οι τρόφιμοι διδάσκονταν, εκτός από την αρχαία ελληνική γλώσσα, φιλοσοφία, θεολογία, μαθηματικά και φυσική. Χρειάσθηκε να ξεπερασθούν πολλά εμπόδια και να διασκεδασθούν οι αντιδράσεις των Τούρκων, για να επαναλειτουργήσει η Μεγάλη του Γένους Σχολή. Με πρωτοβουλία του Κυρίλλου – ο οποίος είχε γίνει στο μεταξύ αρχιμανδρίτης – ανοίχθηκε ένας μεγάλος έρανος ανάμεσα στους Έλληνες της αυτοκρατορίας και έτσι εξασφαλίστηκαν οι πόροι λειτουργίας της. Ο Κύριλλος, εκτός από τα κατά Κυριακήν κηρύγματά του από άμβωνος, ασχολήθηκε και με την συγγραφή. Το 1802 το Τυπογραφείο του Πατριαρχείου Κων/λεως εξέδωκε το βιβλίο του «Ιερογραφική αρμονία» που είχε ως αντικείμενο του τη βυζαντινή ποίηση του Γεωργίου Πισίδου, του Θεοδώρου Προδρόμου και του Νικηφόρου Ξανθοπούλου.
Ο ζήλος του για την οργάνωση της Ελληνικής Παιδείας Το 1803 ο Κύριλλος, σε ηλικία περίπου 30 ετών έγινε Μητροπολίτης Ικονίου. Ήταν μια περιοχή στην οποίαν επικρατούσε το τουρκικό στοιχείο. Επειδή δεν υπήρχαν ούτε ιερείς ούτε δάσκαλοι, οι ΄Ελληνες είχαν ξεχάσει την γλώσσα τους και το μόνο που τους συντηρούσε ως Γένος ήταν η μακρινή ανάμνηση της Ορθοδόξου πίστεως. Ο Κύριλλος αναγκάσθηκε να κάνει το κήρυγμά του στα τουρκικά, για να γίνεται κατανοητός και σιγά σιγά άρχιζε να τους εισάγει στην ελληνική γραφή και από εκεί στη γλώσσα. Τους έγραφε δηλαδή τα τουρκικά με ελληνικούς χαρακτήρες (καραμανλίδικα) και βαθμιαία άρχισαν οι Έλληνες να μαθαίνουν την γλώσσα τους με ιερείς και διδασκάλους που μετεκάλεσε ο Κύριλλος και με την ίδρυση ελληνικών σχολείων. Εκεί, στο Ικόνιο, πατρίδα των μαρτύρων Κηρύκου και Ιουλίττης, έγραψε ένα απολυτίκιο κατά την εορτή τους (15 Ιουλίου) το οποίο περιελήφθη στην
Ακολουθία… Εκτός από την υμνογραφία ο Κύριλλος συνέταξε ένα Χωρογραφικό Πίνακα της περιοχής του Ικονίου (τυπώθηκε το 1812 στη Βιέννη με επιστασία του Άνθιμου Γαζή), και μια Ιστορική Περιγραφή της περιοχής της Αδριανουπόλεως ( και τα δύο κείμενα βρίσκονται στη Γεννάδειο βιβλιοθήκη). Από την Ιστορική Περιγραφή αποσπώ ένα κομμάτι χάριν παραδείγματος απλής γραφής: « Η Αδριανούπολις εκαλείτο το πάλαι Ορεστιάς, από Ορέστου, του υιού του Αγαμέμνονος, έπειτα κτισθείσα και αυξηθείσα υπό του αυτοκράτορος των Ρωμαίων Αδριανού Αιλίου, γαμβρού του Τραϊανού, ονομάσθη Αδριανούπολις και Αιλία· κείται δε εν μέσω σχεδόν της Ρωμανίας ( Ρούμελι κοινώς, ο εστί γη των Ρωμαίων)».
Ουσία και Αρτηρία
Επαναλαμβάνω ότι χρησιμοποιώ τα στοιχεία αυτά που αναφέρονται στον Κύριλλο ως παράδειγμα αναγωγής στον ιστορικό ρόλο της Ορθοδοξίας. Και σκέφτομαι αυτόν τον ρόλο όχι μόνο κατά την Τουρκοκρατία, αλλά και μετά την ανεξαρτησία του ελληνικού κρατιδίου, όταν η Εκκλησία πρωτοστατούσε οικουμενικώς με τα ίδια ιδεολογικά μέσα αφυπνίσεως στον αλύτρωτο και στον απόδημο ελληνισμό… … Οι αιώνες της σκλαβιάς «δεν μπόρεσαν να σβήσουν την ελληνική ψυχή μας γιατί υπήρξαν