ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

Αύγουστος: ο μήνας της Παναγίας.

0 σχόλια

Αύγουστος: ο μήνας της Παναγίας.

Ο Αύγουστος για τoν Ελληνισμό, είναι ο μήνας της Παναγίας, καθώς θυμάται και τιμά την Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Η γιορτή της Παναγίας, θεωρείται από τις κορυφαίες της Χριστιανοσύνης, ενώ η προετοιμασία των πιστών, που
αρχίζει από την 1η Αυγούστου με τη νηστεία, διαρκεί 15 ολόκληρες ημέρες, μέχρι τον ευλογημένο Δεκαπενταύγουστο.
Σε ολόκληρη την Ελλάδα όπως και στις χώρες της διασποράς, όπου διαμένουν οι απόδημοι Έλληνες, τιμάται με τον δυνατόν καλύτερο η μνήμη της Θεομήτορος και η μετάστασή της από την γη στον ουρανό.

 Κατά τον συναξαριστή, τη μετάσταση της Παναγίας ανήγγειλε στην ίδια ο Άγγελος τρεις μέρες πριν την πραγμάτωσή της. Εκείνη με χαρά δέχτηκε το άγγελμα αφού θα συναντούσε τον πολυαγαπημένο και μονάκριβο γιο της στην Άνω Ιερουσαλήμ, στη θριαμβεύουσα Εκκλησία Του.
«Κάλεσε στο σπίτι της συγγενείς και γείτονες, τους ανακοίνωσε το επίκεντρο μεγάλο ταξίδι «σαροϊ την οικίαν, ετοιμάζει την κλίνη και πάντα τα προς ταφήν επιτήδεια».
Οι γυναίκες καθώς άκουσαν για την αναχώρηση από την παρούσα ζωή της Θεομήτορος, «μετ’οιμωγής ωλοφύροντο». Η Παναγία τις διαβεβαίωσε πως δεν θα παύσει να φροντίζει για όλον τον κόσμο και μετά την μετάσταση. Θα γίνει η μεσίτρια στον Υιό της  για τη σωτηρία του κόσμου. Υπόσχεση που τηρεί μέχρι
σήμερα. Και θα τηρεί ως τη συντέλεια του κόσμου.
Εμείς οι Έλληνες και ως έθνος έχουμε πολλές φορές βεβαιωθεί για την τήρηση της μεγάλης αυτής υπόσχεσης. Η Παναγία είναι η Μάνα η δική μας και του έθνους μας.
Ο Αύγουστος είναι όπως είπαμε ο μήνας της Παναγίας, της Μάνας που αγκαλιάζει όλο τον κόσμο. Και μεσιτεύει στον υιό της για τη σωτηρία της ανθρωπότητας.
Έτσι, περισσότερο από κάθε άλλο ιερό πρόσωπο, ο λαός μας τιμά και σέβεται την Παναγία, την οποία επικαλείται σε κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής του.
  Εκκλησίες της βρίσκονται πολυάριθμες σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, ιδιαίτερα το νησιωτικό, ορισμένες δε, όπου υπάρχουν θαυματουργικές εικόνες της, αποτελούν πανελλήνια θρησκευτικά προσκυνήματα, όπως η Παναγία της Τήνου.

Η ομορφιά της Παναγίας
 Είναι συγκλονιστική η “Κοίμηση της Θεοτόκου”, στη βυζαντινή αγιογραφία, όπου φαίνεται να κοιμάται η Παναγία με τη γαλήνη απλωμένη στη μορφή της σε απόλυτη εναρμόνιση με την ψυχική της ομορφιά.
Μια ομορφιά που διακρίνει κατεξοχήν την Παναγία με την “ωραιότητα της παρθενίας” της και το “υπέρλαμπρον το της αγνείας” της. 
Αυτή η ομορφιά που θα γίνει ακόμα πιο αισθητή τη βραδιά του Δεκαπενταύγουστου, κατά τη μεγάλη γιορτή της “Πλατυτέρας των Ουρανών” που θα λάμψει αυτή τη νύχτα στον ουρανό, σκορπίζοντας το γαλάζιό της φως παντού πάνω στη γη.
Παναγία – Προσωνυμία της Θεοτόκου Μαρίας, από τον  3ο αιώνα ως την αγιώτατη από όλους τους αγίους.
Στον ελληνικό λαό η επωνυμία Παναγία έχει καθιερωθεί ως η συνηθέστερη επίκληση της Θεοτόκου, η οποία συνδυάζεται πολλές φορές και με άλλες προσωνυμίες προς την Κεχαριτωμένη Βασίλισσα του Κόσμου.

 Οι επωνυμίες προς τη Θεοτόκο προέρχονται από διάφορες αιτίες:
α) Από τον εικονογραφικό τύπο παραστάσεως της Παναγίας: Βρεφοκρατούσα, Γλυκοφιλούσα, Γαλατούσα, Μεγαλομάτα, Θρηνούσα κ.α.
β) από ιδιότητες της Παναγίας: Ελεούσα, Κυρία, Μεγαλόχαρη, Σωτήρα, Βοήθεια, Οδηγήτρια, Φανερωμένη κ.α.
γ) από την παλαιότητα της εικόνας της: Μαυριώτισσα, Μαχαιρωμένη, Γερόντισσα κ.α.
δ) από τον τρόπο εύρεσης της εικόνας της ή από θαύμα της: Θεοσκέπαστη, Σπηλαιώτισσα, Τρυπητή, Πλατανιώτισσα, Πορταϊτισσα, Μυρτιδιώτισσα, Φιδού κ.α.  
ε) από τον τόπο προέλευσης της εικόνας της: Σουμελά, Αθηνιώτισσα, Πολίτισσα, Χρυσοκαστριώτισσα κ.α.
 στ) από ιδιάζοντα χαρίσματά της: Αμπελακιώτισσα, Δαμάσια, Παλατιανή, Ολυμπιώτισσα, Υψηλή κ.α.
 ζ) από τον κτήτορα του ναού της: Λυκοδήμου, Καλιγού, Περλιγού, Στεφάνα κ.α.
 η) από το χρόνο του εορτασμού της ή από την εποχή των αγροτικών εργασιών με τις οποίες συμπίπτει η εορτή της: Φλεβαριανή, Μεσπορίτισσα, Πολυσπορίτισσα, Ακαθή (εκ του Ακάθιστου Ύμνου) κ.α.

Από την 1η Αυγούστου αρχίζει η τέλεση των Παρακλητικών Κανόνων προς την Υπεραγία Θεοτόκο .

