ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

1 Απριλίου μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας ( η μνήμη της τελείται και την Ε΄ Κυριακή των Νηστειών )

0 σχόλια

Οσία Μαρία η Αιγυπτία


91391592191392491392992dr5 
Ἀπῆρε πνεῦμα, σάρξ ἀπερρύη πάλαι.
Τὸν ὅστινον γῆ κρύπτε νεκρὸν Μαρίας.
Πρώτῃ Ἀπριλίου Μαρίη θάνεν εὖχος ἐρήμου.





Βιογραφία

Τον βίο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων (τιμάται 11 Μαρτίου), ο οποίος συνέγραψε διάφορα ασκητικά και υμνογραφικά κείμενα που διαποτίζονται από το πνεύμα της Ορθοδόξου θεολογίας και της ασκητικής παραδόσεως.
Η Οσία Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 – 565 μ.Χ.). Από τα δώδεκα χρόνια της πέρασε στην Αίγυπτο μια ζωή ασωτίας, αφού από την μικρή αυτή ηλικία διέφθειρε την παρθενία της και είχε ασυγκράτητο και αχόρταγο το πάθος της σαρκικής μείξεως. Ζώντας αυτήν την ζωή δεν εισέπραττε χρήματα, αλλά απλώς ικανοποιούσε το πάθος της.
Η ίδια ξαγορεύθηκε στον Αββά Ζωσιμά ότι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεως τινός, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδή το έργο της δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον». Και όπως του απεκάλυψε, είχε ακόρεστη επιθυμία και ακατάσχετο έρωτα να κυλιέται στο βόρβορο που ήταν η ζωή της και σκεπτόταν έτσι ντροπιάζοντας την ανθρώπινη φύση.
Λόγω της άσωτης ζωής και της σαρκικής επιθυμίας που είχε, κάποια φορά ακολούθησε τους προσκυνητές που πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Και αυτό το έκανε, όχι για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό, αλλά για να έχει πολλούς εραστές που θα ήταν έτοιμοι να ικανοποιήσουν το πάθος της. Περιγράφει δε και η ίδια ρεαλιστικά και τον τρόπο που επιβιβάστηκε στο πλοιάριο. Και, όπως η ίδια αποκάλυψε, κατά την διάρκεια του ταξιδιού της δεν υπήρχε είδος ασέλγειας από όσα λέγονται και δεν λέγονται, του οποίου δεν έγινε διδάσκαλος σε εκείνους τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες. Και η ίδια εξέφρασε την απορία της για το πώς η θάλασσα υπέφερε τις ασωτίες της και γιατί η γη δεν άνοιξε το στόμα της και δεν την κατέβασε στον άδη, επειδή είχε παγιδεύσει τόσες ψυχές. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού αυτού δεν αρκέστηκε στο ότι διέφθειρε τους νέους, αλλά διέφθειρε και πολλούς άλλους από τους κατοίκους της πόλεως και τους ξένους επισκέπτες. Και στα Ιεροσόλυμα που πήγε κατά την εορτή του Τιμίου Σταυρού, περιφερόταν στους δρόμους «ψυχᾶς νέων ἀγρεύουσα».
Αισθάνθηκε όμως, βαθιά μετάνοια από ένα θαυματουργικό γεγονός. Ενώ εισερχόταν στο ναό για να προσκυνήσει το Ξύλο του Τιμίου Σταυρού, κάποια δύναμη την εμπόδισε να προχωρήσει. Στην συνέχεια στάθηκε μπροστά σε μία εικόνα της Παναγίας, έδειξε μεγάλη μετάνοια και ζήτησε την καθοδήγηση και βοήθεια της Παναγίας. Με την βοήθεια της Θεοτόκου εισήλθε ανεμπόδιστα αυτή την φορά στον ιερό ναό και προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό. Στην συνέχεια, αφού ευχαρίστησε την Παναγία, άκουσε φωνή που την προέτρεπε να πορευθεί στην έρημο, πέραν του Ιορδάνου. Αμέσως ζήτησε την συνδρομή και την προστασία της Θεοτόκου και ήρε τον δρόμο της προς την έρημο, αφού προηγουμένως πέρασε από την ιερά μονή του Βαπτιστού στον Ιορδάνη ποταμό και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Στην έρημο έζησε σαράντα επτά χρόνια, χωρίς ποτέ να συναντήσει άνθρωπο.
Κατά τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια στην έρημο, πάλεψε πολύ σκληρά για να νικήσει τους λογισμούς και τις επιθυμίες της, ουσιαστικά για να νικήσει τον διάβολο που την πολεμούσε με τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής.
Η Οσία ζούσε δεκαεπτά χρόνια στην έρημο «θηρσὶν ἀνημέροις ταὶς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα». Είχε πολλές επιθυμίες φαγητών, ποτών και «πορνικῶν ᾀσμάτων» και πολλούς λογισμούς που την ωθούσαν προς την πορνεία. Όμως, όταν ερχόταν κάποιος λογισμός μέσα της, έπεφτε στην γη, την έβρεχε με δάκρυα και δεν σηκωνόταν από τη γη «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοὶ ἐδίωξεν». Συνεχώς προσευχόταν στην Παναγία, την οποία είχε εγγυήτρια της ζωής της μετανοίας που έκανε. Το ιμάτιό της σχίσθηκε και καταστράφηκε και έκτοτε παρέμεινε γυμνή. Καιγόταν από τον καύσωνα και έτρεμε από τον παγετό και «ὡς πολλάκις μὲ χαμαὶ πεσοῦσαν ἄπνουν μείναι σχεδὸν καὶ ἀκίνητον».
Ύστερα από σκληρό αγώνα, με τη Χάρη του Θεού και την συνεχή προστασία της Παναγίας, ελευθερώθηκε από τους λογισμούς και τις επιθυμίες, οπότε μεταμορφώθηκε το λογιστικό και παθητικό μέρος της ψυχής της, καθώς επίσης εθεώθηκε και το σώμα της.
Λόγω της μεγάλης πνευματικής της καταστάσεως στην οποία έφθασε η Οσία Μαρία, έλαβε από τον Θεό το διορατικό χάρισμα.
Ήταν γυμνή αλλά το σώμα της υπερέβη τις ανάγκες της φύσεως. Λέγει η ίδια: «Γυνὴ γὰρ εἰμί, καὶ γυμνή, καθάπερ ὁρᾷς, καὶ τὴν αἰσχύνην τοῦ σώματός μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα». Το σώμα τρεφόταν με τη Χάρη του Θεού: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ρήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα». Στη περίπτωσή της, όπως και σε άλλες περιπτώσεις Αγίων, παρατηρούμε ότι αναστέλλονται οι ενέργειες του σώματος. Αυτή η αναστολή των σωματικών ενεργειών οφειλόταν στο ότι η ψυχή της δεχόταν την ενέργεια του Τριαδικού Θεού και αυτή η θεία ενέργεια διαπορθμευόταν και στο σώμα της: «Ἀρκεὶν εἰποῦσα τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεὶν τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον».
Εκείνη την περίοδο ασκήτευε σε ένα μοναστήρι ο Ιερομόναχος Αββάς Ζωσιμάς (τιμάται 4 Απριλίου), που ήταν κεκοσμημένος με αγιότητα βίου. Έβλεπε θεία οράματα, καθώς του είχε δοθεί το χάρισμα των θείων ελλάμψεων, λόγω του ότι ζούσε μέχρι τα πενήντα τρία του χρόνια με μεγάλη άσκηση και ήταν φημισμένος στην περιοχή του. Τότε, όμως, εισήλθε μέσα του ένας λογισμός κάποιας πνευματικής υπεροψίας, για το αν δηλαδή υπήρχε άλλος μοναχός που θα μπορούσε να τον ωφελήσει ή να του διδάξει κάποιο καινούργιο είδος ασκήσεως. Ο Θεός, για να τον διδάξει και να τον διορθώσει, του αποκάλυψε ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στην τελειότητα. Και στην συνέχεια του υπέδειξε να πορευθεί σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν κοντά στον Ιορδάνη ποταμό.
Ο Αββάς Ζωσιμάς υπάκουσε στην φωνή του Θεού και πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, που του υποδείχθηκε. Εκεί συνάντησε τον ηγούμενο και τους μοναχούς, και διέκρινε ότι ακτινοβολούσαν τη Χάρη και την αγάπη του Θεού, ζώντας έντονη μοναχική ζωή με ακτημοσύνη, με μεγάλη άσκηση και αδιάλειπτη προσευχή.
Στο μοναστήρι αυτό υπήρχε ένας κανόνας. Σύμφωνα με αυτόν, την Κυριακή της Τυρινής προ της ενάρξεως της Μεγάλης Σαρακοστής, αφού οι μοναχοί κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν και ασπάζονταν μεταξύ τους, και έπειτα ελάμβαναν ο καθένας τους μερικές τροφές και έφευγαν στην έρημο πέραν του Ιορδάνου, για να αγωνισθούν κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής τον αγώνα της ασκήσεως. Επέστρεφαν δε στο μοναστήρι την Κυριακή των Βαΐων, για να εορτάσουν τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. Είχαν ως κανόνα να μην συναντά κανείς τον άλλο αδελφό στην έρημο και να μην τον ερωτά, όταν επέστρεφαν, για το είδος της ασκήσεως που έκανε την περίοδο αυτή.
Αυτόν τον κανόνα εφάρμοσε και ο Αββάς Ζωσιμάς. Αφού έλαβε ελάχιστες τροφές, βγήκε από το μοναστήρι και πορεύθηκε στην έρημο, έχοντας την επιθυμία να εισέλθει όσο μπορούσε πιο βαθειά σε αυτή, με την ελπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ασκητή που θα τον βοηθούσε να φθάσει σε αυτό που ποθούσε. Πορευόταν προσευχόμενος και τρώγοντας ελάχιστα. Κοιμόταν δε όπου ευρισκόταν.
Είχε περπατήσει μία πορεία είκοσι ημερών όταν, κάποια στιγμή που κάθισε να ξεκουραστεί και έψελνε, είδε στο βάθος μια σκιά που έμοιαζε με ανθρώπινο σώμα. Στην αρχή θεώρησε ότι ήταν δαιμονικό φάντασμα, αλλά έπειτα διαπίστωσε ότι ήταν άνθρωπος. Αυτό το ον που έβλεπε ήταν γυμνό, είχε μαύρο σώμα – το σώμα αυτό προερχόταν από τις ηλιακές ακτίνες – και είχε στο κεφάλι του λίγες άσπρες τρίχες, που δεν έφθαναν πιο κάτω από τον λαιμό. Ο Αββάς Ζωσιμάς έβλεπε την Οσία Μαρία, την ώρα που προσευχόταν. Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία ασκούσε την αδιάλειπτη προσευχή και μάλιστα ο Αββάς Ζωσιμάς την είδε όταν εκείνη ύψωσε τα μάτια της στον ουρανό και άπλωσε τα χέρια της και «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίσουσα, φωνὴ δὲ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Και σε κάποια στιγμή, ενώ εκείνος καθόταν σύντρομος, «ὁρᾷ αὐτὴν ὑψωθείσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι».
Ο Αββάς Ζωσιμάς προσπάθησε να πλησιάσει, για να διαπιστώσει τι ήταν αυτό που έβλεπε, αλλά το ανθρώπινο εκείνο ον απομακρυνόταν. Έτρεχε ο Αββάς Ζωσιμάς, έτρεχε και εκείνο. Και ο Αββάς κραύγαζε με δάκρυα προς αυτό ώστε να σταματήσει, για να λάβει την ευλογία του. Εκείνο όμως δεν ανταποκρινόταν. Μόλις έφθασε ο Αββάς σε κάποιο χείμαρρο και απόκαμε, εκείνο το ανθρώπινο ον αφού τον αποκάλεσε με το μικρό του όνομα, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στον Αββά, του είπε ότι δεν μπορεί να γυρίσει και να τον δει κατά πρόσωπο, γιατί είναι γυναίκα γυμνή και έχει ακάλυπτα τα μέλη του σώματός της. Τον παρακάλεσε, αν θέλει, να της δώσει την ευχή του και να της ρίξει ένα κουρέλι από τα ρούχα του, για να καλύψει το γυμνό σώμα της. Ο Αββάς έκανε ότι του είπε και τότε εκείνη στράφηκε προς αυτόν. Ο Αββάς αμέσως γονάτισε για να λάβει την ευχή της, ενώ το ίδιο έκανε και εκείνη. Και παρέμειναν και οι δύο γονατιστοί «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τὸν ἕτερον».
Επειδή ο Αββάς αναρωτιόταν μήπως έβλεπε μπροστά του κάποιο άυλο πνεύμα, εκείνη διακρίνοντας τους λογισμούς του, του είπε ότι είναι αμαρτωλή, που έχει περιτειχισθεί από το άγιο Βάπτισμα και είναι χώμα και στάχτη και όχι άυλο πνεύμα.
Η Οσία Μαρία κατά την συνάντηση αυτή, αφού αποκάλυψε όλη την ζωή της, ζήτησε από τον Αββά Ζωσιμά να έλθει κατά την Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς, σε έναν ορισμένο τόπο στην όχθη του Ιορδάνη ποταμού, κοντά σε μια κατοικημένη περιοχή, για να την κοινωνήσει, ύστερα από πολλά χρόνια μεγάλης μετάνοιας που μεταμόρφωσε την ύπαρξή της. «Καὶ νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτω τῷ ἔρωτι», του είπε, δηλαδή είχε ακατάσχετο έρωτα να κοινωνήσει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.
Ο Αββάς Ζωσιμάς επέστρεψε στο μοναστήρι χωρίς να πει σε κανένα τι ακριβώς συνάντησε, σύμφωνα άλλωστε και με τον κανόνα που υπήρχε σε εκείνη την ιερά μονή. Όμως, συνεχώς παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να δει και πάλι «τὸ ποθούμενον πρόσωπον» την επόμενη χρονιά και μάλιστα ήταν στεναχωρημένος γιατί δεν περνούσε ο χρόνος, καθώς ήθελε όλος αυτός ο χρόνος να ήταν μία ημέρα.
Το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς από κάποια αρρώστια δεν μπόρεσε να βγει από το μοναστήρι στην έρημο, όπως έκαναν οι άλλοι πατέρες στην αρχή της Σαρακοστής και έτσι παρέμεινε στο μοναστήρι. Και την Κυριακή των Βαΐων, όταν είχαν επιστρέψει οι άλλοι πατέρες της Μονής, εκείνος ετοιμάσθηκε να πορευθεί στον τόπο που του είχε υποδείξει η Οσία, για να την κοινωνήσει.
Την Μεγάλη Πέμπτη πήρε μαζί του σε ένα μικρό ποτήρι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, πήρε μερικά σύκα και χουρμάδες και λίγη βρεγμένη φακή και βγήκε από το μοναστήρι για να συναντήσει την Οσία Μαρία. Επειδή όμως εκείνη αργοπορούσε να έλθει στον καθορισμένο τόπο, ο Αββάς προσευχόταν στον Θεό με δάκρυα να μην του στερήσει λόγω των αμαρτιών του την ευκαιρία να τη δει εκ νέου.
Μετά την θερμή προσευχή την είδε από την άλλη πλευρά του Ιορδάνη ποταμού, να κάνει το σημείο του Σταυρού, να πατά πάνω στο νερό του ποταμού «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐπάνω καὶ πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στην συνέχεια η Οσία τον παρακάλεσε να πει το Σύμβολο της Πίστεως και το «Πάτερ ἠμῶν». Ακολούθως ασπάσθηκε τον Αββά Ζωσιμά και κοινώνησε των ζωοποιών Μυστηρίων. Έπειτα ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, αναστέναξε με δάκρυα και είπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλη σου, ὢ Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου».
Στην συνέχεια, αφού τον παρακάλεσε να έλθει και το επόμενο έτος στο χείμαρρο που την είχε συναντήσει την πρώτη φορά, ζήτησε την προσευχή του. Ο Αββάς άγγιξε τα πόδια της Οσίας, ζήτησε και αυτός την προσευχή της και την άφησε να φύγει «στένων καὶ ὀδυρόμενος», διότι τολμούσε «κρατῆσαι τὴν ἀκράτητον». Εκείνη έφυγε κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ήλθε, πατώντας δηλαδή πάνω στα νερά του Ιορδάνη ποταμού.
Το επόμενο έτος, σύμφωνα και με την παράκληση της Οσίας, ο Αββάς βιαζόταν να φθάσει «πρὸς ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα». Αφού βάδισε πολλές ημέρες και έφθασε στον τόπο εκείνο, έψαχνε «ὡς θηρευτὴς ἐμπειρότατος» να δει «τὸ γλυκύτατο θήραμα», την Οσία του Θεού. Όμως δεν την έβλεπε πουθενά. Τότε άρχισε να προσεύχεται στον Θεό κατανυκτικά: «Δεῖξον μοί, Δέσποτα, τὸν θησαυρόν σου τὸν ἄσυλον, ὃν ἐν τῆδε τὴ ἐρήμω κατέκρυψας, δεῖξον μοί, δέομαι, τὸν ἐν σώματι ἄγγελον, οὐ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἀπάξιος». Για τον Αββά Ζωσιμά η Οσία Μαρία ήταν άθικτος θησαυρός, άγγελος μέσα σε σώμα, που ο κόσμος δεν ήταν άξιος να τον έχει. Και προσευχόμενος με τα λόγια αυτά είδε «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τᾶς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολᾶς ὄρασαν κειμένην τὸ σχήματι». Βρήκε δε και δική της γραφή που έλεγε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τὸ τόπω τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τὴ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Την βρήκε δηλαδή νεκρή, κείμενη στην γη, με τα χέρια σταυρωμένα και βλέποντας προς την ανατολή. Συγχρόνως βρήκε και γραφή που τον παρακαλούσε να την ενταφιάσει.
Η Οσία κοιμήθηκε την ίδια ημέρα που κοινώνησε, αφού είχε διασχίσει σε μία ώρα απόσταση την οποία διήνυσε το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς σε είκοσι ημέρες. Γράφει ο Άγιος Σωφρόνιος: «καὶ ἥνπερ ὤδευσεν ὁδὸν Ζωσιμᾶς διὰ εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν Θεὸν ἐξεδήμησεν». Το σώμα της είχε αποκτήσει άλλες ιδιότητες, είχε μεταμορφωθεί.
Στην συνέχεια ο Αββάς Ζωσιμάς, αφού έκλαψε πολύ και είπε ψαλμούς κατάλληλους για την περίσταση, «ἐποίησεν εὐχὴν ἐπιτάφιον». Και μετά με μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τὸ σῶμα τοὶς δακρύσι» επιμελήθηκε τα της ταφής. Επειδή, όμως, η γη ήταν σκληρή και ο ίδιος ήταν προχωρημένης ηλικίας, γι’ αυτό δεν μπορούσε να την σκάψει και βρισκόταν σε απορία. Τότε «ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστώτα καὶ τὰ ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδή είδε ένα λιοντάρι να στέκεται δίπλα στο λείψανο της Οσίας και να γλείφει τα ίχνη της. Ο Αββάς τρόμαξε, αλλά το ίδιο το λιοντάρι «οὐχὶ τοῦτον τοὶς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλὰ καὶ προθέσει», δηλαδή το ίδιο το λιοντάρι καλόπιανε τον Αββά και τον παρακινούσε και με τις κινήσεις του και με τις προθέσεις του, να προχωρήσει στον ενταφιασμό της. Λαμβάνοντας ο Αββάς θάρρος από το ήμερο του λιονταριού, το παρακάλεσε να σκάψει αυτό το ίδιο τον λάκκο, για να ενταφιασθεί το ιερό λείψανο της Οσίας Μαρίας, επειδή εκείνος αδυνατούσε. Το λιοντάρι υπάκουσε. «Εὐθὺς δὲ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδή με τα μπροστινά του πόδια άσκαψε το λάκκο, όσο έπρεπε, για να ενταφιασθεί το σκήνωμα της Οσίας Μαρίας.
Ο ενταφιασμός της Οσίας έγινε προσευχομένου του Αββά Ζωσιμά και του λιονταριού «παρεστῶτος». Μετά τον ενταφιασμό έφυγαν και οι δύο, «ὁ μὲν λέων ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησε. Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἠμῶν».
Και ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, καταλήγει ότι έγραψε αυτό το βίο «κατὰ δύναμιν» και «τῆς ἀληθείας μηδὲν προτιμῆσαι θέλων».
Ο βίος της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, δείχνει πως μία πόρνη μπορεί να γίνει κατά Χάριν θεός, πως ο άνθρωπος μπορεί να γίνει άγγελος εν σώματι και πως η κατά Χριστόν ελπίδα μπορεί να αντικαταστήσει την υπό του διαβόλου προερχόμενη απόγνωση. Στο πρόσωπο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας βλέπουμε τον άνθρωπο που αναζητά την ηδονή και κυνηγά τους ανθρώπους για την ικανοποίησή τους, αλλά όμως με τη Χάρη του Θεού μπορεί να εξαγιασθεί τόσο πολύ, ώστε να φθάσει στο σημείο να την κυνηγούν οι Άγιοι για να λάβουν την ευλογία της και να ασπασθούν το τετιμημένο της σώμα, καθώς επίσης να τη σέβονται και τα άγρια ζώα.
Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία με την μετάνοιά της, την βαθιά της ταπείνωση, την υπέρβαση εν Χάριτι του θνητού και παθητού σώματός της, αφ’ ενός μεν προσφέρει μια παρηγοριά σε όλους τους ανθρώπους, αφ’ ετέρου δε ταπεινώνει εκείνους που υπερηφανεύονται για τα ασκητικά τους κατορθώματα. Δεν ημέρωσε μόνο τα άγρια θηρία που υπήρχαν μέσα της, δηλαδή τα άλογα πάθη, αλλά υπερέβη όλα τα όρια της ανθρώπινη φύσεως και ημέρωσε ακόμη και τα άγρια θηρία της κτίσεως.
Αυτός είναι ο σκοπός και ο πλούτος της ενανθρωπίσεως του Χριστού, που φυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία. Με την αποκαλυπτική θεολογία και την εν Χριστώ ζωή ο άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά.
Η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας και την Ε' Κυριακή των Νηστειών.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Μαρία τό πνεῦμά σου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φωτισθεῖσα ἐνθέως Σταυροῦ τὴ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθης φωτοφανῆς λαμπηδών, τῶν παθῶν τὸν σκοτασμὸν λιποῦσα πάνσεμνε, ὅθεν ὡς ἄγγελος Θεοῦ, Ζωσιμᾶ τῷ ἱερῷ, ὠράθης ἐν τὴ ἐρήμω, Μαρία «Ὅσιε Μῆτερ» μεθ’ οὐ δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ πορνείαις πρότερον, μεμεστωμένη παντοίαις, Χριστοῦ νύμφη σήμερον, τῇ μετανοίᾳ ἐδείχθης, Ἀγγέλων τήν πολιτείαν ἐπιποθοῦσα, δαίμονας, Σταυροῦ τῷ ὄπλῳ καταπατοῦσα, διά τοῦτο βασιλείας, ἐφάνης νύμφη Μαρία πάνσεμνε .