οι Κύριλλοι». Μιλώντας με το παράδειγμα του Κυρίλλου ανάγομαι αυτομάτως στις χιλιάδες των Κυρίλλων, δηλαδή στην Εκκλησία της Ορθοδοξίας, που κράτησε σε διαρκή εγρήγορση και αγονάτιστη την συνείδηση του Γένους ως επαλήθευση παθών και αναστάσεως… Όταν το 1810 πέθανε ο μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Γαβριήλ, οι αδριανουπολίτες εζήτησαν από τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία να αναλάβει τον δεσποτικό θρόνο της πόλης τους ο συντοπίτης τους Κύριλλος. Έτσι και έγινε. Ο Κύριλλος, μόλις επέστρεψε από το Ικόνιο στη γενέτειρά του, άρχισε εμμέσως τις προσφιλείς του δραστηριότητες για την ελληνική παιδεία και εμερίμνησε για την Ελληνική Σχολή της Αδριανουπόλεως. Είναι δε χαρακτηριστικό το εξής: Επειδή είχε μάθει ότι σ’ εκείνη την σχολή εσπούδαζε – ο κατόπιν διάσημος φωστήρας της επιστήμης – Στέφανος Καραθεοδωρής, που ήταν και μακρινός συγγενής του, εζήτησε να τον δεί, για να τον χρησιμοποιήσει. Όταν τον επληροφόρησαν ότι ο Καραθεοδωρής είχε φύγει για την Ευρώπη, για να σπουδάσει την ιατρική, είπε λυπημένος τον στίχο του δημοτικού τραγουδιού: « Επέταξε μας το πουλί, οπούχαμε στα χέρια!». Το 1813 ο Οικουμενικός Θρόνος της Κων/λεως έμεινε κενός, επειδή η τουρκική διοίκηση υποπτευόμενη τον Πατριάρχη Ιερεμία ότι ευνοούσε ανατρεπτικές κινήσεις, τον εξανάγκασε σε παραίτηση. Οι συνοδικοί του Πατριαρχείου εξέλεξαν στην θέση του, παρά την θέλησή του τον Κύριλλο, τον οποίον οι Τούρκοι δέχθηκαν να ενθρονίσουν με τους γνωστούς τίτλους: «Ανώτατος βαθμούχος Παναγιώτατος Ρωμηός, Πατριάρχης Σταμπούλ». Στην θέση του, στον μητροπολιτικό θρόνο της Αδριανουπόλεως ο Κύριλλος άφησε τον εκ Χίου σοφό Δωρόθεο Πρώιο. Στην Κωνσταντινούπολη ο νέος Πατριάρχης άρχισε πάλι τις ενέργειές του για την Μεγάλη του Γένους Σχολή. Επέτυχε να πείσει τελικά τον Κωνασταντίνο Κούμα, τον διάσημο σχολάρχη της Σχολής της Σμύρνης, να αναλάβει την μεγάλη Σχολή του Γένους. Παράλληλα, εργάσθηκε με ζήλο για την επανίδρυση της σχολής της Τραπεζούντος, διότι σύμφωνα με τις πληροφορίες, είχε τόση αμάθεια καταλάβει την περιοχή της ένδοξης βυζαντινής πόλης «ώστε μηδέ το χαρακτηριστικόν του ελληνικού και χριστιανικού γένους (την καθομιλουμένην φαμέν διάλεκτον) σώζεσθαι παρά πάσιν καθαράν και ακεραίαν και περί τα ήθη δε πολλήν συμβαίνειν την διαφθοράν». Η επανιδρυθείσα Σχολή της Τραπεζούντος ακτινοβόλησε έως την Καταστροφήν του 1922. Ο άοκνος ζήλος του Κυρίλλου για την Παιδεία επεξετάθει σε όλα τα σημεία της αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερη μάλιστα πρόνοια επέδειξε για την οργάνωση των μοναστηριών, που τα θεωρούσε πνευματικές εστίες του Ελληνισμού. Το 1815 ίδρυσε στην Κων/λη «Μουσικήν Σχολήν της νέας βυζαντινής Τεχνολογίας και μουσικής μεθόδου» ( από την οποίαν ύστερα από λίγα χρόνια προτάθηκε και εγκρίθηκε σύστημα μετρικής καταγραφής της βυζαντινής μουσικής, από τον μητροπολίτη Χρύσανθο, Γεώργιο Χουρμούζιο και Γρηγόριο Λευίτη, που ισχύει από τότε).