0 σχόλια

Οἱ Παρακλητικοὶ Κανόνες πρὸς τὴν Παναγία μας


 Ἰωάννου Μ. Φουντούλη
Ὁ Αὔγουστος εἶναι ὁ μήνας τῆς Παναγίας. Ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως, τῆς μνήμης, τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἐτέθη ἀκριβῶς στὸ μέσον τοῦ μηνὸς αὐτοῦ, ἦταν αἰτία καὶ ὅλες οἱ ἡμέρες του νὰ πάρουν σιγὰ – σιγὰ ἕνα Θεομητορικὸ χαρακτήρα. Οἱ δεκατέσσαρες πρῶτες ἡμέρες μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι τὰ προεόρτιά της καὶ οἱ ὑπόλοιπες τὰ μεθέορτα, ἡ παράταση τῆς μεγάλης αὐτῆς Θεομητορικῆς ἑορτῆς.
Κατὰ τὴν αὐστηρὰ ἑορτολογικὴ τάξη, προεόρτιος ἡμέρα εἶναι μόνο ἡ παραμονή, ἡ 14η τοῦ μηνός, κατὰ τὴν ὁποία καὶ μόνο ὑπάρχουν εἰδικὰ τροπάρια στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία. Ἀλλὰ τὸ λειτουργικὸ ἔθιμο, ποὺ σήμερα ἀποτελεῖ πιὰ γενικῶς καθιερωμένη παράδοση, συνέδεσε ὅλες τὶς πρὸ τῆς ἑορτῆς ἡμέρες μὲ τὴν προπαρασκευὴ γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς μνήμης τῆς Παναγίας, ἀφ’ ἑνὸς μὲν μὲ τὴν προπαρασκευαστικὴ νηστεία, ἀφ’ ἑτέρου δὲ μὲ τὴ ψαλμωδία τῶν παρακλητικῶν κανόνων πρὸς αὐτὴν μετὰ τὸν ἑσπερινὸ τῶν ἡμερῶν αὐτῶν.
Ἡ μεθέορτος πάλι περίοδος κατὰ τὸ ἰσχύον τυπικὸ λήγει τὴν 23η Αὐγούστου, ἠμέρα κατὰ τὴν ὁποία «ἀποδίδεται» ἡ ἑορτή, τὰ Ἐννιάμερα. Πάντοτε ὅμως κατὰ τὸ παρελθὸν ὑπῆρχαν τάσεις παρατάσεως τοῦ ἑορτασμοῦ. Ἔτσι σὲ πολλὰ μοναστήρια τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἡ ἑορτὴ ἀπεδίδετο τὴν 28η Αὐγούστου. Διάταγμα ἐξ ἄλλου τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικου Β΄ τοῦ Παλαιολόγου ὅριζε νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη τῆς Θεοτόκου καθ’ ὅλο τὸν Αὔγουστο μήνα ἀπὸ τὴν 1η μέχρι τὴν 31η.
Σὲ ἀνάλογο τάση φαίνεται ὅτι ὀφείλεται καὶ ἡ τοποθέτηση στὴν 31η τοῦ Αὐγούστου τῆς ἑορτῆς τῆς καταθέσεως τῆς Τίμιας Ζώνης τῆς Θεοτόκου στὴν Ἁγία Σορό, ποὺ βρισκόταν στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου στὰ Χαλκοπρατεία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Κατὰ τὸν τρόπο αὐτὸν ὁ Θεομητορικὸς μήνας, ἀλλά καὶ ὁλόκληρο τὸ ἔτος, ποὺ ἔληγε τὴν 31η Αὐγούστου, σφραγιζόταν μὲ μία Θεομητορικοῦ χαρακτήρα ἑορτή.
Κατὰ τὸν Αὔγουστο, λοιπόν, τὸν μήνα τῆς Παναγίας, στοὺς ναούς μας, καὶ μάλιστα στὰ προσκυνήματα τὰ ἀφιερωμένα στὸ ὄνομά της, θὰ συντρέξουν οἱ πιστοί μας γιὰ νὰ ὑμνολογήσουν τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀναφέρουν σ’ αὐτὴν τὴ θλίψη καὶ τὶς ἀγωνίες τους. Καὶ δικαίως, γιατί ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ λογικὴ κλίμακα ποὺ κατέβασε τὸν Θεὸ στὸν κόσμο καὶ ἀνέβασε τὸν ἄνθρωπο στὸν Θεό. Εἶναι ὁ κρίκος ποὺ συνέδεσε τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ γῆ, ποὺ ἔδωσε στὸν Θεὸ τὴν σάρκα, ὥστε νὰ γίνει, ἀπὸ ἄκρα φιλανθρωπία, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ «ὁμοούσιος ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα», σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς καὶ ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Καὶ στὴν παρρησία τῆς μητέρας Του, ποὺ τὴν ἄφησε πεθαίνοντας στὸν σταυρὸ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωάννου καὶ γιὰ δική μας μητέρα, καταφεύγουν τώρα τὰ παιδιά της, οἱ ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἦταν ἡ διαθήκη Του αὐτή, ποὺ τὴν ἔγραψε ἐπάνω στὸν αἱματοβαμμένο σταυρό Του, ὅταν βλέποντας «τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα, ὅν ἤγαπα» εἶπε πρὸς αὐτὴν τὸ «Ἰδοὺ ὁ υἱός σου» καὶ πρὸς τὸν μαθητὴ «Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου»;
Μὲ τὸ θάρρος λοιπὸν καὶ τὴν ἀγάπη τῶν παιδιῶν πρὸς τὴν μητέρα ἀπευθύνεται ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν Θεοτόκο, γιὰ νὰ διαβιβάσει Ἐκείνη τὰ αἰτήματά του πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της, χρησιμοποιώντας καὶ πάλι τὴν παρρησία τῆς μητέρας. Γιατί μέσα στὸ μυστικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, νεκροὶ δὲν ὑπάρχουν. Ὅλοι ζοῦν ἐν Χριστῷ καὶ συνεχίζουν καὶ στὸν οὐρανὸ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις γιὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ζοῦν στὴ γῆ καὶ ἀγωνίζονται τὸν καλὸν ἀγώνα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ζῶντες στὸν κόσμο τοῦτο δέονται γιὰ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς των, ζώντας ἢ κεκοιμημένους.
Καὶ πολὺ περισσότερο ἡ Θεοτόκος στὴ δόξα τοῦ οὐρανοῦ δὲν παύει νὰ ἐκτελεῖ τὸ ἔργο τῆς μεσιτείας ποὺ ἔκαμε καὶ στὴ γῆ. Ὅπως στὸ γάμο τῆς Κανᾶ ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴ χαρὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ ζήτησε καὶ πέτυχε ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὴν θαυματουργική Του ἐπέμβαση, ἔτσι καὶ μεταστάσα ἀπὸ τὴ γῆ δὲν ἐγκατέλειψε τὴ γῆ, ἀλλὰ διαρκῶς διαβιβάζει τὶς αἰτήσεις μας πρὸς τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της.
Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο εἶναι ἡ «προστασία» ἡ «ἀκαταίσχυντος» καὶ ἡ «μεσιτεία» ἡ «ἀμετάθετος», ποὺ δὲν παραβλέπει τὶς ἱκετευτικές μας φωνές, ἀλλὰ ἀντιλαμβάνεται καὶ προφθάνει στὴ βοήθεια ἐκείνων ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, ὅπως πολὺ χαρακτηριστικὰ ψάλλει ὁ ποιητὴς τοῦ γνωστοῦ κοντακίου.
Σ’ αὐτὴν λοιπὸν τὴ θεολογικὴ βάση στηρίζεται ἡ Ἐκκλησία ὅταν κατὰ τὶς πρῶτες ἡμέρες τοῦ μηνὸς αὐτοῦ ψάλλει στοὺς ναούς μας τοὺς παρακλητικοὺς κανόνας πρὸς τὴν Παναγία. Θὰ ἑνώσουμε καὶ ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν ὑπόλοιπο λαὸ τοῦ Θεοῦ τὴ φωνή μας καὶ θὰ ἀπευθύνουμε πρὸς αὐτὴν τοὺς ὡραίους ὕμνους, ποὺ συνέθεσαν οἱ ἱεροὶ ποιητὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ πνευματοκίνητοι συντάκτες τῶν ἱερῶν αὐτῶν ἀκολουθιῶν. Αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς παρακλητικὲς ἀκολουθίες θὰ δοῦμε σήμερα. Τὸ θέμα εἶναι καὶ ἐπίκαιρο καὶ πρακτικῶς χρήσιμο, ἀφοῦ ἀπὸ σήμερα τὸ βράδυ θὰ σημαίνουν οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν μας καὶ θὰ μᾶς καλοῦν σ’ αὐτές.
Οἱ δύο ἀκολουθίες αὐτὲς μᾶς εἶναι γνωστὲς μὲ τὸ ὄνομα «Μικρὸς» καὶ «Μέγας παρακλητικὸς κανὼν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον». Ἔτσι ἐπιγράφονται στὰ λειτουργικά μας βιβλία. Στὴν πραγματικότητα ὅμως εἶναι κάτι τὸ εὐρύτερο.
 Ὁ κανὼν εἶναι μέρος μόνο τῆς ὅλης ἀκολουθίας, τὸ μεγαλύτερο καὶ ἴσως τὸ πιὸ ἐντυπωσιακό. Εἶναι τὸ στοιχεῖο ποὺ μὲ τὴν ἐναλλαγὴ του διαφοροποιεῖ τὴν κατὰ τὰ ἄλλα ὅμοια ἀκολουθία σὲ δύο, ποὺ γιὰ νὰ διακρίνονται ὀνομάζονται ἡ μία «Μεγάλη Παράκλησις» καὶ ἡ ἄλλη «Μικρά». Καὶ οἱ δύο κανόνες ἔχουν ἴσο ἀριθμὸ τροπαρίων, 32 τροπάρια ὁ καθένας-τέσσαρα σὲ κάθε ὠδή, τοῦ μεγάλου ὅμως κανόνα τὰ τροπάρια καὶ οἱ εἱρμοί, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐξαρτῶνται τὰ τροπάρια, εἶναι φανερὰ ἐκτενέστερα.
Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι, νομίζω, ἀρκετὸ νὰ αἰτιολογήσει τὸ ἐπίθετο «μέγας» σ’ αὐτόν. Φαίνεται ὅτι ὁ μέγας αὐτὸς κανὼν ἐψάλλετο πανηγυρικώτερα, ἰδιαιτέρως κατὰ τὴν περίοδο τοῦ δεκαπενταύγουστου, ὅπως δείχνουν καὶ τὸ ἐξαποστειλάριο «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων…», ποὺ ψάλλεται στὸ τέλος του. Κατόπιν καὶ ἡ ἐπανάληψις τῶν δύο τροπαρίων «Διάσωσον ἀπὸ κινδύνων…» καὶ «Ἐπίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ…», ποὺ γίνεται στὸ τέλος κάθε ὠδῆς τοῦ μεγάλου, ἐνῶ στὸν μικρὸ μόνο στὸ τέλος τῆς γ΄ καὶ τῆς ς΄ ὠδῆς, μαρτυρεῖ μία τάση πρὸς ἔξαρση ἐπὶ τὸ πανηγυρικώτερον τοῦ πρώτου. Ὁ μικρὸς ἐψάλλετο, ὅπως καὶ ἡ ἐπιγραφὴ του μαρτυρεῖ, καθ’ ὅλο τὸ ἔτος «ἐν πάσῃ περιστάσει καὶ θλίψει ψυχῆς».
Κατὰ τὴν ἰσχύουσα σήμερα πράξη, οἱ δύο κανόνες κατὰ τὴν περίοδο τοῦ δεκαπενταύγουστου ψάλλονται ἐναλλάξ, γιὰ τὴν ἀποφυγή, προφανῶς, τῆς μονοτονίας, στὸ τέλος τοῦ ἑσπερινοῦ ὅλων τῶν ἡμερῶν ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑσπερινὸ τῶν Σαββάτων, τῆς Μεταμορφώσεως καὶ τῆς Κοιμήσεως.
Αὐτὴ ἡ σύνδεση τῆς παρακλήσεως μὲ τὴν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ μας φέρνει στὸ νοῦ τὴν ἀντίστοιχο μοναχικὴ τάξη, ποὺ στὶς ὁλονυκτίες τῶν μονῶν συνάπτεται ὁ ὄρθρος στὸν ἑσπερινό. Ἡ ὅλη ἀκολουθία δηλαδὴ τοῦ ἑσπερινοῦ καὶ τῆς παρακλήσεως μαζί, γίνονται σὰν ἕνα εἶδος μικρᾶς παννυχίδος στὰ μέτρα καὶ τὶς δυνατότητες τῶν ἐνοριῶν, μικρῆς ὁλονυκτίας πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου.
Ἂν προσέξουμε τὴ δομὴ τῆς ἀκολουθίας τῆς παρακλήσεως, θὰ ἀναγνωρίσουμε σ’ αὐτὴν τὸ σχῆμα καὶ τὴ διάταξη ἑνὸς ὑποτυπώδους ὄρθρου. Ἀρχίζει μὲ ἕνα θρηνητικὸ ψαλμό, τὸν τελευταῖο τῶν ψαλμῶν τοῦ ἑξάψαλμου («Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου…»-ψαλμὸς 142ος), τὸ «Θεὸς Κύριος…» μὲ τὰ Θεομητορικὰ τροπάρια «Τῇ Θεοτόκῳ ἐκτενῶς νῦν προσδράμωμεν…» καὶ «Οὐ σιωπήσωμεν ποτὲ Θεοτόκε…», τὸν 50ο ψαλμὸ «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου…», τὸν Κανόνα μὲ Κάθισμα στὸ τέλος τῆς γ΄ καὶ τὸ Κοντάκιο στὸ τέλος τῆς ς΄ ὠδῆς καὶ τὴν παρεμβολὴ τῶν ἀναβαθμῶν, τοῦ εὐαγγελίου καὶ τῆς Συναπτῆς του, μὲ τὰ τροπάρια ποὺ συνοδεύουν τὸν 50ο ψαλμὸ στὸν ὄρθρο, τὰ μεγαλυνάρια μετὰ τὴν θ΄ ὠδὴ καὶ στὸ τέλος τροπάρια πού μποροῦν νὰ παραλληλισθοῦν πρὸς τὰ ἐξαποστειλάρια τοῦ ὄρθρου στὸ Μέγα Παρακλητικὸ κανόνα ἢ πρὸς τὰ ἀπόστιχα τοῦ ὄρθρου στὴν μικρὰ Παράκληση. Ἂν συνδυάσουμε μάλιστα τὰ ἀνωτέρω πρὸς τὴν τάξη ποὺ ἰσχύει στὶς ἑορτὲς τῶν ἁγίων, ποὺ ὡς πρῶτος κανὼν στὸν ὄρθρο ψάλλεται ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀνωτέρω παρακλητικοὺς κανόνας πρὸς τὴν Θεοτόκο, δὲν μᾶς μένει καμιὰ ἀμφιβολία, ὅτι καὶ στὶς παρακλήσεις ἔχουμε ἕνα Θεομητορικὸ παρακλητικὸ ὄρθρο κατὰ τὸν τύπο τῶν μοναχικῶν ὁλονυκτιῶν.
Ὁ μικρὸς κανὼν φέρεται ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοστηρίκτου μοναχοῦ ἢ τοῦ Θεοφάνους, πού ἴσως πρόκειται γιὰ τὸ ἴδιο πρόσωπο ποὺ χαρακτηρίζεται πότε μὲ τὸ κοσμικό, πότε μὲ τὸ μοναχικό του ὄνομα. Ποιὸς ὅμως ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ὁμώνυμους ποιητὲς εἶναι ὁ συντάκτης τοῦ κανόνος αὐτοῦ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ προσδιορισθεῖ.
Τοῦ μεγάλου ποιητὴς εἶναι ὁ τελευταῖος αὐτοκράτωρ τῆς Νικαίας Θεόδωρος Δούκας ὁ Λάσκαρις (1222-Ι258). Ὁ δεύτερος αὐτὸς κανὼν ἔχει μᾶλλον προσωπικὸ χαρακτήρα καὶ ἀναφέρεται εἰδικῶς στὰ παθήματα καὶ τὶς περιστάσεις τοῦ βίου τοῦ πολυπαθοῦς αὐτοῦ βασιλέως. Ὁ πρῶτος εἶναι γενικότερος καὶ ταιριάζει σὲ κάθε ἄνθρωπο θλιβόμενο, ἀσθενοῦντα καὶ πάσχοντα ἀπὸ πνευματικὲς καὶ σωματικὲς ἀσθένειες, ἀπὸ ἐπιβουλὲς δαιμονικὲς καὶ κάθε ἄλλο ψυχοσωματικὸ κίνδυνο.
Καὶ οἱ δύο Κανόνες ψάλλονται σὲ ἦχο πλ. δ΄. Ἡ α΄ ὠδὴ τοῦ Μικροῦ ἔχει εἱρμὸ τὸ «Ὑγράν διοδεύσας», τοῦ μεγάλου τὸ «Ἁρματηλάτην Φαραώ». Καὶ οἱ δύο ἁμιλλῶνται στὴν ἐκλογὴ ὡραίων εἰκόνων, λεπτοῦ καὶ εὐγενοῦς τρόπου ἐκφράσεως τῆς δεήσεως, ζωηρῆς περιγραφῆς τῶν θλίψεων καὶ τῶν συμφορῶν καὶ τῶν αἰσθημάτων πίστεως, πόνου, ἀλλὰ καὶ ἐλπίδος καὶ ἐγκαρτερήσεως. Ὁ θρῆνος τοῦ πιστοῦ δὲν εἶναι ἔκφραση ἀπογνώσεως καὶ ἀπελπισίας, ἀλλὰ αἴτηση τοῦ Θείου ἐλέους καὶ τῆς βοηθείας τῆς Θεοτόκου γιὰ τὴ συνέχιση τοῦ ἀγῶνος τοῦ βίου καὶ γιὰ τὴν νικηφόρο ἀντιμετώπιση τῶν πειρασμῶν.