Πρόγραμμα Ιερών Ακολουθιών Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδος , Διακαινησίμου και μηνός Απριλίου 2015 του ιερού ναου μας .

0 σχόλια

Πρόγραμμα Ιερών Ακολουθιών Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδος , Διακαινησίμου και μηνός Απριλίου



ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ



ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ (5/4):



7:00 - 10:30 π.μ. Όρθρος & Θεία Λειτουργία.


7:30 - 9:00 μ.μ. Ακολουθία του Νυμφίου.





ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ (6/4) 

& ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ (7/4):


7:30 - 9:30 π.μ. Ώρες & Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων.


7:30 - 9:00 μ.μ. Ακολουθία του Νυμφίου.




ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΗ ΑΣΘΕΝΩΝ & ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ


ΣΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΜΟΝΟ : ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ και ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ ΚΑΤΟΠΙΝ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΕΩΣ




ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ (8/4) :



7:30 - 9:45 π.μ. Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων.


5.30 μ.μ. Το μυστήριο του Ιερού Ευχελαίου και εν συνεχεία η Ακολουθία του Όρθρου της Μ. Πέμπτης.




ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ (9/4) :



7:00 - 9:00 π.μ. Εσπερινός και Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου.


7:00 - 10:30 μ.μ. Ακολουθία των Αγίων Παθών.




ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ (10/4):



8:00 - 12:30 π.μ. Μεγάλες Ώρες - Εσπερινός - Αποκαθήλωση


7:00 μ.μ. Ακολουθία Επιταφίου Θρήνου

9.00 μ.μ. Έξοδος και περιφορά του Ιερού Επιταφίου από τις οδούς : 

Ι. Ναός - Διδυμοτείχου - Ζάκκα - Π.Τσαλδάρη -Αθ.Διάκου-Κ.Καραμανλή - Ανδρ.Δημητρίου - Λαγκαδά - Ι. Ναός. 

Θερμή παράκληση απευθύνουμε σε όσους ενορίτες διαμένουν στους παραπάνω δρόμους να φροντίσουν για τον φωτισμό των σπιτιών τους και την τοποθέτηση αναμμένου θυμιατού και κεριών στα μπαλκόνια ,στοιχεία που προσδίδουν μεγαλοπρέπεια, κατάνυξη και προπάντων σεβασμό στην Περιφορά του Επιταφίου του Χριστού μας.




ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ (11/4):



7:00 - 9:30 π.μ. Εσπερινός και Θεία Λειτουργία του Μεγ. Βασιλείου.


11:00 μ.μ. Μεσονυκτικό Αναστάσεως.




ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ




12:00 - 2.00 π.μ. Αναστάσιμη Ακολουθία - Όρθρος & Θεία Λειτουργία


11:30 π. μ. Εσπερινός της Αγάπης


 

ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑ 
 

ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΝ ΜΗΝΟΣ AΠΡΙΛΙΟΥ


1. Εσπερινός: 6:00 μ.μ.


2. Όρθρος & Θεία Λειτουργία (7:30 - 9:30 π.μ.) κατά τις ημέρες :


Δευτέρα 13/4, Δευτέρα της Διακαινησίμου,

Τρίτη 14/4 , Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου & Ειρήνης , 

Παρασκευή 17/4, Υπεραγίας Θεοτόκου της Ζωοδόχου Πηγής ,

Τρίτη 21/4, Αγίας μάρτυρος Αλεξάνδρας , 

Πέμπτη 23/4, Αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου , 

Σάββατο 25/4, Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου . 

 
3.Παράκλησις Υπεραγίας Θεοτόκου: Τετάρτη 29/4, μετά τον εσπερινό.


4. Αγιασμός μηνός Μαϊου : Πέμπτη 30/4 , μετά τον εσπερινό.




                                  ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ !!!!! 

 

31 Μαρτίου μνήμη του Αγίου ιερομάρτυρος Υπατίου επισκόπου Γαγγρών

0 σχόλια

Άγιος Υπάτιος επίσκοπος Γαγγρών 









         













 
 
 
 
Ο Άγιος Υπάτιος ήταν μορφή από εκείνες που δόξασαν την Εκκλησία στους πρώτους αιώνες της και αγωνίσθηκαν για το θρίαμβο του χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας. Ήταν επίσκοπος Γαγγρών στα χρόνια του Μεγάλου. Κωνσταντίνου και συμμετείχε στην Α' Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια (325 μ.Χ.), κατά της πλάνης του Αρείου. Στο ποιμαντικό του έργο,
εξακολούθησε να διδάσκει και να καθοδηγεί το ποίμνιο του, αλλά κυρίως αντιμαχόταν τις αιρέσεις, και ιδιαίτερα την αίρεση των Ναυτιανών. Η επιτυχία με την οποία καταπολεμούσε τους Ναυτιανούς, ξεσήκωσε τα άγρια πάθη τους και ζητούσαν την εξόντωση του. Έτσι, το έτος 326 μ.Χ. πλήρωσαν κάποιους ειδωλολάτρες, οι οποίοι σε κρημνώδη περιοχή επιτέθηκαν κατά του Αγίου με ξύλα και πέτρες και τον άφησαν μισοπεθαμένο. Πριν ξεψυχήσει, μία εκ των φανατικών αιρετικών γυναικών τον θανάτωσε διά λίθου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ὑπάτιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῶ, καὶ πρόεδρος ἔνθεος, τῆς Ἐκκλησίας Γαγγρῶν, ἐδείχθης Ὑπάτιε, Ὅθεν θαυματουργίαις, διαλάμπων ποικίλαις, σύνθρονον τῷ Τεκόντι, τὸν Υἷον ὠμολώγεις, δι' ὃν καὶ χαίρων ἤθλησας, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν ζωοποιόν, τελέσας ἱερουργίαν, καὶ τῶν δωρεῶν, τὸ τάλαντον ἐπαύξησας, ὡς θυσία προσήχθης, καὶ κάρπωμα ἔνθεον, δι’ ἀθλήσεως Ὑπάτιε, τῷ δοξάσαντι τὸν βίον σου, τοῖς ἀρρήτοις Πάτερ θαύμασιν. Αὐτὸν δυσώπει ἀεί, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον
Ὁμοουσιότητος τοῦ Πατρός, καὶ Υἱοῦ παμμάκαρ, χρηματίζων κῆρυξ λαμπρός, ἀθλήσει σφραγίζεις, τὸν θαυμαστόν σου βίον, Ὑπάτιε θεόφρον, Γαγγρῶν ὁ πρόεδρος.
Πηγή: saint.gr

30 Μαρτίου μνήμη του Οσίου πατρός ημών Ιωάννου του συγγραφέως της Κλίμακος και της Αγίας μάρτυρος Ευβούλης , μητρός του Αγίου Παντελεήμονος .

0 σχόλια



Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης (της Κλίμακος β')

ΑΧΙΛΛΕΑ ΠΙΤΣΙΛΚΑ

 Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ


Η καταγωγή και η μόρφωσή του

 Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, που είναι πιο πολύ γνωστός ως ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακας, δεν είναι ακριβώς γνωστό που γεννήθηκε. Κατά τις πιθανολογίες βέβαια του Δημητρίου Ροστοβίας, ο άγιος Ιωάννης καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, στην οποία και εσπούδασε, ως τέκνο του Ξενοφώντος και της Μαρίας. Άλ­λοι όμως ερευνητές υποθέτουν ότι καταγόταν πι­θανότατα από την περιοχή της Παλαιστίνης ή της Αιγύπτου, εφόσον στην ηλικία των δεκαέξι μόλις ετών ανέβηκε στο όρος Σινά, για να γίνει μοναχός. Άγνωστος όμως δεν είναι μονάχα ο τό­πος, αλλά και ο χρόνος της γέννησης του αγίου, όπως επίσης και του θανάτου του. Άλλοι, υπο­στηρίζουν ότι ο άγιος έδρασε μεταξύ των ετών 525 και 600 μ.Χ. Άλλοι τοποθετούν τη γέννηση του αγίου προ του 579 μ.Χ. και το θάνατό του γύ­ρω στο 649 μ.Χ. Πιθανότερο όμως φαίνεται να γεννήθηκε κατά το 525 μ.Χ. και να εκοιμήθη κα­τά το 610 μ.Χ. ή ίσως και λίγο αργότερα. Όπως και να έχει το πράγμα πάντως, ένα οπωσδήποτε είναι βέβαιο, το ότι ο άγιος μορφώθηκε κατά την παιδική και νεανική ηλικία του πάρα πολύ και για το λόγο αυτό χαρακτηρίσθηκε αργότερα, ε­ξαιτίας των συγγραμμάτων του, όχι μονάχα ως «νέος Μωυσής», ως σχεδιάσας την «θεοτύπωτον νομοθεσίαν και θεωρίαν», δηλαδή, την Κλίμακα, αλλά και ως «σχολαστικός», εξαιτίας της μεγά­λης σχολαστικότητας, με την οποία επεξεργάζε­ται τα θέματά του ή σωστότερα ακρίβειας. Παρά τη μεγάλη σοφία του όμως, ο άγιος δεν ξιππάστηκε, αλλά παρέμεινε, όπως θα φανεί και πιο κάτω, μέχρι το θάνατό του απλός και ταπεινός, χαρακτηρίζοντας για τούτο τον εαυτό του πάντο­τε ως αμαθή και στους λόγους του ως ιδιώτη.

Η αφιέρωσή του στο Θεό και η μοναχική κουρά. 

Όταν ο άγιος έφθασε στην ηλικία των δεκαέ­ξι ετών, «προσενήνοχεν εαυτόν θύμα ιερώτατον τω Θεώ εν τω Σιναίω όρει ανελθών και μονάσας». Ανέβηκε, δηλαδή από τη χαμηλότερη πε­ριοχή, στην οποία ζούσε μέχρι τη στιγμή εκείνη, στο όρος Σινά, όπου ζήτησε να γίνει μοναχός στη μονή της αγίας Αικατερίνης, που, κατά τον ιστορικό Προκόπιο, είχε ιδρυθεί από τον αυτο­κράτορα Ιουστινιανό προς τιμήν της Θεοτόκου. Στην περίσταση εκείνη ο ηγούμενος της μονής παρέδωσε το νεαρό Ιωάννη, που χαρακτηρίζεται από το βιογράφο του, εξαιτίας της ωριμότητάς του της πνευματικής, ως «χιλιονταετής», στην καθοδήγηση του γέροντα Μαρτυρίου, ώστε να δαμάσει με την εμπειρία του, σαν άριστος «πωλοδάμνης», τα πάθη του νεαρού υποτακτικού του. Στο γέροντα ακριβώς αυτόν, που χαρακτηρί­ζεται και ως «παιδοτρίβης», ο άγιος έσκυψε τότε το κεφάλι του και έκανε υπακοή απόλυτη στα παραγγέλματά του, ώστε να διαπεράσει «ακινδύνω οδηγία» το βαρύ πέλαγος της ζωής αυτής και να φθάσει τελικά στο ουράνιο λιμάνι. Η υ­πακοή, δηλαδή που έδειξε στο γέροντά του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο άγιος να παρουσιάζεται α­πό το βιογράφο του ως «άλογόν τε και αθέλητον ψυχήν έχων και της φυσικής ιδιότητος απηλλαγμένην πάντη». Με την ακριβέστατη αυτή υπακοή του στο γέροντα Μαρτύριο, ο άγιος πέρασε στην πραγματικότητα από τη γνώση «της εγκυκλίου σοφίας» και το «φρύαγμα της φιλοσοφίας» στην έμπρακτη χριστιανική ζωή, «ουρανίω ιδιωτεία μαθητευόμενος».
Για το λόγο αυτό ο γέροντάς του Μαρτύριος αποφάσισε, ύστερα από τέσσερα έτη δοκιμασίας του, κατά τα όποια είχε την ψυχή του ολόκληρη «εν τω ουρανίω όρει», να τον κείρει τελικά μονα­χό, βλέποντας την παραδειγματική υπακοή και ταυτόχρονα την άγια ζωή του νεαρού υποτακτι­κού του. Για το σκοπό αυτό παρέλαβε μία ήμερα μαζί του τον άγιο και κάποιους άλλους μοναχούς και ανέβηκε στην κορυφή του Σινά, όπου τον έκειρε με κάθε ιεροπρέπεια και κατάνυξη μοναχό. Κατά την ήμερα μάλιστα της χειροτονίας εκεί­νης, κατά την οποία ο άγιος ήταν είκοσι ετών, ο ξακουσμένος για την αγιότητα και τη σοφία του αββάς Στρατήγιος είπε γι' αυτόν με το χάρισμα το προορατικό, που τον διέκρινε, ότι «μέγας α­στήρ γενήσεται». Εκτός από τον αββά Στρατήγιο επαινετικά για τον άγιο εκφράσθηκαν, μετά τη μοναχική κουρά του, και άλλοι διάσημοι α­σκητές, τους οποίους επισκέφθηκαν ο αββάς Μαρτύριος και ο υποτακτικός του σε μία πνευμα­τική οπωσδήποτε περιοδεία τους. Κατά την πε­ριοδεία τους δε αυτή, κατά την οποία προσπάθη­σαν να συλλέξουν, σαν πολύτιμα μαργαριτάρια, ό,τι καλό διέκριναν στη ζωή ξακουσμένων ασκη­τών, έφθασαν και στην έρημο της Σκήτης της Αιγύπτου, στο μοναστήρι των Ταβεννών και σε άλλα μεγάλα ασκητήρια. Στα ασκητήρια αυτά οι δύο ασκητές επισκέπτονταν συνήθως κάποιους χαρισματούχους μοναχούς, για να ζητήσουν, ό­πως ήταν επόμενο, τις συμβουλές και τις ευχές τους. Δύο από τους χαρισματούχους αυτούς α­σκητές φανέρωσαν με το προορατικό χάρισμα που είχαν το μέλλον του αγίου. Ο ένας από αυ­τούς ήταν ο αββάς Αναστάσιος ο Σιναΐτης, που μόλις αντίκρυσε τον άγιο, στράφηκε προς τον αββά Μαρτύριο και είπε:
-«Ειπέ, αββά Μαρτύριε, πόθεν ο παις ούτος και τις αυτόν εκούρευσεν;».
-«Δούλος σου έστι, πάτερ», αποκρίθηκε ο Μαρτύριος, «καγώ εκούρευσα αυτόν».
-«Βαβαί, αββά Μαρτύριε», είπε τότε ο Ανα­στάσιος, «τις είπη ότι ηγούμενον του Σινά εκούρευσας;». Πω πω, δηλαδή, αββά Μαρτύριε, που να ήξερες ότι έκανες μοναχό έναν άνθρωπο, που θα γίνει αργότερα ηγούμενος στο μεγάλο μονα­στήρι του Σινά!
Παρόμοια με την πιο πάνω ήταν και η πρόρρηση, που έκανε για τον άγιο αυτήν την εποχή και ο μέγας γέροντας Ιωάννης ο Σαββαΐτης, που ασκήτευε στην έρημο του Γουδά. Η πρόρρηση όμως αυτή έγινε κατά τρόπο πιο παραστατικό. Ό­ταν, δηλαδή έφθασαν στο ασκητήριό του ο γέρο­ντας Μαρτύριος και ο άγιος, ο γέροντας Ιωάν­νης, που είχε την εποχή εκείνη φήμη θαυματουρ­γού, σηκώθηκε επάνω και, παίρνοντας στα χέρια του μία λεκάνη με νερό, ένιψε τα πόδια του α­γίου και φίλησε τα χέρια του, χωρίς να κάνει το ίδιο και στο γέροντα Μαρτύριο. Η συμπεριφορά αυτή σκανδάλισε, όπως ήταν επόμενο, το νεαρό υποτακτικό του, που απορρημένος ρώτησε το γέ­ροντά του, γιατί φέρθηκε διαφορετικά απέναντι των δύο εκείνων επισκεπτών του.
«Πίστευσον, τέκνον», του αποκρίθηκε τότε ο μέγας εκείνος γέροντας, «εγώ, τις έστιν ο παις, ουκ οίδα. αλλ' εγώ ηγούμενον του Σινά εδεξάμην και τους πόδας του ηγουμένου ένιψα».