Τους έσφαξαν μπροστά στις οικογένειές τους Παρενθετικώς ως πρός την περίοδο αυτή, ο αναγνώστης πρέπει να προσέξει δύο πράγματα που έχουν σχέση με το θέμα μας: Πρώτον, υπήρχε από τότε κυρίως στις μορφωμένες τάξεις του Γένους η αντιδικία μεταξύ δυτικοφρόνων και ρωσοφρόνων, που οι συνέπειες της δεν άφησαν ανεπηρέαστες τις εξελίξεις στο Πατριαρχείο και τις παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Δεύτερον, η εποχή της πατριαρχείας του Κυρίλλου ΣΤ΄ συμπίπτει με την ίδρυση και εξάπλωση της Φιλικής Εταιρείας, για το έργο της οποίας δεν ήταν απληροφόρητοι οι Τούρκοι. Το 1818 ήρθαν στην Πόλη πρώτα ο Σκουφάς και μετά ο Τσακάλωφ και με τους Σέκερη και Κουμπάρη εμύησαν τους δημογέροντες, τους προέδρους και τους μεγαλεμπόρους. Δεν άργησαν να αντιδράσουν οι Τούρκοι. Στις 13 Δεκεμβρίου 1818 εξεθρόνισαν τον Κύριλλο ως ανίκανο να κρατήσει τους λαούς σε υποταγή. Πατριάρχης έγινε για Τρίτη φορά ο Γρηγόριος ο Ε΄. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μεταβολές αυτές γίνονταν βάσει επιλογών, αναλόγως κατά το αν επικρατούσαν δυτικόφρονες ή ρωσόφρονες εισηγήσεις. Ο Κύριλλος επέστρεψε στην Αδριανούπολη, όπου ο μητροπολίτης Δωρόθεος Πρώιος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Όταν το 1821 ο Υψηλάντης διέβη τον Προύθο και ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ αντιλαμβανόμενος ότι η Ρωσία, παρά τα θρυλούμενα, δεν θα εκινείτο και για να αποτρέψει την καθολική σφαγή των χριστιανών της αυτοκρατορίας, προέβει στον αφορισμό, η Αδριανούπολη κατάλαβε τι την περίμενε. Ο αφόρισμος απέτρεψε κατά ένα μέρος την απειλή της γενικής εξολοθρεύσεως αλλά δεν εμπόδισε την καταδίκη των κεφαλών του Γένους, όπως συνέβει με τον απαγχονισμό του Γρηγορίου Ε΄ και πλείστων άλλων. Τον Απρίλιο του 1821, την Μ. Εβδομάδα συνελήφθησαν όλες οι κεφαλές των Ρωμηών στην Αδριανούπολη και πρώτος ο φιλικός Μητροπολίτης Πρώιος. Την Κυριακή του Θωμά οι Γενίτσαροι τους έσφαξαν όλους μπροστά στις οικίες τους και ενώπιον των οικογενειών τους. Και ενώ αυτοί σφάζονταν ήλθε φερμάνι από τον Τούρκο Βεζύρη προς τον Τούρκο Νομάρχη, που έλεγε μεταξύ άλλων τα εξής: « Επειδή εξικριβώθη ότι και ο εκ της εν Κωνσταντινουπόλει Πατριαρχείας των Ρωμαίων απολυθείς και εν Αδριανουπόλει εξορισθείς Κύριλλος, ο προκάτοχος του εκτελεσθέντος Πατριάρχου, ενέχεται επίσης εις το κίνημα το παρασκευαζόμενον μεταξύ του Ρωμαϊκού Έθνους και εδέησε να εξαλειφθεί και ούτος εκ του προσώπου της γης προς παραδειγματισμόν των άλλων, εξέδωκα μυστικώς το υψηλόν τούτο φιρμάνιον, δι ου διατάσσω την απαγχόνισιν του ειρημένου Κυρίλλου εντός της Αδριανουπόλεως, μετά της ην περιβάλλεται ενδυμασίας».