Ἀπό τό βιβλίο:Λογικὴ Λατρεία, Θεσ/κη 1971, σ. 173-178).

1 Αυγούστου , η Πρόοδος του Τιμίου Σταυρού και μνήμη τωνΑγίων Επτά Μακκαβαίων Παίδων , της μητρός αυτών Σολομονής και του διδασκάλου αυτών Ελεαζάρου και της Αγίας Οσιομάρτυρος Ελέσης της εν Κυθήροις

0 σχόλια



Τί είναι η "πρόοδος" του Τιμίου Σταυρού και γιατί εορτάζεται κατά την 1η Αυγούστου;

Τί είναι η "πρόοδος" του Τιμίου Σταυρού και γιατί εορτάζεται κατά την 1η Αυγούστου;

Η πρόοδος του Τιμίου Σταυρού 
Πρόκειται για εορτή που συμπίπτει με την πρώτη ημέρα της νηστείας της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και θεσπίστηκε σε ανάμνηση της απαλλαγής των Βυζαντινών, με τη βοήθεια του Τιμίου Σταυρού, από την επιδρομή των Σαρακηνών επί της εποχής του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού. Στην Κωνσταντινούπολη κατά την εορτή αυτή γινόταν λιτάνευση (πρόοδος) του Τιμίου Σταυρού.
Ο Σωφρόνιος  Ευστρατιάδης για το γεγονός αυτό γράφει τα έξης: «Κατά την ημέραν ταύτην εξήγετο εκ του σκευοφυλακίου της μεγάλης εκκλησίας ο τίμιος σταυρός, περιήγετο ανά την πόλιν και εξετίθετο εις διαφόρους ναούς προς προσκύνησιν και αγιασμόν των πιστών και πάλιν απετίθετο εις το σκευοφυλάκιον».
Με την ευκαιρία αναφέρουμε επιγραμματικά και τις υπόλοιπες εορτές αφιερωμένες στον Τίμιο Σταυρό:
α) Εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρου (14 Σεπτεμβρίου)
β) Εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως (Κυριακή Γ’ Νηστειών).
γ) Μνήμη του εν ουρανώ φανέντος σημείου του Τιμίου Σταυρού (7 Μαΐου) την εποχή του Κωνστάντιου (337-361), γιου του Μ. Κωνσταντίνου.
δ) Τέλος αφιερωμένες στον Τίμιο Σταυρό, (όλο το έτος), είναι δύο ημέρες της εβδομάδας, η Τετάρτη και η Παρασκευή.

 

Οι επτά Μακκαβαίοι


Οι επτά Μακκαβαίοι
ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ - ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΥΣΙΑΝ ΤΩΝ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 

(1) Συνέβη δε το κατωτέρω γεγονός : Συνελήφθησαν επτά αδελφοί μετά της μητρός των και ηναγκάζοντο υπό του βασιλέως να φάγουν χοίρειον κρέας απηγορευμένον υπό του Θείου Νόμου, βασανιζόμενοι διά μαστιγώσεων με μαστίγια τα οποία είχον κατασκευασθή από νεύρα.

(2) Ο πρώτος δε εκ των αδελφών αυτών εξ ονόματος των άλλων είπε προς τον βασιλέα: «Τι θέλεις να ερωτάς και τι θέλεις να μάθεις από εμάς; είμεθα έτοιμοι να αποθάνωμεν παρά να παραβώμεν τους νόμους των πατέρων ημών».

(3) Ο βασιλεύς θυμωθείς λίαν διέταξε να θέσουν εις την πυράν τηγάνια και λέβητας.

(4) Όταν αυτά αμέσως επυρώθησαν, διέταξεν ο βασιλεύς αμέσως να κόψουν την γλώσσαν εκείνου, ο οποίος είχε την πρωτοβουλίαν να ομιλήση ούτω, έπειτα διέταξε και αφηρέθη το δέρμα της κεφαλής του, απεκόπησαν τα άκρα του σώματός του υπό τα βλέμματα των άλλων αδελφών του και της μητρός του.

(5) Όταν αυτός κατήντησε ανίκανος καθόλου να κινηθή, διότι πλήρως ηκρωτηριάσθη, ο βασιλεύς διέταξεν, ενώ ακόμη ανέπνεε να βάλουν αυτόν εις την πυράν, δια να τηγανίσουν αυτόν. Ενώ δε ο ατμός του τηγανιού ανεδίδετο επί μακρόν, οι αδελφοί του μετά της μητρός του παρεκίνουν αλλήλους να αποθάνουν γενναίως λέγοντες τα κατωτέρω:

(6) «Κύριος ο Θεός βλέπει και είναι τη αληθεία πράγματι συμπαθής προς ημάς, όπως μας το είπεν ο Μωυσής εις την ωδήν, εν τη οποία διεμαρτύρετο ενώπιον όλου του Ισραηλιτικού λαού λέγων : Ο Κύριος ευσπλαγχνίζεται τους δούλους του».

(7) Όταν κατ΄αυτόν τον τρόπον υπέστη τον μαρτυρικόν θάνατον ο πρώτος αδελφός, ωδήγουν οι αξιωματικοί του βασιλέως τον δεύτερον αδελφόν εις το μαρτύριον. Αφού απέσπασαν το δέρμα της κεφαλής μετά των τριχών, ηρώτων αυτόν εάν θέλει να φάγει χοίρειον κρέας, πριν βασανισθεί εις έκαστον εκ των άλλων μελών του σώματός του.

(8) Αυτός εις την γλώσσαν των πατέρων του απήντησεν: «Όχι!» Δια τούτο και αυτός υπέστη με την σειράν του τα αυτά βασανιστήρια ως και ο πρώτος.

(9) Όταν ευρίσκετο εις την στιγμήν να εκπνεύση είπε προς τον βασιλέα: «Συ μεν αλιτήριε, αφαιρείς εξ ημών την παρούσαν ζωήν, ο Βασιλεύς όμως του κόσμου θα μας αναστήσει εις μίαν αιώνιον ζωήν, εφ’ όσον ημείς απεθάνομεν πιστοί εις τους νόμους Του».

(10) Έπειτα απ’ αυτόν εβασανίσθη ο τρίτος αδελφός. Εις την αίτησιν του δημίου εξήγαγεν αμέσως την γλώσσαν του και τας χείρας του έτεινε μετά θάρρους

(11) και ατρομήτως είπεν: «Εκ του εν ουρανοίς Θεού έχω τα μέλη ταύτα, αλλά και χάριν των νόμων του Θεού περιφρονώ ταύτα, διότι εκ του Θεού ελπίζω να επανεύρω αυτά μίαν ημέραν».

(12) Αυτός ο ίδιος ο βασιλεύς και εκείνοι, οι οποίοι ηκολούθουν αυτόν, εξεπλάγησανμε το θάρρος του νεαρού τούτου ανθρώπου, ο οποίος ουδόλως ελάμβανεν υπ’ όψιν τους πόνους εκ των βασανιστηρίων.

(13) Αποθανόντος και αυτού ωδήγησαν τον τέταρτον υιόν εις τα βασαβιστήρια (14) προκειμένου και αυτός να εκπνεύσει είπε προς τον βασιλέα: «προτιμότερον είναι να αποθνήσκει τις δια των χειρών των ανθρώπων, με την ελπίδαν την οποίαν έχει προς τον Θεόν, ότι θα αναστηθεί υπ’ Αυτού! Δια σε όμως η ανάστασίς σου δεν θα είναι προς ζωήν».

(15) Κατόπιν οδηγήθη ο πέμπτος υιός , τον οποίον εβασάνιζον.

(16) Αυτός προσηλώσας το βλέμμα του προς τον βασιλέα είπεν: « Έχεις την δύναμιν μεταξύ των ανθρώπων, αν και θνητός και δύνασαι να πράξης παν ό,τι θέλεις. Δεν πρέπει όμως να πιστεύσης, ότι το γένος ημών έχει εγκαταλειφθή υπό του Θεού.

(17) Περίμενε συ και θα ίδεις την μεγάλην δύναμιν του Θεού πόσο σε και την φυλήν σου θα βασανίσει».

(18) Έπειτα δε απ’ αυτόν ωδήγουν προς το μαρτύριον τον έκτον αδελφόν. Προκειμένου και αυτός να αποθάνη είπε προς τον βασιλέα: «Μη πλανάσαι ματαίως. Διότι ημείς οι ίδιοι έχωμεν επισύρει τας συμφοράς ταύτας εις εαυτούς αμαρτήσαντες ενώπιον του Θεού μας. Δι’ αυτό επήλθον εις ημάς τα εκπληκτικά ταύτα κακά.

(19) Αλλά συ δεν πρέπει να φαντασθής, ότι θα είσαι ατιμώρητος, αφού ετόλμησας να γίνεις Θεομάχος».

(20) Η μήτηρ δε η οποία ήτο πολύ αξιοθαύμαστος και αξία αγαθής μνήμης, βλέπουσα να αποθνήσκουν οι επτά υιοί της εν διαστήματι μιας ημέρας, υπέμεινε γενναίως τα μαρτύρια των υιών της, διότι είχε τας ελπίδας της προς τον Κύριον.

(21) Αυτή παρεκίνει ένα έκαστον εκ των υιών της εις την μητρικήν των γλώσσαν και πλήρης ευγενεστάτων συναισθημάτων ενεθάρρυνεν αυτούς μεταβάλλουσα την γυναικείαν τρυφερότητα εις ανδρικόν θάρρος. Και έλεγεν προς αυτούς:

(22) «Δεν γνωρίζω πως εγεννήθητε εις την κοιλίαν μου, ούτε εγώ σας έδωκα πνεύμα και ζωήν. Δεν είμαι εγώ εκείνη, η οποία συνεκέντρωσα και εταξηνόμησα τα στοιχεία, τα οποία απετέλεσαν το σώμα σας.

(23) Δι’ αυτό λοιπόν ο Δημιουργός του κόσμου, Εκείνος, ο οποίος έπλασεν τον άνθρωπον ευθύς εξ’ αρχής, εκείνος ο οποίος έδωσεν αρχήν εις όλα τα πράγματα, Αυτός και πάλιν εν τη ευσπλαγχνία Του θα αποδώση το πνεύμα και την ζωήν προς υμάς, διότι τώρα σεις περιφρονείτε τον εαυτόν σας χάριν των νόμων Αυτού».

(24) Ο Αντίοχος επειδή ενόμιζεν, ότι περιεφρονείτο και υπωπτεύετο, ότι υβρίζετο δια των λόγων της μητρός αυτής, όταν ακόμη ο νεώτερος υιός της ευρίσκετο εν ζωή, όχι μόνον απηύθηνεν ο βασιλεύς εις αυτόν παροτρύνσεις δια λόγων απλών, αλλ’ υπέσχετο εις αυτών δια όρκων, να κάμη αυτόν πλούσιον και ευτηχή, να κάμη αυτόν φίλον του και να εμπιστευθή εις αυτόν υψηλάς θέσεις, εάν εγκαταλέιψη τους νόμους των πατέρων του.

(25) Επείδη όμως ο νεαρός αυτός αδελφός ουδεμίαν προσοχήν έδιδεν εις τας προσφοράς αυτάς του βασιλέως, ο βασιλεύς προκαλέσας την μητέραν παρεκίνει αυτήν, ίνα συμβουλεύσει τον υιόν της δια την σωτηρίαν του.

(26) Όταν ο βασιλέυς επί πολύν χρόνον παρεκίνει αυτήν, η μήτηρ εδέχθη να πείσει τον υιόν.

(27) Κύψασα Δε αυτή προς τον υιόν και χλευάσασα τον ωμόν βασιλέα, κατ’ αυτόν τον τρόπον ωμίλησε με την γλώσσαν των πατέρων της και είπε προς τον υιόν της: «παιδί μου λυπήσου εμέ, η οποία σε έφερον εννέα μήνες εν τη κοιλία μου, εμέ η οποία εθήλασά σε και έφερον μέχρι της ηλικίας αυτής που είσαι.