 Η ζωή του στην έρημο 

Ύστερα από δεκαεννιά χρόνια κοινοβιακής ζωής στο μεγάλο μοναστήρι του Σινά, ο γέροντας του αγίου Μαρτύριος παρέδωσε κάποια στιγμή την ψυχή του στο Θεό, αφήνοντας πίσω του έναν αντάξιο διάδοχό του. Ο θάνατος όμως αυτός ήταν οριακός για την πιο πέρα πορεία του ίδιου του αγίου, που στο μεταξύ είχε χειροτονη­θεί διάκονος και ιερέας για τις ανάγκες του μο­ναστηριού τους, γιατί αποφάσισε να ζήσει στο εξής στην έρημο, σαν αναχωρητής ή ερημίτης. Για το θέμα βέβαια αυτό είχε πάρει ήδη τη συ­γκατάθεση και του γέροντά του Μαρτυρίου, πριν από την κοίμησή του. Γι' αυτό ύστερα από αυ­τήν, πήρε, χωρίς δυσκολία, την ευλογία και από άλλους γέροντες του μεγάλου μοναστηριού τους και μάλιστα από τον ηγούμενο και από το φημι­σμένο για την αγιότητά του γέροντα της περιο­χής τους Γεώργιο τον Αρσελαΐτη και έτσι προ­χώρησε «επί το της ησυχίας στάδιον», έχοντας στα χέρια του, σαν όπλα πνευματικά "προς καθαίρεσιν οχυρωμάτων", τας του μεγάλου (γέροντος) ευχάς.
Πριν, όμως, από την αναχώρησή του αυτή έ­κανε μία προσκυνηματική περιοδεία, ως ιερέας πλέον, στα μεγάλα μοναστικά κέντρα και ερημητήρια της Σκήτης και των Ταβεννών, για να συμβουλευθεί και άλλους γέροντες για τη νέα ζωή που σκόπευε να αρχίσει, συλλέγοντας ταυτόχρο­να, σαν τη φιλόπονη μέλισσα, το πνευματικό νέ­κταρ της θεοφώτιστης διδασκαλίας τους. Ό,τι καλό μάλιστα έβλεπε, το σημείωνε στα δελτάριά του, για να το χρησιμοποιήσει αργότερα στη συγγραφή της περίφημης Κλίμακας. «Εγώ δε πάντων ακηκοώς», σημειώνει σε μία τέτοια περί­σταση για την ταπείνωση, «και εν εαυτώ ταύτα επεσκεμμένως τε και νηφόντως βεβασανικώς την μακαρίαν εκείνης αίσθησιν (δηλαδή, της ταπεί­νωσης) δι' ακοής μανθάνειν ου δεδύνημαι».
Ύστερα δε από την περιοδεία εκείνη, κατά την οποία απέκτησε ήδη τη φήμη μεγάλου ασκη­τού και διακριτικού πρεσβυτέρου, ο άγιος κατέ­φυγε, στην ηλικία των 35 περίπου ετών, στην ε­ρημική τοποθεσία Θολάς, που, κατά το βιογράφο του, απείχε πέντε περίπου σημεία από το μεγάλο κοινόβιο, δηλαδή δύο ώρες πορείας, για να βρει την ποθητή σ' αυτόν ησυχία, προχωρώντας στο εξής σε μεγαλύτερα πνευματικά αθλήματα. Φθά­νοντας εκεί ο άγιος βρήκε ένα φυσικό σπήλαιο, που σχηματίσθηκε με την πτώση δύο πελώριων γρανίτινων βράχων, και το διασκεύασε σε κελλί για την εγκατοίκηση και την άσκησή του. Στο σπήλαιο ακριβώς αυτό, που διαμορφώθηκε σήμε­ρα σε εκκλησάκι προς τιμήν του, ο άγιος έζησε για σαράντα ολόκληρα χρόνια «ανολιγώρως», δηλαδή, «διακαεί έρωτι και πυρί πυρπολούμενος αεί». «Ο δε πας δρόμος», σημειώνει γι' αυτόν ο βιογράφος του, «προσευχή αέναος και προς Θεόν έρως ανείκαστος». Ολόκληρη, δηλαδή η ερημητική ζωή του δεν ήταν στην πραγματικότητα τίποτε άλλο, παρά μία διαρκής και ολόθερμη προσευχή προς το Θεό, τον Οποίο έβλεπε ακα­τάπαυστα με τα μάτια της ψυχής του, μη χορταί­νοντας από τη θέα αυτή ποτέ.
Εκτός από την αδιάλειπτη προσευχή όμως, ο άγιος είχε, σαν όπλο του πνευματικό, και την ακατάπαυστη μελέτη των θεόπνευστων βιβλίων της Αγίας Γραφής και των θεοφώτιστων συγγραμμάτων των αγίων Πατέρων, με την οποία ε­ξουδετέρωνε το πάθος της ακηδίας. Η μελέτη μάλιστα αυτή δε γινόταν επιπόλαια, αλλά με σύ­στημα και επιμονή, εφόσον σημείωνε ταυτόχρο­να με την εργασία της αδιάλειπτης προσευχής τα σπουδαιότερα χωρία από τα έργα που μελετούσε σε ειδικά δελτάρια. «Πλείστα τε προ του ύπνου ηύχετο», σημειώνει ο βιογράφος του, «και δελ­τία κατέττατε. τούτο γαρ ην αυτώ ακηδίας... φίμωτρον».