Ηυδόκησεν ο Κύριος Την Δευτέραν μετά την Κυριακήν του Θωμά ο Κύριλλος οδηγήθηκε έφιππος προ του νομάρχη, κατά την περιγραφή. Μετά σιωπή λέει ο Τούρκος: «Κατά τας ημέρας αυτάς πολλά δεινά ενέσκηψαν κατά του έθνους των Ελλήνων». Ο Κύριλλος απάντησε: «Ούτως ηυδόκησεν ο Κύριος». Ο Τούρκος προσπάθησε να δικαιολογηθεί αλλά ο Ιεράρχης του είπε: « Θάρρει ηγεμών, όλοι μίαν ημέραν θα αποθάνωμεν, γεννηθήτω το θέλημα του Κυρίου». Ήπιε τον προσφερθέντα καφέ και ανεχώρησε. Έξω από το διοικητήριο, τον περίμεναν οι Γενίτσαροι. Τον δένουν και τον οδηγούν στην Μητρόπολη, διασχίζοντας δρόμους, όπου ο λαός ανήμπορος να βοηθήσει έβλεπε «τον Ποιμένα αγόμενον ως πρόβατον επί σφαγήν». Πριν φθάσει η πομπή στην Μητρόπολη, ο Κύριλλος πρόλαβε να δεί δύο ακέφαλα σώματα που έσταζαν αίμα. Ήταν του πρωτοσύγκελλου Θεοκλήτου και του ιερομονάχου Ιακώβου Αρζουμάνογλου. Στο κιγκλίδωμα του παραθύρου του Συνοδικού της Μητροπόλεως, οι Τούρκοι κρέμασαν το σχοινί και του πέρασαν την θηλιά στον λαιμό. Ήταν στις 18 Απριλίου 1821. Το σώμα του Κυρίλλου έμεινε κρεμασμένο στο κιγκλίδωμα τρεις μέρες. Δίπλα του κρεμασμένος και ο πρωτοσύγκελλος Αγαθάγγελος και άλλοι στενοί φίλοι του Κυρίλλου. Οι Τούρκοι απαγόρευσαν την ταφή του πρώην Πατριάρχη, καθώς και των κληρικών και των προεστώτων. Τα πτώματα τους ρίχθηκαν στα νερά του Έβρου. Το σκήνωμα του Κύριλλου το βρήκε στο φράκτη ενός νερόμυλου ένας πιστός πατριώτης και το έθαψε μέσα στο σπίτι του. Ύστερα από οκτώ χρόνια με τον ρωσοτουρκικό πόλεμο οι Ρώσοι εισέρχονται στην Αδριανούπολη (1829) και υπογράφεται στην πόλη αυτή η γνωστή Συνθήκη με την οποίαν αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Ελλάδος. Πέρασαν εκατό χρόνια από τον απαγχονισμό του Κυρίλλου και το 1920 ο ελληνικός στρατός ελευθέρωσε την Αδριανούπολη. Τότε, έγινε πάνδημο μνημόσυνο για τον εθνομάρτυρα ανοίχθηκε το επί εκατό χρόνια κλειστό παράθυρο, από το κιγκλίδωμα του οποίου είχαν κρεμάσει τον Πατριάρχη και έθεσαν εκεί μία πινακίδα με το ακόλουθο επίγραμμα: « Κυρίλλω τω ΣΤ΄ γόνω μεν τήσδε πόλεως ευκλεεί, δεξιώς δε την Ολκάδα της Μ. Εκκλησίας οιακοστροφήσαντι υπέρ πίστεως και πατρίδος τον δι’ αγχόνης υποστάντι θάνατον η Πατρίς ελευθερωθείσα και μεγάλη ήδη τούτο ιδρύσατο σήμα μνημείον μεν της προς αυτόν αϊδίου τιμής και σεβασμού δείγμα δ’ αρετής τοις επιγιγνομένοις».
Με την καταστροφή του 1922 η Αδριανούπολη παραδόθηκε και πάλι στους Τούρκους και όλος ο πληθυσμός την εγκατέλειψε. Η Μητρόπολη εγκαταστάθηκε στην Ορεστιάδα.
***
Ο συγγραφέας του βιβλίου στον οποίο οφείλω τις πληροφορίες αυτές, αφιερώνει στους κληρικούς και τους εκπαιδευτικούς την έρευνα του. Εγώ, περιορίζομαι απλώς να απευθύνω το σημείωμα τούτο στους Έλληνες πολιτικούς με την ευχή, όταν υψώνουν χέρι και κεφάλι στην Εκκλησία, να μή ξεχνούν ότι μπορούν να μιλάνε και να ενεργούν ελεύθεροι τώρα, επειδή τότε «υπήρξαν οι Κύριλλοι».
πηγή: Τάσου Λιγνάδη, Καταρρέω, Εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ σ. 237-247