(28) Σε εξορκίζω, παιδί μου, να ίδης τον ουρανόν και την γην και όλα τα εν αυτή. Θέλω να γνωρίζεις, ότι ο Θεός εδημιούργησε αυτά εκ του μηδενός και το γένος των ανθρώπων δια του Θεού ήλθεν εις την ύπαρξιν.

(29) Μη φοβηθείς τον δήμιον αυτόν, αλλά έσο αντάξιος των αδελφών σου, δέξαι τον θάνατον, ίνα σε επανεύρω μετά των αδελφών σου εις τον καιρόν του ελέους του Θεού, της αναστάσεως των νεκρών.

(30) Ενώ η μήτηρ ωμίλει ακόμη, ο νεώτερος αυτός αδελφός είπε προς τους δημίους: «Τι περιμένετε; Δεν υπακούω εις την εντολήν του βασιλέως, υπακούω εις τας εντολάς του νόμου, ο οποίος εδώθη διά του Μωϋσέως εις τους πατέρας υμών.

(31) Συ δε βασιλεύ, γενόμενος αίτιος όλων των συμφορών αυτών εναντίον των Εβραίων δεν θα αποφύγεις την τιμωρόν χείραν του Θεού.

(32) Ημείς υποφέρομεν δια τας αμαρτίας μας.

(33) Εάν ο Κύριος ημών, ο οποίος είναι ο πραγματικός ζων Θεός, ίνα τιμωρήσει και διορθώση ημάς έδειξε προς στιγμήν τον θυμόν του, πάλιν θα συμφιλιωθεί μεθ’ ημών των δούλων αυτού.

(34) Συ δε, ασεβέστατε και πάντων ανθρώπων μιαρώτατε, μη υπερηφανεύεσαι ματαίως καυχώμενος και στηριζόμενος εις ελπίδας ψευδείς και υψώνων την φονικήν και άδικον χείραν σου εναντίον των δούλων του Θεού (35) διότι δεν εξέφυγες ακόμη την καταδίκην του Παντοκράτορος και επόπτου Θεού ημών, του εποπτεύοντος επί όλου του κόσμου.

(36) Οι αδελφοί ημών πρόσκαιρον υποστάντες θλίψιν, ευρίσκονται υπό την προστασίαν του Θεού δια υποσχέσεως υποσχομένης μίαν αιώνιον ζωήν. Συ όμως δια της καταδίκης του Θεού θα υποστής την τιμωρίαν της υπερηφανείας σου.

(37) Ως προς εμέ, όπως και οι άλλοι αδελφοί μου θα παραδώσω το σώμα μου και την ζωήν μου χάριν των νόμων των πατέρων μου παρακαλών τον Θεόν να φανή αμέσως ίλεως προς τον λαόν Του και να οδηγήσει και σε δια βασάνων και θλίψεων εις το να ομολογήσεις, ότι είναι ο μόνος Θεός.

(38) Εύχομαι δε όπως εις εμέ και εις τους αδελφούς μου στματήση ο Θεός την οργήν Του , η οποία δικαίως εστράφη ενάντίον ολοκλήρου του γένους ημών.

(39) Ο βασιλεύς περιελθών εις μεγάλην οργήν διέταξεν, όπως ο νεώτερος αυτός αδελφός βασανισθεί περισσότερο απ’ τους άλλους αδελφούς, διότι βαρέως έφερεν την περιφρόνησιν αυτού.

(40) Ούτως απέθανε και ο νεαρός αυτός αδελφός καθαρός πάσης ειδωλολατρίας και πλήρως αφωσιομένος εις τον Θεόν.

(41) Τέλος απέθανε μαρτυρικώς τελευταία και η μήτηρ έπειτα από τους υιούς.

(42) Αρκετά λοιπόν είναι τα ανωτέρω, τα οποία ανέφερον δια την υπόθεσιν, τον διασκορπισμόν των σπλάγχνων των μαρτύρων και δια τας υπερβολικάς σκληρότητας του Αντιόχου επί των Ιουδαίων. 


Εκδόσεις "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ" Θεσσαλονίκης



Η Αγία Ελέσα Οσιομάρτυς που μαρτύρησε στα Κύθηρα

 
Η Αγία Ελέσα γεννήθηκε στην Πελοπόννησο. Ο πατέρας της ήταν ένας πλούσιος άρχοντας Έλληνας, αλλά ειδωλολάτρης και ονομαζόταν Ελλάδιος. Η μητέρα της όμως, Ευγενία, ήταν μια αγία γυναίκα με πολλές αρετές και πλούσια χαρίσματα. Δεν είχε παιδιά και γι’ αυτό παρακάλεσε τον Θεό να την λυπηθεί και να την αξιώσει να γεννήσει ένα παιδί. Μια μέρα ενώ βρισκόταν μόνη στο σπίτι και προσευχόταν, άκουσε μια φωνή από τον ουρανό που της έλεγε «Σε ελέησε ο Θεός σε ότι του ζήτησες, και σου έδωσε καρπόν κοιλίας». Όταν γεννήθηκε η Ελέσα (την ονόμασαν Ελέσα από τη φωνή που είχε ακούσει η μητέρα της «ἐλέησέ σε ὁ Θεός»), η μητέρα της την αφιέρωσε στον Κύριο και την βάπτισε χριστιανή, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Όσο μεγάλωνε στην ηλικία, τόσο δυνάμωνε η πίστη της και η αγάπη της προς το Θεό. Μετά από την αγία κοίμηση της μητέρας της, ενώ η αγία ήταν 14 χρονών, σκέφτηκε ότι δεν θα μπορούσε να ζήσει με τον ειδωλολάτρη πατέρα της ο οποίος ήθελε να την παντρέψει με έναν άρχοντα. Γι' αυτό μετά από πολλή προσευχή και όταν βρήκε κατάλληλη ευκαιρία, έφυγε αφού μοίρασε πολλές ελεημοσύνες σε φτωχούς και σε ορφανά, μαζί με δύο δούλες της και ασκήτευε σε ένα βουνό των Κυθήρων.
Όμως ο πατέρας της, έψαξε και την βρήκε και προσπάθησε να την γυρίσει πάλι πίσω στο σπίτι τους. Στην άρνηση όμως της Αγίας, ο πατέρας της εξοργισμένος την κατεδίωξε. Η Αγία διωκόμενη έφθασε στή ρίζα του βουνού που σήμερα ονομάζεται βουνό της Αγίας Ελέσας και παρεκάλεσε το Θεό λέγοντας «σκίσε γη και κρύψε με». Από τη σχισμή που ανοίχθηκε στο βουνό πέρασε η Αγία και έφθασε στην κορυφή, όπου κατέφθασε αλλόφρων ο πατέρας της και την αποκεφάλισε την 1η Αυγούστου 375 μ.Χ. Στον τόπο του μαρτυρίου της η υπηρέτριά της την έθαψε.
Οι πρώτοι χριστιανοί που ήλθαν στο νησί για να προσκυνήσουν τον τάφο της Αγίας, ανήγειραν μικρό ναΐσκο χωμένο κατά το πλείστον εντός του εδάφους, στον οποίο οι προσκυνητές κατέβαιναν με 5-6 σκαλοπάτια. Η Αγία Τράπεζα του ναΐσκου εστήθη πάνω από τον τάφο της Αγίας. Η παράδοση λέει ότι κατά τους παλαιοτάτους χρόνους έρχονταν προσκυνητές από τη Μάνη κατά την 1η Αυγούστου και τιμούσαν την μνήμη της Αγίας. Αυτός ο μικρός Ναός σωζόταν μέχρι το 1867 ως ιδιόκτητος της οικογενείας Κασιμάτη - Γεράκα. Το 1871 ανηγέρθη ο σημερινός ευρύχωρος Ναός με συνδρομές των χριστιανών πάνω στα ερείπια του παλαιού Ναού, ο οποίος επιχωματώθηκε για να ισοπεδωθεί το έδαφος στο σημείο όπου θα ανεγειρόταν ο νέος Ναός. Πάνω ακριβώς από τον παλαιό Ναό εκτίσθη το άγιο Βήμα και πάνω από το σημείο, όπου ήταν ο τάφος της Αγίας εκτίσθη και του νέου Ναού η Αγία Τράπεζα. Την ίδια περίοδο χτίστηκαν γύρω από το Ναό και τα πρώτα κελλιά ισόγεια με βόλτα (καμάρες). Ο Ναός ήταν συναδελφικός με αδελφούς τους Βενέρηδες του χωριού Γερακιάνικα. Το 1945 ο Ναός έγινε ενοριακός του γειτονικού χωριού Πούρκου. Κατά τη δεκαετία του '50 ξεκίνησε ο εξωραϊσμός και η ανάδειξη του Προσκυνήματος με την εκτέλεση μεγάλων έργων, όπως ήταν ο εξωραϊσμός του ναού, η ανέγερσις νέου κωδωνοστασίου, η διαμόρφωση του περιβάλλοντος, η ανέγερση ηγουμενείου και σύγχρονων κελλίων, ο ηλεκτροφωτισμός και η κατασκευή αυτοκινητόδρομου, που ήταν και το δυσκολώτερο έργο, λόγω του δυσπρόσιτου της περιοχής, που δημιουργείται από τους κάθετους απόκρημνους βράχους.
Η Αγία Ελέσα με τον Όσιο Θεόδωρο θεωρούνται προστάτες των Κυθήρων και ο λαός πιστεύει ότι η Αγία έχει «χαλινώσει» τα φίδια των Κυθήρων και δεν είναι δηλητηριώδη.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄
ς ὁ προφήτης ἐκ στείρας, Ἐλέσα, βλαστήσασα, καὶ τῆς ἐρήμου ὡς οὗτος οἰκήτειρα γέγονας. Λιποῦσα γὰρ δόξας τιμάς τε ἐν γῇ, λαμπαδηφόρος ἐχώρεις πρὸς τὰ οὐράνια. Θαυματουργούσης δὲ ὄρη πορείαν σοὶ ἐσκεύαζον, τὴν κεφαλὴν τμηθείση ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ γεννήτορος. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ δωρησαμένῳ σὲ ἡμῖν προστάτιν ἀκοίμητον.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄ Ταχὺ προκατάλαβε
κ στείρας ἐβλάστησας, καθάπερ ἄνθος τερπνόν, πατρὸς δὲ μισήσασα, τὴν ἀθεΐαν στερρῶς, Ἐλέσα πανένδοξε, ἔλαμψας ἐν τῇ νήσῳ τῶν Κυθήρων ὁσίως, ἤθλησας δὲ ἐν ταύτῃ, καὶ λαμπρῶς ἐδοξάσθης· καὶ νῦν ἀναπηγάζεις, τὰ θεῖα δωρήματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄ Θείας πίστεως
Γόνος ἅγιος, Πελοποννήσου, γέρας ἔνθεον, νήσου Κυθήρων, ἀνεδείχθης, Ἐλέσα πανεύφημε, ὑπὲρ Χριστοῦ γὰρ νομίμως ἀθλήσασα, χειρὶ πατρῷα ἐτμήθης τὴν κάραν σου, Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὦ Ἐλέσα νύμφη Χριστοῦ, Παρθενομαρτύρων, ἀκροθίνιον εὐκλεές· χαίροις Κυθήρων, ὡράϊσμα καὶ σκέπη, σεμνὴ Ὁσιομάρτυς, Ἀγγέλων σύσκηνε.