Θαύματα του αγίου

Στην περίοδο της άσκησής του αυτής, όπως επίσης και στην περίοδο της ηγουμενίας του, αναφέρονται από το βιογράφο του αγίου και κά­ποια θαύματα, που πραγματοποίησε με την επίκληση του ονόματος του Κυρίου. Τα αναφερόμε­να θαύματα ήταν τα εξής:
1) Η σωτηρία του μαθητού του Μωυσή από τον κίνδυνο.
Κατά τη μαρτυρία του Δανιήλ του Ραϊθηνού, ο Μωυσής αυτός ήταν ένας νέος, που αγαπούσε ιδιαίτερα τον μονήρη βίο. Γι' αυτό παρακάλεσε μία ημέρα τον άγιο να τον κρατήσει κοντά του, ώστε να οδηγηθεί με τις συμβουλές και την κα­θοδήγησή του «προς την όντως φιλοσοφίαν». Ο άγιος βέβαια στην αρχή δεν ήθελε να τον κρατή­σει κοντά του, γνωρίζοντας τις δυσκολίες της ερημητικής ζωής. Εκείνος όμως επέμενε, βάζο­ντας για την επιτυχία του σκοπού του και μεσί­τες από το μεγάλο ίσως μοναστήρι. Για το λόγο αυτό ο άγιος φάνηκε τελικά υποχωρητικός, κρα­τώντας το Μωυσή κοντά του. Ζήτησε όμως από αυτόν προκαταβολικά να κάνει υπακοή «εν παντί», ενώ εκείνος δέχθηκε παρευθύς όλους τους όρους του αγίου. Ύστερα δε από τη συμφωνία ε­κείνη, ο άγιος έστειλε μία ημέρα τον υποτακτικό του αυτόν να μεταφέρει λίγο χώμα εκλεκτό για τις λαχανίδες του κήπου τους. Στο πρόσταγμα ε­κείνο ο αποφασισμένος για την υπακοή Μωυσής πειθάρχησε παρευθύς προσπαθώντας να φέρει σε πέρας το έργο, που του είχε αναθέσει ο γέροντάς του άοκνα. Παρά την προθυμία όμως, με την ο­ποία άρχισε την εργασία εκείνη, όταν έφθασε το μεσημέρι, κουράσθηκε, γιατί ήταν ο τελευταίος μήνας του καλοκαιριού και η ζέστη πάρα πολύ μεγάλη. Έτσι κάθησε να ξεκουρασθεί στη σκιά κάποιου πελώριου βράχου, που ήταν εκεί κοντά, χωρίς να προσέξει, ότι ήταν έτοιμος να καταπέ­σει. Καθώς μάλιστα ξεκουραζόταν αμέριμνος, α­ποκοιμήθηκε. Την ώρα ακριβώς εκείνη ο άγιος βρισκόταν στο κελλί του και προσευχόταν, χω­ρίς όμως να ξεχνά βέβαια και το νεαρό υποτακτι­κό του. Σε κάποια στιγμή όμως καταλήφθηκε και αυτός από έναν ύπνο λεπτότατο, εξαιτίας προφα­νώς της μεγάλης ζέστης του καλοκαιριού. Στον ύπνο του ακριβώς αυτόν ένιωσε κάποια στιγμή να τον σκουντά ένας άνδρας ιεροπρεπής και επι­τιμητικά να του λέγει: -«Πώς αμερίμνως υπνείς, ο δε Μωυσής εν κινδύνω διατελεί;». Πώς μπο­ρείς, δηλαδή, να κοιμάσαι, Ιωάννη, τη στιγμή που ο υποτακτικός σου Μωυσής βρίσκεται σε με­γάλο κίνδυνο;
Στο άκουσμα των λόγων εκείνων ο άγιος ανα­πήδησε και επιδόθηκε πάραυτα με όλη τη θέρμη και το ζήλο της καρδιάς του σε μία απεγνωσμένη προσευχή για τη σωτηρία του μαθητού. Η προσευχή αυτή έκανε τότε το θαύμα της, γιατί ο Μωυσής άκουσε μέσα στο βαθύ ύπνο του τον γέρο­ντά του να τον φωνάζει και, ξυπνώντας, έσπευσε παρευθύς προς το μέρος του. Μόλις έκανε όμως κάποια βήματα, ο τεράστιος λίθος, κάτω από τον οποίο ήταν ξαπλωμένος, κατέπεσε, αφήνοντας εμβρόντητο το Μωυσή, που έσπευσε να διηγηθεί στο γέροντά του τα όσα διέτρεξαν. Στο άκουσμα των πιο πάνω ο «ταπεινόνους» γέροντας δόξαζε τότε «κρυφίαις βοαίς και βίαις αγάπης» τον πα­ντοδύναμο Κύριο, που άκουσε την προσευχή του και έσωσε το νεαρό εκείνο και υπάκουο υποτα­κτικό (ΡG. 88, 604ΑΒ).
2) Η απελευθέρωση του Ισαάκιου από το σαρκικό πάθος.
Ένα δεύτερο θαύμα του αγίου αναφέρεται στην απελευθέρωση του αναχωρητού Ισαάκιου α­πό το δαίμονα της φιλοσαρκίας. Μία ημέρα ο Ισαάκιος που δοκιμαζόταν από ένα πολύ δυνατό σαρ­κικό πειρασμό, καταλήφθηκε από θλίψη μεγάλη και αθυμία. Για το λόγο αυτό ήρθε τρέχοντας προς τον άγιο, στον οποίο φανέρωσε με δάκρυα πολλά και με αναστεναγμούς της καρδιάς του τον πόλε­μο, που εσωτερικά δοκίμαζε. Στο άκουσμα των λόγων του Ισαάκιου ο άγιος συγκινήθηκε πολύ, θαυμάζοντας για τη μεγάλη πίστη και την ταπείνωσή του και είπε: -Έλα, αδελφέ μου, να προσευχηθού­με μαζί και ο αγαθός και ευσπλαχνικός Κύριος δε θα παραβλέψει τη δέησή μας. Πριν όμως τε­λειώσουν την προσευχή τους εκείνη, ο πολυεύσπλαχνος Κύριος ικανοποίησε το αίτημα του πι­στού δούλου Του, απομακρύνοντας το δαιμόνιο του σαρκικού πάθους από τον Ισαάκιο. Για το λό­γο αυτό ο Ισαάκιος, που ένιωθε πια τον εαυτό του θεραπευμένο και «άνοσο», δόξαζε, γεμάτος έκσταση και συντριβή, το μεγαλοδύναμο Θεό, ευχαρι­στώντας όμως ταυτόχρονα από τα βάθη της καρ­διάς του και τον δοξασθέντα άγιο. (ΡG. 88, 604C).
3) H βροχή στην περίοδο της ανομβρίας.
Ένα τρίτο θαύμα του αγίου Ιωάννη έγινε, κατά το βιογράφο του, στα χρόνια που είχε γίνει ηγούμενος στο μεγάλο μοναστήρι. Κατά την πε­ρίοδο αυτή της ηγουμενίας του, οι κάτοικοι της γύρω από το μοναστήρι περιοχής έσπευσαν, ε­ξαιτίας της ανομβρίας που επικρατούσε στον τό­πο τους, προς τον άγιο και τον παρακάλεσαν να προσευχηθεί για τη λύση του αυχμού. Ακούγο­ντας το αίτημά τους εκείνο ο άγιος προσευχήθη­κε πράγματι για τη λύση της ανομβρίας και έτσι «κατηνέχθη υετός», βεβαιώνοντας για μία ακόμη φορά ότι «θέλημα των φοβουμένων Αυτόν ποιή­σει ο Κύριος και της δεήσεως αυτών εισακούσεται». Εκτός από τα πιο πάνω όμως ο άγιος πραγ­ματοποίησε και πολλά άλλα, για τα οποία όμως ο ίδιος δεν έκανε φανερά λόγο.
Η εκλογή του σε ηγούμενο του μεγάλου μοναστη­ριού και η εφεξής δράση του
Η μεγάλη φήμη της αγίας ζωής και της μόρ­φωσης του αγίου συνετέλεσαν, ώστε να εκλεγεί, υστέρα από σαράντα χρόνια αυστηρότατης α­σκητικής ζωής στην έρημο, σε ηλικία περίπου εβδομήντα πέντε (75) ετών, ηγούμενος του μεγά­λου μοναστηριού του Σινά. Για την εκλογή του αυτή βέβαια ο ίδιος ο άγιος, που αγαπούσε ιδιαί­τερα τη ζωή της ησυχίας, έφερνε αρχικά πολλές αντιρρήσεις. Οι Πατέρες, όμως, του μεγάλου μο­ναστηριού μεταχειρίσθηκαν στην περίσταση ε­κείνη κάποια μορφή βίας πνευματικής, ώστε να τον εξαναγκάσουν τελικά να δεχθεί το αίτημά τους. «Είτα», σημειώνει ο βιογράφος του, «αγά­μενοι πάντες τα πάντα αυτού κατορθώματα, ως νεοφανή τινα Μωσέα βία επί την των αδελφών η­γεμονίαν ανεβίβασαν επί της αρχικής λυχνίας τον λύχνον» (Βίος, Μ. 88, 605Α).
Στην προτίμησή τους βέβαια αυτή οι αδελφοί της μονής δε διαψεύσθηκαν από τον άγιο, που φρόντιζε να τους στηρίζει «τω λόγω της χάριτος πλουσίως», μεταχειριζόμενος καθημερινά «τα της διδασκαλίας νάματα αφθόνως και δαψιλώς» για την πνευματική ωφέλεια όχι μονάχα των ί­διων των μοναχών, αλλά και των πολυάριθμων ε­πισκεπτών του μοναστηριού τους. Οι διδασκα­λίες αυτές του αγίου, που γίνονταν κατά τρόπο συστηματικό και σε καθημερινή βάση στο μεγά­λο μοναστήρι τους, ήταν τόσο βαθειές, ώστε να ενσταλάζουν σαν μέλι ουράνιο στις ψυχές. Για το λόγο αυτό αναφέρεται από το βιογράφο του ό­τι στην πραγματικότητα δε μιλούσε κατά τις ώ­ρες εκείνες ο άγιος, αλλά ο ίδιος ο Θεός, εφόσον «ήνοιγε στόμα» και «είλκυε Πνεύμα».
Με τις θεοφώτιστες αυτές διδαχές, αλλά και τους ανεξάντλητους ταυτόχρονα κόπους της αγά­πης του ο άγιος γινόταν καθημερινά πατέρας και θεραπευτής όχι μονάχα για τους αφανείς μώλω­πες τής ψυχής, που του εξαγορεύονταν κατά την ιερή εξομολόγηση, αλλά σε ωρισμένες περιπτώ­σεις και των ανιάτων ασθενειών του σώματος με το θαυματουργικό χάρισμά του. Τα θαύματα α­κριβώς αυτά, και γενικότερα η απέραντη αγάπη του συνετέλεσαν, ώστε πολλοί άνθρωποι να καταφεύγουν σ' αυτόν όχι μονάχα από τα κοντινά μέρη, αλλά και από τα μακρυνότερα, για να τον συμβουλευθούν, βρίσκοντας πάντοτε κάποια σο­φή λύση στα προβλήματά τους και φεύγοντας α­πό κοντά του ενισχυμένοι για τους αγώνες τους.
Κάποιοι από εκείνους που τον θαύμαζαν ό­μως δεν εύρισκαν πάντοτε ευκαιρία να τον επισκεφθούν στο μοναστήρι του και γι' αυτό του έ­γραφαν επιστολές, ζητώντας από αυτόν κάποια απάντηση στις απορίες τους ή και κάποια ακόμη από τα συγγράμματά του. Ένας ακριβώς από τους ανθρώπους αυτούς ήταν και ο συνώνυμός του Ιωάννης ο Ραϊθηνός, ο ηγούμενος της μονής της Ραϊθούς, της ευρισκόμενης 30 περίπου χιλιό­μετρα Ν.Δ. από το μοναστήρι του αγίου, που ζή­τησε με επιστολή του από τον άγιο τους λόγους της Κλίμακας, την οποία με την πάροδο του χρό­νου είχε κατασκευάσει. Στο αίτημά του εκείνο ο άγιος αποφάσισε τότε να κάνει υπακοή, στέλνο­ντας στον επιστολογράφο του την Κλίμακα και ταυτόχρονα μία επιστολή, στην οποία χαρακτή­ριζε τον εαυτό του ως «ου σοφόν αρχιτέκτονα» και τα γραφόμενά του ως «ατελή αληθώς και πά­σης αγνωσίας και ιδιωτείας ανάμεστα», ενώ ταυ­τόχρονα χαρακτήριζε ως κράτιστο των διδασκά­λων τον ίδιο τον επιστολογράφο του. «Ημείς γαρ», έλεγε χαρακτηριστικά, φανερώνοντας την ταπεινοφροσύνη του, «εν τη των μαθητευομένων τάξει έτι καθεστήκαμεν. αλλ' επειδή περ οι καθ' ημάς θεοφόροι και της όντως γνώσεως μύσται τούτο υπακοήν ορίζονται, το εν τοις υπέρ δύναμιν αδιακρίτως τοις προστάττουσι πείθεσθαι, ι­δού τα καθ' εαυτούς παριδόντες ευσεβώς, εν τοις υπέρ εαυτούς τολμηρώς την εγχείρησιν (του έρ­γου αυτού) πεποιήμεθα» (Κλίμαξ, έκδ. Αστέρος, Αθήναι 1970, σ. 11).
Η αναχώρησή του από το μεγάλο μοναστήρι και το τέλος του
Οι κόποι της ηγουμενίας όμως, που ήταν ο­πωσδήποτε πάρα πολλοί, φαίνεται ότι κούρασαν σύντομα το μεγάλο εκείνο ησυχαστή, που δεν ξε­χνούσε ποτέ το κελλί της ησυχίας του. Γι' αυτό, ύστερα από τέσσερα περίπου χρόνια ηγουμενίας, άφησε την ευθύνη του μεγάλου μοναστηριού στα χέρια του αδελφού του Γεωργίου, για να αποσυρ­θεί στο ησυχαστικό κελλί του, προαισθανόμενος πιθανότατα το τέλος του, που πλησίαζε.
Πώς έζησε βέβαια στην ησυχία του κατά την περίοδο αυτή ο άγιος, δεν είναι γνωστό. Ένα μο­νάχα γνωρίζουμε από το βιογράφο του, το τι έγινε κατά τις τελευταίες του στιγμές. Κατά τις στιγμές αυτές βρέθηκε κοντά του ο θαυμαστός α­δελφός του Γεώργιος, που, κλαίγοντας, έλεγε, κατά το βιογράφο του, τα πιο κάτω:
-«Ιδού αφίεις με και υπάγεις; εγώ ηυχόμην, ίνα συ με προπέμψης. ουδέ γαρ ειμί ικανός εκτός σου ποιμάναι την συνοδίαν, ω Κύριέ μου, μάλ­λον δε εγώ σε προπέμπω». Με αφήνεις, δηλαδή, και φεύγεις; Εγώ ευχόμουν καθημερινά, ώστε συ να με κατευοδώσεις με τις ευχές σου στο μεγάλο ταξίδι, γιατί δε νιώθω δυνατός στη διακυβέρνη­ση των αδελφών, χωρίς τη συμπαράστασή σου! Ακούγοντας τα πιο πάνω, ο άγιος προσπάθησε τότε να παρηγορήσει τον κατά σάρκα και κατά πνεύμα εκείνον αδελφό, λέγοντας τα πιο κάτω:
-«Μη λυπού, μηδέ μερίμνα. εάν γaρ εύρω παρρησίαν προς Κύριον, ου μη σε εάσω τελειώσαι ενιαυτόν όπισθέν μου». Μην ανησυχείς, δη­λαδή, αδελφέ μου, και μην έχεις αγωνιώδη μέρι­μνα μέσα σου για τα πιο κάτω. Ένα σου λέγω μονάχα πριν πεθάνω, ότι, εάν εύρω παρρησία κο­ντά στο Θεό, δε θα αφήσω να περάσεις ένα χρό­νο ολόκληρο μονάχος σου ύστερα από το θάνατό μου, αλλά θα παρακαλέσω το Θεό να σε πάρει κοντά Του μετά από μένα. Τα πιο πάνω λόγια του αγίου, κατά το βιογράφο του, εκπληρώθηκαν κατά το τελευταίο μέρος τους πολύ σύντομα. Δεν πέρασε, χρόνος ολόκληρος και ο αδελφός του Γεώργιος «εντός δέκα μηνών απήλθε και αυτός προς Κύριον». Από το θάνατο αυτό φαίνεται, κα­τά την κοινή λογική, ότι ο άγιος βρήκε παρρη­σία στο Θεό και γι' αυτό ζήτησε και πήρε και τον αδελφό του κοντά του.
Η κοίμηση του αγίου, κατά τις Διηγήσεις Α­ναστασίου Β' του Διηγηματογράφου, συνέβηκε «ταις παρελθούσαις ταύταις του Χειμώνος ημέραις», δηλαδή λίγες ημέρες μετά το Χειμώνα της χρονιάς εκείνης. Δίκαια η Εκκλησία μας γιορτά­ζει τη μνήμη της κοιμήσεως του στις 30 Μαρ­τίου. Ένα μονάχα πρέπει να τονίσουμε στο ση­μείο αυτό, το ότι, δηλαδή, ο άγιος εκοιμήθη «ωραϊσμένος ταις αρεταίς» και για τούτο, κατά τον υμνογράφο Ιγνάτιο, «εις νυμφώνα της αρρήτου δόξης συνεισήλθε».