28 Aπριλίου μνήμη των εν Κυζίκω της Θράκης Εννέα Μαρτύρων

0 σχόλια

Οι άγιοι εννέα μάρτυρες της Κυζίκου (Θέογνις, Ρούφος, Αντίπατρος, Θεόστιχος, Αρτεμάς, Μάγνος, Δεόδουλος, Θαυμάσιος, και Φιλήμων)


Οι ένδοξοι εννέα αυτοί μάρτυρες κατάγονταν από διάφορους τόπους και συνελήφθησαν στην Κύζικο (σημ. Μπαλουκχισάρ), πόλη στα παράλια της Προποντίδος, την εποχή των διωγμών. Κατά την διάρκεια της ανάκρισης, απάντησαν με θάρρος, εμπαίζοντας την πλάνη των ειδώλων.Υπεβλήθησαν σε διάφορα βασανιστήρια, προτίμησαν ωστόσο να προσφέρουν εαυτούς ως θυσία ζώσα στον Κύριο δια του αποκεφαλισμού, παρά να θυσιάσουν στα είδωλα. Για τον λόγο αυτό, κατέστησαν μετά θάνατον αόρατοι ιατροί παθών της ψυχής και του σώματος όσων με πίστη προστρέχουν στον τάφο τους.
Πηγή: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό Μακαρίου Ιερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2007, τόμος όγδοος (Απρίλιος), σελ. 266