Πηγή: Ι.Ν. Αγίων Χαραλάμπους & Αντωνίου Κρύα Ιτεών Πατρών: Αγία Ελέσα Οσιομάρτυς που μαρτύρησε στα Κύθηρα http://agiosharalabos.blogspot.com/2013/08/blog-post_6443.html#ixzz394cWMUEr

31 Ιουλίου μνήμη του Αγίου Ιωσήφ του από Αριμαθαίας και του Αγίου Ευδοκίμου του δικαίου

0 σχόλια

 

 

“Ιωσήφ o από Αριμαθαίας...τολμήσας εισήλθε πρoς Πιλάτον καί ητήσατο το σώμα του Ιησού”


Tου Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
 
᾽Από τά πρόσωπα πού κυριαρχοῦν στό εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων εἶναι ὁ ᾽Ιωσήφ ὁ ἀπό ᾽Αριμαθαίας, ὁ ὁποῖος προβάλλεται μέ τό κυριαρχικό γνώρισμά του, τῆς τόλμης, μέ τήν ὁποία κατώρθωσε γιά τήν ἐποχή ἐκείνη τό ἀκατόρθωτο: νά πάει στόν Πιλᾶτο καί νά ζητήσει καί νά ἀποκτήσει τό νεκρό σῶμα τοῦ ᾽Ιησοῦ, τό ὁποῖο βεβαίως στή συνέχεια μέ τή βοήθεια καί ἄλλων τό ἐκήδευσε. Συνιστᾶ δέ ἰδίως γιά τή σημερινή ἐποχή ἡ τόλμη του αὐτή κατεξοχήν παράδειγμα καί πρότυπο, ἀφοῦ αὐτό πού διαπιστώνουμε συνήθως, δυστυχῶς στούς περισσοτέρους μας ἤ ἔστω σ᾽ ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ μας, εἶναι ἡ ἀτολμία καί ἡ δειλία, καρποί, ἀπ᾽ ὅ,τι θά φανεῖ καί στή συνέχεια, τῆς ἐλλείψεως τῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος στή ζωή μας. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἔλλειψη τόλμης ἀποκαλύπτει τήν ὀλιγοπιστία ἤ καί τήν ἀπιστία ἀκόμη πολλῶν ἀπό ἐμᾶς τούς Χριστιανούς καί συνεπῶς ἡ κατάσταση αὐτή καθιστᾶ περισσότερο ἀπό ἀναγκαία τήν ἀναφορά μας στήν τόλμη τοῦ ἁγίου ᾽Ιωσήφ.

Καί κατά πρῶτον: τί εἶναι τόλμη;
Θά μπορούσαμε νά τήν ὁρίσουμε ὡς τήν ψυχική ἐκείνη δύναμη καί διάθεση, πού κινεῖ τόν ἄνθρωπο ἔτσι ὥστε νά ὑπερνικᾶ τά στηρίγματα καί τίς ἀσφάλειές του, μέχρι μάλιστα τοῦ σημείου πού νά ἀψηφᾶ καί τήν ἴδια του τή ζωή. Βεβαίως, τήν ψυχική αὐτή δύναμη τήν βλέπουμε πολύ συχνά σέ διαφόρους τύπους ἀνθρώπων καί σέ πολλά ἐπίπεδα ζωῆς, ὅπως τό ἐθνικό, τό ἐπαγγελματικό, τό κοινωνικό, ἀλλά ἐμᾶς ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐκείνη ἡ τόλμη πού σχετίζεται μέ τόν Θεό καί συνεπῶς μέ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Μιλᾶμε λοιπόν γιά τήν τόλμη τοῦ Χριστιανοῦ, πού πηγάζει ἀπό τήν πίστη του στόν ᾽Ι. Χριστό καί τήν προσδοκία τῆς Βασιλείας Του, σάν τοῦ ᾽Ιωσήφ ῾ὅς ἦν προσδεχόμενος καί αὐτός τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ᾽ (Μάρκ. 15, 43). Ὁ χριστιανός δηλαδή ἐξαρτώντας τήν ὕπαρξή του ὄχι ἀπό τή ῾σιγουριά᾽ τῶν αἰσθήσεων καί τῆς ὑλικῆς κτίσεως, ἀλλά ἀπό τόν μή αἰσθητό καί μή μετρητό, ἄρα καί μή προσφέροντα καί ῾ἀσφάλεια᾽, κατά τά κριτήρια τοῦ κοσμικοῦ ἀνθρώπου, Θεό φανερώνει ὅτι χαρακτηριστικό τῆς ζωῆς του (πρέπει νά) εἶναι ἡ τόλμη καί ἡ ἀνδρεία καί ἡ γενναιότητα.
Τί εἶναι λοιπόν ἐκεῖνο πού τόν κάνει νά ἔχει αὐτήν τήν τόλμη καί νά τήν διακηρύσσει ὡς ἀπαραίτητο στοιχεῖο ὅλων τῶν ἀνθρώπων; Ὅπως τό ἐπισημάναμε ἤδη ἀπό τήν ἀρχή: ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος στήν ψυχή του, πού τόν κάνει ὄχι ἁπλῶς νά στηρίζεται στόν Θεό, ἀλλά καί νά εἶναι ἕτοιμος καί ὁλόκληρο τόν ἑαυτό του νά προσφέρει θυσία σ᾽ Αὐτόν. Διότι βεβαίως τό ἅγιον Πνεῦμα ὡς παντοδύναμος Θεός χορηγεῖ τόλμη καί δύναμη στόν ἄνθρωπο καί συνεπῶς τόν ἀπομακρύνει ἀπό τή δουλεία τῆς δειλίας. ῾Οὐ γάρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας, ἀλλά δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ᾽ (Β´ Τιμ. 1,7) τονίζει ὁ ἀπ. Παῦλος.
Καί πράγματι ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας εἶναι μία ἐπιβεβαίωση τῆς παραπάνω ἀλήθειας. ῎Ας θυμηθοῦμε γιά παράδειγμα τούς ἀποστόλους πρίν καί μετά τήν Πεντηκοστή. Πρίν τήν Πεντηκοστή ζοῦν φοβισμένοι καί κλεισμένοι στά σπίτια τους ῾διά τόν φόβον τῶν ᾽Ιουδαίων᾽, κάτι πού προβάλλει ἀκόμη πιό ἔντονα τήν γενναιότητα καί τήν τόλμη τοῦ ᾽Ιωσήφ, ὅπως ἀκόμη βεβαίως καί τῶν μυροφόρων γυναικῶν. Μετά ὅμως τήν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μεταμορφώνονται σέ θαρραλέους κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπιβεβαιώνοντας τή μαρτυρία τους γιά τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου μέ τό μαρτύριό τους. ῾Οὐ δυνάμεθα ἡμεῖς ἅ εἴδομεν καί ἠκούσαμεν μή λαλεῖν᾽ (Πρ. ᾽Απ. 4, 20). Τοῦτο ὅμως γίνεται, γιατί ἐνδύθηκαν ῾τήν ἐξ ὕψους δύναμιν᾽ (Λουκ. 24, 49) καί ὄχι γιατί στηρίχτηκαν στίς δικές τους δυνάμεις. Τό ἴδιο βλέπουμε καί στήν περίοδο τῶν διωγμῶν, στήν ἐποχή τῶν Πατέρων, ἀλλά καί σέ κάθε ἐποχή, ὅπου ὑπάρχουν συνεπεῖς στήν πίστη τους Χριστιανοί, κληρικοί καί λαϊκοί. ῎Ετσι ὁ Χριστιανός εἶναι τολμηρός ἄνθρωπος, πού διαπνέεται ἀπό γενναιότητα καί ἀνδρεῖο φρόνημα.
Ποιό ὅμως τό πεδίο στό ὁποῖο ἐκφράζεται ἡ τόλμη αὐτή; Πῶς φανερώνεται συγκεκριμένα;
1. Καταρχάς στό ἴδιο τό γεγονός τῆς πίστεως. Γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά φτάσει στό σημεῖο τῆς ῾γεύσεως᾽ τοῦ Θεοῦ, τῆς αἰσθητῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέσα του, θά χρειαστεῖ κι ὁ ἴδιος ν᾽ ἀνταποκριθεῖ στό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ νά Τόν ἀκολουθήσει. Διότι στή χριστιανική πίστη προηγεῖται τό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, πού καλεῖ τόν ἄνθρωπο πρός τόν ᾽Ι. Χριστό κι ἀκολουθεῖ ἡ ἀποδοχή Του. ῾Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν᾽ (᾽Ιωάν. 6, 44). Ἡ ἀποδοχή τῆς κλήσεως αὐτῆς φαίνεται ὅτι εἶναι ἕνα ῾πήδημα στό κενό᾽, ἀφοῦ, ὅπως παρατηρήσαμε καί παραπάνω, ὁ ἄνθρωπος δέν στηρίζεται στήν ἀσφάλεια τῶν αἰσθήσεών του, ἀλλά μόνο στήν κλήση τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό τολμηρό ῾πήδημα᾽ ὅμως εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο πού τό κάνει καί ἡ μεγαλύτερη ἔκπληξη: πέφτει στή θέρμη τῆς ἀγκαλιᾶς τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι ἡ τόλμη τῆς πίστεως φέρνει καί τή μεγαλύτερη δυνατή ἀσφάλεια πού ὑπάρχει στόν κόσμο: τήν ἀσφάλεια τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ. ῾Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ᾽ ἡμῶν;᾽ (Ρωμ. 8, 31).
2. ῎Επειτα ἡ τόλμη τοῦ Χριστιανοῦ φανερώνεται στή βίωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς πορείας δηλαδή πρός αὔξηση τῆς σχέσεώς του μέ τόν Θεό καί τήν ἀπόκτηση περισσοτέρου ἁγίου Πνεύματος. Καί τοῦτο γιατί στήν πορεία του αὐτή ἐναντιώνονται σ᾽ αὐτόν τά πάθη του, οἱ πονηρές πνευματικές δυνάμεις, τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου. ῾Οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρός αἷμα καί σάρκα᾽, μαρτυρεῖ ὁ ἀπ. Παῦλος, ῾ἀλλά πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις᾽ (᾽Εφεσ. 6, 12). ῎Ετσι χωρίς τόλμη δέν μπορεῖ νά διεξαχθεῖ αὐτός ὁ πνευματικός ἀγώνας, ὁ ὁποῖος συνίσταται στήν ἀντίσταση ἀπό τόν πιστό τῶν ἐπιθέσεων τοῦ διαβόλου καί στό ἄνοιγμα τῆς ὑπάρξεώς του στόν Θεό. Στόν ἀγώνα βεβαίως αὐτό συμμετέχει καί ἡ ἴδια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, καθώς καί ὁ ἀγαθός κόσμος τῶν ἀγγέλων. Διότι μόνος του ὁ Χριστιανός δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε γιά τή σωτηρία του. ῾Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν᾽ (᾽Ιωάν. 15,5). Εἶναι ἀπαραίτητη ὅμως κι ἡ δική του συμμετοχή. Μάλιστα μᾶς ἀναφέρουν οἱ πνευματικοί μας Πατέρες ὅτι ὅταν ὁ διάβολος δεῖ τήν ψυχή νά πολεμᾶ ἐναντίον του μέ τόλμη, ἀπομακρύνεται ἀπό αὐτήν, ἐνῶ ὅταν τήν δεῖ νά δειλιάζει, ἤδη ὁ δρόμος γιά τήν ἅλωσή της εἶναι ἀνοικτός. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικά τά λόγια τοῦ πατέρα τοῦ μοναχισμοῦ ἁγίου ᾽Αντωνίου, ὅπως μᾶς τά παραθέτει ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος στή βιογραφία του: ῾῎Αν παραμένει γιά πολύ ἡ ψυχή στό φόβο, τότε εἶναι παρόντες ἐκεῖ οἱ ἐχθροί. Διότι οἱ δαίμονες δέν βγάζουν ἀπό τούς ἀνθρώπους τό φόβο...Μᾶλλον, ὅταν δοῦν ἀνθρώπους πού φοβοῦνται, αὐξάνουν τίς φαντασίες, ὥστε νά τούς τρομοκρατοῦν περισσότερο. Καί μετά, ὅταν πιά τούς κατακτήσουν, παίζουν μαζί τους λέγοντας: - Γονατίστε τώρα νά μᾶς προσκυνήσετε... ῎Ας μήν ἀπατώμαστε (λοιπόν) μέ τόν τρόπο αὐτό οὔτε νά φαινώμαστε δειλοί... ᾽Απεναντίας νά νιώθουμε θαρραλέοι καί πάντοτε χαρούμενοι, σάν νά ἔχουμε σωθεῖ. Νά σκεφτώμαστε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας᾽.
3. ᾽Επίσης ἡ τόλμη τοῦ Χριστιανοῦ φανερώνεται ἀκόμη καί στίς ἴδιες τίς πτώσεις του. Ὁ Χριστιανός πού ἀγωνίζεται στό δρόμο τῆς πνευματικῆς του προκοπῆς, εἶναι πολύ πιθανό ὅτι θά ἔχει καί στιγμές ἀδυναμίας καί πτώσεως. Μή ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἅγιος στήν πίστη μας δέν εἶναι ὁ ἀναμάρτητος, ἀλλ᾽ ὁ ἀγωνιστής καί μάλιστα στόν δρόμο τῆς μετάνοιας. Σ᾽ αὐτές τίς στιγμές λοιπόν ἀπαιτεῖται τόλμη γιά νά ξανασταθεῖ στά πόδια του καί νά μήν ἀπελπιστεῖ. Νά μπορεῖ νά στρέψει τό βλέμμα του στόν Οὐρανό, ἐπικαλούμενος τή χάρη τοῦ Θεοῦ γιά μετάνοια. Σάν τόν νεαρό μοναχό τοῦ Γεροντικοῦ, πού ἀπελπισμένος ἀπό κάποιες πτώσεις του ὁδηγήθηκε στό κελλί ἑνός μεγάλου καί διακριτικοῦ Γέροντα. Κι ὅταν τοῦ ἀνακοίνωσε τήν πτώση στήν ἁμαρτία του, ἐκεῖνος μέ χαρακτηριστική ἁπλότητα τοῦ εἶπε νά σηκωθεῖ. – Μά ξανάπεσα, ψιθύρισε καί πάλι ὁ νεαρός μοναχός. – Καί πάλι νά σηκωθεῖς, τόν παρότρυνε ὁ Γέροντας. Κι αὐτό νά κάνεις, νά βάζεις δηλαδή πάντα ἀρχή μετανοίας, μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς σου. Μόνον νά εὔχεσαι ὁ θάνατος νά σέ εὕρει στή μετάνοια καί ὄχι στήν πτώση. ῞Ωστε τόλμη ἀπαιτεῖται καί στή μετάνοια, γιά νά μπορῶ νά ἐλπίζω στήν ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς πτώσεις καί ἁμαρτίες μου.
4. Μά τόλμη χρειάζεται τέλος καί γιά τήν ὁμολογία καί τή μαρτυρία μας ὡς Χριστιανῶν. Εἰδικά στήν ἐποχή μας πού τό κακό ἔχει ἀποθρασυνθεῖ καί παρουσιάζεται ὡς τό φυσιολογικό καί τό κανονικό, ἀπαιτεῖται τόλμη γιά νά εἶναι κανείς συνεπής χριστιανός καί νά δίνει μαρτυρία τῆς πίστεώς του αὐτῆς. Κι ἡ μαρτυρία αὐτή εἶναι καί λόγων, μά κυρίως πρέπει νά εἶναι ζωῆς. Εἶναι ἀνάγκη νά συνειδητοποιήσουμε οἱ Χριστιανοί ὅτι ἡ χλιαρότητα στήν πίστη εἶναι ἡ χειρότερη κατάσταση καί γιά ἐμᾶς, ἀλλά καί γιά τούς ἀνθρώπους πού βρίσκονται γύρω μας. Θά ἔλεγε μάλιστα κανείς ὅτι εἶναι προτιμότερο νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος στρατευμένος ἄθεος παρά ἀδιάφορος, ἀφοῦ ὑπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα στόν πρῶτο νά μεταστραφεῖ ἀπό ὅ,τι στόν δεύτερο.῾῎Οφειλες νά εἶσαι ψυχρός ἤ θερμός᾽, μᾶς λέει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν ᾽Αποκάλυψη τοῦ ᾽Ιωάννη. ῾᾽Αλλ᾽ ἐπειδή εἶσαι χλιαρός, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρός, θά σέ ἐμέσω ἀπό τό στόμα μου᾽ (3, 15-16).
 