* * *

*  Ο ασεβής άνθρωπος είναι μία ύπαρξη λογι­κή και θνητή, η οποία θεληματικά αποφεύγει την Ζωή, και τον Δημιουργό της, που υπάρχει αιώνια και που τον θεωρεί ως ανύπαρκτο!
*   Παράνομος είναι αυτός που με την κακή σκέψη του διαστρέφει το νόμο του Θεού, και που νομίζει ότι πιστεύει, ενώ έχει επιθυμίες και αντι­λήψεις αντίθετες προς τον Θεό.
*  Χριστιανός είναι αυτός που μιμείται τον Χριστό, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν, και στα λόγια, και στα έργα και στην σκέψη. Πιστεύει δε σωστά και αλάνθαστα στην Αγία Τριάδα.
*  Θεοφιλής είναι αυτός που απολαμβάνει όλα τα φυσικά δώρα του Θεού, χωρίς να επιτρέπει στον εαυτό του τίποτε το εφάμαρτο, ενώ συγχρό­νως δεν αμελεί να επιτελεί το αγαθό, κατά τις δυνάμεις του.
*  Εγκρατής είναι αυτός που ζει μέσα στους πειρασμούς και τις παγίδες και τους θορύβους του κόσμου, και αγωνίζεται με όλη του τη δύνα­μη να μιμηθεί την ζωή εκείνων που είναι απαλ­λαγμένοι από τους θορύβους του κόσμου.
*  Μοναχός είναι ο ολόψυχα αφοσιωμένος μό­νο στις εντολές του Θεού και στο λόγο Του και τις εφαρμόζει πάντοτε... Η ζωή του είναι μπολια­σμένη στην Θεανθρώπινη ζωή του Κυρίου... Μο­ναχός σημαίνει εξαγνισμένο σώμα και καθαρό στόμα και φωτισμένος νους.
Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου
*  Πένθος για το Θεό είναι το νάνε σκυθρωπή η ψυχή, κι' η καρδιά να ποθεί να πικραίνεται και να αποζητά ολοένα αυτό που διψά, κ' επειδή δεν το βρίσκει, να το κυνηγά με πόνο και να τρέχει ξοπίσω του κλαίγοντας απαρηγόρητα.
*  Βάστα καλά τη μακάρια χαρμολύπη της οσίας κατάνυξης, και μην πάψεις να την εργάζε­σαι μέσα σου, ώσπου να σε κάνει να υψωθείς α­πό τούτον τον κόσμον και να σε παραστήσει καθαρόν στο Χριστό.
*  Όποιος πορεύεται με θλίψη αδιάκοπη, αυ­τός δεν παύει να γιορτάζει ακατάπαυστα, κι' ό­ποιος ολοένα διασκεδάζει, ετούτος μέλλεται να απολάψει θλίψη αιώνια.
*  Γίνε σαν Βασιλιάς μέσα στην καρδιά σου, υψηλός με ταπείνωση καθισμένος, και προστάζο­ντας στο γέλοιο: φεύγα και φεύγει και στο γλυκό το κλάμα: έλα, κι' έρχεται και στο κορμί μας, πούνε σκλάβος και τύραννος: κάνε τούτο και το κάνει.
*   Ακτημοσύνη, ήγουν ολότελη φτώχεια, εί­ναι το να αποθέση ο άνθρωπος κάθε φροντίδα από πάνω του, να γίνη οδοιπόρος δίχως μπόδια. Ξένος από λύπη.Ακτημοσύνη είναι η πίστη στις εντολές του Κυρίου.
* Ευθύτητα είναι η απεριέργη έννοια. Ανό­θευτο ήθος. Άπλαστος λόγος κι απροκατασκεύαστος. Όπως λέγεται ο Θεός αγάπη, έτσι λέγεται και ευθύτητα. Για τούτο ο σοφός στα ποιήματα Σολομώντας λέγει στην καθαρή καρδιά: «Ευθύτης ηγάπησέ με». Και ο πατέρας του Δαυΐδ λέ­γει: «χρηστός και ευθύς ο Κύριος».
(Απόδοση αειμνήστου Φωτίου Κόντογλου) 
                        

                                                 Απολυτίκιον   
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείαν κλίμακα υποστηρίξας, την των λόγων σου, μέθοδον πάσι, μοναστών υφηγητής αναδέδειξαι, εκ πρακτικής Ιωάννη καθάρσεως, προς θεωρίας ανάγων την έλλαμψιν. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.


Κοντάκιον
Ήχος α'. Χορός αγγελικός.
Καρπούς αειθαλείς, εκ της βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, των τούτοις μετά νήψεως, προσεχόντων μακάριε. Κλίμαξ γαρ έστι, ψυχάς ανάγουσα γήθεν προς ουράνιον, και διαμένουσαν δόξαν, των πίστει τιμώντων σε.

Μεγαλυνάριον
Την ουρανοδρόμον ην Ιακώβ, κλίμακα προείδεν, ετεχνήσω πνευματικώς, Πάτερ Ιωάννη, συνθήκη των σων λόγων. δι' ης προς αφθαρσίας βαίνομεν μέθεξιν.




ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ
ΑΧΙΛΛΕΑ ΠΙΤΣΙΛΚΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
 
 
 
 

Ἡ Ἁγία Εὐβούλη 

 

 


          Οἱ διάφορες γιορτές καί πανηγυρικές ἐκδηλώσεις ξεκουράζουν, ἀλλά καί διδάσκουν τούς ἀνθρώπους. Στολίζουν τήν ζωή καί σπᾶνε τήν ρουτίνα τῆς καθημερινότητας. Γι᾿ αὐτό χαρακτηριστικά ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες " βίος ἀνεόρταστος, μακρά ὁδός ἀπανδόχευτος". Δηλαδή ζωή χωρίς γιορτές μοιάζει μέ μακρύ δρόμο χωρίς πανδοχεῖο, δίχως στάση σέ κάποιο μέρος γιά ξεκούραση.
Ἐάν λοιπόν οἱ διάφορες ἑορταστικές ἐκδηλώσεις στολίζουν τήν ζωή καί ξεκουράζουν, οἱ ἐκκλησιαστικές καί θρησκευτικές, πού μέ πολλή σοφία θέσπισε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ἐπιπροσθέτως  μᾶς διδάκουν καί μᾶς στέλνουν σπουδαῖα, ὑψηλά καί σωτήρια πνευματικά μηνύματα. Μᾶς ὑπενθυμίζουν τήν χριστιανική μας ταυτότητα καί μᾶς κεντρίζουν τήν θέληση νά ἀγωνισθοῦμε, ὥστε νά ἐπιτύχουμε τόν ὑψηλότατο καί σπουδαιότατο στόχο μας, πού εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.
Σ᾿ αὐτήν τήν προσπάθεια τῆς πνευματικῆς τελειότητας καί ψυχικῆς σωτηρίας πολύ βοηθεῖται ὁ χριστιανός ἀπό τήν μελέτη ἤ τήν διήγηση τῆς ζωῆς τῶν Ἁγίων, τῶν φιλοθέων ἐκείνων ἀνδρῶν καί γυναικῶν, πού ἔκαναν τά πάντα, ἔδωσαν τά πάντα μόνο καί μόνο γιά νά κερδίσουν τόν Χριστό καί νά γίνουν παραδείσου οἰκήτορες.
Μία τέτοια ἁγία ψυχή γιορτάζουμε σήμερα, τιμοῦμε τήν μνήμη της καί ἐπιζητοῦμε τίς εὐχές καί πρεσβεῖες της. Εἶναι ἡ ἁγία Εὐβούλη, ἡ μητέρα τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος.
Ἐπιθυμῶ νά εὐχαριστήσω ἀπό καρδίας τήν ἁγία Καθηγουμένη τῆς παρακειμένης Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος, διότι μέ προσκάλεσε καί ἀνέθεσε στήν ἀναξιότητά μου νά μιλήσω σήμερα στήν σεβαστή αὐτή ὁμήγυρη. Εὐχαριστῶ καί ὅλους ἐσᾶς, πού μέ προσοχή θά ἀκούσετε τά φτωχά αὐτά λόγια μου.
Βέβαια τά στοιχεῖα πού ἔχουμε στή διάθεσή μας γιά τήν ἁγία Εὐβούλη δέν εἶναι πολλά. Ἀρκοῦν ὅμως γιά νά βγάλουμε σπουδαῖα διδάγματα καί νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ ὅλοι μας ὀφελημένοι.