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ ΜΗΝΟΣ ΜΑἸὈΥ 2014

0 σχόλια

Πρόγραμμα Ιερών Ακολουθιών
μηνός Μαϊου 2014
                      

Α. ΑΓΙΑΣΜΟΣ : Τετάρτη 30  Απριλίου ,μετά τον εσπερινό.
Β. ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ : 6.30 μ.μ.
Γ. ΟΡΘΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ :
1)  Κυριακή 6.45 - 10.15 π.μ.
 2)  Κατά τις εορτές : 7.30 - 9.30 π.μ.
α. Παρασκευή 2/5, ανακομιδή ι. λειψ. Αγ.Αθανασίου του Μεγάλου                                                       
β. Πέμπτη 8/5 , Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου
γ.Τετάρτη 14/5 , Μεσοπεντηκοστής
δ. Τετάρτη 21/5 , Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης
ε. Πέμπτη 29/5 , Αναλήψεως του Κυρίου
Δ.  ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ ΥΠ. ΘΕΟΤΟΚΟΥ : Κάθε Τετάρτη , μετά τον εσπερινό .
Ε. ΑΓΡΥΠΝΙΕΣ  8.30 μ.μ. -12.30 :
1. Πέμπτη 8/5 , επί τη μνήμη του Αγ. μεγαλομάρτυρος Χριστοφόρου .
2. Τρίτη 27/5 , επί τη αποδόσει της εορτής του Πάσχα .
ΣΤ. ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΜΗΝΟΣ ΙΟΥΝΙΟΥ : Σάββατο 31 Μαϊου , στο τέλος του εσπερινού .

  

                                                                         Εκ του ιερού ναού                                              

27 Απριλίου , Κυριακή της Ψηλαφήσεως του Κυρίου υπό του Αγίου Αποστόλου Θωμά

0 σχόλια

Κυριακή του Θωμά 




Το Ευαγγέλιο  της Κυριακής, η απόδοσή του στην νεοελληνική.

Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο Κεφ. 20, χωρίο 19 έως 31.

῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστὸς ἐμφανίζεται εἰς τοὺς ἀποστόλους

Κ΄. 19 Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων, ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. 20 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον.

21 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. 22 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· 23 ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται.

῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστὸς ἐμφανίζεται εἰς τὸν Θωμᾶν

24 Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ' αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς. 25 ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. 26 Καὶ μεθ' ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ' αὐτῶν. ἔρχεται ὁ ᾿Ιησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν. 27 εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. 28 καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. 29 λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες.


Ο σκοπὸς τοῦ παρόντος εὐαγγελίου

30 Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· 31ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.

ΑΠΟΔΟΣΗ

Ήταν προς το βράδυ εκείνης της ημέρας, της πρώτης ημέρας της εβδομάδος και ενώ οι θύρες ήσαν κλεισμένες, εκεί πού ήσαν μαζεμένοι οι μαθηταί για το φόβο από τους Ιουδαίους, ήλθε ο Ιησούς και στάθηκε στη μέση και τους λέγει: Ειρήνη σε σας.

Και όταν τους είπε αυτό, ύστερα τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά του. Χάρηκαν λοιπόν οι μαθηταί, όταν είδαν τον Κύριο.
Τους είπε λοιπόν πάλιν ο Ίησούς «Ειρήνη σε σας». Καθώς ο Πατέρας έστειλε εμένα, έτσι κι εγώ στέλνω εσάς.
Και όταν είπε αυτό, εφύσηξε στο πρόσωπο τους και τους λέγει: Λάβετε Άγιο Πνεύμα. Σ' οποίους θα αφήσετε τις αμαρτίες θα είναι σ' αυτούς αφημένες· σ' οποίους τις κρατάτε, μένουν ασυγχώρητες. Ο Θωμάς, ένας από τους δώδεκα, πού λεγόταν Δίδυμος, δεν ήταν μαζί με αυτούς, όταν ήλθε ο Ιησούς. Του έλεγαν λοιπόν οι άλλοι μαθηταί. «Είδαμε τον Κύριο».
Και ο Θωμάς είπε· Αν δεν ιδώ στα χέρια του το σημάδι από τα καρφιά και αν δεν βάλω το δάχτυλο μου στο σημάδι των καρφιών, αν δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, ποτέ δεν θα πιστεύσω.
Ύστερα από οκτώ ήμερες ήσαν πάλιν μαζεμένοι μέσα οι μαθηταί του Χριστού και μαζί μ' αυτούς ήταν και ο Θωμάς. Έρχεται ο Ιησούς, ενώ οι θύρες ήσαν κλεισμένες και στάθηκε στη μέση και είπε: «Ειρήνη σε σας».
Ύστερα λέγει στον Θωμά· «Φέρε εδώ το δάχτυλο σου και δες τα χέρια μου και φέρε και βάλε το χέρι σου στην πλευρά μου, και μη γίνεσαι άπιστος, αλλά να είσαι πιστός».
Και αποκρίθηκε ο Θωμάς και είπε: «Ο Κύριος μου και ο θεός μου». Του λέγει ο Ιησούς- Επίστευσες, επειδή με είδες. Χαρά σε εκείνους, πού δεν με είδαν και επίστευσαν».