Ακολουθείν

 

Ο Άγιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας .  Απόσπασμα από Ομιλία του Αγίου Επιφανίου.


αγιος ιωσηφ ο απο αριμαθαιας

Ο Άγιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας. Χαρακτικό του 1630.

Θ. Όταν βράδιασε, λέει, ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ. Αυτός τόλμησε και παρουσιάστηκε μπροστά στον Πιλάτο, και του ζήτησε το σώμα του Ιησού. Παρουσιάστηκε ένας θνητός μπροστά σε έναν θνητό ζητώντας να λάβει τον Θεό. Ζήτα τον Θεό των θνητών. Ο πηλός μπροστά στον πηλό, ζητά να λάβει τον πλάστη των όλων. Το χορτάρι, ζήτα από το χορτάρι την ουράνια φωτιά. Η τιποτένια σταγόνα, παίρνει από την τιποτένια σταγόνα τον απύθμενο ωκεανό. Ποιος είδε, ποιος ποτέ άκουσε αυτό το απίστευτο; Ένας άνθρωπος να χαρίζει σε άλλον άνθρωπο τον δημιουργό των ανθρώπων. Ένας άνομος άρχοντας σ’ έναν άνθρωπο του νόμου υπόσχεται να χαρίσει τον νομοθέτη. Ένας άκριτος κριτής τον Κριτή των κριτών επιτρέπει να τον θάψουν ως κατάδικο.
Ι. Όταν βράδιασε, λέει, ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ. Πραγματικά πλούσιος, αφού πήρε ολόκληρη τη σύνθετη υπόσταση του Κυρίου. ‘Αληθινά πλούσιος, αφού έλαβε από τον Πιλάτο τη διπλή ουσία του Χριστού. Πλούσιος διότι αξιώθηκε να πάρει τον πολύτιμο μαργαρίτη. Πραγματικά πλούσιος γιατί κράτησε το βαλάντιο που ήταν γεμάτο με τον θησαυρό της θεότητος. Πώς να μην είναι πλούσιος αυτός που απέκτησε τη ζωή και τη σωτηρία του κόσμου; Πώς να μην είναι πλούσιος ο Ιωσήφ, αφού δέχτηκε για δώρο Αυτόν που τρέφει και είναι Δεσπότης όλων; Όταν βράδιασε. Επομένως είχε δύσει πια στον Άδη ο ήλιος της δικαιοσύνης. Γι’ αυτό ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ από την Αριμαθαία που κρυβόταν γιατί φοβόταν τους Ιουδαίους. Ήλθε και ο Νικόδημος που ήλθε στον Ιησού κάποια νύχτα.
ΙΑ. Αυτό είναι απόκρυφο μυστήριο των μυστηρίων. Δυο κρυφοί μαθητές, έρχονται να κρύψουν τον Ιησού στον τάφο, διδάσκοντας με τη δική τους απόκρυψη το κρυφό μυστήριο του Άδη του Θεού που κρύφτηκε κάτω απ’ τη σάρκα, ξεπερνώντας ο ένας τον άλλον στη θερμή διάθεση. Προς τον Χριστό. Ο μεν Νικόδημος μεγαλόψυχος προσφέροντας σμύρνα και αλόη, ο δε Ιωσήφ αξιέπαινος στην τόλμη και το θάρρος προς τον Πιλάτο. Διότι αυτός διώχνοντας κάθε φόβο με τόλμη παρουσιάστηκε στον Πιλάτο ζητώντας το σώμα του Ιησού. Και όταν παρουσιάστηκε φέρθηκε με μεγάλη σοφία για να επιτύχει αυτό που ήθελε. Γι’ αυτό δεν χρησιμοποιεί μπροστά στον Πιλάτο υπερήφανα και υψηλά λόγια, για να μη του ανάψει την οργή και χάσει το ζητούμενο. Ούτε του λέει: Δος μου το σώμα του Ιησού, που σκοτείνιασε πριν από λίγο τον ήλιο, που έσχισε τις πέτρες, που έσεισε τη γη και άνοιξε τους τάφους και έσχισε το καταπέτασμα του ναού. Τίποτε τέτοιο δεν λέει στον Πιλάτο.
IB. Αλλά τι του λέει; Ένα τιποτένιο αίτημα, και για όλους μικρό, άρχοντα μου ήλθα να σου ζητήσω. Ένα πολύ μικρό αίτημα. Το εξής: Δος μου να θάψω το νεκρό σώμα εκείνου που καταδικάστηκε από εσένα, του Ιησού του Ναζωραίου, του Ιησού του φτωχού, του Ιησού του αστέγου, του Ιησού που κρέμεται —στον Σταυρό— γυμνός και περιφρονημένος, του Ιησού του γιου του ξυλουργού, του Ιησού του δέσμιου, που έμενε στο ύπαιθρο, του ξένου, του αγνώριστου μεταξύ των ξένων, του περιφρονημένου, και κοντά σε όλα και κρεμασμένου στον Σταυρό. Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί τι σε ωφελεί το σώμα αυτού του ξένου; Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί ήλθε εδώ από μακρινή χώρα για να σώσει τον άνθρωπο που αποξενώθηκε από τον Θεό. Γιατί κατέβηκε στη σκοτεινή γη για να ανεβάσει τον ξένο. Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί αυτός είναι ο μόνος -πραγματικά- ξένος. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τη χώρα αγνοούμε εμείς οι ξενιτεμένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον Πατέρα αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον τόπο και τη γέννηση και τον τρόπο — της ζωής Του— αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο που έζησε ζωή και βίο ξενιτεμένου στα ξένα. Δος μου αυτόν τον ξένο Ναζωραίο του Οποίου τη γέννηση και τον τρόπο αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δος μου αυτόν που με τη θέληση Του είναι ξένος και εδώ δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι. Δος μου αυτόν τον ξένο, που σαν ξένος σε ξένη χώρα, άστεγος γεννήθηκε στη φάτνη. Δος μου αυτόν τον ξένο που απ’ αυτήν ακόμη τη φάτνη έφυγε ως ξένος από τον Ηρώδη. Δος μου αυτόν τον ξένο, που απ’ τα σπάργανα Του ακόμη ξενητεύθηκε στην Αίγυπτο, και δεν είχε πόλη, ούτε χωριό, ούτε σπίτι ούτε τόπο να μείνει, ούτε συγγενή, αλλά σε ξένη χώρα Αυτός είναι ξένος. Δος μου, άρχοντα μου αυτόν τον γυμνό που κρέμεται στο ξύλο —του Σταυρού— να τον σκεπάσω, γιατί Αυτός σκέπασε τη γύμνωση της φύσεως μου. Δος μου αυτόν τον νεκρό που είναι μαζί και Θεός, να σκεπάσω Αυτόν που κάλυψε τις δικές μου ανομίες. Δος μου, άρχοντα μου τον νεκρό που έθαψε μέσα στον Ιορδάνη τη δική μου αμαρτία. Για έναν νεκρό σε παρακαλώ, που αδικήθηκε από όλους, που πουλήθηκε από φίλο, που προδόθηκε από μαθητή, που διώχθηκε από τους αδελφούς του, που ραπίσθηκε από δούλο. Για έναν νεκρό σε θερμοπαρακαλώ, ο Οποίος καταδικάστηκε από αυτούς που ο Ίδιος ελευθέρωσε από τη δουλεία, ο οποίος ποτίσθηκε με ξύδι, τραυματίσθηκε απ’ αυτούς που θεράπευσε, που εγκαταλείφθηκε από τους μαθητές Του και στερήθηκε την ίδια τη Μητέρα Του. Για τον νεκρό, άρχοντα μου, σε ικετεύω, Αυτόν τον άστεγο που κρέμεται στο ξύλο -του Σταυρού—. Διότι επάνω στη γη δεν έχει να Του συμπαρασταθεί ούτε πατέρας, ούτε φίλος, ούτε μαθητής, ούτε συγγενής, ούτε κανένας να Τον θάψει, αλλά είναι μόνος, μονογενής Υιός του μόνου —Πατέρα—, Θεός στον κόσμο και κανένας άλλος.
ΙΓ. Μ’ αυτά τα λόγια και μ’ αυτόν τον τρόπο αφού παρακάλεσε ο Ιωσήφ τον Πιλάτο, διέταξε ο Πιλάτος να του δοθεί το πανάγιο σώμα του Ιησού. Και ήλθε στον Γολγοθά και αποκαθήλωσε τον σαρκοφόρο Θεό από το ξύλο —του Σταυρού— και Τον τοποθέτησε κάτω στη γη, σαρκοφόρο Θεό γυμνό, αλλά όχι απλό άνθρωπο. Και Τον βλέπει κανείς να βρίσκεται ξαπλωμένος κάτω, Αυτός που όλους τους ανέσυρε προς τον ουρανό. Και μένει για λίγο χωρίς πνοή, Αυτός που είναι η ζωή και η πνοή όλων. Και φαίνεται να μη βλέπει Αυτός που δημιούργησε τα πολυόμματα Χερουβίμ. Και κείτεται ξαπλωμένος, Αυτός που είναι η ανάσταση όλων. Και νεκρώνεται ο σαρκωμένος Θεός, Αυτός που ανασταίνει τους νεκρούς. Και σιωπά για λίγο κατά το σώμα η βροντή του Θεού Λόγου. Και Τον σηκώνουν ανθρώπινες παλάμες, Αυτόν που κρατά στην παλάμη Του ολόκληρη τη γη.