Βρισκόμαστε στή Νικομήδεια  τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, σέ ἐποχή πού ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ περνοῦσε μία διαρκῆ Μεγάλη Παρασκευή. Στήν περιοχή ἐκείνη πού ἔδωσε τούς περισσότερους ἁγίους στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, Ἱεράρχες, Ὁσίους καί Μάρτυρες. Ἐκεῖ εἶδε τό φῶς τῆς ζωῆς ὁ ἀθλοφόρος ἅγιος καί ἰαματικός Παντελεήμων ὁ μεγαλομάρτυς, πρός τά τέλη τοῦ 3ου μ. Χ. αἰώνα.
Ὁ πατέρας του Εὐστόργιος ἦταν εἰδωλολάτρης καί κατεῖχε ὑψηλή θέση στά ἀνάκτορα τῆς Νικομήδειας. Εὔστοχα σημειώνει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Μεταφραστής, ὅτι ἦταν ἐπιφανής τόν βίον καί ἐπιφανέστερος τήν ἀσέβειαν, διότι εἶχε σπουδαῖο ζῆλο γιά τούς ψεύτικους θεούς. Ἀκολουθοῦσε τήν θρησκεία ἐκείνη, πού καλλιεργοῦσε τίς ἡδονές, κολάκευε τά πάθη, τροφοδοτοῦσε τίς πονηρές ἐπιθυμίες καί γνωρίζουμε πολύ καλά πόσο ὅλα αὐτά παρασύρουν τούς νέους καί τούς ὁδηγοῦν στήν ἱκανοποίηση τῶν ἐνστίκτων, στήν ἀπόλαυση τῆς ἁμαρτίας. Ἄν ἐκεῖνος εἶχε τόσο ζῆλο γιά τήν πλάνη καί τά εἴδωλα, πόσο μεγαλύτερο πρέπει νά δείχνουμε ἐμεῖς, πού ἔχουμε τήν ἀληθινή πίστη;
Λέει ὁ Ἠλίας Μηνιάτης: Ὀφείλουμε νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό γιά τρία πράγματα. 1) Γιατί εἴμαστε πιστοί καί ὄχι ἄπιστοι. 2) Γιατί εἴμαστε Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι καί ὄχι αἱρετικοί, καί 3) Γιατί εἴμαστε χριστιανοί, ὄχι μόνο στά λόγια, ἀλλά καί στά ἔργα καί στή ζωή. Τά δύο πρῶτα, πιστεύω, ὅτι τά ἔχουμε σίγουρα. Ἀπομένει μέ τόν προσωπικό μας ἀγώνα νά ἐπιτύχουμε τό τρίτο.
Ἀντίθετα ἀπό τόν πατέρα τοῦ Ἁγίου, ἡ μητέρα του Εὐβούλη ἦταν χριστιανή καί μάλιστα εὐσεβέστατη καί ἁγία γυναίκα, κόρη εὐσεβῶν χριστιανῶν γονέων. Ἦταν γυναίκα ἀνδρεία, ὅπως τήν θέλει ἡ Ἁγία Γραφή. Ἀλλά καί οἱ γονεῖς τῶν γονέων της ἦταν χριστιανοί, ἀφοῦ ἔχουμε τήν μαρτυρία, ὅτι κατήγετο ἐκ προγόνων τόν Χριστόν σεβομένων. Ὁ νεαρός Παντελεήμων προτίμησε νά ἀκολουθήσει στήν πίστη τήν μητέρα του, τήν πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό, πού καλεῖ κοντά του τούς ἀνθρώπους νά τόν ἀκολουθήσουν βαστάζοντες τόν σταυρό τους, ἀπαρνούμενοι τόν ἑαυτό τους. Διάλεξε τόν Κύριο, πού ὑπόσχεται, ὄχι ζωή ἄνεσης, ἀλλά ζωή ἐγκράτειας καί ἄσκησης, ἀκόμη δέ μαρτύριο καί θάνατο. Καί ὅς οὐ λαμβάνει τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος.
Βλέπουμε λοιπόν, πώς μέσα στό σπίτι ὑπῆρχαν σοβαρές ἀντιθέσεις, διαφορές μεγάλες. Δέν εἶναι μικρό καί ἀσήμαντο πρᾶγμα ἡ διαφορά τῆς πίστεως. Ἔτσι θά περίμενε κανείς νά ὑπάρχουν ἀνάμεσά τους διενέξεις καί ἔριδες, διαμάχες καί ἀναστατώσεις. Ὄχι ὅμως, ἐπικρατοῦσε ἀπόλυτη ἁρμονία καί γαλήνη, γιατί ὁ ἕνας ἀγαποῦσε τόν ἄλλο μέ πραγματική ἀγάπη.
Τί ἔχουμε νά ποῦμε ἐδῶ; Τί διδασκόμαστε; Ἀγαποῦμε τόν ἄνθρωπο, ὅποιος καί ἄν εἶναι, ὅσο ἁμαρτωλός καί ἄν εἶναι. Δέν θέλουμε τήν ἁμαρτία του, τήν πλάνη του, ὅ,τι τόν κακοχαρακτηρίζει. Λέγει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: Ἀγαποῦμε ὅ,τι δημιούργησε Θεός καί μισοῦμε ὅ,τι ἔκανε ὁ διάβολος. Ὁ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος δημιούργημα τοῦ Θεοῦ εἶναι, παιδί καί εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι, ἄρα τόν ἀγαποῦμε. Ἡ κακία, ἡ ἁμαρτία, τό ψεῦδος, ἡ πλάνη εἶναι δημιουργήματα τοῦ διαβόλου καί αὐτά τά μισοῦμε, δέν τά θέλουμε, τά ἀποφεύγουμε, δέν πρέπει νά ἔχουμε καμμία σχέση μέ αὐτά.
Τότε ἄλλοι καιροί, δύσκολοι, στά πρῶτα χριστιανικά χρόνια γινόντουσαν κάποιες φορές γάμοι μεταξύ χριστιανῶν καί εἰδωλολατρῶν, ἐφόσον οἱ χριστιανοί ἦσαν λίγοι καί δέν εἶχαν ἀκόμη θεσπισθεῖ οἱ ἱ. Κανόνες. Εἶναι ἐκεῖνες οἱ περιπτώσεις, γιά τίς ὁποῖες λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Ἐάν κάποια γυναίκα ἔχει ἄνδρα ἄπιστο καί αὐτός δέχεται νά συγκατοικεῖ μαζί της, ἄς μή τόν ἀφίνει... ἐάν δέ τό ἄπιστο μέλος θέλει νά χωρίσει, τότε ἄς χωρίσει... Διότι πού ξέρεις, γυναίκα; Ἴσως μέ αὐτή τήν καλή διαγωγή σώσεις τόν ἄνδρα σου.
 Σήμερα ὅμως ὑπάρχουν νόμοι καί κανόνες πού ὁρίζουν μεταξύ ποιῶν ἐπιτρέπεται ὁ γάμος καί πότε ἐμποδίζεται. Παρ᾿ ὅλα αὐτά στόν καιρό μας, σέ ἀντίθεση μέ ὅσα λέγει τό ἱ. Πηδάλιο γίνονται γάμοι, οἱ λεγόμενοι μικτοί, δηλαδή γάμοι χριστιανῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς ἐχθρούς τῆς πίστεώς μας, εἴτε Παπικοί λέγονται αὐτοί, εἴτε Προτεστάντες, εἴτε Μονοφυσίτες κλπ.
Μάλιστα δέ γιά νά δικαιολογήσουν κάποιοι τήν ἁμαρτία τους, διαπράττουν ἀκόμη μία μεγαλύτερη ἁμαρτία. Λένε, ἔ, χριστιανοί εἶναι καί αὐτοί σάν κι᾿ ἐμᾶς. Χριστιανοί λέγονται, ἀλλά σάν κι᾿ ἐμᾶς δέν εἶναι. Εἶναι αἱρετικοί. Ἄν ἐμεῖς λέμε τέτοια πράγματα καί τά πιστεύουμε, τότε ἐμεῖς εἴμαστε σάν αὐτούς καί δέν εἴμαστε πραγματικοί Ὀρθόδοξοι.
Ὄντως δέν εἴμαστε Χριστιανοί, ἀφοῦ οὔτε μέσα στίς καρδιές μας, οὔτε μέσα στά σπίτια μας ὑπάρχει ἀγάπη. Καί δέν ὑπάρχει, γιατί ἀπό τήν ζωή μας ἀπουσιάζει ὁ Χριστός. Δυστυχῶς στούς περισσότερους ἀνθρώπους καί στά περισσότερα σπίτια βασιλεύει  ἀναστάτωση καί ταραχή. Γι᾿ αὐτό τά διαζύγια αὐξήθηκαν τρομακτικά. Ἀνδρόγυνα χωρίζουν, σπίτια γκρεμίζονται, χωρίς νά ὑπάρχει λόγος. Οἱ περισσότεροι σήμερα δέν ξέρουν οὔτε γιατί παντρεύονται, οὔτε γιατί χωρίζουν. Ἔπιασε ὅλους μία  μανία καταστροφῆς.
Ἡ ἁγία Εὐβούλη ἐπεδίωκε νά μή προσβάλει ποτέ τόν σύζυγό της, οὔτε ἄνοιγε θέματα πού θά δημιουργοῦσαν προβλήματα στίς σχέσεις τους. Προσπαθοῦσε νά εἶναι ἄψογη ἀπέναντί του. Τοῦ φερόταν μέ τόν καλύτερο τρόπο, ὅπως ἁρμόζει σέ κάθε χριστιανό, σέ κάθε ἄνθρωπο πού ἐπαγγέλλεται θεοσέβεια.
 Αὐτό θέλω ἔντονα νά τό τονίσω, διότι πολλές φορές ἡ ζωή μας μόνο χριστιανική δέν εἶναι. Τά ἔργα μας προσβάλλουν τήν πίστη μας, δέν συμφωνοῦν καθόλου μέ αὐτήν. Πόσο ἀπαραίτητα εἶναι ὅλα αὐτά γιά τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας, γιά κάθε διανθρώπινη σχέση καί κυρίως μέσα στό γάμο, πού, ὅπως προείπαμε, περνάει σοβαρότατη κρίση καί κλονίζονται ἐπικίνδυνα τά θεμέλιά του! 
Ἡ μητέρα τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος ἀνεχόταν μέ ὑπομονή καί καλωσύνη τίς ἰδέες τοῦ συζύγου της, ἔστω καί ἄν ἦταν πλανεμένες καί δέν συμφωνοῦσε καθόλου μέ αὐτές.
Εἶναι πολύ σπουδαῖο, ἀγαπητοί μου, νά ἔχουμε διάκριση. Νά γνωρίζουμε πότε θά μιλήσουμε καί τί θά ποῦμε, πῶς θά συμπεριφερθοῦμε.
Ἀλλά καί ὁ Εὐστόργιος, μή ἔχοντας κανένα παράπονο ἀπό τήν συνετή σύζυγό του, γοητευμένος ἀπό τήν συμπεριφορά της, φρόντιζε νά μή τήν στενοχωρεῖ, νά μή τήν πικραίνει. Μέ ἄλλα λόγια ὑπῆρχε ἀλληλοσεβασμός καί ἀμοιβαία ἀγάπη.
Ἄς τά προσέξουμε πολύ ὅλα αὐτά σήμερα. Θά ἔπρεπε νά ἔχουμε σάν ὑπόδειγμα τούς γονεῖς τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος. Νά μελετήσουμε τόν βίο τους, νά ἀκολουθήσουμε τό παράδειγμά τους. Οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ ἀληθινοί ὁδοδεῖκτες, τά φωτεινά σήματα πού φωτίζουν στήν πορεία  μας καί δείχνουν τόν δρόμο, πού ἐμεῖς πρέπει νά ἀκολουθήσουμε. Εἶναι ντροπή καί ἁμαρτία νά μή ἔχουμε μιά σχετική ἁρμονία, ἀλλά ὁ ἕνας νά ὑποσκάπτει, νά προσβάλει τόν ἄλλο καί νά φερώμαστε μέ τόν χειρώτερο τρόπο, πιό ἄσχημα καί ἀπό τούς εἰδωλολάτρες ἀκόμη. Εἶναι πολύ προσβλητικό γιά μᾶς, ἄνθρωποι ἄπιστοι καί ἄθεοι νά εἶναι καλύτεροι καί ἀνώτεροι ἀπό ἐμᾶς τούς χριστιανούς, νά ἔχουν καλύτερη διαγωγή.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι, πώς ὅ,τι κάνουμε, σ᾿ ἕνα πρᾶγμα μόνο στοχεύουμε, στήν σωτηρία καί τήν δική μας καί τοῦ ἄλλου. Εἴτε ὁμιλοῦμε ἤ σιωποῦμε, εἴτε συμβουλεύουμε ἤ ἀνεχόμαστε, εἴτε προσευχόμεθα ἤ ἐπιτιμοῦμε, τήν σωτηρία ἐπιδιώκουμε.