Ο σκοπός της συγγραφής του Ευαγγελίου

Ο Ιησούς έκανε Βέβαια και πολλά άλλα θαύματα μπροστά στους μαθητές του, που δεν είναι γραμμένα σ' αυτό εδώ το βιβλίο. Αυτά όμως γράφτηκαν για να πιστέψετε πως ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού, και πιστεύοντας να έχετε δι' αυτού τη ζωή.




Κυριακή τοῦ Θωμᾶ

Ἰωάννου Φουντούλη
 Ὁ πανηγυρισμός τοῦ Πάσχα συνεχίζεται καθ᾽ ὅλην τήν ἑβδομάδα πού τό ἀκολουθεῖ, τήν Διακαινήσιμο, τήν νέα ἑβδομάδα. Ὅλη αὐτή λογίζεται ὡς μία πασχάλιος ἡμέρα, κατά τήν ὁποία «αὐτήν τήν ζωηφόρον ἀνάστασιν ἑορτάζομεν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», κατά τό συναξάριο. Καί ἡ ἑβδομάς κατακλείεται μέ τήν ὀγδόη ἡμέρα, τήν Νέα Κυριακή, τήν ἄλλως λεγομένη Κυριακή τοῦ Θωμᾶ ἤ τοῦ Ἀντίπασχα.
Αὐτή εἶναι ὁ τύπος τῆς ὀγδόης ἡμέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, «ὅτι εἰς εἰκόνα τάττεται τῆς ἀπεράντου ἐκείνης ἡμέρας, τῆς ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι, ἥτις καί πρώτη καί μία ἔσται πάντως, μή νυκτί διακοπτομένη», κατά τό συναξάριο.
Δέν εἶναι ὅμως ἡ Κυριακή τοῦ Θωμᾶ ἐξεικόνισμα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἁπλῶς καί μόνο γιατί εἶναι ἡ ὀγδόη ἡμέρα ἀπό τοῦ Πάσχα. Ἀλλά καί γιατί εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στό μέσον τοῦ κύκλου τῶν ἕνδεκα μαθητῶν, τῆς διαπιστώσεως τοῦ γεγονότος τῆς ἀναστάσεως, τῆς ἄρσεως κάθε ἀμφιβολίας, τῆς προσωπικῆς κοινωνίας καί τῆς ψηλαφήσεως τοῦ ἀναστάντος. Ἀκριβῶς δέ ἡ παρουσία αὐτή καί ἡ ψηλάφησις εἶναι τύπος τῆς αἰωνίου παρουσίας τοῦ Χριστοῦ κατά τόν μέλλοντα αἰῶνα ἐν τῷ μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας Του. Τότε τίποτε δέν θά ἐμποδίσῃ τήν ποθητή θέα τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ, καί τήν προσωπική κοινωνία μέ Αὐτόν. Τότε τά φράγματα τῆς δυσπιστίας θά πέσουν καί μαζί μέ τόν Θωμᾶ ὁ λαός τοῦ Θεοῦ θά ὁμολογῇ τήν σωτήριο ὁμολογία: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου» (Ἰω. 20, 28).