ΙΔ. Άραγε, Ιωσήφ, ζητώντας και παίρνοντας, ξέρεις καλά ποιόν πήρες; Άραγε πλησιάζοντας στον Σταυρό και αποκαθηλώνοντας τον Ιησού, ξέρεις καλά ποιόν κράτησες στα χέρια σου; Εάν πραγματικά γνωρίζεις καλά Ποιόν κρατάς, τώρα έγινες πλούσιος. Γιατί πώς αλλιώς κάνεις αυτή τη θεόσωμη και φρικωδέστατη κηδεία του Ιησού; Είναι αξιέπαινος ο πόθος σου, αλλά πιο αξιέπαινος είναι ο τρόπος της ψυχής σου. Άραγε δεν φρίττεις, κρατώντας στα χέρια σου Αυτόν που φρίττουν τα Χερουβίμ; Με ποιο φόβο θα αφαιρούσες από το θείο αυτό σώμα το μικρό ρούχο που το σκέπαζε; Πώς δεν θα έκλεινες τα μάτια από ευλάβεια; Δεν θα τρόμαζες ατενίζοντας και αποκαλύπτοντας τη σωματική φύση του υπερφύσιν Θεού; Πες μου, Ιωσήφ, άραγε έθαψες στραμμένο προς την ανατολή τον νεκρό που είναι η ‘Ανατολή των ανατολών; Άραγε έκλεισες με τα δάχτυλα σου, όπως γίνεται στους νεκρούς τα μάτια του Ιησού, ο Οποίος με το αμόλυντο δάχτυλο Του άνοιξε τα μάτια του τυφλού; Άραγε έκλεισες το στόμα Εκείνου που άνοιξε το στόμα του κωφαλάλου; Άραγε έδεσες τα χέρια Εκείνου που άπλωσε τα παράλυτα χέρια; Η έδεσες τα πόδια Εκείνου, όπως γίνεται στους νεκρούς, ο Οποίος θεράπευσε, για να βαδίζει, τα πόδια του παραλύτου; Άραγε σήκωσες επάνω σε κρεβάτι Αυτόν που διέταξε τον παράλυτο λέγοντας του: Σήκωσε το κρεβάτι σου και περπατά ; Άραγε άδειασες μύρα επάνω στο σώμα Εκείνου που είναι το ουράνιο μύρο και εκκένωσε τον εαυτό Του αγιάζοντας τον κόσμο; Άραγε τόλμησες να σφογγίσεις τη θεόσωμη εκείνη πλευρά του Ιησού που ακόμη αιμορροούσε, του Θεού που θεράπευσε την αιμορροούσα; Άραγε έπλυνες με νερό το σώμα του Θεού, που έπλυνε —τις αμαρτίες— όλων και έδωσε την κάθαρση; Άραγε τι είδους λαμπάδες άναψες μπροστά στο αληθινό φως που φωτίζει κάθε άνθρωπο; Και ποιους επιτάφιους ύμνους έψαλες σ’ Αυτόν που ανυμνείται χωρίς διακοπή από όλες τις ουράνιες αγγελικές στρατιές; Άραγε και έχυσες δάκρυα για τον νεκρό Ιησού, που δάκρυσε για τον νεκρό Λάζαρο και τον ανέστησε μετά από τέσσερις ημέρες; Άραγε θρήνησες Αυτόν που έδωσε σ’ όλους χαρά και διέλυσε τη λύπη της Εύας;
ΙΕ. Όμως μακαρίζω τα χέρια σου, Ιωσήφ, που υπηρέτησαν και ψηλάφισαν τα θεόσωμα χέρια και πόδια του Ιησού, που έσταζαν ακόμη αίμα. Μακαρίζω τα χέρια σου, που άγγιξαν την αιμορροούσα πλευρά του Θεού πριν από τον πιστό – άπιστο Θωμά που είχε αξιέπαινη περιέργεια. Μακαρίζω το στόμα σου που γέμισε αχόρταγα και ασπάσθηκε το στόμα του Ιησού κι’ από εκεί γέμισε με Άγιο Πνεύμα. Μακαρίζω τα μάτια σου που ενώθηκαν με τα μάτια του Ιησού, και από εκεί πήραν το αληθινό φως. Μακαρίζω το πρόσωπο σου που πλησίασε το πρόσωπο του Θεού. Μακαρίζω τους ώμους σου που σήκωσαν Αυτόν που βαστάζει όλους. Μακαρίζω το κεφάλι σου που το άγγιξε ο Ιησούς, η κεφαλή των πάντων. Μακαρίζω τα χέρια σου στα οποία βάσταξες Αυτόν που βαστάζει τα πάντα. Μακαρίζω τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο, γιατί έγιναν Χερουβίμ μπροστά στα Χερουβίμ σηκώνοντας και μεταφέροντας επάνω τους τον Θεό. Γιατί έγιναν υπηρέτες του Θεού μπροστά στα εξαπτέρυγα Σεραφίμ, όχι με τα φτερά, αλλά με τα σεντόνια καλύπτοντας και τιμώντας τον Κύριο. Αυτόν που τρέμουν τα Χερουβίμ Τον μεταφέρουν επάνω στους ώμους τους ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος και γεμίζουν από έκσταση όλες οι τάξεις των ασωμάτων Αγγέλων.
ΙΣΤ. Ήλθε ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος. Επομένως έτρεξε μαζί τους και όλος ο χορός των Αγγέλων. Και προφταίνουν τα Χερουβίμ, και τρέχουν μαζί τα Σεραφίμ και βαστάζουν μαζί οι Θρόνοι, και καλύπτουν τα Εξαπτέρυγα, και φρίττουν τα Πολυόμματα βλέποντας τον Ιησού αόμματο, και καλύπτουν μαζί οι Δυνάμεις, και ψάλλουν οι Αρχές και φρίττουν οι Τάξεις, και γεμίζουν έκσταση όλες οι στρατιές των ουρανίων ταγμάτων και γεμάτες θαυμασμό ρωτούν με μεγάλη απορία. Τι είναι αυτός ο φοβερός λόγος και ο φόβος και ο τρόμος και ο τρόπος; Τι είναι αυτό το μεγάλο και παράδοξο και ακατανόητο θέαμα; Αυτός που στον ουρανό σ’ εμάς τους ασωμάτους ως απλός Θεός είναι αθεώρητος, εδώ κάτω στη γη τον βλέπουν οι άνθρωποι γυμνό.
ΙΖ. Αυτόν, που μπροστά Του στέκονται τα Χερουβίμ με ευλάβεια, τον κηδεύουν με θάρρος ο Ιωσήφ κι’ ο Νικόδημος. Πότε κατέβηκε Αυτός που δεν εγκατέλειψε τον ουρανό; Πώς βγήκε έξω, Αυτός που βρίσκεται μέσα; Πώς ήλθε επάνω στη γη Αυτός που με την παρουσία Του όλα τα γεμίζει; Πώς γυμνώθηκε Αυτός που ντύθηκε όλους; Αυτός που βρίσκεται αδιάκοπα ως Θεός στον ουρανό μαζί με τον Πατέρα, τώρα ζει μαζί με τη Μητέρα Του αδιάκοπα ως αληθινός άνθρωπος.
ΙΗ. Αυτός που ποτέ δεν εμφανίστηκε —ως Θεός— στους ανθρώπους, Πώς εμφανίζεται ως άνθρωπος και συγχρόνως ως φιλάνθρωπος Θεός; Πώς έγινε ορατός ο αόρατος; Πώς σαρκώθηκε ο άυλος; Πώς έπαθε ο απαθής; Πώς ο Κριτής στάθηκε στο δικαστήριο; Πώς η ζωή γεύθηκε τον θάνατο; Πώς ο αχώρητος χώρεσε στον τάφο; Πώς κατοικεί στο μνήμα, Αυτός που δεν εγκατέλειψε τον κόλπο του Πατέρα; Πώς εισέρχεται από την πύλη του σπηλαίου, Αυτός που άνοιξε τις πύλες του παραδείσου, και ενώ δεν διέρρηξε τις πύλες της παρθενίας της Μαρίας, Πώς συνέτριψε τις πύλες του Άδη; Πώς ενώ δεν άνοιξε τις πύλες του υπερώου στην περίπτωση του Θωμά, όμως άνοιξε στους ανθρώπους τις πύλες της βασιλείας, και τις πύλες του τάφου και τις σφραγίδες τις άφησε να ανοίξουν μόνες τους; Πώς υπολογίζεται με τους νεκρούς, Αυτός που είναι ελεύθερος μεταξύ των νεκρών; Πώς το φως που ποτέ δεν σβήνει, έρχεται στα σκοτεινά και στη σκιά του θανάτου; Πού πηγαίνει; Που πορεύεται Αυτός που ο θάνατος δεν μπορεί να Τον κρατήσει; Ποιος είναι ο λόγος και ο τρόπος κι’ ο σκοπός που κατεβαίνει στον Άδη; Μήπως κατεβαίνει για να ανεβάσει τον κατάδικο Αδάμ, τον σύνδουλό μας; Πραγματικά, πηγαίνει για να αναζητήσει τον πρωτόπλαστο σαν το χαμένο πρόβατο. Οπωσδήποτε θέλει να επισκεφθεί αυτούς που βρίσκονται μέσα στο σκοτάδι και τη σκιά του θανάτου. Οπωσδήποτε πορεύεται για να ελευθερώσει τον αιχμάλωτο Αδάμ και τη συναιχμάλωτη Εύα ο Θεός και υιος τους.

“Λόγος εις την Θεόσωμον ταφήν του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και εις τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας, και εις την εν τω Άδη του Κυρίου κατάβασιν, μετά το σωτήριον πάθος, παραδόξως γενομένην. Το αγίω και μεγάλω Σαββάτω.”


Πηγή: http://www.oodegr.com/oode/dogma/psyxika/kathodos_epif1.htm
Η φωτογραφία είναι από εδώ: http://collection.aucklandartgallery.govt.nz/collection/results.do?view=detail&db=object&id=10046.