Ἡ ἁγία Εὐβούλη ἦταν πολύ προσεκτική στή ζωή της, ἔκαμνε μεγάλη ὑπομονή, ἀλλά εἶχε καί σπουδαῖο πνευματικό, τόν ἅγιο ἱερομάρτυρα Ἑρμόλαο, ὁ ὁποῖος τήν νουθετοῦσε καί τήν στήριζε. Ὅσα δέν μποροῦσε νά πεῖ σέ κανένα, οὔτε στόν σύζυγό της, τά ἔλεγε γονατιστή μπροστά στό Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ τήν ὥρα τῆς προσευχῆς καί στόν πνευματικό της. Μέ δάκρυα στά μάτια ἱκέτευε τόν Θεό, ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς της παρακαλοῦσε νά φωτίσει τόν σύζυγό της, νά ἀφίσει τήν πλάνη καί νά πιστεύσει στόν Χριστό.
Στό σημεῖο αὐτό ἡ Ἁγία Εὐβούλη ἔμοιαζε πολύ τήν ἁγία Νόνα, τήν μητέρα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Σέ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἐκείνη παντρεύτηκε τόν ἄρχοντα τῆς περιοχῆς Γρηγόριο, πού ἀνῆκε στήν αἵρεση τῶν Ὑψισταρίων. Ἡ συμπεριφορά καί τῶν δύο ἦταν ἄψογη μεταξύ τους. Θερμή ἦταν ἡ προσευχή τῆς Ἁγίας Νόνας νά φωτίσει ὁ Θεός τόν σύζυγό της, ὥστε νά γίνει καί ἐκεῖνος χριστιανός. Καί ξέρετε πότε ἔγινε αὐτό; Μετά ἀπό μία ἐκ βαθέων προσευχή, πού κράτησε τριάντα ὁλόκληρα χρόνια!  Λέγει κάπου ὁ ἱ. Χρυσόστομος: Ἐμεῖς ζητᾶμε μία-δύο φορές καί, ἄν δέν ἱκανοποιήσει ὁ Θεός τήν προσευχή μας, τήν σταματοῦμε καί φεύγουμε. Γυρίζουμε τήν πλάτη μας στό Θεό.
Ὁ πνευματικός πάλι εἶναι πολύ ἀπαραίτητος καί ἀναγκαῖος στή ζωή μας, γιά νά ἔχουμε πνευματική πρόοδο καί προκοπή. Γι᾿ αὐτό ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει στόν Δεκάλογο τοῦ χριστιανοῦ: τρέξε νά βρεῖς πνευματικό πατέρα καί νά τόν ἔχεις σέ ὅλη σου τήν ζωή. Νά ἐξομολογεῖσαι μέ συντριβή ὅλες τίς ἁμαρτίες σου, γιά νά λάβεις ἔλεος καί συγχώρηση.
Ἐδῶ ἐπιθυμῶ νά ὑπογραμμίσω, ὅτι ἔχουμε ἅγια παιδιά, γιατί ἔχουμε ἅγιες μητέρες. Ἔχουμε ἅγιες γυναῖκες, γιατί εἶχαν ἁγίους πνευματικούς. Πίσω ἀπό κάθε μεγάλο ἄνδρα, πίσω ἀπό κάθε Ἅγιο   ὑπάρχει πάντοτε μία ἁγία γυναίκα. Ἄν δέν εἴχαμε τήν ἁγία Μακρίνα, καθώς καί τήν Ἐμέλεια, γιαγιά καί μητέρα τοῦ Μ. Βασιλείου, δέν θά εἴχαμε τήν πολυπληθῆ καί ἁγία οἰκογένεια  τοῦ μεγάλου Ἱεράρχη. Δίδασκε στά παιδιά καί στά ἐγγόνια της ὅ,τι ἄκουγε ἀπό τόν πνευνατικό της, τόν ἅγιο ἱερομάρτυρα Γρηγόριο τόν θαυματουργό, ἐπίσκοπο Νεοκαισαρείας τοῦ Πόντου.
Δέν θά εἴχαμε τόν ἅγιο Γρηγόριο, ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ ἁγία Νόνα, πού, ὅπως προείπαμε, μοιάζει πολύ στόν βίο καί στίς ἀρετές της μέ τήν ἁγία Εὐβούλη, οὔτε τόν Ἱερό Χρυσόστομο θά εἴχαμε χωρίς τήν ἁγία Ἀνθούσα. Δέν θά εἴχαμε τόν Μέγα Κωνσταντῖνο, ἄν δέν εἴχαμε τήν εὐσεβέστατη ἁγία Ἑλένη. Δέν θά εἴχαμε τόν ἅγιο Γεώργιο, τόν μεγαλομάρτυρα, ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ ἁγία μητέρα του Πολυχρονία, οὔτε τόν ἅγιο Ἀδριανό, χωρίς τήν σύζυγό του ἁγία Ναταλία κ.ἄ. Εἶπε κάποιος σοφός: τό χέρι πού κουνάει τήν κούνια τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, κουνάει τόν κόσμο ὅλο. Καί πάλι: Εἶδα ἄνδρα νά ἀνεβαίνει ψηλά στά σκαλοπάτια τῆς κοινωνίας. Κοίταξε κάτω χαμηλά, τήν σκάλα τήν κρατάει κάποια γυναίκα.
Ἡ ἐνάρετη αὐτή χριστιανή μητέρα, ἡ ἁγία Εὐβούλη φρόντισε νά μεταδώσει τίς σωτηριώδεις χριστιανικές ἀλήθειες στό παιδί της. Τό ἀνέθρεψε ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, ἀπό πολλή μικρή ἡλικία, ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου. Φύτεψε μέσα στό περιβόλι τῆς ψυχῆς του ὅλα τά πνευματικά καί εὐώδη ἄνθη τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν, πρίν προλάβει νά μπεῖ μέσα του ἡ κακία καί ἀλλάξει σύνεσιν αὐτοῦ, ὅπως διαβάζουμε στή Σοφία Σολομῶντος. Δέν παρέλειψε ἀκόμη νά γνωρίσει στό παιδί της τόν δικό της πνευματικό καί νά τό συνδέσει μαζί του.
Ἔτσι ὅταν ὁ Θεός πῆρε κοντά του τήν ἁγία μητέρα, ὁ νεαρός Παντολέων ( ἔτσι τόν ἔλεγαν στήν ἀρχή), εἶχε στήριγμα καί δάσκαλο, ὁδηγό στήν κατά Χριστόν πολιτεία τόν ἅγιο Ἑρμόλαο. Ἡ ἁγία Εὐβούλη ἔφυγε νωρίς ἀπό αὐτόν τόν μάταιο κόσμο. Ἄφησε ὅμως τό βλαστάρι της σέ καλά χέρια.
 Νά ἕνα ἄλλο σπουδαιότατο δίδαγμα καί παρακαταθήκη, πού μᾶς ἀφηνει. Νά φέρουμε τά παιδιά κοντά στόν Χριστό. Νά τά πάρουμε ἀπό τό χέρι, ὅπως ὁ πατέρας ἐκεῖνος λίγο μετά τήν μεταμόρφωση καί νά ποῦμε στόν Ἰησοῦ Χριστό, Κύριε, ἤνεγκα τόν υἱόν μου πρός σέ. Ἄν θέλουμε αὐτά νά ζοῦν μέ ἀσφάλεια καί ἐμεῖς νά κοιμώμαστε ἥσυχοι καί ξένοιαστοι, πρέπει νά τά ὁδηγήσουμε στήν Ἐκκλησία. Νά τά συνδέσουμε μ᾿ ἕναν καλό καί ἔμπειρο πνευματικό. Τό συμφέρον μας καί πρό πάντων τό δικό τους συμφέρον αὐτό ὑπαγορεύει.
Κάποτε μία μητέρα πλησίασε τόν ἱερέα τῆς ἐνορίας της καί τοῦ παραπονέθηκε γιά τήν κόρη της. Πάτερ, τοῦ εἶπε, ἔχω μεγάλο πρόβλημα μέ τήν κόρη μου. Φοβήθηκε ὁ Ἱερεύς, στενοχωρέθηκε. Φαντάσθηκε, ὅτι θά κατρακύλησε στήν ἀνηθικότητα ἤ θά ἔπεσε στήν κόλαση τῶν ναρκωτικῶν. Τί συμβαίνει, κυρία μου; ρώτησε ὁ ἀγαθός Λευΐτης. Καί ἡ ἀπάντηση: Ἄχ, πάτερ μου, μεγάλο πρόβλημα, ἡ κόρη μου δέν ἔχει φίλο!! Τί νά ποῦμε; Δέν θά γίνουμε καί προαγωγοί τῶν παιδιῶν μας στήν ἀνηθικότητα!  Γιατί σήμερα, δυστυχῶς, δέν ὑπάρχει ἁγνή φιλία. Ὅταν λέμε φίλο, συνήθως ἐννοοῦμε τόν σύντροφο στήν αἰσχρή ἁμαρτία. Τό πιό πάνω παράδειγμα - δυστυχῶς- δέν εἶναι τό μοναδικό. Πολλοί γονεῖς ντρέπονται πού τά παιδιά τους δέν ἔχουν φίλο. Τό ἴδιο καί κάποιες κοπέλες αἰσθάνονται μειωνεκτικά ἕναντι κάποιων ἄλλων, πού ἔχουν σχέσεις ἀνεπίτρεπτες. Ὅμως καρφί δέν τούς καίγεται πού δέν ἔχουν πνευματικό, πού δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία του. Αὐτούς τούς γονεῖς, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Θεός θά τούς καταδικάσει σάν ἐγκληματίες.
Σ᾿ ἕνα βιβλίο του γράφει ὁ Τώθ, ὅτι μία μητέρα πῆγε κι᾿ αὐτή νά παραπονεθεῖ στόν ἱερέα τῆς ἐνορίας της. Ὁ γυιός μου εἶναι τριάντα ὀκτώ ἐτῶν καί δέν μέ ἀκούει. Μέ μαλώνει, μέ προσβάλλει, μοῦ ἀντιμιλάει, εἶναι νευρικός, σπαταλάει τήν περιουσία μου. Ὁ ἱερεύς τήν ξάφνιασε μέ τήν ἐρώτησή του. Κυρία μου, πόσα χρόνια ἔχετε νά ἐξομολογηθεῖτε καί νά κοινωνήσετε; Τά᾿ χασε ἐκείνη. Ἄλλα πράγματα περίμενε. Ὅταν συνῆλθε τοῦ ἀπάντησε: Ἀπό τότε πού παντρεύτηκα, δέν προσῆλθα στά ἅγια Μυστήρια. Ἐ, τότε μή ρωτᾶμε καί μή παραπονούμεθα, γιατί ἔγιναν ἔτσι τά παιδιά μας. Ὅταν ἐπί 40 χρόνια δέν ἔχουμε καμμία σχέση μέ τήν ἐκκλησία καί τά μυστήρια, τότε δέν φταῖνε ἐκεῖνα. Ἐμεῖς φταῖμε, πού δέν τά διδάξαμε Χριστό, τόν ὁποῖο ἐμεῖς δέν εἴχαμε.
Γιά νά τελειώσουμε, ἀγαπητοί μου, σᾶς ἀναφέρω καί τοῦτο. Ὁ ἅγιος Παντελεήμων πολλές φορές παρακαλοῦσε καί προέτρεπε τόν πατέρα του νά γίνει χριστιανός. Μάλιστα δέ τοῦ ἔλεγε, ὅτι αὐτό ἤθελε πολύ καί ἡ μητέρα του καί, ἄν γίνει, θά χαρεῖ ἐκείνη πολύ στόν οὐρανό. Ὁ πάγος ἔσπασε, τό σίδερο λύγισε. Ἡ καρδιά τοῦ Εὐστόργιου ἄρχισε σιγά-σιγά νά μαλακώνει καί ὅταν ὁ Ἅγιος ἐθεράπευσε ἕναν τυφλό, πού κανείς δέν μπόρεσε νά θεραπεύσει, αὐτό τόν συνεκλόνισε καί τόν ὁδήγησε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Τόν ἔφερε στόν ἅγιο Ἑρμόλαο, ὁ ὁποῖος τόν βάπτισε καί τόν ἔκανε χριστιανό. Ἡ Ἁγία Εὐβούλη ἀπό τόν οὐρανό ἔκανε τό θαῦμα της.
Ἀγαπητοί μου,
Παλαιότερα οἱ χριστιανοί ὁδηγοῦσαν πολλούς εἰδωλολάτρες καί ἄθεους στόν ἀληθινό Θεό. Σήμερα ἕναν χριστιανό δέν μποροῦμε νά τόν φέρουμε κοντά στό Χριστό, νά τόν ὁδηγήσουμε στήν Ἐκκλησία. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ἐμεῖς δέν εἴμαστε σωστοί χριστιανοί. Εἴμαστε χλιαροί, νερόβραστοι, ἀδιάφοροι, γι᾿ αὐτό δέν μποροῦμε νά ἐμπνεύσουμε, νά συγκινήσουμε καί νά διδάξουμε τούς ἄλλους.
Ἔλεγε ὁ σοφός Ἀρχιμήδης τῆς ἀρχαιότητος, δῶσε μου τόπο νά σταθῶ καί θά κινήσω τήν γῆ ὁλόκληρη. Ἐγώ σᾶς λέω, ἄν ἔχουμε σωστές γυναῖκες, ἅγιες γυναῖκες, τότε μποροῦμε νά ἀλλάξουμε τό πρόσωπο ὅλης τῆς γῆς. Νά τό κάνουμε ἀγνώριστο, πολύ διαφορετικό ἀπό ὅ,τι εἶναι σήμερα.
Καί νά σᾶς πῶ κάτι; Οἱ γυναῖκες δέν ἀποτελοῦν τό ἀσθενές φύλο. Εἶναι τό ἰσχυρότερο. Ὅ,τι βάλουν στό μυαλό τους τό πετυχαίνουν κι᾿ ἄς μή τό θέλουν οἱ ἄντρες τους. Αὐτήν τήν ἱκανότητά τους, αὐτό τό ταλέντο τους νά τό ἀξιοποιήσουν καί νά τό χρησιμοποιοῦν πάντοτε γιά τό ἀγαθό, μιμούμενες τήν Ἁγία Εὐβούλη, πού σήμερα γιορτάζουμε.
Σ᾿ αὐτό ἄς μᾶς ὁδηγεῖ ἡ Ἁγία Εὐβούλη καί νά ἔχουμε ὅλοι μας πάντοτε τήν εὐχή της. Ἀμήν.