Ἀπό τήν ὑμνογραφία τῆς ἑορτῆς σταχυολογοῦμε τό δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. β΄ἤχου. Ἀναφέρεται στήν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ κεκλεισμένων τῶν θυρῶν κατά τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα στό ὑπερῷο τῆς Σιών. Ὁ Θωμᾶς ἀπουσίαζε καί μέ δυσπιστία ἐκφράζεται γιά τό γεγονός τῆς ἀναστάσεως. Θέλει γιά νά βεβαιωθῇ νά ἴδῃ μέ τά ἴδια του τά μάτια τόν Κύριο. Νά ἴδῃ τήν πλευρά, ἀπό τήν ὁποία ἔρρευσε τό αἷμα καί τό ὕδωρ, ὁ τύπος τοῦ βαπτίσματος. Νά ἴδῃ τήν πληγή, ἀπό τήν ὁποία ἰάθη ἡ μεγάλη πληγή, ὁ ἄνθρωπος. Νά ἴδῃ ὅτι ὁ ἀναστάς δέν εἶναι πνεῦμα, φάντασμα, ἀλλά ἄνθρωπος μέ σάρκα καί ὀστᾶ. Καί αὐτόν τόν ἀναστάντα Κύριο, πού πάτησε τόν θάνατο καί πληροφόρησε τήν ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεώς Του στόν δύσπιστο Θωμᾶ δοξολογεῖ ὁ ποιητής τοῦ ὕμνου.
«Τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ἐπέστης, Χριστέ, πρός τούς μαθητάς. Τότε ὁ Θωμᾶς οἰκονομικῶς οὐχ εὑρέθη μετ᾽ αὐτῶν.Ἔλεγε γάρ· Οὐ μή πιστεύσω, ἐάν μή ἴδω κἀγώ τόν δεσπότην· ἴδω τήν πλευράν, ὅθεν ἐξῆλθε τό αἷμα, τό ὕδωρ, τό βάπτισμα· ἴδω τήν πληγήν, ἐξ ἧς ἰάθη τό μέγα τραῦμα, ὁ ἄνθρωπος· ἴδω πῶς οὐκ ἦν ὡς πνεῦμα, ἀλλά σάρξ καί ὀστέα. Ὁ τόν θάνατον πατήσας καί Θωμᾶν πληροφορήσας, Κύριε, δόξα σοι».
 Στό τέλος παρουσιάζουμε τήν ἐνάτη ᾠδή τοῦ κανόνος τῆς ἡμέρας, ποίημα τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ. Ὁ εἰρμός δοξολογεῖ τήν Θεοτόκο, τήν μητέρα τοῦ ἀναστάντος. Τά τρία τροπάρια ἀναφέρονται στήν ἐμφάνισι τοῦ Χριστοῦ στούς μαθητάς, στήν ψηλάφησι τοῦ Θωμᾶ καί στήν βεβαίωσι τῆς θείας ἀναστάσεως. Εἶναι ἀπό τά ὡραιότερα τροπάρια τῆς Νέας Κυριακῆς:
«Σέ τήν φαεινήν λαμπάδα
καί μητέρα τοῦ Θεοῦ,
τήν ἀρίζηλον δόξαν
καί ἀνωτέραν πάντων τῶν ποιημάτων,
ἐν ὕμνοις μεγαλύνομεν».
«Σοῦ τήν φαεινήν ἡμέραν
καί ὑπέρλαμπρον, Χριστέ,
τήν ὁλόφωτον χάριν,
ἐν ᾗ ὡραῖος κάλλει τοῖς μαθηταῖς σου
ἐπέστης, μεγαλύνομεν».
«Σέ τόν χοϊκή παλάμῃ
ψηλαφώμενον πλευράν
καί μή φλέξαντα ταύτην
πυρί τῷ τῆς ἀΰλου θείας οὐσίας,
ἐν ὕμνοις μεγαλύνομεν».
«Σέ τόν ὡς Θεόν ἐκ τάφου
ἀναστάντα Χριστόν,
οὐ βλεφάροις ἰδόντες,
ἀλλά καρδίας πόθῳ πεπιστευκότες,
ἐν ὕμνοις μεγαλύνομεν».