 

Ο ΑΓΙΟΣ ΕΥΔΟΚΙΜΟΣ Ο ΔΙΚΑΙΟΣ 


 
«Αυτός ο μακάριος έζησε επί της βασιλείας του Θεοφίλου του μισόχριστου, τον ένατο μ.Χ. αι.Οι γονείς του ήταν πατρίκιοι, καταγόταν δηλαδή ο άγιος από αρχοντική οικογένεια, κι ήταν γνωστοί ορθόδοξοι, Βασίλειος και Ευδοκία στο όνομα και Καππαδόκες στο γένος. Γι’ αυτό και ο Ευδόκιμος ανατράφηκε με πολύ ενάρετο τρόπο, παίρνοντας το τιμητικό αξίωμα του κανδιδάτου από τον Θεόφιλο, γενόμενος στρατοπεδάρχης πρώτα της γης των Καππαδοκών, κι έπειτα ολόκληρης της γης των Ρωμαίων. Ήταν εξαιρετικά δίκαιος, διαφυλάττοντας την ισότητα απέναντι σε όλους και κάνοντας πολλές ελεημοσύνες καθημερινά. Ζούσε έντονα την εκκλησιαστική ζωή, φροντίζοντας τις χήρες και τα ορφανά και ενεργοποιώντας κάθε είδος αρετής. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο μακάριος πολιτεύτηκε κατά Θεόν, μέχρις ότου αρρώστησε βαριά και παρέθεσε έτσι το πνεύμα του σ’ Εκείνον. Μετά την τελευτή του, κατόπιν εντολής που είχε δώσει όσο ζούσε, έθαψαν το τίμιο σώμα του με τα ενδύματα και τα υποδήματά του, το οποίο σώμα του δοξάσθηκε από τον Θεό με θαύματα πολλά, τα οποία τώρα αδυνατούμε να τα διηγηθούμε λεπτομερώς. Η μετακομιδή του λειψάνου του προς το Βυζάντιο έγινε στις 6 Ιουνίου, η δε αγία κοίμησή του, στις 31 Ιουλίου».
     Το τέλος του μηνός Ιουλίου καταυγάζεται από τη φωτεινή μνήμη, όπως λάμπει ο ήλιος που ανατέλλει, του αγίου και δικαίου Ευδοκίμου. «Ως όρθρος, ως ήλιος ανέτειλε η μνήμη σου», διατρανώνει ο υμνογράφος της εορτής του. Ο ίδιος διαρκώς τονίζει το πόσο ο άγιος ευδοκίμησε πνευματικά στη ζωή του, τόσο που τον θεωρεί ως τύπο του ορθοδόξου πιστού. Στο πρόσωπο και τη ζωή δηλαδή του αγίου Ευδοκίμου κατανοούμε το τι σημαίνει να είναι κανείς αληθινά ορθόδοξος, κάτι που μας δίνει το δικαίωμα να κρίνουμε με ορθά κριτήρια τις διάφορες «εκδόσεις» ορθοδοξίας που προβάλλονται σήμερα, με την απαίτηση μάλιστα από ορισμένες να θεωρούνται και οι μοναδικά αυθεντικές. Τι τονίζει λοιπόν εν προκειμένω ο υμνογράφος; «Τα δόγματα των Πατέρων φυλάττων αλώβητα, ορθόδοξον φρόνημα συ εκ νεότητος έσχηκας, βίον ακηλίδωτον και ευσυμπάθητον γνώμην, αξιάγαστε». Δηλαδή: Φύλαξες τα δόγματα (την πίστη) των Πατέρων καθαρά και ανόθευτα, αξιοθαύμαστε Ευδόκιμε, γι’ αυτό και απέκτησες από τη νεότητά σου ορθόδοξο φρόνημα, βίο αγνό και ακηλίδωτο και διάθεση γεμάτη αγάπη στους συνανθρώπους σου.
     Ο άγιος Ευδόκιμος λοιπόν από τη νεότητά του είχε ορθόδοξο φρόνημα. Σπεύδει αμέσως όμως ο ποιητής να μας πει ότι η ορθοδοξία του δεν ήταν ένα είδος ιδεολογίας: μία αποδοχή προτάσεων πίστεως, έστω και αληθινών, αλλά εμψυχωνόταν από την ίδια τη ζωή του, την οποία ζούσε καθημερινώς με αγνότητα και αγάπη. Με άλλα λόγια, η ορθοδοξία του αγίου ναι μεν είχε όλα τα στοιχεία της ορθής στον Χριστό πίστεως – ό,τι τελικώς ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως – αλλά την πίστη αυτή τη ζούσε στο εκάστοτε παρόν με έλεγχο των επιθυμιών του, ώστε η εγκράτεια και η σωφροσύνη να τον καθοδηγούν, και με πλήρωση της καρδιάς του από αγάπη. Διότι μία πίστη που δεν ζωντανεύει με την αγάπη, μέσα στα πλαίσια της εγκρατείας, σταματάει να είναι χριστιανική και μπορεί μάλιστα να θεωρείται και δαιμονική: Διότι «και τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίττουσι».
     Ο υμνογράφος όμως με τον λιτό κι επιγραμματικό του τρόπο, μας λέει το πώς ο άνθρωπος, όπως το βλέπουμε στον άγιο Ευδόκιμο, μπορεί να λειτουργεί έτσι ορθόδοξα: «τα δόγματα των Πατέρων φυλάττων αλώβητα». Μόνον εκείνος που βρίσκεται στον ίδιο δρόμο με τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, δηλαδή κρατάει καθαρή τη δική τους παράδοση, συνεπώς και τη δική τους αγιασμένη ζωή, μπορεί τελικώς να είναι ορθόδοξος. Εκείνος που θα πιστέψει ότι είναι ορθόδοξος, διαγράφοντας την Πατερική παράδοση και στήνοντας μία δική του κατανόηση της χριστιανικής πίστεως, πλανάται πλάνην οικτράν. Και τούτο γιατί η ακολουθία των Πατέρων συνιστά ακολουθία του ίδιου του Χριστού, δεδομένου ότι αυτοί έζησαν με τον πιο δυνατό και αυθεντικό τρόπο, και μάλιστα τις περισσότερες φορές δίνοντας και την ίδια τη ζωή τους, τη ζωή Εκείνου. Γι’ αυτό και τονίζεται ποικιλοτρόπως ότι η Εκκλησία μας είναι μεταξύ των άλλων Πατερική, άρα και ορθά αποστολική. Ο άγιος Ευδόκιμος λοιπόν αναδείχθηκε άγιος και δίκαιος, γιατί έζησε σωστά ως ορθόδοξος: πατερικά και εκκλησιαστικά. Κι αυτό μας προτρέπει να κάνουμε κι εμείς, αν επιθυμούμε τον αγιασμό μας
.
 παπα Γιώργης Δορμπαράκης

30 Ιουλίου μνήμη των Αγίων Αποστόλων Σίλα και Σιλουανού εκ των Εβδομήκοντα

0 σχόλια

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΕΚ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ ΣΙΛΑΣ, ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ, ΚΡΗΣΚΗΣ, ΕΠΑΙΝΕΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ


«Οι άγιοι αυτοί απόστολοι, από τον ευρύτερο κύκλο των μαθητών του Κυρίου, τους εβδομήντα, κήρυξαν στη Καρχηδόνα, την Ιταλία και σε όλο τον κόσμο, με πολλή δύναμη και παρρησία, τον λόγο της πίστεως του Χριστού, κι αφού δίδαξαν πολλούς από τους ειδωλολάτρες και τους βάπτισαν, εν ειρήνη παρέδωσαν τα πνεύματά τους στον Θεό».
       Ο Κύριος είναι γνωστό ότι δεν είχε μόνο τους δώδεκα αποστόλους ως μαθητές, αλλά και έναν ευρύτερο κύκλο, τους εβδομήντα. Πέραν αυτών, Τον ακολουθούσαν περιστασιακά και διάφοροι άλλοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ώστε να μπορούμε να λέμε ότι είχε και έναν ακόμη μεγαλύτερο κύκλο ακολούθων Του. Οι δώδεκα βεβαίως είναι αναντικατάστατοι, αποτελώντας τα «θεμέλια της Εκκλησίας», αλλά και οι εβδομήντα εξίσου θεωρούνται απόστολοι, μέτοχοι του αποστολικού αξιώματος, άμεσοι συνεργάτες των δώδεκα μαθητών του Κυρίου. Το χαρισματικό τους στοιχείο κατανοείται από το γεγονός ότι και αυτοί υπήρξαν εξίσου μέτοχοι του αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, αναλαμβάνοντας το έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων, εν υπακοή πάντοτε προς τους μεγάλους αποστόλους και καθοδηγούμενοι από εκείνους. Έτσι και οι σήμερα εορταζόμενοι άγιοι έδωσαν τη ζωή τους ακριβώς γι’ αυτόν τον ευαγγελισμό των ανθρώπων, κηρύσσοντας τη σάρκωση του Χριστού, το Πάθος και την Ανάστασή Του, τη σωτηρία δηλαδή την οποία έφερε στον κόσμο ο Ιησούς Χριστός. 
     Ένας ύμνος από την τετάρτη ωδή του κανόνα της εορτής τους μάλιστα, μάς δίνει το στίγμα συγκεκριμένα του έργου που επιτελούσαν, σε σχέση με τους δώδεκα. Αναφέρεται κυρίως στον άγιο Σίλα, συνεργάτη του αποστόλου Παύλου, αλλ’ εξίσου φωτίζει το έργο και των υπολοίπων. «Στηρίζων παρειμένας, ένδοξε, διανοίας τω λόγω, Σίλα, συν Παύλω τω κήρυκι, πεπόρευσαι εις πάντα κόσμον…». Δηλαδή: Γύρισες όλον τον κόσμο, Σίλα, μαζί με τον Παύλο τον κήρυκα, στηρίζοντας τις παραλυμένες διάνοιες με τον λόγο του Θεού. Ο υμνογράφος ξεκινά με το βασικό ανθρωπολογικό δεδομένο: ο άνθρωπος μετά την πτώση του στην αμαρτία αλλοιώθηκε και η εικόνα του Θεού μέσα του σκοτείνιασε. Αυτό σημαίνει το «παρειμένας διανοίας». Η διάνοια του ανθρώπου, εκείνο που αναφέρεται κατεξοχήν στο λογιστικό της ψυχής του, έχασε τη δύναμή της, διότι ενώ ο Θεός είχε δημιουργήσει τον άνθρωπο ενοποιημένο, δηλαδή όλες οι ψυχικές του δυνάμεις: η διάνοιά του, οι επιθυμίες του, τα συναισθήματά του, να λειτουργούν σε συντονισμό μεταξύ τους και σε αναφορά προς Αυτόν, με αποτέλεσμα και το σώμα να λειτουργεί εν υπακοή σε μια τέτοια ψυχή, ώστε ολόκληρος ο άνθρωπος ως ψυχοσωματική οντότητα να είναι μία διαρκής δοξολογία προς τον Θεό με συνεχή αυξητική πορεία, η αμαρτία ήρθε με τη θέληση του ανθρώπου και με την προτροπή του διαβόλου και τραυμάτισε καίρια αυτήν την ενότητα. Έκτοτε οι ψυχικές δυνάμεις, χάνοντας την αναφορά προς τον Θεό, αποσυντονίστηκαν: η διάνοια «επιμελώς έγκειται εκ νεότητος επί τα πονηρά», το επιθυμητικό στράφηκε μόνο στις επίγειες ηδονές, αγόμενο και φερόμενο από τα σαρκικά πάθη, και το θυμοειδές, τα συναισθήματα δηλαδή, κυριαρχήθηκαν από το έλλειμμα της αγάπης, το μίσος συνεπώς και την έχθρα, ώστε οι ανταγωνισμοί και οι πόλεμοι να γίνουν «φυσική» κατάσταση πια των ανθρώπων. Γι’ αυτό και οι Πατέρες, ιδίως οι νηπτικοί, με τα δεδομένα αυτά, θεωρούν ότι «νόμος της ανθρώπινης διάνοιας έγινε η πλάνη», θέτοντας συνεπώς εν αμφιβόλω οτιδήποτε αυτή συλλαμβάνει μέσα στη διάσπαση του νου και της ψυχής .
     Οι άγιοι λοιπόν απόστολοι, μετά τον ερχομό του Χριστού, ο Οποίος ακριβώς ήλθε για να αποκαταστήσει τον άνθρωπο, ενώνοντάς τον με τον Εαυτό Του και δι’ Εαυτού με τον Θεό Πατέρα, συνεπώς φέρνοντας και την αρχική ενότητα στον ίδιο τον άνθρωπο – η ενότητα με τον Θεό αποκαθιστά και τον ίδιο τον άνθρωπο, δηλαδή ο άνθρωπος βρίσκει την κανονική, φυσική του πορεία ως κατ’ εικόνα Θεού δημιουργημένος – κλήθηκαν από Εκείνον για να μαρτυρήσουν αυτήν την ενότητα που έφερε ο Χριστός. Τις παραλυμένες διάνοιές τους να τις στηρίξουν με αυτό που φέρνει τη δύναμη του Θεού, τον ίδιο τον λόγο Του, και συνεπώς ο άνθρωπος να βρει τη σωτηρία του. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευεργεσία στο ανθρώπινο γένος, δεν υπάρχει μεγαλύτερη προσφορά στον άνθρωπο από τη μαρτυρία του λόγου του Θεού: τη σάρκωση του Χριστού, το Πάθος, την Ανάστασή Του. Αυτά που κηρύσσει δηλαδή πάντοτε η Εκκλησία μας και τα ζούμε, εάν θέλουμε, μέσα στα άγια μυστήριά της.
 παπα Γιώργης Δορμπαράκης